Ηχηρές «καμπάνες» για το εμπορικό έλλειμμα της χώρας (εισάγουμε παραπάνω από όσα εξάγουμε), που εκτιμάται ότι θα κλείσει πάνω από τα 35 δισ. το 2022 ηχούν συνεχώς και με ένταση, αν και το δομικό αυτό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας κρύβεται κάτω από το χαλί.
Με τις εξαγωγές να σπάνε τα κοντέρ, γεγονός αναμφίβολα ελπιδοφόρο που φανερώνει την υψηλή ποιότητα και την δυναμική των ελληνικών προϊόντων αλλά και το πείσμα των Ελλήνων εξαγωγέων, ειδικά μέσα σε συνθήκες πληθωριστικής κρίσης και διαρκούς αβεβαιότητας, τα ρεκόρ που χτυπάνε οι εισαγωγές θολώνουν το τοπίο.
Η αύξηση των εισαγωγών, αν και συνδέεται με την παράλληλη αύξηση των εξαγωγών, αποτελεί ένδειξη χαμηλής ανταγωνιστικότητας στο… ρινγκ των αδηφάγων διεθνών αγορών, φανερώνει τα σαθρά θεμέλια στα οποία στηρίζεται το προβληματικό παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας.
Eίναι φυσικό μία οικονομία από την οποία απουσιάζουν οι πρώτες ύλες, όπως είναι η ελληνική, να χρειάζεται τις εισαγωγές για να παράγει υψηλής ποιότητας προϊόντα, ωστόσο κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συνεχίζεται αενάως, σε ευρεία κλίμακα.
Σταδιακά η ελληνική οικονομία είναι αναγκαίο να χτίσει την δικιά της παραγωγική βάση για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά της και να μειώσει την τεράστια εξάρτησή της από τις εισαγωγές, μία εξάρτηση που τροφοδοτεί την… εισαγόμενη ακρίβεια. Σε μία ούτως ή άλλως προβληματική και μικρή σε μέγεθος αγορά όπως η ελληνική, το εμπορικό έλλειμμα που εμφανίζεται «συμμαχεί» με την ακρίβεια, επιδεινώνοντας τις ήδη δυσχερείς συνθήκες για τους καταναλωτές.
Αν εξετάσουμε αναλυτικά τα στοιχεία, το πρόβλημα έρχεται στην επιφάνεια. Ναι μεν οι ελληνικές εξαγωγές άγγιξαν ιστορικά υψηλά το 2022, φτάνοντας τα 54,68 δισ. ευρώ από περίπου 40 δισ. ευρώ το 2021 αλλά με πολύ υψηλότερο ρυθμό όμως αυξήθηκαν οι εισαγωγές, προκαλώντας εκρηκτική αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, το οποίο διαμορφώθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από το 2007. Τούτο, βεβαίως, οφείλεται στη μεγάλη, ακόμη, εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές, καθώς και στο γεγονός ότι αρκετές από τις εισαγωγές είναι μεγαλύτερης αξίας από αυτή που έχουν τα εξαγόμενα από την Ελλάδα προϊόντα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, το 2022 έκλεισε με αύξηση των εξαγωγών κατά 36,7% σε σύγκριση με το 2021, συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων. Εξαιρουμένων των πετρελαιοειδών και των πλοίων, η αξία των ελληνικών εξαγωγών διαμορφώθηκε το 2022 σε 35,05 δισ. ευρώ, αυξημένη κατά 21,6% σε σύγκριση με το 2021.
Η αύξηση, ωστόσο, των εισαγωγών κατά 42,2% το 2022 σε σύγκριση με το 2021, στα 93,04 δισ. ευρώ έναντι 65,45 δισ. ευρώ το 2021 (συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών) είχε ως συνέπεια την εκτόξευση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου στα 38,37 δισ. ευρώ, αυξημένου κατά 50,7% σε σχέση με το 2021.
Πρόκειται για το τρίτο υψηλότερο επίπεδο στο οποίο έχει διαμορφωθεί το εμπορικό έλλειμμα την περίοδο 2004-2022 και το υψηλότερο επίπεδο από το 2007. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, το υψηλότερο εμπορικό έλλειμμα καταγράφηκε το 2008, όταν είχε διαμορφωθεί στα 44,3 δισ. ευρώ, ενώ το δεύτερο υψηλότερο ήταν το 2007 στα 42,54 δισ. ευρώ.
