ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΑΡΘΡΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Το σιδηροδρομικό δίκτυο της Νεμπράσκα είναι… made by Greeks

Δήμητρα Παληγιάννη18 Ιανουαρίου 2022

Στις αρχές του 1900 το σιδηροδρομικό δίκτυο της Νεμπράσκα των ΗΠΑ βρίσκεται υπό επέκταση προς τα δυτικά. Για την κατασκευή του θα χρειαστούν πολλά εργατικά χέρια και την ανάγκη αυτή σπεύδουν να καλύψουν Έλληνες εργάτες. Η φτώχια και οι δύσκολες συνθήκες ζωής στην Ελλάδα τους οδηγούν δίχως δεύτερη σκέψη στο πρώτο πλοίο για την Αμερική. Εκεί, επιλέγουν να ζήσουν, να εργαστούν και να φτιάξουν την οικογένειά τους δεκάδες Έλληνες της διασποράς.

Η τοπική εφημερίδα Star Herland και η ιστοσελίδα Εθνικός Κήρυξ σε δημοσιεύματά τους παρουσιάζουν προσωπικές ιστορίες και λεπτομέρειες της ζωής Ελλήνων μεταναστών που συνέβαλαν με το δικό τους τρόπο στη μετάδοση της ελληνικής κουλτούρας στην αμερικανική δύση.


Ο Πιτ Λαπασιώτης στο δρόμο για την Αμερική

Σύμφωνα με πληροφορίες της Star Herland, ο Πιτ Λαπασιώτης ήταν ένας από τους πολλούς που εργάστηκαν για τον σιδηρόδρομο πριν εγκατασταθούν στη δυτική Νεμπράσκα. Το ταξίδι του όμως, ξεκίνησε σε πολύ νεαρή ηλικία.

Η ιστορία του στην Αμερική άρχισε να γράφεται κάπως έτσι. Το 1907, η αδελφή του Λαπασιώτη παντρευόταν και η οικογένεια έπρεπε να δώσει προίκα στην οικογένεια του γαμπρού. «Ήταν μια πολύ φτωχή οικογένεια. Είχαν πολλά χρέη που έφεραν ντροπή στην οικογένεια και αμηχανία», δήλωσε η Νικόλ Ντιν. «Ο προπάππους μου σκέφτηκε ότι ένας τρόπος για να βοηθήσει την οικογένειά του και την παντρεμένη πλέον αδελφή του είναι να έρθει στην Αμερική και να βγάλει χρήματα για να τα στείλει πίσω».

Σε ηλικία 14χρονών ο νεαρός τότε Πιτ παίρνει το πρώτο πλοίο, χωρίς την έγκριση της οικογένειάς του και αποβιβάζεται στις ΗΠΑ. Όλο το διάστημα του ταξιδιού ο Λαπασιώτης δουλεύει στο πλοίο για να ξεπληρώσει το ναύλο του για το δίμηνο ταξίδι στο Έλις Άιλαντ, αναφέρει η δισέγγονή του.

Αφού έφτασε στη Νέα Υόρκη, ο Λαπασιώτης εργάστηκε για δύο χρόνια για να ξεπληρώσει την προίκα. Έμεινε άλλα τρία χρόνια πριν κατευθυνθεί προς τη Δύση.

«Υπήρχαν τόσοι πολλοί μετανάστες και οι θέσεις εργασίας ήταν σπάνιες και, προφανώς, οι μετανάστες δεν αντιμετωπίζονταν πολύ ευγενικά», λέει η ίδια.

Έτσι, ο Λαπασιώτης άρχισε να παίρνει το δρόμο για τη Δύση και βρίσκει δουλειά στο Frisco Railroad, στο Πουέμπλο του Κολοράντο, το 1912.

Στο Πουέμπλο όμως, βρήκε μια δουλειά με καλύτερη αμοιβή από αυτή που προσέφερε ο σιδηρόδρομος, έτσι δούλεψε στις χαλυβουργίες.

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1917, η Great Western Sugar Company προσέφερε στον Πιτ Λαπασιώτη μια θέση εργασίας.

«Μέσω αυτής της θέσης, μετακινήθηκε κάπου, γεγονός που τελικά τον οδήγησε εδώ στη δυτική Νεμπράσκα», δήλωσε η Ντιν . Ο Λαπασιώτης αγόρασε ένα αγρόκτημα το 1933, το οποίο παρέμεινε στην οικογένεια για τέσσερις γενιές.

Στενοί δεσμοί

Όπως αναφέρει στο αμερικανικό δημοσίευμα η Ντιν, οι Έλληνες μετανάστες που εγκαταστάθηκαν στα δυτικά ήταν μια δεμένη ομάδα. Αυτοί οι στενοί δεσμοί ήταν που έφεραν κοντά τον παππού και τη γιαγιά της.

«Πολλοί μετανάστες δημιουργούν αυτούς τους δεσμούς. Ο παππούς μου ζούσε στο Μπρίτζπορτ και μέσω αυτού του δεσμού είχε ακούσει για μια Ελληνίδα στο Πουέμπλο του Κολοράντο”, είπε.

