Με υψηλές βλέψεις και το πόδι στο γκάζι εισέρχεται η Θεσσαλονίκη στην τουριστική σεζόν, φιλοδοξώντας να προσπεράσει τις επιδόσεις του εξαιρετικού 2019, ρίχνοντας παράλληλα γερά θεμέλια για να δομήσει το brand της και τα επόμενα χρόνια.
Στο πλαίσιο αυτό, οι οιωνοί προμηνύουν κάτι παραπάνω από μία ικανοποιητική σεζόν με τον... Βαρδάρη να φέρνει τουρίστες και έσοδα, τονώνοντας την τοπική οικονομία. Είναι ενδεικτικό πως πριν ακόμα αρχίσει για τα καλά η τουριστική περίοδος, το αεροδρόμιο «Μακεδονία» φουλάρει τις μηχανές του, έτοιμο να πετάξει προς νέες κορυφές.
Βάσει των πιο πρόσφατων στοιχείων που δημοσίευσε η Fraport για το αεροδρόμιο «Μακεδονία», η συνολική επιβατική κίνηση, εγχώρια και διεθνής, τον Απρίλιο «πέταξε» ψηλότερα κατά 24,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022 και κατά 9,4% πιο πάνω σε σχέση με τον Απρίλιο του 2019.
Αν και στο πρώτο τετράμηνο της τρέχουσας χρονιάς οι πληρότητες στα ξενοδοχεία, σε σχέση με το αντίστοιχοι περσινό διάστημα μειώθηκαν κατά 4% (λόγω πτώσης κρατήσεων σε ξενοδοχεία χαμηλών κατηγοριών και ανόδου του Airbnb), οι ξενοδόχοι αισιοδοξούν πως όσο μπαίνουμε στο κυρίως... πιάτο της σεζόν τα νούμερα θα πάρουν τα πάνω τους.
«Value for money η Θεσσαλονίκη, πάμε να ξεπεράσουμε το 2019»
«O Μάιος θα αγγίξει μία μέση πληρότητα στα ξενοδοχεία 60-65%, δηλαδή καλύτερα από πέρσι. Ο εξωτερικός τουρισμός ξεκίνησε νωρίτερα, έχουμε κατά βάση Ισραηλινούς, Βαλκάνιους, Ιταλούς, Γερμανούς, Αμερικάνους, βαδίζουμε δηλαδή στις παραδοσιακές μας αγορές», σημειώνει ο Δημήτρης Σιμιακός, Γραμματέας της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης.
«Πάντα κρατάμε μικρό καλάθι, μακάρι να βαδίσουμε στα ίδια επίπεδα ή και να ξεπεράσουμε τις επιδόσεις του 2019, θα βασιστούμε και πάλι πολύ στις κρατήσεις της τελευταίας στιγμής. Οι ενδείξεις που έχουμε για τον Ιούνιο είναι πολύ θετικές με αυξημένες πληρότητες ενώ η εικόνα για Ιούλιο και Αύγουστο θα ξεκαθαρίσει μέσα στον Ιούνιο. Τα προμηνύματα που έχουμε είναι αισιόδοξα, υπάρχει μία δυναμική τάση που δείχνει πως θα ξεπεράσουμε τα νούμερα του 2019, αν και το ταμείο θα γίνει στο τέλος της χρονιάς», συμπληρώνει.
Παράλληλα, επισημαίνει πως ο μέσος όρος τιμών στα ξενοδοχεία της Θεσσαλονίκης δεν ξεπερνά τα 80-90 ευρώ στην πόλη την ώρα που στην Αθήνα το κόστος αγγίζει τα 130-140 ευρώ. «Οι τιμές είναι αυξημένες σε σχέση με πέρσι λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους αλλά δεν είναι αυτός ανασταλτικός παράγοντας για τους τουρίστες. Η Θεσσαλονίκη είναι μία πόλη εύκολα προσβάσιμη και οικονομική, είναι value for money», υποστηρίζει εστιάζοντας στην καλύτερη προβολή της πόλης που θα αυξήσει την αναγνωρισιμότητά της και κατά συνέπεια τον αριθμό των διανυκτερεύσεων.
