Στόχος της πρωτοβουλίας της Συγκλήτου, σύμφωνα με τον πρύτανη του πανεπιστημίου Μακεδονίας, καθηγητή Στυλιανό Κατρανίδη αποτέλεσε «μια ψύχραιμη αποτίμηση των επιπτώσεων της πανδημίας, καθώς και ένα φόρουμ ανταλλαγής απόψεων για τους τρόπους αντιμετώπισης και υπερκερασμού των δυσμενών επιπτώσεών της». Το ΠΑΜΑΚ εξάλλου μπορεί να υπερηφανεύεται ότι από την πρώτη στιγμή απάντησε δημιουργικά απέναντι στην πανδημία και κατάφερε να εφαρμόσει τις σύγχρονες μορφές τηλεκπαίδευσης για το σύνολο των μαθημάτων του, ομαλοποιώντας τις επιπτώσεις του ακαδημαϊκού εξαμήνου.
Συντονιστής της πρώτης συζήτησης, ο πρύτανης του ΠΑΜΑΚ, τόνισε στην εισαγωγή του πως «τους τελευταίους μήνες ζούμε μια πρωτοφανή κατάσταση. Η πανδημία έχει αλλάξει την καθημερινότητά μας, τον τρόπο που δουλεύουμε, που ζούμε, που βλέπουμε τους φίλους μας, ακόμα και τον τρόπο που διασκεδάζουμε. Προπάντων έχει αλλάξει τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το μέλλον, με το τι ελπίζουμε και το τι περιμένουμε». Αυτό ακριβώς αποτέλεσε και το ερώτημα του πρώτου κύκλου των συζητήσεων.
Κερδισμένοι και χαμένοι
Ο Γιώργος Τσιότρας, καθηγητής Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων του ΠΑΜΑΚ, αναφέρθηκε στις επιπτώσεις της πανδημίας στον κόσμο των επιχειρήσεων. Όπως είπε «από τη μία πλευρά βρίσκονται οι επιχειρήσεις που έχουν πληγεί, όπως οι αεροπορικές εταιρείες, οι αυτοκινητοβιομηχανίες, η μεταποίηση και ο τουρισμός, κλάδοι που σε όλο τον κόσμο δέχονται διαλυτικά χτυπήματά και διακόπτουν προσωρινά τη λειτουργία τους ή ζητούν κρατική βοήθεια. Από την άλλη πλευρά, έχουμε επιχειρήσεις που παρουσιάζουν μεγάλη κερδοφορία, όπως αυτές του ηλεκτρονικού εμπορίου, της τεχνολογίας, της επικοινωνίας, καθώς και των αλυσίδων σούπερ μαρκετ, οι οποίες επωφελούνται τα μέγιστα». Ο ίδιος αναφέρθηκε και στον ρόλο του κράτους, τονίζοντας πως «αναμένεται να αυξηθεί ο ρόλος του, με στοχευμένες παρεμβάσεις και μέτρα στήριξης, συγκεκριμένων κλάδων ή επιχειρηματικών ομάδων που πλήττονται από τις ιδιαίτερες συνθήκες». Παράλληλα, τόνισε τη σημασία της θωράκισης της ασφάλειας έναντι των κυβερνοεπιθέσεων με έμφαση στην προστασία δεδομένων, καθώς όπως τόνισε «η εξάρτηση στις ψηφιακές τεχνολογίες και την τηλεργασία λόγω των συνθηκών, αποτελεί πεδίο δυνητικών απειλών».
Ο ρόλος του δημόσιου τομέα
Η κατάσταση που δημιουργείται από την πανδημία, όπως τόνισε στη δική του παρουσίαση ο Λευτέρης Τσουλφίδης καθηγητής Οικονομικής Ιστορίας του πανεπιστημίου Μακεδονίας, δεν είναι καινούργια στην οικονομική ιστορία, συσχετίζοντας στην ομιλία του το ρόλο των καινοτομιών στην έξοδο από την ύφεση. «Η πρόβλεψη που έχουμε κάνει δείχνει ότι υπάρχει μια στασιμότητα στα κέρδη και αυτή η στασιμότητα θα φτάσει μέχρι τα μέσα της δεκαετίας που βιώνουμε. Όσο διαρκεί αυτή η στασιμότητα, θα έχουμε ύφεση, η οποία δεν πρόκειται να ξεπεραστεί αν δεν υπάρξουν καινοτομίες μεγάλης κλίμακας» επισημαίνοντας παράλληλα πως ο ίδιος δεν βλέπει στο άμεσο μέλλον κάποια μεγάλη καινοτομία «που θα δώσει ώθηση στην παγκόσμια οικονομία και θα παρασύρει και την ελληνική». Για τον κ. Τσουλφίδη, σημαντικό ρόλο στην έξοδο από την ύφεση έχει ο ρόλος του δημόσιου τομέα, καθώς στην Ελλάδα καταγράφει σημαντική σύνδεση με τον ιδιωτικό τομέα. «Επομένως, ο δημόσιος τομέας πρέπει να αναλάβει πολύ πιο ενεργό ρόλο, δίνοντας για παράδειγμα προτεραιότητα στις δημόσιες επενδύσεις έναντι της δημόσιας κατανάλωσης» όπως τόνισε, επισημαίνοντας παράλληλα τη σημασία της στροφής στην αγροτική παραγωγή, και τον επανασχεδιασμό του τουρισμού.
