Η εποχή του «φθηνού» χρήματος τελειώνει την ώρα που το πληθωριστικό τέρας βρυχάται δοκιμάζοντας τα όρια κρατών και πολιτών. Το κόστος ζωής παίρνει την ανηφόρα με την επελαύνουσα ακρίβεια να ανατροφοδοτεί τον πληθωρισμό (τον ρυθμό αύξησης των τιμών δηλαδή) ο οποίος με τη σειρά του βραχυκυκλώνει ολόκληρη την οικονομική δραστηριότητα, χαμηλώνοντας παράλληλα τον πήχη της ανάπτυξης.
Από τον Ιούλιο και μετά, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, οι έξοδοι της Ελλάδας στις αγορές θα γίνονται σε πολύ πιο αντίξοο περιβάλλον σε σχέση με το σημερινό, αφού θα έχει ξεκινήσει η σειρά αυξήσεων των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας από τα τρέχοντα αρνητικά επίπεδα, κάτι που μέχρι πρόσφατα περιμέναμε να συμβεί προς το τέλος του έτους, οπότε θα είχε ολοκληρωθεί το πρόγραμμα δανεισμού του ελληνικού δημοσίου για το 2022.
Η άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων (δηλαδή οι επενδυτές λόγω αυξημένου ρίσκου δανείζουν ακριβότερα τη χώρα) αυξάνει τους κινδύνους προκαλώντας ένα ντόμινο (ελεγχόμενων;) επώδυνων επιπτώσεων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Το σφίξιμο των λουριών και η ταχεία αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής της EKT, την οποία και επιβάλλει το παρατεταμένο πληθωριστικό σοκ που σφυροκοπά την Ευρωζώνη, έχει σοβαρό αντίκτυπο για την Ελλάδα, καθώς δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο τους όρους πρόσβασης στις αγορές, με την αύξηση των επιτοκίων να ακριβαίνει τον δανεισμό. Ταυτόχρονα φρενάρει ο ρυθμός μείωσης του ελληνικού χρέους, με το μέσο σταθμικό κόστος του ανεξόφλητου χρέους να αυξάνεται. Αυτό θα έχει τεράστιο αντίκτυπο και στο κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, αλλά και στο πληγωμένο πιστωτικό προφίλ της Ελλάδας σε μία περίοδο που ακόμα η χώρα παλεύει να ανακτήσει την αξιοπιστία της.
Η πιο άμεση επίπτωση από τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ αναμένεται να αντικατοπτριστεί στο κόστος δανεισμού. Τόσο για τους ιδιώτες όσο και για τα κράτη, ειδικά για εκείνα με υψηλό δημόσιο χρέος, όπως η Ελλάδα που πληρώνει ακόμα και σήμερα μνημονιακές αμαρτίες…
Το υπόλοιπο των δανείων προς το σύνολο του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται σήμερα σε 109 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 60 δισ. ευρώ αφορούν επιχειρηματικά δάνεια, τα 40 δισ. ευρώ στεγαστικά και τα υπόλοιπα είναι καταναλωτικά. Η συντριπτική πλειονότητα των δανείων στην ελληνική αγορά, σχεδόν το 95%, συνδέεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, κυρίως με το διατραπεζικό επιτόκιο euribor 3 μηνών, το οποίο σήμερα είναι αρνητικό. Τα δάνεια ιδιωτών είναι κατά 90% κυμαινόμενου επιτοκίου. Στα επιχειρηματικά δάνεια, σχεδόν όλα έχουν συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο.
Στην ελληνική αγορά υπάρχουν ακόμα και αρκετά στεγαστικά δάνεια, όπου το τελικό επιτόκιο λαμβάνει υπόψη την αρνητική τιμή του euribor. Για τον λόγο αυτό, πολλά δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο είχαν για πολλά χρόνια χαμηλό κόστος, με αποτέλεσμα να λειτουργούν ανταγωνιστικά στα νέα προγράμματα σταθερού επιτοκίου, τα οποία στοχεύουν στην προστασία έναντι ανόδου επιτοκίων σε μεγάλες διάρκειες.
