Αντιμετωπίζουν οι πολυεθνικές την Ελλάδα σαν μπανανία ή σαν ξέφραγο αμπέλι, σκορπώντας τον… τρόμο στα ράφια; Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι θετική καθώς η καθημερινότητα είναι αμείλικτη με τσέπες και πορτοφόλια να αναστενάζουν στα ταμεία των σούπερ μάρκετ.
Ας προσπαθήσουμε να ανασυνθέσουμε την μεγάλη εικόνα.
Ήδη, από τον Ιούνιο του 2021, μετά το σοκ της πανδημίας, ο πληθωρισμός των τροφίμων στην Ελλάδα ήταν υψηλότερος από τον αντίστοιχο στην Ευρωζώνη (1,2% έναντι 0,1%), τάση που συνεχίστηκε μέχρι και τον Αύγουστο του 2022 (13,2% στην Ελλάδα έναντι 12,7% στην Ευρωζώνη) για να εμφανιστεί ξανά από το φετινό καλοκαίρι, με τα άλματα στις τιμές να είναι απότομα.
Οι τιμές στην Ελλάδα μπορεί να ήταν χαμηλότερες σε σύγκριση με την Ευρωζώνη, αλλά το γεγονός ότι ο ρυθμός αύξησης των τιμών δεν ακολουθείται από ανάλογη αύξηση των εισοδημάτων συνθέτει την «τέλεια καταιγίδα» ακρίβειας.
Μεταξύ του δ΄ τριμήνου του 2019 και του α΄ τριμήνου του 2023, τα επιχειρηματικά κέρδη στην Ελλάδα αυξήθηκαν, σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ κατά 16%, ενώ το κόστος εργασίας κατά 7%, δηλαδή ο πληθωρισμός στην Ελλάδα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των εταιρικών κερδών και όχι των αυξημένων μισθών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρείας ερευνών αγοράς Circana, οι τιμές των απορρυπαντικών – καθαριστικών σπιτιού, όπου κυριαρχούν οι πολυεθνικές, αυξήθηκαν στο εννεάμηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2023 κατά 12,7% σε σύγκριση με το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Πρόκειται για την κατηγορία με τη μεγαλύτερη αύξηση τιμής από τις συνολικά 11 που αποτελούν τις κατηγορίες των λεγόμενων ταχυκίνητων αγαθών (τα αγαθά που αγοράζονται πιο συχνά από τους καταναλωτές κατά την επίσκεψή τους στο σούπερ μάρκετ). Το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν κατά 8,5% οι τιμές στην κατηγορία των ειδών ατομικής φροντίδας και ομορφιάς, κατά 8,2% οι τιμές των ειδών ατομικής υγιεινής και κατά 7% οι τιμές των άλλων ειδών νοικοκυριού.
Από έρευνα σύγκρισης τιμών που πραγματοποίησε πριν από μερικούς μήνες η Επιτροπή Ανταγωνισμού στα προϊόντα των δύο μεγαλύτερων εταιρειών (P & G και Unilever), προκύπτει πως απορρυπαντικά ρούχων των δύο παραπάνω εταιρειών πωλούνται στην Ελλάδα κατά 113,92% έως 361% ακριβότερα σε σύγκριση με τη φθηνότερη χώρα στην Ε.Ε. που είναι η Ιρλανδία, με φθηνές επίσης χώρες –με βάση και την αγοραστική δύναμη– να είναι η Σουηδία και η Γερμανία.
Δεδομένου ότι ένα από τα επιχειρήματα των εταιρειών είναι ότι οι συσκευασίες που διατίθενται στην Ελλάδα είναι διαφορετικές σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, η Επιτροπή Ανταγωνισμού επισημαίνει ότι η Ελλάδα κατατάσσεται στην ομάδα χωρών που έχουν υψηλές τιμές, ανεξαρτήτως του μεγέθους της συσκευασίας.
Πάντως, η υψηλή εξάρτηση της Ελλάδας από τις εισαγωγές δεν επιτρέπει μεγάλη αισιοδοξία για εξορθολογισμό στις τιμές. Η βιομηχανία τροφίμων εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από εισαγόμενες πρώτες και δεύτερες ύλες. Σε γαλακτοκομικά, άλευρα, σιτάρι, κρέατα, νωπά αλλά και μεταποιημένα, η Ελλάδα είναι ελλειμματική. Η αυτάρκεια της χώρας σε μοσχαρίσιο και χοιρινό κρέας είναι της τάξεως του 20%-30%, με τις διακυμάνσεις στις διεθνείς αγορές να επηρεάζουν καίρια την εγχώρια αγορά.
