«Οι μεγάλοι τροχοί συνεχώς γυρίζουν,
η Περήφανη Μαίρη συνεχώς καίγεται.
Κατρακυλά,
κατρακυλά,
κατρακυλά στο ποτάμι»
(Από το Proud Mary)
Αν η ζωή είναι ένα ποτάμι (River with no return κατά τον Πρέμινγκερ) η δυσκολία πλεύσης στο παρελθόν για τους περήφανους ήταν ξεκάθαρα ταξική. Παραδόξως στο παρόν που το rolling έγινε (t)rolling ο βαθμός δυσκολίας πολλαπλασιάστηκε μια και η επιβίωση έγινε τοξική.
Με το 2018 να φεύγει, μαζί με πολλούς, το σινεμά παίζει το τελευταίο του στοίχημα: Να διέλθει δηλαδή το τοξικό ποτάμι της τελματωμένης έμπνευσης και να αφηγηθεί επιτέλους την ένδοξη ιστορία του.
Με τον Μπερτολούτσι απόντα, ξαφνικά όλοι θυμούνται πως «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» δεν είναι ταινία για τρολάρισμα αλλά διαπερνάται και από Λακάν, Μπατάιγ και άλλους διανοητές.
Η χρονιά τελειώνει και δυσκολεύομαι να βρω την δεκάδα που αγαπώ προσωπικά (αφήνοντας έξω, για ευνόητους λόγους, «Ψυχρό πόλεμο», «Κλέφτες καταστημάτων», «Ρόμα»). Μοιάζει μονόδρομος ο Ασγκάρ Φαραντί με το «Όλοι το ξέρουν» (που ανοίγει ανήμερα Χριστουγέννων). Ο Πολάνσκι, περί τα 85 , δείχνει πως το «Μια αληθινή ιστορία» αντέχει και η μεγάλη έκπληξη έρχεται από τα «Αστέρια δεν πεθαίνουν στο Λίβερπουλ».
«Dogman».
Ο «Dogman» του Ματέο Γκαρόνε μια ισχυρότατη δόση ενός υπαρξιακού σινεμά μέσα σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, έδειξε μια υψηλή αφηγηματική κλάση, συνδυάζοντας το σινεμά του Οντιάρ αλλά και Αμερικανών του νουάρ.
Ο Σπήλμπεργκ πάντα στο ύψος του, στο «Post: Απαγορευμένα μυστικά» διαπραγματεύθηκε την κλασική αφήγηση με όρους ανατροπής, ξεφεύγοντας από κάθε προπαγανδιστικό τρολάρισμα.
Συνδυάζοντας μεικτές αφηγηματικές τεχνικές σκάβοντας ένα υπόγειο λαγούμι, μας έδωσε μαθήματα του πώς γίνεται η ομαλή «μετάβαση» στο σινεμά. Μέγας δάσκαλος και να κάνουμε μια σύγκριση της ταινίας του με το « Dogman».
Μιλάμε βέβαια για σινεμά και όχι για θεματολογία. Δείτε, ας πούμε, πως ο Μαρτσέλο Φόντε («Dogman») «μεταβαίνει» συνεχώς προς το άλλο, τον υποβιβασμό με μια αφηγηματική ομαλότητα.
Ο Άντερσον με την «Αόρατη κλωστή» μας έδειξε τι σημαίνει handmade σινεμά και πως πολλά από τα σύγχρονα φίλμ -σε σχέση με το δικό του- είναι τρολαρίσματα, κοινοτοπίες και ανυποληψίες. Αόρατη κλωστή, αόρατη σκηνοθεσία, να φαίνονται μόνον οι ραφές της. Από την άλλη πλευρά ο Ράιτ στο «Η πιο σκοτεινή ώρα» (ως γνώστης του τι εστί σχολή BBC) μετέτρεψε την άψογη τηλεοπτική αισθητική σε τραχύ κλειστοφοβικό θρίλερ προθεσμιών.
Η αφηγηματική «μετάβαση» ήταν σε αντίστιξη με τον μνημειώδη λόγο του Τσώρτσιλ που την μεταποιώ συνειδητά και όχι ως τρόλρ: «Δεν θα τους αφήσουμε σε χλωρό κλαδί, σε κάθε μέρος, έδαφος, βουνό, ακτές, χωράφια, θα τους διαλύσουμε» (πως λατρεύω αυτόν τον τσαμπουκά) .
