Μία δουλειά προϊόν ουτοπικής νοσταλγίας δύο δωδεκάχρονων εκείνο το καλοκαίρι, όταν ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι και το ροκ ήταν ακόμα επικίνδυνο, δείχνοντας απατηλά πως μπορεί να κληρονομήσει τον κόσμο. Ο Κώστας Μπλιάτκας, ένας από τους συγγραφείς, μας ξεναγεί.
«Το Woodstock και ο μύθος του» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες και «μαγνητίζει» ακόμα και από την πρώτη ματιά στο εξώφυλλο (εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ).
Ο συνάδελφος δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Μπλιάτκας και ο παιδικός του φίλος (διαπρεπής διδάκτορας χημικός μηχανικός στις ΗΠΑ εδώ και τρεις δεκαετίες) υπογράφουν το πόνημα, στο οποίο παράλληλα με τη σύνδεση που επιδιώκουν οι συγγραφείς, με το γενικότερο μουσικό και πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής, επιχειρούν και μία εξερεύνηση της επίδρασης που είχε ο απόηχος του φεστιβάλ (όταν έφτασε το ντοκιμαντέρ και οι ζωντανές ηχογραφήσεις) και στην Ελλάδα των αρχών του ’70, πάνω στα μουσικά και πολιτικά πράγματα, αλλά και στον τρόπο ζωής.
Το βιβλίο προσφέρει στους φίλους της μουσικής, για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα, ένα ολοκληρωμένο χρονικό του φεστιβάλ, καλύπτοντας μία προς μία όλες τις συμμετοχές με τη σειρά που πραγματοποιήθηκαν, με σχόλια, φωτογραφίες, πληροφορίες για τους καλλιτέχνες και πλήρη κατάλογο των κομματιών που ακούστηκαν.
Για το βιβλίο και για τα πενήντα χρόνια από το Γούντστοκ μιλήσαμε με τον Κώστα Μπλιάτκα.
Αν σας ρωτούσε ένας σημερινός δεκαεξάρης τι ήταν το Woodstock και ο μύθος του, τι θα του λέγατε;
Τον Αύγουστο του 1969, 400.000 νέοι άνθρωποι μαζεύτηκαν σε ένα λασπωμένο χωράφι στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, σ’ ένα φεστιβάλ για την ειρήνη, την αγάπη και τη μουσική, που άλλαξε την πορεία του ροκ και έμεινε μέχρι τις μέρες μας ανεξίτηλο σύμβολο του ιδεαλισμού της δεκαετίας του εξήντα. Δύσκολο να εξηγηθούν όλα τα θαύματα του τότε. Ήταν μία εποχή που η ουτοπική αριστερά «έκανε παιχνίδι». Είχε προηγηθεί ο Γαλλικός Μάης και η Άνοιξη της Πράγας, όπως και τα κινήματα κατά του πολέμου στο Βιετνάμ. Έβραζε ο κόσμος…
Ποιοι καλλιτέχνες σφράγισαν το γεγονός;
Οι Σαντάνα, η Τζάνις Τζόπλιν, ο Τζίμι Χέντριξ, η Τζόαν Μπαέζ, o Τζο Κόκερ, ο Ρίτσι Χέιβενς και πολλοί άλλοι ήταν οι πρωταγωνιστές αυτής της απογείωσης. Με τον Στέφανο Σακελλαρίδη καθόμασταν στο ίδιο θρανίο στην έκτη δημοτικού το 1969. Το βιβλίο αυτό τελικά είναι προϊόν μιας ουτοπικής νοσταλγίας δύο δωδεκάχρονων για εκείνο το καλοκαίρι, που ο άνθρωπος πάτησε στο φεγγάρι και το ροκ ήταν ακόμα επικίνδυνο, δείχνοντας απατηλά πως μπορεί να κληρονομήσει τον κόσμο...
