Εκατό χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, μία ομάδα επιστημόνων από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ δημιουργεί μία τεράστια ψηφιακή απογραφή όλων των προσφύγων. Επί έξι χρόνια εκατοντάδες άνθρωποι αναμετρώνται με έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών, που υπήρχαν σε διάφορα αρχεία, ακόμα και σε χειρόγραφή μορφή, για να σχηματίσουν την μεγάλη εικόνα της Ελλάδας μετά την έλευση των προσφύγων.
Σε ποια διαφορετικά σημεία της Ελλάδας εγκαταστάθηκαν οι κάτοικοι ενός συγκεκριμένου χωριού της Μικράς Ασίας ή αντίστροφα από ποια μέρη της Τουρκίας προέρχονται οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν σε μια πόλη της Ελλάδας; Ή ακόμη, ποιο ήταν το πιο δημοφιλές γυναικείο όνομα σε κάθε περιοχή της Μικράς Ασίας; Αυτές οι λεπτομέρειες, μπορεί να ενδιαφέρουν τους απογόνους των Μικρασιατών, που θα έχουν την εύκαιρια να ιχνηλατήσουν την πορεία των προγόνων τους όταν σε μερικούς μήνες θα βγει στον αέρα του διαδίκτυου η βάση δεδομένων.
Τους επιστήμονες ενδιαφέρει η μεγάλη εικόνα, το πώς οι πρόσφυγες μετασχημάτισαν την Ελλάδα, με όρους δημογραφικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς, από τη δεκαετία του ’20 μέχρι και σήμερα. Τα συμπεράσματα που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια από την επεξεργασία αυτών των δεδομένων, θα έχουν ενδιαφέρον όχι μόνο για τους επιστήμονες στην Ελλάδα αλλά και στην Αμερική.
Χρηματοδότηση από τις ΗΠΑ
Εξάλλου η αρχική χρηματοδότηση της έρευνας για τις κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις από την εγκατάσταση Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα, έγινε από το National Science Foundation των ΗΠΑ, με το ποσό των 365.502 ευρώ. Γιατί έχει ενδιαφέρον για τις ΗΠΑ το τι συνέβη στην Ελλάδα τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’20; «Γιατί η οικονομική επιστήμη ενδιαφέρεται για την επίδραση που έχουν στις κοινωνίες οι πολύ μεγάλες πληθυσμιακές μεταβολές, τι έχει συμβεί στους γηγενείς και τους πρόσφυγες, πώς έγινε η ενσωμάτωσή τους, πότε απέτυχε. Είναι πρόβλημα η γλώσσα, η θρησκεία ή ότι απλώς είσαι ο ξένος; Μπαίνουμε σε μια συζήτηση που μπορεί κάτι να μάθουμε από αυτό» εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Στέλιος Μιχαλόπουλος, αναπληρωτής καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Brown των ΗΠΑ, που είχε την ιδέα και το 2016 υπέβαλε την πρόταση για χρηματοδότηση, από κοινού με τον Ηλία Παπαιωάννου καθηγητή Οικονομικών του London Business School και Ερευνητικός Εταίρος στο Centre for Economic Policy Research.
Εκατομμύρια δεδομένα
Στην ερευνητική ομάδα προστέθηκαν και δεκάδες ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με επικεφαλής τον Θανάση Σταυρακούδη, αναπληρωτή καθηγητή Υπολογιστικής Προσομοίωσης και περί τους 800 φοιτητές που δούλεψαν για την πρώτη μεταγραφή των στοιχείων, από διάφορους καταλόγους ή ακόμα και χειρόγραφα αρχεία.
Η ομάδα δούλεψε με διάφορα αρχεία, όπως με τον κατάλογο του 1928 που περιλαμβάνει τους πρόσφυγες στους οποίους δόθηκαν αγροτικοί κλήροι, τον κατάλογο των προσφύγων σε αστικά κέντρα με βάση τα Γενικά Αρχεία του Κράτους, και έγιναν συγκρίσεις με τις απογραφές της ΕΛΣΤΑΤ από το 1907 μέχρι και σήμερα.
