Του Στέλιου Χατζηπαπά
Ήταν από τους τυχερούς που, και σ’ αυτές τις γιορτές, τις δύσκολες, δεν τους είχαν λείψει τα δώρα!
Θες μία διευρυμένη κι από χρόνια «δουλεμένη» κοινωνικότητα;
Θες μία συναισθηματικότητα, με την οποία, (άθελά του ;) είχε από καιρό φορτίσει κάποιους;
Θες μία παραπάνω έγνοια, που του είχαν πάντα οι δικοί του, εξαιτίας κάποιων, μάλλον αντισυμβατικών επιλογών του και που τους έκανε ιδιαίτερα προστατευτικούς προς τον «απολωλότα» της οικογένειας, ειδικά τούτες τις «τυπικά οικογενειακές» ημέρες των γιορτών;
Σημασία έχει, ότι γι’ άλλη μια φορά τα δώρα των Χριστουγέννων, δεν του είχαν λείψει!
Αυτό που του ‘λειψε, και μάλιστα αυτή την δυστοπική χρονιά περισσότερο ακόμη, ήταν το... περιτύλιγμά τους!
Αυτό που οι νεότεροι υποβιβάζουν λεκτικά (και ουσιαστικά), σε… αμπαλάζ!
Ναι! Αυτά τα χρωματιστά χαρτιά πολυτελείας, από τα οποία «ξεντύνανε» με μεγάλη προσοχή, τα κουτιά των δώρων όταν ήταν παιδιά, αφού προηγουμένως «λύνανε» μ’ επιδεξιότητα και φροντίδα, τους καλλιτεχνικά φτιαγμένους, σφιχτούς φιόγκους, από χρωματιστές, γυαλιστερές, ατλαζένιες κορδέλες!
Η διαδικασία αυτή της αργής, επιμελούς «απογύμνωσης» των κουτιών, που κι αυτά τα ίδια έδειχναν να περιμένουν με υπομονή κι αδημονία κάτω από το δένδρο, κουρασμένα πια με την, άβολη για τα ίδια, όμορφη κι εορταστική για τους υπόλοιπους, «επίσημη περιβολή» τους, έπαιρνε ολόκληρο το πρωινό της πρώτης μέρας του χρόνου, καθώς η μητέρα (η μόνη στο σπίτι που, ούτε καν τούτη τη μέρα είχε ρεπό), εξαΰλωνε την τέχνη της σε μυρωδιές θεϊκές, από τα βάθη της κουζίνας της.
Θυμόταν ακόμη, ότι στα μεγάλα καταστήματα εκείνης της εποχής, υπήρχε ο «ειδικός υπάλληλος», ο καλλιτέχνης! Ο εξειδικευμένος και επιφορτισμένος αποκλειστικά, με το περιτύλιγμα των κουτιών και το δέσιμο των φιόγκων! Και του οποίου τα μαγικά δάχτυλα παρακολουθούσε κάθε φορά με άκρατο θαυμασμό, σαν να επρόκειτο για παράσταση ταχυδακτυλουργού!
Μάλιστα, με το που διάλεγε το δώρο του, εγκατέλειπε την οικογένεια να κάνει τα υπόλοιπά της ψώνια, και ο ίδιος, μικρός και περίεργος, πήγαινε και στηνόταν μπάστακας δίπλα στο ταμείο, να παρακολουθεί τον «μάγο» να μεταμορφώνει τα κουτιά, σε έργα τέχνης!
Η μάνα του είχε ένα ολόκληρο συρτάρι στον παλιό μπουφέ της, όπου διατηρούσε σχεδόν σιδερωμένα, ακριβώς πάνω από τα εργόχειρα και τα παιδικά της «σκαλιστά» (ενθυμήματα μιας νιότης που πέρασε ανεπιστρεπτί), αυτά τα πανέμορφα χαρτιά περιτυλίγματος!
Στο συρτάρι αυτό κατάφευγαν κι αυτός κι οι αδερφές του, κάθε φορά που, έφηβοι πια κι ως εκ τούτου αμελείς σε κοινωνικές συμβατικότητες κι υποχρεώσεις, κατέβαζαν τελευταία στιγμή απ’ το ράφι της βιβλιοθήκης κάποιο καλοδιατηρημένο βιβλίο, να το «σενιάρουνε», να το τυλίξουν όμορφα με ξανασιδερωμένο χαρτί πολυτελείας και να το πάνε δώρο στο πάρτι γενεθλίων του ‘ξαδέρφου, ή κάποιου φίλου.
