Η συμπλήρωση 49 ετών από την εξέγερση στο Πολυτεχνείο επαναφέρει τις θλιβερές αναμνήσεις από την περίοδο της δικτατορίας και στην περίπτωσή μας υπενθυμίζει πως το ποδόσφαιρο μπορεί να αποτελέσει ισχυρό όπλο στη μάχη της προπαγάνδας.
Με αιχμή του δόρατος τον πανίσχυρο γενικό γραμματέα Αθλητισμού Κωνσταντίνο Ασλανίδη, η χούντα αξιοποίησε το δημοφιλέστερο των αθλημάτων, προκειμένου να προωθήσει την ατζέντα της και να «καθαρίσει» ακόμη περισσότερο την κοινωνία από «κακοποιά» στοιχεία.
Ο «σκληρός» της χούντας
Ο Ασλανίδης είχε πρωταγωνιστικό ρόλο κατά τη διάρκεια της επταετίας. Όταν έγινε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ο 48χρονος τότε Ασλανίδης ήταν αντισυνταγματάρχης Πεζικού και υποδιοικητής της Διοίκησης Καταδρομών του ΓΕΣ.
Επί χούντας διετέλεσε γενικός γραμματέας Αθλητισμού, υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ και υφυπουργός Παιδείας, ενώ σε ομιλία του στο Αλεξάνδρειο Μέλαθρο στις 29 Ιανουαρίου του 1968 αποκάλυψε πως ήταν οπαδός του Ηρακλή. Ωστόσο, η δράση του κατά την επταετία συνδέθηκε κυρίως με τις ομάδες του κέντρου. Άλλωστε, ήταν μέλος του Παναθηναϊκού και αρχηγός της αποστολής των πράσινων στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1971, με αντίπαλο τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ.
Η εκκαθάριση στον αθλητισμό
Με τον αναγκαστικό Νόμο 127/1967 «Περί αναδιοργανώσεως του εξωσχολικού αθλητισμού», η χούντα έγινε απόλυτη κυρίαρχος στο θέμα της λειτουργίας των σωματείων ανά την επικράτεια, τοποθετώντας στα διοικητικά συμβούλια στρατιωτικούς και ανθρώπους της απολύτου εμπιστοσύνης της.
Το άρθρο 24 του συγκεκριμένου νόμου προέβλεπε ότι «ο υπουργός Προεδρίας της κυβερνήσεως μπορεί όποτε κρίνει να διαλύσει τη διοίκηση ενός αθλητικού σωματείου, αν κρίνει ότι παραβιάζει τα εκ των ισχυόντων νόμων και κανονισμών».
Φυσικά, απαγορευόταν «η εγγραφή ως μέλους σωματείου, καλλιεργούντος οιονδήποτε κλάδον σωματικής αγωγής προσώπου μη νομιμόφρονος».
Η συμφέρουσα αναδιάρθρωση
Με απόφαση του Ασλανίδη, όλοι οι νομοί της χώρας θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον από μία ομάδα στο πρωτάθλημα της Β’ εθνικής. Φυσικά, κάτι τέτοιο προκάλεσε τη διάλυση συλλόγων που δεν συμβάδιζαν με τις επιταγές της χούντας κι ας έλεγε ο τότε γ.γ. Αθλητισμού ότι «σκοπός μου δεν είναι καταστρέψω τους μεγάλους συλλόγους, αλλά να δημιουργήσω περισσότερους».
Η προκήρυξη του πρωταθλήματος της Β’ εθνικής για τη σεζόν 1967-68 προέβλεπε τη διεξαγωγή του σε δύο ομίλους των 14 ομάδων, αλλά τελικά διεξήχθη σε δύο των 16. Προφανώς, κάποιες δεν έπρεπε να υποβιβαστούν.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα κάποιες ομάδες που κέρδισαν στο γήπεδο την άνοδό τους από τη Γ’ εθνική, να μην προβιβαστούν: Θερμαϊκός, ΑΕΚ Φαλήρου, Αστέρας Ζωγράφου, Ελπίδα Δράμας.
Ακόμη πιο «χοντροκομμένη» ήταν η αναδιάρθρωση τη σεζόν 1969-70, όταν ο Ασλανίδης αποφάσισε η Β’ εθνική να διεξαχθεί σε τρεις ομίλους, ώστε να συμμετέχουν και κάποιες φιλικές προς τη χούντα ομάδες, που δεν τα είχαν καταφέρει στη Γ’ εθνική.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν το Κορωπί, που έχασε σε αγώνα μπαράζ από την Καλλιθέα, αλλά οι δικτάτορες ανέβασαν και τις δύο ομάδες στη Β’ εθνική. Το αποτέλεσμα εκείνου του αγώνα είχε χαρακτηριστεί από το BBC ως «η πρώτη ήττα της χούντας», εξαιτίας της παρουσίας στο Κορωπί συνεργατών του Ασλανίδη.
