ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Το παράδειγμα της Κύπρου

Νίκος Οικονόμου21 Απριλίου 2019

Κάν’ το όπως η Κύπρος. Αυτό θα μπορούσε να είναι το μήνυμα που έστειλε αυτές τις ημέρες ο Κυριάκος Μητσοτάκης από την Κύπρο, όπου περιόδευσε για δύο ημέρες. Στη μεγαλόνησο ο πρόεδρος της ΝΔ είχε επαφές με την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία της χώρας, αλλά και συζητήσεις με εκπροσώπους φορέων, όπου και διατύπωσε τις θέσεις και τις απόψεις του πάνω σε μερικά βασικά ζητήματα, αποκαλύπτοντας και τις προθέσεις και τις διαθέσεις του σε περίπτωση που αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.

Καταρχήν έχει σημασία η παρατήρησή του ότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες αναλογίες μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου. Όχι τόσο αναφορικά με τις αιτίες της κρίσης, η οποία στην Κύπρο ήταν κυρίως τραπεζική, ενώ η ελληνική κρίση είχε μια πολύ ισχυρότερη δημοσιονομική διάσταση, όσο σε σχέση με τις πολιτικές που ακολουθήθηκαν στις δύο χώρες. Πολιτικές οι οποίες, σύμφωνα με τον πρόεδρο της ΝΔ, πέτυχαν μεν δημοσιονομική εξυγίανση χωρίς όμως να θέτουν σε κίνδυνο την ανάπτυξη.

«Το βασικό δίδαγμα από την περίπτωση της Κύπρου είναι ότι μπορεί μία χώρα που πέρασε μία βαθιά κρίση και η οποία έχει χάσει συνολικά το 11% του ΑΕΠ της, να αποκαταστήσει την ανάπτυξη χωρίς να υπεροφορολογήσει τη μεσαία τάξη και την παραγωγική οικονομία» είναι η άποψη του προέδρου της ΝΔ, που έκανε λόγο για κυπριακό success story. Αυτό που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί κρίσιμης σημασίας είναι το μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή το πώς επιτυγχάνεται η δημοσιονομική προσαρμογή και αν στο επίκεντρο βρίσκεται η αύξηση των φόρων ή η ανάπτυξη.

«Συγκρίνοντας την πορεία της Κύπρου με αυτήν της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια δεν μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι με τη χώρα μας, ιδίως σε ό,τι αφορά την ανάπτυξη», σημείωσε, ενώ μιλώντας για την Ελλάδα τη χαρακτήρισε εξαίρεση γιατί ήταν η μόνη χώρα που πέρασε από τρία μνημόνια και βρίσκεται ακόμη υπό καθεστώς ενισχυμένης εποπτείας, χωρίς να έχει αποκατασταθεί η πρόσβασή της στις αγορές. Στο ερώτημα «γιατί αποτύχαμε εκεί που η Κύπρος και η Πορτογαλία πέτυχαν» ο κ. Μητσοτάκης έδωσε από μόνος του την απάντηση. «Ήταν οι λάθος πολιτικές, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την περίοδο από το 2015 και μετά, που δεν οδήγησαν στην έξοδο».

Ο κ. Μητσοτάκης χαρακτήρισε καλό μάθημα για την Ελλάδα το γεγονός ότι στη μεγαλόνησο είδε ένα το πολύ επιτυχημένο παράδειγμα μιας χώρας η οποία έγινε ένα διεθνές εκπαιδευτικό κέντρο, στηριζόμενη σε έναν υγιή ανταγωνισμό μεταξύ δημοσίων και ιδιωτικών πανεπιστημίων. Καταφέρνοντας να γίνει κέντρο καινοτομίας, να προσελκύσει σημαντικά κεφάλαια, να προσελκύσει πολλούς φοιτητές απ’ όλο τον κόσμο και να μπει για τα καλά στο χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης στη ευρύτερη περιοχή.