Και τώρα…
Χάζευε πάνω στο τραπέζι το κουτί της τούρτας, που ανήμερα των Χριστουγέννων έφεραν τα παιδιά του για το τραπέζι το γιορταστικό, και στο οποίο την άλλη μέρα βρήκαν καταφύγιο τα χειροποίητα μελομακάρονα, «πεσκέσι» απ’ την μεγάλη του την αδερφή.
Τα χρώματα μιας φαντασιακής, πολυτελούς κόλλας περιτυλίγματος, εκτυπωμένα offset πάνω στο κουτί, σε ρόλο φόντου! Κι από πάνω, επίσης απούσα διά της φυσικής της παρουσίας, κι ωστόσο άψογα κι αυτή εκτυπωμένη, η κορδέλα περιτυλίγματος!
Σε χρώματα αντιστικτικά αρμονικά στο φόντο και μ’ έναν αψεγάδιαστο, τέλεια συμμετρικό, μεγάλο, επίσης offset, φιόγκο! Το απόλυτο virtual περιτύλιγμα!
Σε καμιά εικοσαετία σκέφθηκε, αν ζει ακόμη, δεν θα τον ξενίσει καθόλου όταν, ανοίγοντας κάποια Χριστούγεννα ένα αντίστοιχο κουτί τούρτας, ξεπηδήσουν από μέσα ατμοί και μυρωδιές ολόφρεσκης κανέλας, βανίλιας, φρέσκου καβουρντισμένου βούτυρου, ακόμη και θαλπωρή από χνώτα ταράνδου!
Κι εκεί, μέσα σε μια πανέμορφη, μικρή, σκαλιστή θήκη από χοντρό γυαλιστερό χαρτόνι (ή όποιο άλλο «φιλικότερο προς το περιβάλλον» υλικό το έχει ως τότε αντικαταστήσει), ανακαλύψει κάτω από τους διαλυμένους ατμούς, τα πέντε χρωματιστά χαπάκια, που το καθένα τους θα δίνει, σε γεύση και σε διάρκεια, την αίσθηση της βρώσης ενός ολόκληρου κομματιού ολόφρεσκης πεντανόστιμης τούρτας! Απαλλαγμένης από σάκχαρα, λιπαρά κι όλα αυτά τ’ «απαγορευμένα», που απολάμβαναν νέοι.
Αυτή πια η «μοντέρνα» τάση για μιαν υπεραπλουστευμένη κι εξυγιασμένη καθημερινότητα, απαλλαγμένη απ’ τα περιττά κι ανώφελα, εκεί τελικά θα μας οδηγήσει, σκέφτηκε. Αυτή η επιτηδευμένη ψευτο-πρακτικότητα, που μας γλυτώνει τάχα χρόνο από περιττές κι ανούσιες διαδικασίες, σιγά σιγά θα μας ακυρώσει ολόκληρους!
Γιατί, πού τελικά διοχετεύεται αυτός ο χρόνος που υποτίθεται πως κερδίζουμε, αποδομώντας ανάγκες και μικροαπολαύσεις κι ευτελίζοντας πόντο-πόντο την καθημερινότητα μας;
Μήπως στην ανάγνωση κάποιου βιβλίου; Στον προβληματισμό και την συζήτηση γύρω από τα νοήματα ενός θεατρικού;
Στην απόλαυση της θέασης ενός εικαστικού έργου;
Στη μέθεξη σε κάποια κοινωνικότητα ή δημόσιο προβληματισμό;
Ή μήπως σ’ ένα συναρπαστικό, ζείδωρο ταξίδι στον κόσμο;
Αν καταλήξουμε σαν τους Γιαπωνέζους να κοιμόμαστε σε δωμάτια - κουτιά κεντρικών ξενοδοχείων, για να ελαχιστοποιήσουμε τον χρόνο μετάβασης στη δουλειά μας, θα έχουμε κατακτήσει κάτι;
Αν φτάσουμε να γευματίζουμε καθημερινά σε κυλικεία γραφείων, ή ακόμη χειρότερα στα ίδια μας τα γραφεία, θα βαυκαλιζόμαστε ότι με την σκληρή δουλειά «ανεβήκαμε κατηγορία»; Απευθύνθηκε ρητορικά στο γυμνό από ρούχα, αλλά με πολλά tattoo «χτυπημένα» σ’ όλο του το σώμα, κουτί τούρτας!
Νέος στα τριάντα του, είχε έναν φίλο καλοκαιρινό, μεγαλύτερης ηλικίας, πιλότο της Ολυμπιακής στη πτήση Αθήνα - Νέα Υόρκη για χρόνια και τότε πια, συνταξιούχο. Συναντιόντουσαν κάθε τέλη του Αύγουστου στο ίδιο ξενοδοχείο του Πλαταμώνα και περνούσαν παρέα και μ’ άλλους τακτικούς καλοκαιρινούς θαμώνες, (τυχαία κι αναγκαστικά στην αρχή, μ’ απόκρυφη αδημονία, στο πέρασμα των χρόνων), ένα εικοσαήμερο!