Η περσινή σεζόν άφησε στη Θεσσαλονίκη μία γλυκόπικρη γεύση με τις αφίξεις, αεροπορικές και οδικές, να δείχνουν πως η πόλη έχει δυναμική, στην οποία μπορεί να χτίσει, όμως ακόμα μένουν πολλά να γίνουν για να στεριώσει στον τουριστικό χάρτη.
Το 2022 η Θεσσαλονίκη ναι μεν κέρδισε μέρος από το χαμένο έδαφος των δύο πανδημικών χρόνων στον τουρισμό, αλλά η σύγκριση με την υπόλοιπη Ελλάδα στην οποία σε πολλές περιπτώσεις, στις αεροπορικές αφίξεις, τα νούμερα ξεπέρασαν το 2019, δεν αποβαίνει υπέρ της, γεννώντας εστίες προβληματισμού.
Η σημαντική δυναμική που αναπτύσσεται καθιστά αναγκαία την χάραξη μίας σοβαρής μακροπρόθεσμης στρατηγικής ούτως ώστε η Θεσσαλονίκη να μπει για τα καλά και να στεριώσει στον παγκόσμιο τουριστικό χάρτη, αφήνοντας οριστικά πίσω της τις εποχές της εσωστρέφειας ανοίγοντας τα φτερά της.
Η πόλη, αν και χωρίς αμφιβολία έχει «ξανοιχτεί» στον κόσμο βγαίνοντας από τις εποχές της στασιμότητας και της καθήλωσης που την έκλειναν στο καβούκι της, δεν απολαμβάνει της προβολής που θα μπορούσε με τις μέτριες πληρότητες στα ξενοδοχεία και τις μειωμένες πτήσεις στο αεροδρόμιο, σε σύγκριση με το 2019 πάντα και ενώ μεσολάβησε μία πανδημία, να φανερώνουν το πρόβλημα.
Η χάραξη ενός συνεκτικού, με αρχή, μέση και τέλος, στρατηγικού σχεδιασμού επιβάλλεται να προχωρήσει τάχιστα για να σταθεί η Θεσσαλονίκη επάξια στον αδηφάγο ανταγωνισμό.
Δήμος, Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, ξενοδόχοι και όλοι όσοι εμπλέκονται στο τουριστικό κύκλωμα οφείλουν να κάτσουν στο ίδιο τραπέζι για να μπορέσει η πόλη να αναπτυχθεί και να προσελκύσει νέες αγορές αλλά και τουρίστες με πιο... βαριά πορτοφόλια.
Ένα από τα προβληματικά σημεία είναι ότι η Θεσσαλονίκη δεν έχει όσες τακτικές συνδέσεις θα έπρεπε με το εξωτερικό, στη διάρκεια όλου του χρόνου. Η Θεσσαλονίκη δεν δέχεται υπερατλαντικές πτήσεις απευθείας και κατά συνέπεια Αμερικανούς επισκέπτες (που ξοδεύουν αφήνοντας ρευστό στην οικονομία) ενώ το αεροδρόμιο διαθέτει τις κατάλληλες υποδομές για αεροπλάνα τέτοιου μεγέθους.
Το ζητούμενο όμως, πέρα από το να «γράψει» καλά νούμερα κατά τη θερινή περίοδο, για το «Μακεδονία», είναι το αεροδρόμιο να κρατήσει μετά το Σεπτέμβριο και τη λήξη της τουριστικής σεζόν σε υψηλά επίπεδα την επιβατική κίνηση. Για να επιτευχθεί αυτό απαραίτητη προϋπόθεση είναι κάποιες τουλάχιστον από τις εταιρείες που βάζουν πτήσεις για την περίοδο του καλοκαιριού, να τις διατηρήσουν και στη διάρκεια της χειμερινής σεζόν.
