Η μνήμη, ο θάνατος και η αθανασία είναι τα βασικά συστατικά με τα οποία είναι γραμμένο το νέο έργο του συγγραφέα και ποιητή Γιώργου Βέλτσου. Πρόκειται για το «Προσδοκώ», ένα έργο το οποίο με τρεις παρεμβάσεις της Ευγενίας Βάγια, τη σκηνοθεσία της Σοφίας Καρακάντζα και τη μουσική του Δημήτρη Καμαρωτού, γίνεται θεατρική παράσταση που ετοιμάζεται να κάνει πρεμιέρα το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου στο Φουαγιέ της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.
Η νέα παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος είναι ουσιαστικά ένας επικήδειος για το θέατρο -όπως το ξέρουμε μέχρι τώρα, αλλά και για την Ιστορία. Το «Προσδοκώ», είναι προφανές ότι προέρχεται από το Σύμβολο της Πίστεως, όμως δεν αναφέρεται στην «ανάσταση νεκρών», αλλά στην ανάσταση ζωντανών, μέσα από μια πολιτική πράξη αναγνώρισης του θανάτου.
«Αυτό που θα ήθελα, άλλα χωρίς να το προσδοκώ, είναι μία αλλαγή του τρόπου σκέψης και της συμπεριφοράς των νεοελλήνων συμπατριωτών μου, διότι πιστεύω ότι στην Ελλάδα έχουμε φτάσει σε ένα μη περαιτέρω, ως προς αυτό που λέγεται παγκοσμιοποίηση, νεοφιλελευθερισμός, ύστερος καπιταλισμός, καταναλωτισμός ή ευδαιμονισμός. Για όλα αυτά θεωρώ και τον εαυτό μου συνυπεύθυνο και για αυτό δεν έχω κανένα δικαίωμα να προσδοκώ το παραμικρό. Άλλωστε πιστεύω ότι αυτή η κατάσταση, όπως λειτουργεί, είναι αμετάτρεπτη και στο επόμενο στάδιο θα προστεθεί και η τεχνητή νοημοσύνη -που έχει ήδη μπει στη ζωή μας και θα …δέσει το γλυκό», δήλωσε στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Γιώργος Βέλτσος.
Το «Προσδοκώ» είναι ένα παιγνίδι ανταγωνισμού και επικράτησης ανάμεσα στους νεκρούς και τους ζωντανούς. Οι νεκροί καταλαμβάνουν πολύ χώρο και οι ζωντανοί εκδικούνται, συρρικνώνοντας τις ιστορικές μνήμες. Οι μνημειώδεις φιγούρες της μεταπολίτευσης, αποκαθηλώνονται και αποσυνδέονται από την ουσία της πράξης τους. «Πρόκειται για ένα πολυκείμενο με πολλαπλές και περίπλοκες επιστρώσεις νοημάτων», σχολίασε η σκηνοθέτιδα Σοφία Καρακάντζα, η οποία, παίρνοντάς το στα χέρια της, αναζήτησε τους τρόπους για να το μεταφέρει στο κοινό, ώστε να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να συνδεθούν μαζί του οι θεατές της παράστασης.
«Η δική μου αίσθηση όταν το πρωτοδιάβασα, ήταν αυτή της βαθιάς συγκίνησης και βαθιάς θλίψης. Αυτό που αισθανόμαστε συνεχώς τα τελευταία χρόνια με την απώλεια όλων των πραγμάτων που ξέραμε, όπως είναι το θέατρο, η ιστορία, η Ελλάδα, αυτό που πιστέψαμε, αυτά που ήταν οι οδηγοί της ζωής μας, τα πιστεύω μας, οι πολιτικές μας παντιέρες… Μία χώρα που συνεχώς φαίνεται να θρηνεί, να είναι σε μία απώλεια», λέει χαρακτηριστικά η κ. Καρακάντζα. «Αυτό ο Γιώργος δεν το κάνει με έναν τρόπο προφανή. Είναι σαν να φτιάχνει έναν περίπλοκο πίνακα με πολλές μικρές λεπτομέρειες όπου η κάθε λεπτομέρεια έχει τη δική της αναφορά, αλλά ο τελικός πίνακας φτιάχνει ένα τοπίο συγκίνησης. Άρα έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος να ξεκλειδωθεί», συμπληρώνει.