Σε αυτά τα αρχεία, εκτός από το ονοματεπώνυμο περιλαμβάνονται οι τόποι καταγωγής από τη Μικρά Ασία και εγκατάστασης στην Ελλάδα. Σε πολλές περιπτώσεις οι ερευνητές λειτούργησαν ως… ντεντέκτιβ για να ανακαλύψουν πού αντιστοιχεί σήμερα στο χάρτη ένα τοπωνύμιο χωριού στην Ελλάδα του ’20, που μπορεί να ήταν τουρκικό ή σλαβικό, ή στη συνέχεια να εγκαταλείφθηκε ή να συνενώθηκε με το γειτονικό χωριό. Μια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν το Τσοβλέκ Δερέ νομού Σερρών. «Τελικά ήταν 500 μέτρα από το Λύκειο που τελείωσα και το έμαθα τελείως τυχαία» λέει ο κ. Σταυρακούδης. Με αναζήτηση σε γραφεία αναδασμών και σε πολεοδομίες, τοποθετήθηκαν 1784 «πινέζες» στο χάρτη της Ελλάδας και απομένουν περί τα 50 τοπωνύμια ακόμη που αναζητούνται. Η αντίστοιχη δουλειά έγινε και με τα χωριά και τις πόλεις στην Τουρκία, που ήταν και πιο δύσκολη δουλειά, γιατί ο τόπος δηλωνόταν άλλοτε με βάση την διοικητική επαρχία και άλλοτε με βάση την εκκλησιαστική. Η αναζήτηση άρχισε από το Index Anatolicus με πληροφορίες για τους τόπους καταγωγής και συνεχίστηκε σε ιστοσελίδες συλλόγων και οργανισμών, χάρτες, ιστορικά βιβλία ενώ ζητήθηκε και η βοήθεια του κοινού ακόμα και μέσω facebook. Έτσι εντοπίστηκαν περίπου 1800 τόποι καταγωγής (εκκρεμεί ένα 5%).
Μέχρι στιγμής έγινε επεξεργασία ενός εκατομμυρίου δεδομένων και καταλογογραφήθηκαν ένα ένα με το χέρι 249.127 ονόματα προσφύγων που ήταν δικαιούχοι αγροτικού κλήρου, μαζί με τους τόπους καταγωγής και εγκατάστασης και στη συνέχεια έπρεπε να ελεγχθούν οι διπλοεγγραφές, οι διαφορετικές εκδοχές στα επώνυμα και τα τοπωνύμια, τα ορθογραφικά λάθη κλπ Για την ομαδοποίηση των δεδομένων αξιοποιήθηκαν εργαλεία μηχανική μάθησης και data mining.
Σε αυτή τη φάση η ομάδα δουλεύει με τον κατάλογο των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν σε αστικές περιοχές, και έλαβαν αποζημίωση αστικού τύπου (στο 1%-5% της αξίας της περιουσίας που άφησαν πίσω τους). Ο κατάλογος περιλαμβάνει πάνω από 360.000 εγγραφές.