Ο ρόλος των κοινωνιών
«Υπάρχει μια ανησυχία από τη μια πλευρά και μια αισιοδοξία από την άλλη, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραματικά για τις κοινωνίες είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο» τόνισε ο Νίκος Μαραντζίδης, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής του ΠΑΜΑΚ, καταγράφοντας τις διαφορετικές τάσεις, που όπως είπε δημιουργούνται μέσα στις κοινωνίες. «Οι έρευνες της κοινής γνώμης σε όλο τον κόσμο δίνουν την αίσθηση ότι οι πολίτες σε μεγάλο βαθμό πιστεύουν ότι αυτό που ζούμε είναι κάτι συγκλονιστικό. Σε ό,τι αφορά τη Δημοκρατία κάποιοι πανηγυρίζουν για το τέλος της παγκοσμιοποίησης, άλλοι πάλι πιστεύουν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα θα συρρικνωθούν. Υπάρχουν και εκείνοι που πιστεύουν ότι οι κυβερνητικές εξουσίες έχουν πάρα πολύ μεγάλο ρόλο σε αυτή την ιστορία, άλλοι το λένε θετικά και άλλοι αρνητικά» όπως τονίζει. Για τον ίδιο, είναι δύσκολες οι μακροπρόθεσμες εκτιμήσεις, καθώς όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «είμαστε μέσα στο πρόβλημα. Είναι πολύ νωρίς για να το αποτιμήσουμε και να σκεφτούμε τις δυνατές εξελίξεις».
Διεθνής και Ευρωπαϊκή στάση
Ο Ηλίας Κουσκουβέλης, καθηγητής Διεθνών Σχέσεων του ΠΑΜΑΚ, διατυπώνοντας την αμφιβολία του για τον όρο «νέα κανονικότητα» και συνδέοντας την με πτυχές της ζωής αλλά και της εκπαίδευσης, αναφέρθηκε στο ρόλο των διεθνών σχέσεων επισημαίνοντας τη διαφορετική συμπεριφορά των κρατών. «Υποτίθεται ότι τα κράτη βρίσκονταν σε μία κατάσταση νομισματικής παγκοσμιοποίησης και δεν λέω γενικά παγκοσμιοποίησης. Αυτό που είδαμε είναι το κάθε κράτος να αναζήτησε τις δικές του λύσεις. Δηλαδή, άλλη λύση αναζήτησαν οι Κινέζοι, άλλοι οι Κορεάτες, άλλη τα κράτη του δυτικού κόσμου. Η στρατηγική στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν διαφορετική από εκείνη στην Ισπανία, την Ιταλία και την Ελλάδα, που ως επιλογή δικαιώνεται. Από την πλευρά του ατλαντικού η αντιμετώπιση στις ΗΠΑ ήταν διαφορετική ακόμα και μεταξύ των πολιτειών», μια διαφορετική στάση που ακολουθείται και σήμερα. Για τον κ. Κουσκουβέλη, Κοσμήτορα της Σχολής ΚΑΕΤ του Πανεπιστημίου Μακεδονίας «δεν υπάρχει κοινή διεθνής στάση για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ούτε βεβαία και στο παρελθόν υπήρχε κοινή στάση σε τέτοιου είδους ζητήματα» κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στη στάση των Ευρωπαϊκών κρατών.