Όσες ομάδες αντιστέκονταν, αποδυναμώνονταν οικονομικά μέσω των επιχορηγήσεων από τη ΓΓΑ και αποφάσεων για τριετή στέρηση δυνατότητας μεταγραφών.
Ένας από τους συλλόγους στους οποίους η χούντα άπλωσε χέρι ήταν ο Εργοτέλης. Οι δικτάτορες δεν είχαν ξεχάσει τις δύο συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη στο γήπεδο της ομάδας και μετά το πραξικόπημα καθαίρεσαν όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου. Επίσης, προσήγαγαν οπαδούς της ομάδας, διέγραφαν όλα τα μέλη που είχαν εγγραφεί πριν από το πραξικόπημα και επιχείρησαν να συγχωνεύσουν την ομάδα με τον ΟΦΗ, κάτι που δεν έγινε λόγω αντιδράσεων από τους οπαδούς και των δύο συλλόγων.
Άλλες ομάδες που γνώρισαν τη μήνη της χούντας λόγω αριστερών καταβολών ήταν, μεταξύ άλλων, ο Αστέρας Τρίπολης, ο Διαγόρας Ρόδου, η Θύελλα Πατρών και ο Παναιγιάλειος.
Διάλειμμα με πινγκ πονγκ
Θα θυμάστε πως ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης διατυμπάνιζε πως ήθελε να δημιουργήσει κι άλλους μεγάλους συλλόγους, αλλά οι πράξεις του δεν συμβάδιζαν με τα λόγια του. Ένα μη ποδοσφαιρικό παράδειγμα αποτέλεσαν οι αδελφές Μαρία και Ματίνα Λουκά, που ως αθλήτριες του ΑΟ Προφήτη Ηλία Πειραιά κυριαρχούσαν στα πανελλήνια πρωταθλήματα, μέχρι που ένα πρωινό του 1970 πληροφορήθηκαν πως, με απόφαση Ασλανίδη και φυσικά χωρίς να ερωτηθούν, είχαν μετεγγραφεί στον Παναθηναϊκό.
Η λέξη που έκανε τη διαφορά
Ο προαναφερθείς σύλλογος ΑΟ Προφήτη Ηλία ήταν ένας από εκείνους που αναγκάστηκαν να αλλάξουν το όνομά τους, ώστε σε αυτό να μην περιλαμβάνεται η λέξη «Ένωση». Οποιοδήποτε σύνθημα με τη συγκεκριμένη λέξη στις κερκίδες θα έστελνε, σύμφωνα με τη χούντα, λανθασμένο μήνυμα στην Τουρκία αναφορικά με το κυπριακό ζήτημα.
Οι δικτάτορες, πάντως, δεν τόλμησαν να επιχειρήσουν αλλαγή ονομασίας της ΑΕΚ. Η λέξη «Ένωση» που φώναζαν χιλιάδες φίλοι του Δικέφαλου του Νότου… παραδόξως ουδέποτε προκάλεσε ελληνοτουρκική κρίση.
Ο Δομάζος και το Γουέμπλεϊ
Στα προκριματικά του Μουντιάλ 1970 η Εθνική επρόκειτο να δώσει καθοριστικό αγώνα με τη Ρουμανία, ο οποίος έμεινε στην ιστορία για τον καβγά του Μίμη Δομάζου με τον ομοσπονδιακό προπονητή Νταν Γεωργιάδη και τον ίδιο τον γ.γ. Αθλητισμού Κωνσταντίνο Ασλανίδη.
Στις αρχές Νοεμβρίου του 1969 κι ενώ η Εθνική προετοιμαζόταν για το ματς, η αποστολή είχε καταλύσει στον Αστέρα Βουλιαγμένης. Την ώρα του πρωινού ο Δομάζος κατέβηκε στο λόμπι φορώντας φόρμα, αλλά όχι και φούτερ της Εθνικής, μιας και δεν του το είχαν προμηθεύσει οι φροντιστές. Το αποτέλεσμα ήταν ο Γεωργιάδης να στείλει τον Δομάζο στο σπίτι του και να τον αποκλείσει από την αποστολή.