«Mandy».
Η ταινία που δίχασε τους συναδέλφους (την βαθμολογήσανε από μηδέν έως δέκα) το «Mandy» του Πάνου Κοσμάτος. Θεωρώ τεστ για τους σινεφίλ και ειδικούς αυτό το φιλμ. Αρχικά δεν έχω ξαναδεί τέτοια ομαλή «μετάβαση» αφηγηματικής διαδρομής. Είναι πια ο δρόμος για το μετα-αλλού. Ναι , υπάρχει και ο όρος μετανεκρός. Τι συμβαίνει μετά τον συναισθηματικό θάνατο; Που πάει η ψυχή, που μετατοπίζεται, πως συνδυάζεται με το φαντασιακό, πως γίνεται η μετάβαση, ποιος είναι αυτός ο Άδης των ζωντανών νεκρών;
«Ο κόκκινος κύκλος».
Καλύτερη επανέκδοση φυσικά «Ο κόκκινος κύκλος», αψεγάδιαστος, αγέρωχος και δυστυχώς, και δεν είναι τρολάρισμα, η καλύτερη ταινία (που ξαναείδα στα 2018) η γκονταρική «Περιφρόνηση», τόσο μπροστά από όλες, έτη φωτός από το σήμερα.
Όσο για τον Φαραντί ,που η δόξα του ανήκει, αφού πρώτα πήρε αμέτρητα μαθήματα από το δυτικό σινεμά(αμερικάνικο και γαλλικό νουάρ) τώρα τα ανταποδίδει επαναδιατυπώνοντας άψογα τους όρους του είδους. Τι είναι το νουάρ;
1) Η ιστορία θαμένων μυστικών που αναφλέγονται αιφνιδίως.
2) Η με το τέλος αναδιάταξη σχέσεων. Υπάρχουν δύο τύποι νουάρ.Το ένα θα το αποκαλέσω επιταχυντήρα. Είναι μικρογραφία, ομοίωμα, ρεπλίκα κοινωνίας. Σε 90 λεπτά δίνονται ταχύτατα τα πάντα. Το δεύτερο της βραδυφλεγής ανάπτυξης,(Δες και το «Σκοτεινό ποτάμι» του Ίστγουντ) όπου η αποφλοίωση φθάνει διακριτικά, αργά. Έτσι κι αλλιώς μιλάμε για την μεγάλη τέχνη της «μετάβασης» κάτι που ας πούμε λείπει στο ελληνικό «Waitor».
Ο Φαραντί, με τις εμπειρίες του από τον «Εμποράκο», σχεδιάζει ένα πανέξυπνο και δύσκολο σύστημα με παγίδες, βοήθειες και υπέροχη «μετάβαση» στα μετόπισθεν της μυθοπλασίας. Όλα έρχονται από παλιά (πίσω) όλα γίνονται στο τώρα(δηλαδή το αναπαλαιωμένο παρελθόν).
Το «Όλοι το ξέρουν» δεν έχει παρόν ,το μεγάλο μυστικό του φιλμ είναι ότι του λείπει ο ενεστώς χρόνος.Μια ταινία νεκρών λοιπόν, μια κοινωνία πεθαμένη, όπως η ελληνική, όπως οι διπλανοί μας: I sea dead people αρθρώνει δυναμικά ο Ιρανός. Στην Ισπανία, στην Ελλάδα, στην Ιταλία, στην Αργεντινή, στο Ιράν, παντού, μια εξόχως πολιτική θέση . Οι Έλληνες πολιτικοί αντί άλλων, επειγόντως πρέπει να δουν αυτή την ταινία.
Όσο για το κοινό, είτε την δει, είτε όχι, είτε την χαρεί είτε όχι, θα παραμείνει πάντα στον βαθύ ύπνο που κατέγραψε ο Τσάντλερ. Γιατί κι εδώ όλοι το ξέρουν κι όλοι κάνουν την πάπια, γιατί γνωρίζουν πόσο συνένοχοι είναι στο πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό έγκλημα που συνετελέσθη στην χώρα μας.
Όσο για την «Περήφανη Μαίρη» πάντα θα την νοσταλγώ να ασθμαίνει στους τροχούς του ποταμόπλοιου, γιατί τώρα δια-σύρεται από μπαρ σε μπαρ και από χωρίου εις χωρίον.