Την είδες την ταινία - ντοκιμαντέρ για το Γούντστοκ ,που άλλαξε τη ζωή καλλιτεχνών και θεατών;
Την ταινία για πρώτη φορά την είδαμε την άνοιξη του 1971 (στη δευτέρα γυμνασίου πια). Στην Αθήνα προβλήθηκε για πρώτη φορά, στον κινηματογράφο «Παλλάς», στις 29 Νοεμβρίου του 1970. Επειδή την Κυριακή πηγαίναμε σινεμά οικογενειακώς, διαλέξαμε να τη δούμε μία καθημερινή άνευ γονέων.
Το κλίμα που επικρατούσε μεταξύ των μεγαλυτέρων έδειχνε ότι αυτή η ταινία θα αγγίξει και θα επηρεάσει τη νεολαία και κυρίως αυτούς που αγαπούσαν το «μοντέρνο» τραγούδι. Τότε και πριν από το Γούντστοκ η ξένη μουσική στην Ελλάδα σε έκανε σύγχρονο άνθρωπο. Είτε αυτή ήταν από τους Στόουνς και τους Ντορς είτε από τον Ανταμό και τον Αντριάνο Τσελεντάνο. Αυτή η ταινία όμως με τις «ωμές» εικόνες της ψυχεδέλειας, της διαμαρτυρίας, της κουλτούρας των χίπις έφερε τις διαφοροποιήσεις και τις εκλεπτύνσεις: Άλλο το χορευτικό ποπ τραγουδάκι και άλλο ο Χέντριξ, ο Κάντρι Τζο και ο Ρίτσι Χέβενς!
Ποιο είναι το «μυστικό» των χρόνων του εξήντα;
Είναι πολλά. Και θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα. Στη ζωή των ανθρώπων κατά τη δεκαετία του εξήντα μπήκαν διαδοχικά το κασετόφωνο-μαγνητόφωνο (1963 -λες κι ήταν... παραγγελία, καθώς την ίδια χρονιά ξεκινούσαν τη μεγάλη επιτυχία οι Μπιτλς και οι Στόουνς), το μίνι-κομπιούτερ (1963 επίσης, όπως και το άνοιγμα κονσέρβας τραβώντας το «δαχτυλίδι»!), η μίνι φούστα (1964 στο απογειωμένο Λονδίνο και την Κάρναμπι Στριτ).
Όλα, λοιπόν, τελείωσαν το 1969. Τα καλύτερα παιδιά κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι. Το μακελειό του Μάνσον, ο μελαγχολικός επίλογος του Γουντστοκ, το έγκλημα στο Άλταμοντ μπροστά στους Στόουνς, οι πρόωροι θάνατοι μουσικών της ποπ ροκ και ηθοποιών, η είσοδος της κοινωνίας στην εποχή της τηλεόρασης, ήταν τα... πρωτοβρόχια. Τα «σίξτις» έζησαν και πέθαναν γρήγορα. Κι όμως επανέρχονται συνεχώς στα βιβλία, στις ταινίες, στη μουσική, στα κοινοβούλια, στις ιδεολογικές αναζητήσεις. Και αυτό δεν πρόκειται μάλλον να αλλάξει πια...
Γιατί συμβαίνει αυτό; Υπάρχει εξήγηση;
Θα απαντήσω με μία παρατήρηση του Διονύση Σαββόπουλου, ο οποίος μας χάρισε ένα σχόλιο που δημοσιεύεται στο βιβλίο και είναι ίσως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του κύματος του Γούντστοκ στην Ελλάδα του 1969, μέσα από το δίσκο του το «Περιβόλι του Τρελού»:
«Μετά από χρόνια που περάσανε, σκέφτομαι ότι το Γούντστοκ ήταν κάτι πολύ δυνατό από κάθε άποψη. Δικαιολογημένα έγινε σημείο αναφοράς. Δικαιολογημένα θεωρήθηκε μία μικρή Αναγέννηση. Ήταν ένας χείμαρρος. Τα νερά βέβαια μετά τραβήχτηκαν, αλλά το σημάδι που έφτασε η στάθμη τους, ψηλά στο βράχο, υπάρχει πάντοτε για να μας θυμίζει ότι η αληθινή τέχνη οφείλει να εκφράζει πάντα την αξεδίψαστη δίψα μας».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 29 Σεπτεμβρίου 2019