Οι αντιδράσεις της πολιτικής ηγεσίας, κυρίως δε των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, εξ αφορμής του γεγονότος ότι η Ελλάδα εξήλθε χθες, από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, θυμίζουν τις εικόνες στα αεροδρόμια, κατά την άφιξη των αθλητών έπειτα από μια μεγάλη διοργάνωση. Όταν πρόκειται για αθλητές που έχουν κρεμασμένα στο λαιμό τους μετάλλια, οι κάθε λογής εκπρόσωποι είναι εκεί για να χωρέσουν στο πανηγυρικό πλάνο. Όλους τους υπόλοιπους τους περιμένουν μόνον συγγενείς και φίλοι.
Αυτό συνέβη και χθες. Τόσο ο πρωθυπουργός στο διάγγελμά του, όσο και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη δική του ολιγόλογη δήλωση έσπευσαν να οικειοποιηθούν -μόνοι αυτοί- τη θετική εξέλιξη που συνεπάγεται η χαλάρωση της δημοσιονομικής επιτήρησης, γιατί περί αυτού πρόκειται. Επιδίωξαν να τοποθετήσουν τον εαυτό τους στο πανηγυρικό πλάνο. Όσο για τις ευθύνες, για το πως έφτασε η χώρα στη χρεωκοπία και για το πως πορεύτηκε αυτά τα “μαύρα” δώδεκα χρόνια, ουδεμία αυτοκριτική. Αντιθέτως, ο ένας επέρριψε όλη την ευθύνη στον άλλον
Για τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν υπήρξε ποτέ ο απίστευτος δημοσιονομικός εκτροχιασμός επί διακυβέρνησης Καραμανλή που εκτίναξε το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος, οδηγώντας τη χώρα στο χείλος του γκρεμού. Δεν υπήρξαν στη συνέχεια ούτε τα Ζάππεια του Αντώνη Σαμαρά, ούτε η αδυναμία της κυβέρνησής του να κλείσει την αξιολόγηση το 2014 για να ολοκληρωθεί το δεύτερο μνημόνιο ώστε να περάσει η χώρα σε ένα πιο ελαφρύ πρόγραμμα προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Το ίδιο υποκριτική ήταν και η δήλωση του Αλέξη Τσίπρα ο οποίος δεν διέκρινε καμία ευθύνη για το τραγικό πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησής του, όταν με πρώτο βιολί εκείνη την πολιτική καρικατούρα, τον Γιάνη με το ένα “ν”, φόρτωσαν τη χώρα με ένα τρίτο, το επαχθέστερο μνημόνιο και εκχώρησαν όλη τη δημόσια περιουσία στους δανειστές για τα επόμενα εκατό χρόνια. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η στροφή που συντελείται τον τελευταίο καιρό στον ΣΥΡΙΖΑ όσον αφορά τις ευθύνες για το γεγονός ότι η χώρα οδηγήθηκε στα μνημόνια. Αίφνης, στο πλαίσιο του προσεταιρισμού του ΠΑΣΟΚ, η περίοδος διακυβέρνησης του Γιώργου Παπανδρέου έχει βγει από το κάδρο και στη θέση της μπήκε η περίοδος διακυβέρνησης Καραμανλή την οποία η Κουμουνδούρου αποσιωπούσε σκανδαλωδώς όσο συγκυβερνούσε με μέρος της καραμανλικής συνιστώσας.
Αλλά ας επιστρέψουμε στο παρόν. Η έξοδος της Ελλάδας από το καθεστώς αυξημένης εποπτείας αποτελεί πράγματι θετική εξέλιξη, αλλά η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, το υψηλό χρέος της και τα ασταθή οικονομικά μεγέθη της δεν προσφέρονται για πανηγυρισμούς. Η χώρα μπαίνει από σήμερα σε μια πιο χαλαρή εποπτεία, ανά εξάμηνο, πλέον, αντί τριμήνου. Παύει να αποτελεί, μόνη αυτή, εξαίρεση και εντάσσεται στην ίδια ομάδα με τις χώρες που υλοποίησαν μνημόνια (Πορτογαλία, Ισπανία, Κύπρος, Ιρλανδία). Μπορεί να δανείζεται ευκολότερα από τις αγορές και να έχει κάπως μεγαλύτερους βαθμούς ελευθερίας ως προς τη διαχείριση των έτσι κι αλλιώς περιορισμένων δημοσιονομικών της. Κυρίως, μπορεί να διεκδικήσει με καλύτερες αξιώσεις την ανάκτηση της επιθυμητής επενδυτικής βαθμίδας. Όλα αυτά δεν είναι αμελητέα, όμως δεν συνεπάγονται αυτομάτως επιστροφή στην κανονικότητα και κυρίως δε, δεν θεραπεύουν κάποιες από τις επαχθέστερες επιπτώσεις της μαύρης δωδεκαετίας. Δεν φέρνουν πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους/ες που εγκατέλειψαν τη χώρα, αναζητώντας την τύχη τους στο εξωτερικό· δεν αποκαθιστούν όσους/ες οδηγήθηκαν στο κοινωνικό και οικονομικό περιθώριο· δεν αίρουν την εποπτεία των δανειστών επί της δημόσιας περιουσίας για τις επόμενες δεκαετίες· κυρίως όμως, δεν αποκαθιστούν το σχίσμα που επέφερε στην κοινωνία η τοξική πολιτική αντιπαράθεση στα χρόνια των μνημονίων. Κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο όλων, κι αυτό δείχνουν τα πράγματα, το σχίσμα όχι μόνον δεν πρόκειται να αποκατασταθεί, αλλά θα βαθύνει ακόμη περισσότερο.