Το 2008 οι εισαγωγές ήταν στο επίπεδο των 65,5 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές μόλις 21,22 δισ. ευρώ. Με τη χώρα να μπαίνει σε ύφεση, οι εισαγωγές τα επόμενα χρόνια υποχώρησαν κάτω από το επίπεδο των 50 δισ. ευρώ, ενώ οι εξαγωγές ακολούθησαν ανοδική πορεία, με συνέπεια τη μείωση του εμπορικού ελλείμματος.
Το 2022 καταγράφηκε άνοδος των εξαγωγών σε όλους τους βασικούς κλάδους. Ειδικότερα, σημειώθηκαν οι ακόλουθες αυξήσεις: 78,7% στα πετρελαιοειδή, 43,4% στα λάδια, 30,1% στα βιομηχανικά προϊόντα, 28,7% στα εμπιστευτικά προϊόντα, 28,2% στα μηχανήματα, 24,4% σε ποτά και καπνό, 17,6% στα τρόφιμα – ζώντα ζώα, 6,7% στα χημικά και 2,8% στις πρώτες ύλες.
Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν την επίδραση των υψηλών τιμών πετρελαιοειδών, ρεύματος και φυσικού αερίου, αλλά και των ανατιμήσεων σχεδόν όλων των εισαγόμενων και εξαγόμενων αγαθών.
Το εμπορικό έλλειμμα, όπως και το ευρύτερο μέγεθος ισοζύγιο –και έλλειμμα– τρεχουσών συναλλαγών, αντανακλά τα βαθύτερα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας και τη μεγάλη εξάρτησή της από άλλες οικονομίες, κυρίως σε πρώτες ύλες και βιομηχανικά αγαθά. Αποκαλύπτει ανάγλυφα το μεγάλο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, που φαίνεται να επιδεινώθηκε την τελευταία τριετία και σκιάζει την όποια θριαμβολογία για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Φυσικά, το μεγαλύτερο βάρος αυτής της εξάρτησης πέφτει στα ενεργειακά αγαθά και κυρίως τα πετρελαιοειδή, των οποίων οι διεθνείς τιμές εκτοξεύτηκαν πέρσι λόγω ενεργειακής κρίσης.
Χωρίς τα πετρελαιοειδή, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας θα ήταν κατά τα 12 δισ. ευρώ μικρότερο (-26,3 δισ. ευρώ), περιορίζοντας την ποσοστιαία αύξηση του ελλείμματος πέρσι σε σχέση με το 2021 στο 32,5%. Και πάλι, πάντως, μιλούμε για θηριώδη αύξηση…
Το παράδοξο είναι πως σε ένα βαθμό η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος – εκτός της συγκυριακής (;) περίπτωσης των πετρελαιοειδών- οφείλεται στην αύξηση των ... εξαγωγών, δεδομένου ότι κατά το μεγαλύτερο μέρος τους οι πρώτες και βοηθητικές ύλες που χρησιμοποιεί η εξαγωγική βιομηχανία είναι εισαγόμενες.
Οι αυξημένες ποσότητες πρώτων υλών που ζητούν οι επιχειρήσεις λόγω της ανόδου των εξαγωγών, πληρώνονται και ακριβότερα ελέω των ανατιμήσεων, κάτι που συνεπάγεται διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος.
Για το 2023, χρονιά με ρευστό τον διεθνή οικονομικό ορίζοντα, εκτιμάται ότι η άνοδος των εξαγωγών θα συνεχιστεί και η αξία τους θα αυξηθεί –εκτός απροόπτου φυσικά– στα όρια του προβλεπόμενου πληθωρισμού, περί το 7%, ενώ σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις ίσως υπάρξει και αύξηση του όγκου των εξαγομένων προϊόντων κατά 1% ή 2%. Πάντα, βεβαίως, με την προϋπόθεση ότι δεν θα προκύψουν αστάθμητοι παράγοντες που θα ανατρέψουν την αισιόδοξη εξέλιξη της εξαγωγικής προσπάθειας της Ελλάδας.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 05.03.2023