Με την ευκαιρία, ο κ. Μητσοτάκης παρουσίασε και μερικές ενδιαφέρουσες πλευρές της στρατηγικής του για το δημόσιο, ασκώντας παράλληλα κριτική στην αντίληψη του κόσμου για τις παροχές. Τονίζοντας ότι «δεν πρόκειται να αυξήσει αχρείαστα το κράτος», όπως κάνει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, υπενθυμίζοντας ότι οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων έχουν αυξηθεί κατά 2 δισ. ευρώ τα τελευταία τέσσερα χρόνια και ασκώντας κριτική στη σημερινή κυβέρνηση γιατί, όπως είπε, δεν έμαθε τίποτα από τα λάθη του παρελθόντος. «Με πάσα ειλικρίνεια δεν θέλω μια κοινωνία η οποία να στηρίζεται στα δώρα των Χριστουγέννων. Οι νέοι Έλληνες δεν θα έπρεπε να περιμένουν το δώρο των Χριστουγέννων στο τέλος της χρονιάς και να μετατραπούν σε ομήρους ενός πελατειακού συστήματος. Αντί για παροχές, να εστιάσουμε στη δημιουργία ευκαιριών», τόνισε χαρακτηριστικά.

Ακόμη, ο κ. Μητσοτάκης έκανε λόγο για μία έντιμη συμφωνία που θα κάνει με την επιχειρηματική κοινότητα. Τι θα περιλαμβάνει; Από τη μία μείωση των φόρων και της γραφειοκρατίας, κάτι που θα καταστήσει πιο ελκυστική την προοπτική επενδύσεων στην Ελλάδα, και από τη άλλη (και από τη μεριά των επιχειρήσεων) μοίρασμα του πλούτου που θα παραχθεί με τους εργαζόμενους, προσφορά υψηλότερων μισθών αλλά και σεβασμός στην εργατική νομοθεσία.

Το όχι στο μεγάλο συνασπισμό και ο Μαρινάκης

Ένα ενδιαφέρον θέμα που κυριάρχησε αυτές τις ημέρες στην πολιτική επικαιρότητα είναι το σενάριο ενός μεγάλου συνασπισμού που άνοιξε με μια αποκάλυψη μάλλον ιστορικού χαρακτήρα που έκανε η Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία αναφερόμενη στη δύσκολη περίοδο του 2015 γνωστοποίησε ότι ο τότε πρόεδρος της ΝΔ Βαγγέλης Μεϊμαράκης είχε εκφράσει προς τον Αλέξη Τσίρπα την ετοιμότητα του ιδίου αλλά και της ΝΔ να προχωρήσει σε μια στήριξη της τότε κυβέρνησης, αν η χώρα το χρειαζόταν σε εκείνη τη δύσκολη περίοδο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η αποκάλυψη αυτή άνοιξε εκ νέου τη συζήτηση περί του σεναρίου του μεγάλου συνασπισμού (συνεργασία ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ) και αν κάτι τέτοιο είναι σήμερα επίκαιρο. Ο κ. Μητσοτάκης φρόντισε να το κλείσει άμεσα. 

«Έχω πει ότι θα προσπαθήσω να υπερβώ τα όρια του κόμματός μου, ώστε να διαμορφώσω ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις ως προς τις αλλαγές που είναι απαραίτητες για τη χώρα. Η υπέρβαση αυτή δεν περιλαμβάνει και τον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί στη σημερινή μορφή του βρίσκεται ξεκάθαρα απέναντί μας, έχει τελείως διαφορετική προσέγγιση για το τι πραγματικά χρειάζεται η χώρα. Και έτσι δεν υπάρχει περιθώριο σε καμιά περίπτωση να συνεργαστούμε μαζί του», ήταν το λόγια του προέδρου της ΝΔ, που έκλεισε το θέμα.

Όσο για τις αποκαλύψεις του Βαγγέλη Μαρινάκη ότι το 2016 η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ διά μέσου του Νίκου Παππά τού είχε ζητήσει να δανείσει στον Χρήστο Καλογρίτσα το ποσό των 20,5 εκατομμυρίων ευρώ, για να πληρώσει την πρώτη δόση για την τηλεοπτική άδεια, η ΝΔ σήκωσε το γάντι. Κάνοντας λόγο για στενές σχέσεις του επιχειρηματία με τον ΣΥΡΙΖΑ και τον κ. Τσίπρα στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του, παίρνοντας αποστάσεις και από τον γνωστό επιχειρηματία…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Απριλίου 2019

This page might use cookies if your analytics vendor requires them.