Οι τιμές στα ξενοδοχεία της πόλης, παρά την άνοδο που καταγράφηκε και λόγω της αύξησης στο ενεργειακό κόστος, δεν... ενθουσιάζουν τους επενδυτές με συνέπεια η Θεσσαλονίκη να μένει πίσω σε επενδύσεις σε σχέση με την Αθήνα.
Στην κρουαζιέρα αν και κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη μεγάλη πρόοδο που έχει επιτευχθεί, δεν μπορεί και να μη διακρίνει πως με τον Πειραιά χωρίζουν τη Θεσσαλονίκη... ωκεανοί. Το μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας αναμένει φέτος 800 κρουαζιερόπλοια και η Θεσσαλονίκη 70. Το οικονομικό αποτύπωμα της κρουαζιέρας στην οικονομία της πόλης είναι ιδιαίτερα ασθενές ακόμα, αν και αυτό αφήνει τεράστια περιθώρια βελτίωσης, αρκεί η επένδυση στην κρουαζιέρα να συνεχιστεί με επιμονή και υπομονή.
Επιπλέον τα ξενοδοχεία της πόλης, παρότι δέχονται αρκετούς Βαλκάνιους, Ισραηλινούς και Δυτικοευρωπαίους τουρίστες, εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την εγχώρια αγορά, αφού το 48% των διανυκτερεύσεων γίνεται από Έλληνες.
Ερωτική αλλά και... προβληματική
Με βάση έρευνα που διενεργεί σε μηνιαία βάση η εταιρεία τουριστικών μελετών και ερευνών GBR Consulting για λογαριασμό της Ένωσης Ξενοδόχων Θεσσαλονίκης, σκιαγραφείται η εικόνα που φανερώνει πλεονεκτήματα, παθογένειες και τρανταχτές αδυναμίες της πόλης που οφείλουν να κρούσουν καμπάνες στους αρμόδιους.
Σε γενικές γραμμές, η Θεσσαλονίκη κλέβει... καρδιές. Η διασκέδαση, η αναψυχή, η συμπεριφορά των κατοίκων, τα μουσεία, οι αρχαιολογικοί και πολιτιστικοί χώροι, η νυχτερινή ζωή και η γαστρονομία αξιολογήθηκαν από τους ερωτηθέντες επισκέπτες με υψηλές βαθμολογίες.
Πού όμως εντοπίζεται το πρόβλημα και γιατί η συνολική βαθμολόγηση της Θεσσαλονίκης από τους ερωτηθέντες, είναι η χαμηλότερη (7,9) των τελευταίων ετών; Η Θεσσαλονίκη παρότι έχει τα φθηνότερα ξενοδοχεία από τις εννέα ανταγωνίστριες πόλεις ανάλογου μεγέθους, οι τουρίστες που την επισκέφθηκαν το 2022 της έδωσαν την χειρότερη αξιολόγηση, γεγονός που φωνάζει πως οι υποδομές πάσχουν.
Η κυκλοφοριακή συμφόρηση στους δρόμους, το πάρκινγκ στο κέντρο που το βρίσκεις αν και όποτε είσαι τυχερός, ειδικά τα Σαββατοκύριακα, η καθαριότητα που δεν ικανοποιεί, η ηχορύπανση, τα λιγοστά πάρκα και το ανύπαρκτο πράσινο και βεβαίως οι προβληματικές συγκοινωνίες αφήνουν τη Θεσσαλονίκη μετεξεταστέα στα βασικά (στα... SOS θέματα δηλαδή για μία σύγχονη πόλη πιάνεται αδιάβαστη εδώ και πολλά χρόνια).
Αν και η πόλη προσελκύει διαρκώς επενδύσεις στον ξενοδοχειακό κλάδο, τα τετράστερα και πεντάστερα ξενοδοχεία μεταξύ 2015-2022 αυξήθηκαν κατά 62% και 80% αντίστοιχα με τη Θεσσαλονίκη να διαθέτει συνολικά 149 ξενοδοχεία και 8.467 κλίνες, τα χρόνια ζητήματα που την ταλαιπωρούν αμαυρώνουν την εικόνα.
