Mία γυναίκα αφήνει την τελευταία της πνοή μετά από επίθεση που δέχεται από τον σύντροφό της μέσα στο σπίτι της, στο Αγγελοχώρι Θεσσαλονίκης. Είναι η 14η γυναικοκτονία που καταγράφεται από τον Ιανουάριο του 2024. Δεν είναι όμως και η τελευταία. Λίγες ημέρες αργότερα έρχεται στο φως ένα νέο περιστατικό, αυτή τη φορά στους Αμπελόκηπους, με έναν 39χρονο να σκοτώνει τη γυναίκα του με σφυρί, κρύβοντας τη σορό της στο πατάρι για μία εβδομάδα.
Κάθε μήνα στη Θεσσαλονίκη καταγράφεται τουλάχιστον ένα σοβαρό περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας με το θύμα να μεταφέρεται σε δομή φιλοξενίας. Την ίδια ώρα, ανησυχητικά είναι τα στοιχεία που φέρνει στο φως η «ΜτΚ», σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων που καταλήγουν σε δομές φιλοξενίας μετά την ενεργοποίηση του panic button.
Από τον Απρίλιο μέχρι και τον Νοέμβριο του 2024 καταγράφηκαν συνολικά 11 διαφορετικές περιπτώσεις θυμάτων που ζήτησαν βοήθεια από τις Αρχές και οδηγήθηκαν σε κάποια δομή. Τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ για τη Θεσσαλονίκη δείχνουν ότι κάθε μήνα υπάρχει τουλάχιστον ένα θύμα που καταλήγει σε δομή φιλοξενίας. Χαρακτηριστικό είναι ότι τον περασμένο Μάιο υπήρξαν συνολικά τρία θύματα που χρειάστηκε να ζητήσουν βοήθεια και να φιλοξενηθούν τελικά σε δομή.
Ραγδαία αύξηση σε έναν χρόνο
Από την αρχή του έτους μέχρι τον Μάιο, 192 γυναίκες είχαν εγκαταστήσει το κουμπί πανικού στο κινητό τους τηλέφωνο, ενώ μόνο τον Ιούνιο οι αστυνομικοί των Γραφείων Ενδοοικογενειακής Βίας στη Θεσσαλονίκη κλήθηκαν να διαχειριστούν 115 περιστατικά. Μέσα σε ένα έτος καταγράφηκε αύξηση των περιστατικών κατά 95%. Το πρώτο πεντάμηνο του 2024 υπήρξαν 338 διαφορετικές περιπτώσεις, ενώ το ίδιο διάστημα πέρσι η Αστυνομία κατέγραψε 174 θύματα ενδοοικογενειακής βίας που απευθύνθηκαν στις Αρχές.
«Πριν από δέκα χρόνια ο αριθμός των περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας άγγιζε τα δύο με τρία σε κάθε αυτόφωρο. Σήμερα ο αριθμός αυτός έχει αυξηθεί κατά πολύ, αφού οι αντίστοιχες περιπτώσεις που φτάνουν στο αυτόφωρο αγγίζουν τις 20». Όπως εξηγεί, μιλώντας στην «ΜτΚ» η δικηγόρος Χριστίνα Σωτηράκογλου, τα περιστατικά βίας δεν έχουν αυξηθεί δραματικά τα τελευταία χρόνια, ωστόσο η αύξηση που καταγράφεται στα στοιχεία, οφείλεται στον αριθμό των καταγγελιών που παρουσιάζει άνοδο.
Ανοίγουν στόματα
Μία γυναίκα πηγαίνει στον οδοντίατρο, έχοντας σπασμένα δόντια. Αμέσως ο γιατρός αντιλαμβάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά και τηλεφωνεί στην αστυνομία, για να καταγγείλει το περιστατικό. Είναι μία από τις πολλές περιπτώσεις θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας που φοβούνται να μιλήσουν στις διωκτικές αρχές και κρύβονται πίσω από τον φόβο τους.
«Το θετικό που προσέφερε ο Νέος Ποινικός Κώδικας είναι ότι πλέον κάθε φυσικό πρόσωπο όπως ο γιατρός, ο δάσκαλος, ο θεραπευτής, ο γείτονας που αντιλαμβάνεται κάποιο περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας μπορεί να προσφύγει στη δικαιοσύνη και να το καταγγείλει, κάτι που δεν καθοριζόταν με ρητή διάταξη νόμου μέχρι πρότινος». Όπως αναφέρει η Χριστίνα Σωτηράκογλου, ο νόμος πλέον ορίζει ότι τα πρόσωπα που λαμβάνουν γνώση ενός τέτοιου περιστατικού υποχρεούνται να προχωρήσουν σε καταγγελία με τις Αρχές να τους παρέχουν την απαραίτητη προστασία», αναφέρει.
«Με την αυστηροποίηση του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία, υπάρχει μία πιο αυστηρή αντιμετώπιση των δραστών από τα δικαστήρια με τις γυναίκες-θύματα να ανακαλούν πολύ πιο δύσκολα από ό,τι συνέβαινε παλαιότερα. Σήμερα βλέπουμε ότι σε περιστατικά πρόκλησης βαριών σωματικών κακώσεων ο δράστης φυλακίζεται ακόμη και μετά το αυτόφωρο κάτι που παλαιότερα δεν συνέβαινε. Αν οι βλάβες είναι τόσο σοβαρές ο δικαστής έχει το δικαίωμα να διατάξει την έκτιση της ποινής ακόμα και από το αυτόφωρο, κάτι που λειτουργεί ανασταλτικά για έναν υποψήφιο δράστη», αναφέρει στη «ΜτΚ».
