Η Διεθνής Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης ήρθε φέτος με ορμή και το κοινό την υποδέχεται με ενθουσιασμό. Μάλιστα, αυτό το Σαββατοκύριακο στους χώρους της φιλοξενούνται όχι μία, αλλά δύο Τουρκάλες συγγραφείς, που παρουσιάζουν τα μυθιστορήματά τους και θα συζητήσουν γι' αυτά παρουσία κοινού.
Την πρώτη... μυρωδιά από την άλλη πλευρά της Ανατολής θα πάρουν οι φίλοι του βιβλίου το Σάββατο με την Εμινέ Σεβγκί Έζνταμαρ να χαρίζει μνήμες της ανταλλαγής των πληθυσμών, ενώ την Κυριακή έρχεται η Γιασεμίν Οζέκ, η οποία μίλησε και στη «ΜτΚ» για το βιβλίο της «Δέσποινα, μάτια μου» με το ίδιο θέμα.
Μάλιστα, με άρθρο του Σπύρου Μοσκόβου, ο οποίος ταξίδεψε από τη Βόννη στη Θεσσαλονίκη για τη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου και για να συντονίσει τη συζήτηση με την κ. Έζνταμαρ, η Deutche Welle παρουσιάζει την Τουρκάλα συγγραφέα.
«Την πρώτη φορά που πήρα τον δρόμο από το λιμάνι του νησιού για την ορθόδοξη εκκλησία, έχει περάσει καιρός από τότε, ο ουρανός φαινόταν μετά τη δυνατή βροχή αναποφάσιστος ακόμα: Να ξαμολήσει το φεγγάρι ή να το κρύψει μαζί με τ’ άστρα από τα μάτια του κόσμου; Ο δρόμος για την εκκλησιά ήταν σκοτεινός, τα φανάρια έριχναν ένα πολύ αδύναμο φως, μερικά ήταν χαλασμένα… Τα σώματα των ανθρώπων μέσα στα σπίτια όμως, τα πόδια τους, τα μαλλιά τους ήξεραν τους δρόμους που διάβαιναν. Ήταν τα καλντερίμια των παιδικών τους χρόνων, μια πάνω, μια κάτω στο λιμάνι, μετά πάλι πάνω για το σπίτι.
«Εδώ είμαι μαμά.»
«Γιόκα μου, άντε να αγοράσεις αλάτι. Και μην ξεχάσεις το πετρέλαιο.»
«Μαμά, έχασα τα χρήματα. Τα είχα στο χέρι, αλλά μου τα άρπαξε ο δυνατός βοριάς.»
«Καλά, άσε να γυρίσει ο πατέρας σου και θα σου δείξει.»…
Όλα αυτά τα λόγια είχαν ειπωθεί σίγουρα μέσα στα σπίτια που έβλεπα πηγαίνοντας για την ορθόδοξη εκκλησία. Κι επειδή ήταν λόγια παιδικά, ζούσαν για χρόνια μαζί με τα παιδιά, που είχαν στο μεταξύ μεγαλώσει, κάτω απ’ τα μαξιλάρια ή τα κρεβάτια ή πίσω απ’ τις κορνίζες, κάποια λόγια σίγουρα θα ζούσαν και μέσα στα πηγάδια, στους κήπους των σπιτιών… Και μέσα σ’ αυτά τα σπίτια βρίσκονταν σίγουρα όχι μόνο αυτά τα λόγια στα τούρκικα, αλλά στον πάτο του πηγαδιού ή στις κάτω στρώσεις των τοίχων ή στα ταβάνια ή κάτω από τις ξύλινες σκάλες, πολύ βαθιά, και λόγια στα ελληνικά, φωνές από τότε, γιατί μέχρι το 1922 και από την εποχή του Ομήρου ζούσαν εδώ σ’ αυτό το νησί οι Έλληνες της Τουρκίας… Το 1923 οι Έλληνες της Τουρκίας μεταφέρθηκαν στη Λέσβο και την Κρήτη και οι Τούρκοι της Ελλάδας, που ζούσαν από αιώνες στη Λέσβο και την Κρήτη, μεταφέρθηκαν σ’ αυτό το νησί. Αυτό το αποκαλούσαν ανταλλαγή πληθυσμών. Δεν μπορούσαν όμως να ανταλλάξουν τους νεκρούς μέσα στους τάφους, τα νεκροταφεία έμειναν, ούτε και τις γλώσσες μπορούσαν να ανταλλάξουν. Αυτοί που ήρθαν από την Ελλάδα αλλά κι αυτοί που κυνηγήθηκαν και πήγαν στην Ελλάδα μιλούν μεταξύ τους επί γενιές ολόκληρες και τουρκικά και ελληνικά.»