Την εποχή που αυτός κι η υπόλοιπη νεανική παρέα κομπορρημονούσαν μεταξύ τους για τις εμπειρίες τους στα πέντε - έξι ευρωπαϊκά ταξίδια που ‘χαν προλάβει να κάνουν, ο κυρ Βασίλης είχε γυρίσει την Υφήλιο όλη, τρεις-τέσσερις φορές! Είχε από γούστο κι αναπόληση ωστόσο, καθιερώσει, να κλείνει τις καλοκαιρινές του διακοπές, εκεί που τον πήγαινε η μάνα του μικρόν, τα καλοκαίρια.
Υπήρχε λοιπόν στη βεράντα του εστιατορίου, στην γωνιά πάνω απ’ τη θάλασσα, στρωμένο μονίμως και σ’ όλη την διάρκεια της ημέρας, μ’ ένα λευκό τραπεζομάντηλο κι ένα ανθοδοχείο με φρέσκα λουλούδια στη μέση, το τραπέζι του κυρ Βασίλη! Χωρίς φρέσκα λουλούδια στο τραπέζι, ο κυρ Βασίλης δεν κάθονταν ούτε για καφέ!
Τα πιο ουσιαστικά πράγματα στη ζωή, είναι αυτά που γίνονται χωρίς λόγο και χωρίς να υπάρχει κάποια αναγκαιότητα», συνήθιζε να του απαντάει, όταν νέος εκείνος κι αντικομφορμιστής (όπως τουλάχιστον νόμιζε τότε!) τον πείραζε καλόβουλα και παρά τα χρόνια που τους χώριζαν, για τα «κολλήματα» της ηλικίας του!
«Αν είχαμε αρκεστεί στα απολύτως απαραίτητα κι αναγκαία, απλά θα διαβιούσαμε. Πάντως δεν θα ζούσαμε! Τουλάχιστον όπως το εννοώ εγώ», συνέχιζε αποστομώνοντάς τον!
Και στις οκτώ, κάθε βραδάκι, ντυμένος στα λινά ο εβδομηντάχρονος πρώην πιλότος, σ’ αυτό το ίδιο τραπέζι ακριβώς πάνω απ’ τη θάλασσα, με ανανεωμένο το περιεχόμενο του ανθοδοχείου πάνω στο καθαρό σιδερωμένο τραπεζομάντηλο, να φωνάζει αυτοσαρκαζόμενος ‘κείνο το … «Whiskey Time»!
Να κάτσουν μαζί του φίλοι, γνωστοί, περαστικοί ακόμη, να τους τρατάρει Scotch δωδεκάχρονο «on the Rocks» και να διασκεδάσουν με πειράγματα την αδημονία τους, ως την εμφάνιση του «moon river», που κάθε βράδυ γύρω στις δέκα άπλωνε κατ’ απ’ τα πόδια τους το Αυγουστιάτικο Φεγγάρι, στη γαλήνια επιφάνεια του Θερμαϊκού!
Καθώς με δρασκελιές πλησίαζε πλέον, την τότε ηλικία του μακαρίτη πιά φίλου του, το συνειδητοποιούσε ολοένα και πιο έντονα: «Όλα τα πράγματα θέλουν «στυλ»!
Και τι άλλο είναι το στυλ, εκτός παρά, της ζωής τ’ όμορφο περιτύλιγμα!
Δεν ήταν το λευκό σιδερωμένο τραπεζομάντηλο…. Κάλλιστα θα το ‘φχαριστιότανε και στην «λαδόκολλα»! Αρκεί να έδενε με το όλον σκηνικό! Κάποιο κουτουκάκι, κάποιο ταβερνάκι, ο ήχος από κάποιο μπουζουκάκι, κι η θωριά των μερακλήδων, ανοιχτόκαρδων συνδαιτυμόνων!
Αυτό που τελείως θα τον «ξενέρωνε», θα ‘ταν το λακαριστό τραπέζι, με το παραλληλόγραμμο εκτυπωμένο κομμάτι χαρτιού, εν είδει προσωπικού τραπεζομάντηλου (το αποκαλούμενο και «σουβέρ»), κι απάνω ένα και μοναδικό, τεράστιο, φορτωμένο φύρδην μίγδην με διάφορα υλικά πιάτο, σε μια λογική «λίγο απ’ όλα», αλλά και …» άντε να τελειώνουμε μ’ αυτή τη τυπική διαδικασία»!