Ένα βήμα πιο κοντά στην καταγγελία
Όταν το θύμα γνωρίζει ότι ο θύτης θα μπει φυλακή ή θα υπάρχει εντολή για απομάκρυνση από την συζυγική εστία είναι πιο εύκολο να προχωρήσει σε καταγγελία. Όπως αναφέρει η κ. Σωτηράκογλου «στο παρελθόν υπήρχαν περιπτώσεις που δράστης και θύμα αποχωρούσαν μαζί από το δικαστήριο για να επιστρέψουν στο ίδιο σπίτι ανεξαρτήτως του αν είχε προηγηθεί ένα περιστατικό ενδοοικογενειακής βίας. Σήμερα ακόμα και αν ο δράστης απειλήσει ένα θύμα, διατάσσεται άμεσα η απομάκρυνσή του από το σπίτι».
Περιγράφει πως η αύξηση των περιστατικών οφείλεται σίγουρα στο γεγονός ότι πλέον τα θύματα δεν ντρέπονται να πάνε στα αστυνομικά τμήματα, έχοντας συνειδητοποιήσει τη σοβαρότητα του αδικήματος. «Έχουμε δει πάρα πολλά ακραία περιστατικά το τελευταίο διάστημα. Γυναίκες να έρχονται στα γραφεία μας με μαυρισμένα μάτια, γυναίκες που οι άντρες τους τις κυνηγάνε με αυτοκίνητα για να τις πατήσουν. Το κυριότερο είναι ότι πλέον τα θύματα γνωρίζουν ότι όλη η κοινωνία είναι με το μέρος τους και αυτό έχει επηρεάσει και τον τρόπο σκέψης των θυτών που αρχίζουν και καταλαβαίνουν ότι πρέπει να σέβονται την σχέση τους και να μην χειροδικούν», τονίζει η ίδια. Επισημαίνει δε ότι «οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν τα συγκεκριμένα θέματα με επιμέλεια και σοβαρότητα, προσπαθώντας να βοηθήσουν όσο περισσότερο μπορούν το ίδιο το θύμα». Το νομοθετικό πλαίσιο προβλέπει ότι αν το θύμα ζητήσει να προστατευτεί, φεύγοντας από το σπίτι που διαμένει, η αστυνομία σε συνεννόηση με τον εκάστοτε δήμο, παρέχει τη δυνατότητα φιλοξενίας σε κάποια ειδικά διαμορφωμένη δομή.
Τα κίνητρα
«Είσαι αδύναμη, μου ανήκεις, σε σκοτώνω». Αυτό είναι το τρίπτυχο του θύτη ο οποίος θεωρεί ότι μπορεί να σκοτώσει το θύμα, αντί να το προστατέψει. Από την άλλη τα θύματα δεν βρίσκουν τη δύναμη να παρατήσουν τους θύτες και να φύγουν, παραμένοντας στο ίδιο κακοποιητικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τα τελευταία στατιστικά στοιχεία, 7 στους 10 άνδρες στην Ελλάδα προβαίνουν σε κακοποιητική συμπεριφορά εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Την ίδια ώρα 3 στις 10 γυναίκες ασκούν σωματική ή λεκτική βία σε κάποιο μέλος της οικογένειάς τους.
«Για να φτάσει στο σημείο να ζητήσει βοήθεια μία γυναίκα θα πρέπει πολλές φορές να απειληθεί η σωματική της ακεραιότητα», αναφέρει η ψυχοθεραπεύτρια, Ιωάννα Κωνσταντινίδου, τονίζοντας ότι υπάρχουν γυναίκες που αναγκάστηκαν να νοσηλευτούν μετά από σωματική κακοποίηση που δέχθηκαν από τον σύντροφό τους, χωρίς να τολμήσουν να τον καταγγείλουν.
Σημαντικό ρόλο παίζει η σχέση θύτη και θύματος. «Στις περισσότερες περιπτώσεις ο θύτης αναζητά ένα άτομο το οποίο θα είναι εξαρτώμενο και χειραγωγήσιμο. Αντίστοιχα οι γυναίκες-θύματα που έχουν μεγαλώσει, έχοντας υποστεί κακοποιητική συμπεριφορά από τους γονείς τους, είναι πολύ πιθανό να έχουν μάθει να αγαπιούνται μέσα από την τιμωρία, μη έχοντας βιώσει μία υγιή οικογενειακή κατάσταση». Όπως εξηγεί η κ. Κωνσταντινίδου «σε πολλές περιπτώσεις η βία και οι απειλές έχουν μεταφραστεί ως μία κανονικότητα, η οποία συνήθως οδηγεί στο σύνδρομο της Στοκχόλμης. Το θύμα, δηλαδή, ταυτίζεται με τον θύτη σε σημείο που φτάνει να τον προστατεύει. Έτσι, δημιουργείται ένα μικροσύστημα που θύτης και θύμα έχουν μία “άρρωστη” αγάπη που καταλήγει σε έναν τραυματικό δεσμό. Υπάρχει ένα συναίσθημα που κρατάει τα θύματα συναισθηματικά δεμένα στον θύτη. Αρκετές γυναίκες με χαμηλό οικονομικό και μορφωτικό επίπεδο δεν θα αποχωριστούν εύκολα τον σύντροφό τους. Αντίστοιχα, ένας δράστης τη στιγμή της κακοποίησης δεν έχει ενσυναίσθηση, προκειμένου να καταλάβει τον αντίκτυπο που θα έχουν οι πράξεις του», αναφέρει η ίδια, καταλήγοντας ότι σε πολλές περιπτώσεις τα παιδιά του ζευγαριού είναι τα πρώτα θύματα τέτοιων συμπεριφορών, αφού οι θύτες δεν υπολογίζουν τις συνέπειες των πράξεών τους.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.12.2024