«Καταδικασμένοι» στην ακρίβεια
Ποιες όμως οι βαθύτερες αιτίες που οι μεγάλοι όμιλοι δεν βάζουν… νερό στο πανάκριβο κράσι τους στις τιμές στην Ελλάδα;
Οι μητρικές επιβάλλουν στις θυγατρικές τους πολύ υψηλά δικαιώματα χρήσης των σημάτων (royalties). Ταυτόχρονα, οι θυγατρικές αγοράζουν από τις μητρικές με αλμυρό κόστος προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας την στιγμή που οι μητρικές δανείζουν με ιλιγγιώδη επιτόκια. Επιπλέον, η ανελαστικότητα της ζήτησης σε πλήθος προϊόντων, δηλαδή οι καταναλωτές θα τα αγοράσουν εύκολα ή δύσκολα καθώς είναι πρώτης ανάγκης και δεν μπορούν να μειώσουν δραματικά τις ποσότητες, δεν «επιτρέπει» μειώσεις με τις πολυεθνικές να κρατούν υψηλά τις τιμές καθώς ο τζίρος τους δεν πέφτει.
Μετά τις Unilever, Procter & Gamble, Johnson & Johnson Ελλάς, Colgate Palmolive, στο χορό των προστίμων σε πολυεθνικές για αθέμιτη κερδοφορία μπήκε την εβδομάδα που μας πέρασε και η Down Egberts. Από την αρχή του 2023 έχουν διενεργηθεί πάνω από 20.600 έλεγχοι και έχουν επιβληθεί πρόστιμα συνολικού ύψους 10,3 εκατ. ευρώ από το ΥΠΑΝ. Προφανώς, καλό είναι να επιβάλλονται ποινές όταν χρειάζεται, προφανέστατα δεν θα… πεινάσουν οι πολυεθνικές από τα πρόστιμα.
Μισθοί για κλάματα
Την ίδια στιγμή, η αγοραστική δύναμη των μισθών στην Ελλάδα, τι μπορεί να αγοράσει κάποιος με τον μισθό του, αποκλίνει σταθερά από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης από το 2006, όταν είχε πλησιάσει πιο κοντά σε αυτόν.
Συγκεκριμένα, από 87,2% του μέσου μισθού το 2006 και 86,4% το 2009, μειώθηκε απότομα τα χρόνια που ακολούθησαν, ενώ στη συνέχεια και ειδικότερα από το 2018 και έπειτα, μειώνεται ήπια, με εξαίρεση το 2020 κατά το οποίο σημείωσε οριακή άνοδο, ενώ αποκλίνει και από τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου με χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με αυτά της Ελλάδας.
Το 2022, σύμφωνα με τη Eurostat, αντιπροσώπευε το 56,9% του μέσου μισθού στην Ευρωζώνη και ήταν η χαμηλότερη μεταξύ των 20 χωρών της.
Παράλληλα, με το… σπαθί της η Ελλάδα κατακτά την πρωτιά στις τιμές των τροφίμων στην ΕΕ. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ταχύτερη άνοδο τιμών τροφίμων και ποτών σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση βίωσε η Ελλάδα τον Οκτώβριο, σύμφωνα με τα επίσημα τελικά στοιχεία της Eurostat. Αυτά δείχνουν άνοδο του σχετικού δείκτη κατά 10,4% στην Ελλάδα (από 9,7% άνοδο που κατέγραψε τον Σεπτέμβριο) και έναντι μέσης ανόδου κατά 7,6% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κατά 7,5% στην Ευρωζώνη.
Αν καταφύγουμε στην έγκριτη ιστοσελίδα numbeo.com και επιχειρήσουμε σύγκριση τιμών με μία χώρα στο μέγεθος της Ελλάδας, προκύπτει πως προϊόντα που απαρτίζουν το βασικό καλάθι του σούπερ μάρκετ (κρέας, αυγά, λαχανικά, αλλαντικά, φρούτα), στην Ελλάδα κοστίζουν 240,35 ευρώ έναντι 210,80 στην Πορτογαλία.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.12.2023