Αυτά δηλαδή που, άκριτα υιοθετήσαμε από λαούς χωρίς στυλ και «κουλτούρα ζην» που, μην νοιώθοντας καμιά απολύτως έλξη για τις απλές διαδικασίες της καθημερινότητας, τις έχουν ελαχιστοποιήσει στα απολύτως αναγκαία κι απαραίτητα, κρυμμένοι πίσω από θεωρίες του τύπου «τρέχω πολύ», «ο χρόνος είναι χρήμα», «βιάζομαι να καλύψω τους στόχους μου», κι ένα σωρό άλλες ελαφράδες!
Ή μήπως ο έρωτας, δεν θέλει κι αυτός το περιτύλιγμά του; Τι να την κάνεις την πράξη χωρίς παιχνίδι, φλερτ, απόρριψη, κατάχτηση, αδημονία, απαντοχή, πονηρή ματιά, υπονοούμενο, ανάλυση με φίλους, εκμυστήρευση, απογοήτευση, μέθη, κατάπτωση στις εσχατιές, ανόρθωση, νέα προσπάθεια, και πάλι απ’ την αρχή;
Η πράξη, είναι το επιστέγασμα όλων αυτών. Είναι το «κυρίως πιάτο», το οποίο όμως θα το απολαύσεις πολύ περισσότερο, μετά από κάποια απεριτίφ! Χωρίς αυτά δεν θα ήταν τίποτε παραπάνω από την στεγνή κάλυψη ενός ενστίκτου, αυτού της αναπαραγωγής και διαιώνισης του είδους.
Μια διαδικασία λεπτών, δηλαδή, αδύναμη κι ανίκανη να εμπνεύσει και να οιστρηλατήσει ποιητές, ζωγράφους, λογοτέχνες, συγγραφείς!
Το, πόντο στον πόντο «χτίσιμο» πολλών μικρών, ανάξιων λόγου σε πρώτη ματιά, καθοριστικών όμως στη όλη πορεία μας, απλών καθημερινών ευχαριστήσεων, είναι το γιορταστικό περιτύλιγμα της ζωής μας!
Το πρόβλημα είναι ότι οι ειδικοί στην περιτύλιξη, καλλιτέχνες - υπάλληλοι στο πολυκατάστημα που λέγεται ζωή, εξωθούνται σιγά σιγά σε μια καταστροφική για το ίδιο το «μαγαζί», εθελουσία έξοδο! Κι αυτό, γιατί τ’ «αφεντικό» βολεύτηκε στις φθηνές μαζικές εισαγωγές από την Κίνα, που ‘ναι τόσο φθηνές, ώστε να μην αξίζουν περιτύλιγμα!
Τις παίρνεις απ’ το καλάθι, τις δουλεύεις όσο αντέξουν, κι έπειτα τις πετάς και παίρνεις άλλες! Κι έτσι, σιγά σιγά, το φθηνό ψευτο-τραπεζομάντηλο, το γρήγορο προχειροφτιαγμένο φαγητό, οι τάχα μου κυριλέ κουρτινο - καναπέδες στ’ ακρογιάλι, κι η μεταμεσονύχτια ημιμεθυσμένη «συνεύρεση» του Σαββατόβραδου, σου γίνονται βιωματικές συνήθειες σε μια ζωή φριχτά και μονότονα επίπεδη!
Η μεγαλομανία και οι συμπεριφορές επίδειξης εντείνονται, αφού, μη βρίσκοντας προσωπική ικανοποίηση σ’ αυτό καθ’ εαυτό το περιεχόμενο των διαδικασιών της ζωής σου, καταφεύγεις στην ψευδο-ικανοποίηση του δημόσιου θαυμασμού!
Συν τω χρόνω καταλήγεις να ζεις για τους άλλους, αφού αποδείχθηκες ανίκανος να ζεις και να ‘φχαριστιέσαι για τον εαυτό σου. Κι αυτό, μακάρι και ζάμπλουτος να είσαι!
Θυμήθηκε ‘κείνη την αλληγορική κουβέντα της ηλικιωμένης κυρίας... «Εμείς τότε, ό,τι χαλούσε το επιδιορθώναμε. Σεις το πετάτε»!
Ο ίδιος αν ήταν στο χέρι του θα προτιμούσε, όχι μόνο να το επιδιόρθωναν, αλλά και να το ξαναπεριτύλιγαν καλλιτεχνικά , με μια καινούργια, ακόμη πιο φαντεζί κόλλα περιτυλίγματος και μια πανέμορφη, αντιστικτικά αρμονική γυαλιστερή κορδέλα, που θα ‘κλεινε σ’ έναν φανταχτερό, ντελικάτο, γιορτινό φιόγκο….