Η Χρυσούλα “Chris” Τζαβάρα έφτασε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε νεαρή ηλικία. Ήταν περίπου 15 ετών όταν ένας σεισμός κατέστρεψε το σπίτι της οικογένειάς της στο χωριό Πλάτανος. Η καταστροφή από τον σεισμό έφερε τη γιαγιά της στις Ηνωμένες Πολιτείες.

«Έχοντας να ξεκινήσει από την αρχή, έχοντας σχεδόν τίποτα, αποφάσισαν ότι θα έρθει στην Αμερική για να ζήσει με έναν θείο της που ζούσε στο Πουέμπλο του Κολοράντο”, δήλωσε η εγγονή της, Ντιν.

Η Κρις (Τζαβάρα) Λαπασιώτη και ο Κωνσταντίνος “Κόνι” Λαπασιώτης συναντήθηκαν για πρώτη φορά σε μια εκδήλωση, αρραβωνιάστηκαν και τελικά παντρεύτηκαν, εξηγεί η Ντιν για τη σχέση των αγαπημένων παππούδων της.

Οι Χαρμς (Harms) κινούνται δυτικά

Ο Νικ Χαρμς μεγάλωσε στο Διαβολίτσι της Ελλάδας, όταν αποφάσισε να κατευθυνθεί δυτικά προς τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Τζον Χαρμς , γιος του Νικ, δήλωσε ότι ο πατέρας του αποφάσισε να εγκατασταθεί στο Μπέιγιαρντ.

«Ήθελε να μετεγκατασταθεί στο Μπέιγιαρντ, επειδή εκεί ήταν η ελληνορθόδοξη εκκλησία. Εκεί ήρθε για να βοηθήσει έναν αγρότη για ένα διάστημα”, δήλωσε ο Τζον Χαρμς.


Ο πατέρας του αποφάσισε ότι ήθελε να ανοίξει τη δική του επιχείρηση. Πρώτα άνοιξε ένα εστιατόριο στο Μπέιγιαρντ. «Αργότερα μετακόμισε στο Μόριλ και πέρασε τα επόμενα 35 χρόνια εκεί στο εστιατόριο», είπε ο ίδιος. «Ήταν ένα εστιατόριο αμερικανικού τύπου, αλλά είχε ελληνικά καρυκεύματα που χρησιμοποιούσε».

Ο Τζον Χαρμς είπε ότι ο πατέρας του αγκάλιασε τη νέα του ζωή στην Αμερική. «Ήταν πολύ περήφανος που ήταν Αμερικανός. Όταν πέρασε τις εξετάσεις των ΗΠΑ, το τεστ για την ιθαγένεια ήταν ίσως η πιο περήφανη στιγμή στη ζωή του», αναφέρει ο γιος του στην τοπική εφημερίδα.

Ο Νικ Χαρμς μετέδωσε αυτή την υπερηφάνεια στα παιδιά του, τονίζει ο Τζον. «Όταν ήμουν παιδί, όταν έπαιζε o Εθνικός Ύμνος, αν δεν σηκωνόμουν και δεν έβαζα το χέρι μου στην καρδιά μου, μου (έλεγε): Έι, δείξε σεβασμό στη σημαία», εξομολογείται.

Η ελληνική υπερηφάνεια που μεταδόθηκε

Η απόγονος του Πιτ Λαπασιώτη μιλώντας στο αμερικανικό μέσο ανέφερε ότι ο προπάππους της φρόντισε να μεταβιβάσει στα παιδιά του και στην κοινότητα που είχαν δημιουργήσει εκεί οι Έλληνες την εθνική υπερηφάνεια.

Το 1926, ο Λαπασιώτης βοήθησε στην ίδρυση της Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μπέιγιαρντ, είπε η Ντιν. «Με την ύπαρξη της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας προφανώς πολλές παραδόσεις, τα έθιμα, η κουλτούρα και η εθνική τους κληρονομιά, νομίζω ότι μεταβιβάστηκαν μέσα από αυτή».

Η ελληνική γλώσσα ήταν ένα από τα πράγματα που μεταβιβάστηκαν στην επόμενη γενιά επίσης.«Τα παιδιά του προπάππου μου μεγάλωσαν μιλώντας ελληνικά, επειδή μιλούσαν οι γονείς του και ο κύκλος των ανθρώπων τους”, προσθέτει η Ντιν για τους παππούδες της.

Αντίθετα, στην οικογένεια των Χαρμς η ελληνική γλώσσα δεν βρήκε ανάλογο διάδοχο. Όπως λέει ο Τζον Χαρμς, κανένας από την οικογένειά του δε γνωρίζει την ελληνική γλώσσα, εκτός από τη μεγαλύτερη αδερφή του. «Η αδελφή μου δεν μπορούσε να μιλήσει αγγλικά όταν ξεκίνησε το σχολείο. Είναι τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη από εμένα», δήλωσε ο Χαρμς. “Όταν γεννήθηκα εγώ, η μαμά και ο μπαμπάς μου είπαν: ‘Δεν θα το κάνουμε αυτό. Θα μιλάμε αγγλικά γύρω του, ώστε όταν πάει στο σχολείο να μην έχει αυτή τη δυσκολία να προσπαθήσει να μάθει αγγλικά”. Ήταν κάπως αστείο. Όποτε ήθελαν να πουν κάτι που δεν ήθελαν να καταλάβουμε, μιλούσαν ελληνικά. Η αδελφή μου καταλάβαινε, επειδή μπορούσε να μιλήσει ελληνικά” εξηγεί ο ίδιος.