Δυσανεξία στην αβεβαιότητα
Σε μια διαφορετική πτυχή της συζήτησης, ο Γρηγόρης Σίμος, καθηγητής, Ψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής του ΠΑΜΑΚ, μίλησε για το αίσθημα της αβεβαιότητα της ζωής. «Η πανδημία έχει ήδη αρχίσει να αλλάζει τον κόσμο. Πως μπορεί να είναι η ζωή μας μετά την πανδημία; Η απάντηση είναι ότι δεν μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα. Αν κάτι είναι σαφές και προβλέψιμο είναι η αβεβαιότητα που περιβάλει το παρόν και ακόμα περισσότερο το μέλλον. Μπορούμε να ζήσουμε με αβεβαιότητα; Φοβάμαι πως ναι, γιατί δεν έχουμε άλλη επιλογή». Ο κ. Σίμος αναφέρθηκε στον όρο «δυσανεξία στην αβεβαιότητα» λέγοντα πως «περιγράφουμε την αδυναμία να αντέξουμε την απουσία σαφών, σημαντικών, υπαρχουσών πληροφοριών και όταν δεν υπάρχουν αυτές οι πληροφορίες νιώθουμε αβέβαιοι». Ο ίδιος αναφέρεται στην υπερβολική ανησυχία των ανθρώπων, τονίζοντας πως πρέπει να «αποδεχτούμε την αβεβαιότητα. Δεν υπάρχει τρόπος να προβλέψουμε το μέλλον και να προλάβουμε αυτό που μας επιφυλάσσει. Πρέπει να θυμόμαστε πως πάντα είμαστε μια μέρα πίσω από αυτό που θα συμβεί αύριο».
Οικονομικές επιπτώσεις
«Η αβεβαιότητα είναι διάχυτη στην τρέχουσα συγκυρία και φυσικά επηρεάζει αρνητικά και την οικονομία. Δεν γνωρίζουμε πως θα αντιδράσουν οι Έλληνες στο σταδιακό ξεκλείδωμα της οικονομίας», τόνισε στην εισαγωγική του ομιλία ο συντονιστής της δεύτερης διαδικτυακής συζήτησης Στέλιος Φουντάς, καθηγητής, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Πρόεδρος Τμήματος ΟΕ, που είχε ως κεντρικό θέμα τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας.
Ταξικές διακρίσεις
Για τη Ρεβέκκα Χριστοπούλου, οικονομολόγος, επίκουρη καθηγήτρια του ΠΑΜΑΚ, καταρρίφθηκε ο μύθος ότι ο κορονοϊός δεν κάνει ταξικές διακρίσεις. Όπως εξήγησε, «ο μύθος αυτός δεν γεννήθηκε χωρίς λόγο. Πρόσωπα της ελίτ ήταν από τα πρώτα επιβεβαιωμένα κρούσματα. Στην Αθήνα από τα πρώτα σχολεία που έκλεισαν, ήταν τα ιδιωτικά σχολεία. Φάνηκε προσωρινά να είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στην κρίση του κορονοϊού. Η αλήθεια είναι άλλη. Οι ευπαθείς ομάδες είναι οι συνήθεις ύποπτοι, οι φτωχότεροι και οι λιγότερο μορφωμένοι και ακριβώς εκεί πρέπει να συγκεντρωθεί η προσοχή του κράτους, αλλά και να διασφαλιστεί η ίση πρόσβαση στο σύστημα υγείας».
Τα κόστη της κοινωνικής αποστασιοποίησης
Ο Λευτέρης Φιλιππιάδης, οικονομολόγοςς, επίκουρος καθηγητής του ΠΑΜΑΚ, μίλησε για την πρακτική κοινωνικής αποστασιοποίησης από την πλευρά της οικονομίας, εξηγώντας πως τα κόστη μπορεί να είναι ατομικά, αλλά και συνολικά, και πως δεν κατανέμονται συμμετρικά στην κοινωνία. «Η κοινωνική αποστασιοποίηση έχει σημαντικά κόστη στους πολίτες μεταξύ των οποίων απώλεια εισοδήματος ή και περιουσίας. Υπάρχουν και άλλα κόστη, του περιορισμού της ατομικής ελευθερίας, της διαχείρισης πιθανών ψυχολογικών διαταραχών που συνεπάγονται τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης καθώς και άλλα. Όλα αυτά αφορούν τα ατομικά κόστη, τα οποία στο άθροισμα τους αποδίδουν το συνολικό κόστος. Το συνολικό κόστος υιοθέτησης πρακτικών κοινωνικής αποστασιοποίησης δεν κατανέμεται συμμετρικά μεταξύ των πολιτών, υπάρχει ανισοκατανομή που επιβαρύνει τους πολίτες. Έτσι, κάποιοι χάνουν την εργασία τους και κάποιοι όχι, αυτό είναι ανισοκατανομή. Το συνολικό κόστος επίσης εξαρτάται από τη διάρκεια των πρακτικών που ασκούνται, αλλά και από τις επικρατούσες κοινωνικές νόρμες και τα ιδιαίτερα δημογραφικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού».