Εγκαταστάθηκαν κυρίως στα αστικά κέντρα
«Παρόλο που υπάρχει εντύπωση ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία, η πλειονότητα εγκαταστάθηκε στα μεγάλα αστικά κέντρα. «Η διαφορά είναι ότι βρίσκουμε χωριά με καθαρά προσφυγικό πληθυσμό, πάνω από 90% ενώ στις πόλεις απωθήθηκαν από το κέντρο» σημειώνει ο κ. Σταυρακούδης. Στην επαρχία Αττικής (Αθήνα, Πειραιάς, και ανατολική Αττική) έχει εγκατασταθεί το 22% του συνόλου των 1,2 εκατ. προσφύγων, αλλά οι πρόσφυγες αντιπροσώπευαν το 31% του συνολικού πληθυσμού της περιοχής. Η Θεσσαλονίκη υποδέχτηκε το 12,5% του συνόλου των προσφύγων που ήρθαν από τη Μικρά Ασία, και το 1928 οι πρόσφυγες αντιπροσώπευαν το 47% του πληθυσμού της πόλης. Η περιοχή με τους περισσότερους πρόσφυγες, σχεδόν 90%, είναι η επαρχία Νέστου στην Καβάλα. Κατά κύριο λόγο η περιοχή είχε μουσουλμανικό πληθυσμό που εγκατέλειψε την περιοχή, μετά τη συνθήκη της Λωζάνης. Εκεί εγκαταστάθηκαν 18.500 πρόσφυγες, σε έναν πληθυσμό 20.500 κατοίκων, όμως αυτοί οι πρόσφυγες είναι μόνο το 1,5% όσων ήρθαν από τη Μικρά Ασία.
Η επόμενη γενιά υπερκέρασε τους γηγενείς
Τι μας λένε τα μεγάλα σύνολα δεδομένων, τα λεγόμενα big data για αυτή τη μεγάλη αλλαγή, που επέφερε αύξηση 20% στον πληθυσμό της Ελλάδας; «Πολύ γρήγορα ενεπλάκησαν στην οικονομική δραστηριότητα, έφεραν μαζί τους νέες τεχνικές πχ στην καλλιέργεια του καπνού, αλλάζοντας την ισορροπία στις εξαγωγές αγροτικών προϊόντων έναντι της σταφίδας, συνέβαλλαν στη βιομηχανική ανάπτυξη προσφέροντας φθηνό εργατικό δυναμικό» σημειώνει ο κ. Σταυρακούδης και προσθέτει: Τα παιδιά τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, στις περισσότερες περιπτώσεις ξεπέρασαν σε μορφωτικό επίπεδο τους ντόπιους».
«Το οικονομικό αποτύπωμα των προσφύγων είναι αναφανδόν θετικό» συμφωνεί και ο κ. Μιχαλόπουλος. Υπάρχουν κάποιες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που προκύπτουν όταν η σύγκριση γίνεται σε επίπεδο μικροκοινωνίας, στα χωριά γηγενών και προσφύγων. «Το επίπεδο εκπαίδευσης των πρώτων προσφύγων που εγκαθίστανται σε αγροτικούς κλήρους είναι πιο χαμηλό σε σχέση με τους γηγενείς, σύμφωνα με τα όσα δήλωναν οι ίδιοι στην απογραφή. Όμως βλέπουμε ότι τα παιδιά των προσφύγων, που ήρθαν σε μικρή ηλικία στην Ελλάδα ή γεννήθηκαν εδώ, έχουν υπερκεράσει τους ντόπιους των αγροτικών κοινωνιών. Τελειώνουν το δημοτικό, τη δεκαετία του ’30 τους βλέπουμε πιο συχνά σε σχέση με τους γηγενείς να πηγαίνουν στο γυμνάσιο, στη δεκαετία του ’50 τους βλέπουμε να δημιουργούν μικρές επιχειρήσεις. Βλέπουμε μια αλλαγή στο ανθρώπινο κεφάλαιο» παρατηρεί. «Μια γενιά που έπρεπε να μαζέψει σε λίγες ώρες όλα τα υπάρχοντα της και να φύγει κουβαλάει τον φόβο ότι μπορεί να ξανασυμβεί. Βλέπουμε στην επόμενη γενιά ότι οι άνθρωποι επενδύει στην εκπαίδευση, που είναι ένα παράδειγμα κεφαλαίου που μπορείς να το πάρεις μαζί σου ανά πάσα στιγμή. Και αυτό το βλέπουμε και εκτός Ελλάδος, στις επόμενες γενιές μεταναστών και προσφύγων».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25.09.2022