Παρόλο που οι νεότερες γενιές δεν μιλούν πλέον την ελληνική γλώσσα, άλλες παραδόσεις και πτυχές του ελληνικού πολιτισμού έχουν διατηρηθεί ακέραιες.

«Οι παραδόσεις είναι σίγουρα ακόμα εκεί. Οι περισσότερες από αυτές είναι συνδεδεμένες με την εκκλησία», δήλωσε η Ντιν. «Οι παππούδες μου εξακολουθούν να έχουν ισχυρό δεσμό με τη θρησκεία, επειδή η θρησκεία ήταν μέρος της εθνικής τους κληρονομιάς».

Η Ντιν πρόσθεσε ότι μεγαλώνει τα παιδιά της στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία.

«Όταν οι Έλληνες άρχισαν να παντρεύονται μη Έλληνες, χάνεις λίγο από αυτό. Εστιάζεις λίγο λιγότερο σε αυτό», είπε. “Ο πατέρας μου παντρεύτηκε μια μη Ελληνίδα. Όταν μεγάλωσα, η μαμά και ο μπαμπάς μου πήγαιναν στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία. Η μητέρα μου αγκάλιασε πολλά από τα έθιμα και τις παραδόσεις της Ελλάδας. Κάθε γενιά απομακρύνεται λίγο περισσότερο. Εγώ παντρεύτηκα έναν μη Έλληνα και εξακολουθούμε να πηγαίνουμε στην εκκλησία. Νιώθουμε πολύ δυνατοί στην εκκλησία και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας μέσα σε αυτή».

Τον Αύγουστο, η Ντιν διοργανώνει το ελληνικό φεστιβάλ στο Μπρίτζπορτ. Το φεστιβάλ γίνεται το Σάββατο που είναι πιο κοντά στις 15 Αυγούστου. Ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού φεστιβάλ είναι οι νέοι που παρουσιάζουν παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς με παραδοσιακές φορεσιές. “Τα παιδιά μου είναι σήμερα 5, 7 και 9 ετών. Η 5χρονη κόρη μου χορεύει εδώ και δύο χρόνια. Δεν το πιέζουμε. Όποτε κάποιο από αυτά είναι έτοιμο, μπορεί να έρθει σε κάποιες προπονήσεις. Όταν τα αγόρια μου ήταν περίπου δύο ετών, έβαζαν μια μικρή φορεσιά και κρατούσαν το χέρι κάποιου στο τέλος της ουράς, απλά για να γίνουν μέρος του χορού”, υποστηρίζει η Ντιν.


Το φαγητό παίζει επίσης μεγάλο ρόλο στην ελληνική κουλτούρα.

“Τρώγαμε πολύ ελληνικό φαγητό. Η μητέρα μου μαγείρευε ελληνικά φαγητά. Είναι κάπως ενδιαφέρον. Ο μπαμπάς μου ήταν μάγειρας, αλλά οι δυο τους δεν μπορούσαν ποτέ να τα πάνε καλά όταν ήταν στο σπίτι και μαγείρευαν ελληνικό φαγητό. Συνηθίζαμε να γελάμε με αυτό, αλλά το φαγητό ήταν εκπληκτικό”, δήλωσε ο Χαρμς. “Το μετέδωσα στα δικά μου παιδιά. Ήθελα να καταλάβουν την κουλτούρα και το φαγητό και δεν θέλω αυτό να χαθεί. Οι δύο κόρες μου (το μεταδίδουν) στα παιδιά τους. Νομίζω ότι αυτό είναι πολύ σημαντικό, ώστε να θυμούνται από πού προέρχονται”.

Φυσικά, το φαγητό είναι επίσης το επίκεντρο του Ελληνικού Φεστιβάλ.

«Ένα από τα μεγαλύτερα θέλγητρά μας είναι τα ελληνικά γλυκά. Αυτά παρασκευάζονται από κυρίες της εκκλησίας μας εδώ και χρόνια. Όλες αυτές οι συνταγές έχουν κληρονομηθεί από τις μητέρες και τις γιαγιάδες τους. Είμαστε πολύ τυχεροί που μπορούμε ακόμα να φτιάχνουμε σπιτικά γλυκά”, δήλωσε η Ντιν, η οποία διοργανώνει το φεστιβάλ. «Ο μπακλαβάς είναι σίγουρα ένα από τα πιο δημοφιλή μας είδη. Είμαστε υπερήφανοι για την ποιότητα των γλυκών. Ανακαλύπτουμε τι αρέσει στον κόσμο και ελπίζουμε ότι είμαστε σε θέση να το προσφέρουμε».


This page might use cookies if your analytics vendor requires them.