Δάνεια άνω των 100 δισ. ευρώ συνολικά και άνω των 53 δισ. ευρώ των ιδιωτών (στεγαστικά, καταναλωτικά) εξαρτώνται άμεσα από τη μεταβολή του βασικού επιτοκίου αναφοράς, που είναι το euribor, το οποίο σήμερα είναι αρνητικό και ακολουθεί τον βηματισμό του παρεμβατικού επιτοκίου της ΕΚΤ. Ωστόσο η αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ κατά μισή ποσοστιαία μονάδα ή κατά μία μονάδα δεν επηρεάζει ανάλογα το σύνολο των δανείων και, κατά συνέπεια, τη μηνιαία δόση. Είτε γιατί δεν λαμβάνεται υπόψη το αρνητικό euribor, είτε γιατί τα δάνεια βρίσκονται κοντά στη λήξη τους, είτε για λόγους ανταγωνισμού. Επίσης, η αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ επηρεάζει και τα επιτόκια καταθέσεων, αν και οι καταθέτες δε θα πρέπει να περιμένουν μεγάλη αύξηση στους τόκους που εισπράττουν.
Παραδείγματα:
- Στεγαστικά με κυμαινόμενο: Τα κυμαινόμενα επιτόκια στα στεγαστικά κινούνται μεταξύ 0,9% και 4%, με το μέσο κυμαινόμενο επιτόκιο στα νέα δάνεια να υπολογίζεται στο 2,40%. Για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο σήμερα στο 2,40%, διάρκειας 15 ετών, η μηνιαία δόση υπολογίζεται στα 670 ευρώ. Μετά την αύξηση κατά μισή μονάδα στα επιτόκια, η δόση θα ανέρχεται κοντά στα 700 ευρώ.
- Στεγαστικά σταθερού επιτοκίου: Σήμερα το μέσο επιτόκιο των νέων σταθερών επιτοκίων βρίσκεται γύρω στο 3%. Η αύξηση σε αυτά τα δάνεια αναμένεται να είναι μεγαλύτερη, π.χ. κατά 1 έως 1,5 μονάδες, διότι αυξάνεται περισσότερο το κόστος των τραπεζών που κλείνουν σταθερά επιτόκια για μεγάλες διάρκειες. Έτσι, ένα δάνειο 100.000 ευρώ, διάρκειας 15 ετών, με σταθερό επιτόκιο 3% και με μηνιαία δόση περίπου 695 ευρώ, σύντομα μπορεί να αποτελεί παρελθόν και η τιμολόγηση για τους νέους δανειολήπτες να κυμαίνεται μεταξύ 4% και 4,5%, με μηνιαία δόση 746 ευρώ - 771 ευρώ.
Παράλληλα, υπάρχουν «κόκκινα» δάνεια που έχουν ρυθμιστεί και έχουν μεταφερθεί σε funds, ύψους 100 δισ. ευρώ, ενώ περίπου 9 δισ. ευρώ που για την ώρα είναι εξυπηρετούμενα θεωρούνται πιθανή μήτρα νέας γενιάς προβληματικών δανείων καθώς ο καλπάζων πληθωρισμός από τη μια και η άνοδος των επιτοκίων αυξάνουν στρώνουν τον δρόμο σε νέα κόκκινα δάνεια.
Παράπλευρη ωφέλεια του υψηλού πληθωρισμού είναι πως, λογιστικά τουλάχιστον, συρρικνώνει την πραγματική αξία του δημόσιου χρέους. Ο υψηλότερος πληθωρισμός, ενισχύει το ονομαστικό ΑΕΠ, προκαλώντας… μαθηματικά πτώση του δείκτη χρέους προς ΑΕΠ. Επιπλέον ο πληθωρισμός, τουλάχιστον στην αρχή και υπό την προϋπόθεση πως δεν σημειώνεται μεγάλη πτώση της ζήτησης από τους καταναλωτές, συνεπάγεται αυξημένα φορολογικά έσοδα (οι έμμεσοι φόροι επιβάλλονται σε αυξημένες τιμές αβγατίζοντας το ποσό που καταλήγει στα κρατικά ταμεία). Ωστόσο, όλα αυτά είναι προσωρινά ενώ η ζημιά στην ανάπτυξη, αν δεν τιθασευτεί ο πληθωρισμός, μπορεί να αποδειχθεί διαρκείας και ανήκεστος συμπιέζοντας και εγκλωβίζοντας υπέρμετρα την παραγωγική δραστηριότητα σε έναν αέναο φαύλο κύκλο στασιμότητας.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29.05.2022