Αφήνοντας την πατρίδα για την τέχνη
Ποιος αφουγκράζεται τους νεκρούς στο νησί Τζούντα έξω απ’ το Αϊβαλί, ποια φωνή ανασκαλεύει το παρελθόν του Μοσχονησιού, όπως το λέγαμε στα ελληνικά, εκεί στον Αδραμυττηνό Κόλπο, απέναντι από τη Λέσβο; Είναι η υποβλητική φωνή της Τουρκάλας συγγραφέως Εμινέ Σεβγκί Έζνταμαρ που ζει στη Γερμανία, γράφει στα γερμανικά και για το συγκεκριμένο βιβλίο της με τίτλο «Ένας χώρος περικυκλωμένος από σκιές» τιμήθηκε πέρυσι με το βραβείο Büchner, την ανώτερη λογοτεχνική διάκριση στον γερμανόφωνο χώρο. Το Ινστιτούτο Goethe και η Deutsche Welle την παρουσιάζουν το Σάββατο, 6 Μαΐου, στην 19η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου της Θεσσαλονίκης. Στα ελληνικά είχαν μεταφραστεί παλιότερα το μυθιστόρημά της «Η ζωή είναι ένα καραβανσαράι» και το διήγημα «Μουσαφιραίοι».
Αρχές της δεκαετίας του 70 λοιπόν στην Τζούντα, λίγο μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Τουρκία. Η νεαρή τότε ηθοποιός Έζνταμαρ, έχοντας ήδη μια πρώτη γερμανική εμπειρία, θα πάρει εκεί την απόφαση να φύγει από την πατρίδα της, εκεί, ανάμεσα σε ελληνικούς ψιθύρους, καρακάξες που κρώζουν δυσοίωνα και κουνούπια που ζουζουνίζουν φορτικά. Το βιβλίο «Ένας χώρος περικυκλωμένος από σκιές» που εκδόθηκε πέρυσι μετά από 17 χρόνια λογοτεχνικής σιωπής της συγγραφέως είναι ο αυτοβιογραφικός απολογισμός αυτού του διαβήματος, γεωγραφική εγκατάλειψη της γενέτειρας και εγκατοίκηση στην τέχνη.
Οι «τουρκόσποροι» της Ελλάδας και οι «ελληνόσποροι» της Τουρκίας
Οι βασικοί σταθμοί: Κωνσταντινούπολη, Παρίσι, Βερολίνο. Θέατρο και αργότερα λογοτεχνία, μαθητεία σε σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Μπένο Μπεσόν, ο Τόμας Λάνγκχοφ και ο Κλάους Πάιμαν. Οι καρακάξες το είχαν προΐδει: «Στην Ευρώπη μπορεί να γίνεις διάσημη, ηθοποιός ίσως ή συγγραφέας, αλλά δεν θα βρεις τη γαλήνη. Θα σε επαινούν και θα γράφουν πως είσαι η πρωτοπόρος μεταξύ των Τούρκων καλλιτεχνών, γέφυρα ανάμεσα στην Τουρκία και τη Γερμανία, πως είσαι η μοναδική χειραφετημένη Τουρκάλα, το καλύτερο παράδειγμα της ενσωμάτωσης.» Το βιβλίο της Έζνταμαρ είναι μια σπουδή σε ένα από τα μεγάλα θέματα του καιρού μας, τον προσδιορισμό της ταυτότητας του κάθε ανθρώπου. Μια σπουδή που στην περίπτωσή της εκτυλίχθηκε σε μια μάλλον ολοκληρωμένη πια περίοδο της μεταπολεμικής ευρωπαϊκής ιστορίας, τα χρόνια του 70 και του 80, όταν μπορούσε να ζήσει ακόμα κανείς την πολιτική ελευθερία, την τέχνη και τον έρωτα σε μια συναρπαστική ενότητα.
Και ο ελληνικός μίτος του βιβλίου της Έζνταμαρ; Παράπλευρος σε σχέση με τα κυρίαρχα θέματα του έργου, αλλά πανταχού παρών. Από τις ελληνικές μνήμες στο Μοσχονήσι, όπου σημειωτέον οι ντόπιοι έλεγαν περιπαικτικά τους νεοφερμένους Τούρκους της Ελλάδας «ελληνόσπορους», όπως κι εμείς κάποτε μιλούσαμε για τους «τουρκόσπορους», και μετά τους Έλληνες εργάτες που εμφανίζονται σε ένα σημαδιακό ταξίδι με το τραίνο για την Κωνσταντινούπολη ως την παλιά φίλη της συγγραφέως, την Ευτέρπη. Μια Ελληνίδα που είχε εγκαταλείψει την Πόλη μετά τους διωγμούς του 1955 και είχε εγκατασταθεί στο Παρίσι. Σ’ αυτήν θα βρει καταφύγιο η Έζνταμαρ στη γαλλική πρωτεύουσα, τότε που επιδιδόταν σε φανταστικές συνομιλίες με την Εντίθ Πιάφ και τον Μπέρτολτ Μπρεχτ και προσπαθούσε να μάθει γαλλικά: «Φώναζα δυνατά λέξεις, σαν να ήθελα να συστηθώ στη γαλλική γλώσσα, ώστε να μου πεί: ΄Μπορείς να μείνεις σε μένα, να η άδεια παραμονής σου, votre carte de séjour.΄ Και μετά η γαλλική γλώσσα θα με ρωτούσε: ‘Ou habitez-vous, Madame?’, ‘Πού μένετε, μαντάμ;’ ‘Μένω μέσα σε μια τυφλή γλώσσα.’».