Τουρισμός και μεταποίηση
Για τον Θεόδωρο Παναγιωτίδη, οικονομολόγο, αναπληρωτή καθηγητή του ΠΑΜΑΚ, οι επιπτώσεις στις πανδημίες είναι διαφορετικές από εκείνες που αντιμετωπίζουμε στους πολέμους. «Ο πόλεμος καταστρέφει το φυσικό κεφάλαιο, οι πανδημίες δεν το κάνουν. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας μπορεί να έχουμε βραχυχρόνιες υφέσεις, αλλά το φυσικό κεφάλαιο δεν καταστρέφεται», όπως εξηγεί. Για τον ίδιο, η Ελλάδα «έχει υπερβολικά μεγάλη εξάρτηση από τον τουρισμό και τις υπηρεσίες», που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά, σε αντίθεση με τις χώρες του Ευρωπαϊκού Βορρά. «Τουρισμός σημαίνει εποχική εργασία. Δεν παράγει εύκολα σταθερές θέσεις εργασίας, ενώ έχει ευαισθησία σε περιπτώσεις όπως επιδημίας ή πολέμου, που μεταβάλλει το προϊόν και επηρεάζει το ελληνικό ΑΕΠ. Παράλληλα, οι υπηρεσίες, που πλήττονται περισσότερο όπως συμβαίνει και στην ελληνική οικονομία καταγράφουν δυσκολία ή αδυναμία στην αποθεματοποίηση, με τις τεχνολογίες σε αυτή την περίπτωση να επιτρέπουν τις υπηρεσίες να παράξουν εμπορεύσιμα αγαθά. Ο κλάδος της μεταποίησης είναι ασθενής για την ελληνική οικονομία, σε αντίθεση με τις οικονομίες του βορρά και κυρίως της Γερμανίας, όπου αποτελεί και τον κλάδο στον οποίο στηρίζονται. Η μεταποίηση μπορεί και προσφέρει σταθερές δουλειές και παράλληλα διαθέτει μεγάλο πλεονέκτημα αποθεματοποίησης» όπως εξηγεί.
Επανεκκίνηση της οικονομίας και καταναλωτική δαπάνη
Ο Χρήστος Νίκας οικονομολόγος, καθηγητής στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του πανεπιστημίου Μακεδονίας τονίζει πως η κατάσταση είναι αντιμετωπίσιμη. Όπως εξηγεί, οι απώλειες είναι επιφανειακές, δεν έχουμε καταστροφή φυσικού κεφαλαίου, το τραπεζικό σύστημα είναι αλώβητο και δεν έχουμε στασιμοπληθωρισμό. Ωστόσο, οι επιπτώσεις εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της κρίσης. «Όσο πιο σύντομα λήξει η κρίση, τόσο λιγότερες είναι οι πιθανότητες να έχουμε το φαινόμενο που λέμε ‘συμπιεσμένο ελατήριο’. Δηλαδή, αν συμπιεστεί η οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά μπορεί να μην καταφέρει να επανέλθει, ενώ έχει μεγάλη σημασία αν το φαινόμενο επανεμφανιστεί και σε ποια ένταση.
Το καταστροφικό για την οικονομία θα ήταν να περάσουμε σε μια διαδικασία επανεκκίνησης της οικονομίας, και στη συνέχεια να οδηγηθούμε και πάλι σε lockdown». Επιπλέον, για τον ίδιο ένας σημαντικό περιορισμός στην αντιμετώπιση της κατάστασης είναι η καταναλωτική δαπάνη, υποστηρίζοντας πως χρειάζεται προσεκτική πολιτική. «Υπάρχουν περιορισμοί που μπορούν να ισχύσουν. Εσωτερικής φύσεως, όπως η προσκόλληση του οικονομικού επιτελείου σε πολιτικές που έχουν σχέση με την προσφορά. Δηλαδή, υπάρχει ένα δικαιολογημένο ενδιαφέρον στην ενίσχυση των επιχειρήσεων. Παρατηρούμε μια επιδοματική πολιτική ανθρωπιστικού τύπου, αλλά δεν βλέπουμε μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να τονώσουν τη ζήτηση. Εάν αυτό συνεχιστεί και γενικευτεί τότε οι επιχειρήσεις μπορούν να έχουν χρηματοδότηση για να έχουν κεφάλαιο κίνηση ,αλλά δεν θα έχουν πελάτες, επειδή δεν θα έχουν χρήματα να κάνουν αγορές. Τα δημοσιονομικά περιθώρια τα οποία έχει η χώρα είναι σχετικά μικρά. Γι’ αυτό πρέπει να είναι πολύ προσεχτική η επιλογή των παρεμβάσεων, έτσι ώστε το σκέλος της ζήτησης να τονωθεί για να μην έχουμε μόνο άνοιγμα των επιχειρήσεων, αλλά και καταναλωτική δαπάνη που θα το στηρίξει» σημειώνει ο καθηγητής.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10 Μαΐου 2020