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα, «δημιουργήθηκε μία συνθήκη όπου από τη μία μεριά είναι το νόημα και η συγκίνηση και από την άλλη είναι η ιστορία του κειμένου, το ίδιο το κείμενο, που έχει να μας πει τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να σταθούμε απέναντί του». «Είναι ένα κείμενο που δεν αναπαρίσταται, αλλά το αφηγούμαστε με έναν τρόπο. Όπως ο Γιώργος μιλάει για τους επικήδειους μίμους, οι οποίοι νομίζω ότι είναι πιο κοντά στους ραψωδούς της αρχαίας Ελλάδας, που περπατούσαν, μιλούσαν κι μ’ ένα όργανο συνοδεύαν την αφήγησή τους, έτσι κι εμείς μέσα από μία δραματουργία η οποία αναπτύσσεται με τον τρόπο που γράφει ο Δημήτρης Καμαρωτός τη μουσική κειμένου, φτιάχνουμε το υπόβαθρο ώστε να αρχίσουν αυτοί οι συνειρμοί να ελευθερώνονται και να μπορούν να φτάσουν σε τόπους όπου το νόημα και η συγκίνηση επαναπροσδιορίζονται», εξηγεί η κ. Καρακάντζα.
Για τον ίδιο το συγγραφέα, είναι συμβολικό το γεγονός ότι το έργο ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη και ακόμα πιο συγκεκριμένα στο Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου είδε κατά τη διάρκεια της φοιτητικής του ζωής τις πρώτες του παρατάσεις. Είναι μία πόλη που -όπως λέει- «παρακολούθησα στον “Αλέξανδρο” τις ταινίες που πρότεινε ο Παύλος Ζάννας, συναναστράφηκα τον Μανόλη Αναγνωστάκη και τον Αλέξη Ασλάνογλου, τσακώθηκα στο Ντορέ με τον Δημήτρη Μαρωνίτη (και συμφιλιώθηκα), άκουσα στην “Τέχνη” τον Λίνο Πολίτη να αναλύει τον Σεφέρη, ξενύχτισα στα πατσατζίδικα της Εγνατίας, παντρεύτηκα στον Όσιο Δαυίδ, έζησα, παρακολούθησα δύο παραστάσεις έργων μου από το ΚΘΒΕ που με τίμησε», καταλήγει κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον Καλλιτεχνικό Διευθυντή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος Αστέρη Πελτέκη, ο οποίος του απηύθυνε την πρόσκληση και μαζί επέλεξαν το χώρο όπου θα δοθεί η παράσταση.
«Το να γράφω θέατρο και να μιλώ για “προσδοκώ” στα ωραία μάρμαρα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και την ίδια στιγμή να βλέπω στην τηλεόραση το βράδυ τη Γάζα, αυτό για μένα είναι ανυπόφορο. Από την άλλη μεριά το “προσδοκώ” σημαίνει επίσης ότι θέλω να ζήσω κι άλλο. Προσδοκώ δηλαδή ζωή, για να μπορέσω να ζήσω και όχι να επιβιώσω σαν ποντίκι σε αυτή την κατάσταση. Η τέχνη λοιπόν είναι όχι απλώς ένα καταφύγιο κάτω από τα κτήρια που βομβαρδίζονται, αλλά είναι το φως της ημέρας. Αυτός είναι ο λόγος που συνεχίζω να προσδοκώ», καταλήγει ο κ. Βέλτσος.
Η παράσταση, που είναι κατάλληλη για άτομα άνω των 12 ετών, παρουσιάζεται σε πανελλήνια πρώτη το Σάββατο 17 Φεβρουαρίου στις 21.00 στο Φουαγιέ Θεάτρου Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, όπου θα ανεβαίνει κάθε Τετάρτη και Κυριακή στις 19:00, Πέμπτη και Παρασκευή στις 21:00 και με διπλή παράσταση κάθε Σάββατο στις 18:00 και 21:00.