Ο Ασλανίδης κάλεσε τον Δομάζο στο γραφείο του και η συνάντηση ομολογουμένως δεν πήγε καθόλου καλά. Στο άκουσμα της φράσης «εγώ σε πήρα από τις παράγκες και σε έκανα άνθρωπο», ο Δομάζος όρμησε στον Ασλανίδη και τον άρπαξε από το λαιμό. Αυτόπτες μάρτυρες είχαν επιβεβαιώσει πως η γραμματέας του γ.γ. Αθλητισμού άρχισε να ουρλιάζει από τρόμο, επειδή ο Ασλανίδης οπλοφορούσε.
Τελικά, ο αγώνας με τους Ρουμάνους, τον οποίο ο Δομάζος είδε από την κερκίδα, έληξε 2-2 και η Εθνική δεν προκρίθηκε στην τελική φάση στο Μεξικό.
Δύο χρόνια αργότερα συντελέστηκε το έπος του Γουέμπλεϊ. Σε όλους τους εντός έδρας αγώνες του Παναθηναϊκού είχε δώσει το παρών ο Στυλιανός Παττακός, όπως και η Δέσποινα Παπαδοπούλου, σύζυγος του δικτάτορα Γεώργιου Παπαδόπουλου. Όπως προαναφέραμε, αρχηγός της αποστολής στον τελικό του Γουέμπλεϊ ήταν ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης.
Τα περί χρηματισμού αντιπάλων, προκειμένου ο Παναθηναϊκός να φτάσει μέχρι το τέλος της διαδρομής, έχουν χαρακτήρα αστικού μύθου. Το μόνο βέβαιο είναι πως ο τελικός του Γουέμπλεϊ, όπως και ο αντίστοιχος της ομάδας μπάσκετ της ΑΕΚ, το 1968 στο Κύπελλο Κυπελλούχων, είχαν αναδειχθεί σε θέματα μείζονος εθνικής σημασίας.
Κομψοί, καθαροί και ξυρισμένοι
Ο Κωνσταντίνος Ασλανίδης επιτηρούσε από κοντά οποιαδήποτε έργα γίνονταν σε αθλητικές εγκαταστάσεις. Πριν από τους ευρωπαϊκούς αγώνες στίβου στο Καραϊσκάκη επισκέφτηκε το φαληρικό στάδιο και συνομιλώντας με στελέχη της ομοσπονδίας υπενθύμισε πως στη διοργάνωση οι αθλητές θα έπρεπε να είναι «κομψοί, καθαροί και ξυρισμένοι».
Απόλυση-εξπρές
Ήταν 12 Οκτωβρίου 1968 και η Εθνική είχε χάσει με 1-0 στην Ελβετία για τα προκριματικά του Μουντιάλ, στο πρώτο (και όπως αποδείχτηκε τελευταίο) ματς του Κώστα Καραπατή στον πάγκο της ελληνικής ομάδας. Η αποστολή επιβιβαζόταν στο λεωφορείο που θα τη μετέφερε στο αεροδρόμιο, όταν ο Καραπατής είδε τη σύζυγο του Κωνσταντίνου Ασλανίδη να μπαίνει μέσα καπνίζοντας. Μαζί της φούμαρε και η σύζυγος του προέδρου της ΕΠΟ Γιώργου Δέδε, με τον Καραπατή να «εκρήγνυται» και να απαιτεί από τις δύο γυναίκες να κατεβούν από το λεωφορείο και να σβήσουν τα τσιγάρα τους.
Η απόλυση του Καραπατή ανακοινώθηκε όσο ακόμη η ομάδα ταξίδευε αεροπορικώς με προορισμό την Αθήνα.
Ο άλλοτε προπονητής του Ολυμπιακού Μάρτον Μπούκοβι κατά την επιθεώρηση έργων στου Ρέντη. Η χούντα ανάγκασε τον Ούγγρο σε αποχώρηση λόγω της καταγωγής του.
Δημοσίευμα της «Ελευθεροτυπίας» για τον τελικό του Κυπέλλου Κυπελλούχων στο μπάσκετ μεταξύ ΑΕΚ και Σλάβια Πράγας το 1968.
Ο Στυλιανός Παττακός διακόπτει ντέρμπι Παναθηναϊκού - Ολυμπιακού, στις 22 Νοεμβρίου 1967 στη Λεωφόρο, για να κάνει συστάσεις στον Γιώργο Σιδέρη να παίζει πιο ήρεμα.