Το 2022 υπήρξε μία χρονιά που αν και ξεκίνησε πολύ «χλιαρά», μετά από δύο έτη ιδιαίτερα δύσκολων συνθηκών λόγω της πανδημίας στην πορεία ξεπέρασε τις προσδοκίες των ξενοδόχων.
Η φετινή έρευνα έδειξε ότι η Θεσσαλονίκη συνεχίζει να έχει έντονο το στίγμα της πόλης της γαστρονομίας και της διασκέδασης/νυχτερινής ζωής που είναι από τα πολύ δυνατά «ατού» του προορισμού σχεδόν για όλες τις ηλικιακές ομάδες.
Επιπλέον, περίπου ένας στους τρεις τουρίστες δήλωσε ότι επέλεξε τη Θεσσαλονίκη για την προσωπικότητά της. Επίσης, σε σύγκριση με το 2019 αν και τα ξενοδοχεία διατήρησαν την υψηλή αξιολόγησή τους όσον αφορά τις εγκαταστάσεις τους, ωστόσο η σχέση μεταξύ τιμής/ποιότητας μειώθηκε.
Οι πληρότητες κυμάνθηκαν το 2022 στο 63% έναντι 71,8% το 2019 με τους επαγγελματίες ωστόσο να συγκρατούν τις τιμές παρά τον υψηλό πληθωρισμό και την αβεβαιότητα παγκοσμίως. Το έσοδο ανά δωμάτιο το 2022 αυξήθηκε μόλις κατά 2% σε σχέση με το 2019 αν συγκριθεί η Θεσσαλονίκη με ανταγωνίστριες πόλεις.
Ισραηλινοί, Αμερικανοί, Γερμανοί, Ρουμάνοι και Κύπριοι κατέγραψαν τις περισσότερες διανυκτερεύσεις στα ξενοδοχεία της πόλης ενώ περίπου το 50% αφορά Έλληνες επισκέπτες. Οι διανυκτερεύσεις των Ισραηλινών σημείωσαν πτώση κατά 32% σε σχέση με το 2019 με τη Ρουμανία να θεωρείται ανερχόμενη δύναμη.
Οι δαπάνες των τουριστών, σε μεγάλο βαθμό λόγω και των ανατιμήσεων προσέγγισαν τα 85 ευρώ ανά άτομο την ημέρα, από 77 ευρώ το 2019. Στην έρευνα εντοπίστηκαν 9 συγκεκριμένα προφίλ επισκεπτών με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Οι δραστήριοι (δαπανούν τα περισσότερα χρήματα), οι χαλαροί, οι πατρογονικοί, οι φιλότεχνοι, οι αρχαιόφιλοι, οι επαγγελματίες, οι καλοφαγάδες, και οι νυχτόβιοι. Τα κοινά σημεία όλων των ταξιδιωτών ανεξάρτητα από το ενδιαφέρον ή τον σκοπό του ταξιδιού τους είναι: Η επίσκεψη στην παραλία όπου βρίσκεται ο Λευκός Πύργος, η πλατεία Αριστοτέλους, και η διαδρομή που φθάνει στα Λαδάδικα.
Οι τουρίστες παραμένουν πολύ ικανοποιημένοι από την εμπειρία τους στη Θεσσαλονίκη. Περίπου τα δύο τρίτα είχαν καλύτερη ή πολύ καλύτερη εμπειρία από ό,τι προσδοκούσαν και το 95% θα σύστηνε τη Θεσσαλονίκη σε άλλον. Αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί, πρέπει κάποια στιγμή να βελτιωθεί και στα υπόλοιπα για να αποτελέσει τουριστικό προορισμό κορυφαίου επιπέδου.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28.05.2023