Το υπέρογκο κόστος ενέργειας, η αδυναμία εξεύρεσης κατάλληλου προσωπικού, οι «αδύναμες» υποδομές και οι διευρυνόμενες περιφερειακές ανισότητες βάζουν στα σχοινιά την βιομηχανία στην Βόρεια Ελλάδα, υπονομεύοντας καίρια τις αναπτυξιακές προοπτικές της περιοχής.
Στο πλαίσιο αυτό, η εφαρμογή μίας συνεπούς μεταρρυθμιστικής πολιτικής για την στήριξη του δευτερογενούς τομέα και την αλλαγή του παραγωγικού υποδείγματος της ελληνικής οικονομίας (όνειρο απατηλό για την ώρα), στην πράξη και όχι στα λόγια, κρίνεται κάτι παραπάνω από επιτακτική.
Η υιοθέτηση fast track διαδικασιών για να τρέξουν οι επενδύσεις, η ταχεία και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και η γρήγορη για την ολοκλήρωση βαρύνουσας σημασίας έργων υποδομής με σαφή αναπτυξιακή διάσταση για την ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Μακεδονίας αποτελούν κρίσιμα ζητήματα που είναι αναγκαίο να δρομολογηθούν για απτά αποτελέσματα στο κλείσιμο της ψαλίδας μεταξύ κέντρου και περιφέρειας.
Η εκπόνηση ενός στιβαρού αναπτυξιακού σχεδίου που θα προσδώσει στην Βόρεια Ελλάδα αναπτυξιακή ώθηση δεν παίρνει άλλη αναβολή…
Δύναμη πυρός άνω των 3 δισ. ευρώ για νέο παραγωγικό μοντέλο
Υπό αυτό το πρίσμα, λύσεις στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η βιομηχανία επιχειρεί να δώσει το κυβερνητικό σχέδιο που παρουσιάστηκε αυτή την εβδομάδα και το οποίο ρίχνει το επενδυτικό «βάρος», τουλάχιστον σε επίπεδο διακηρύξεων, σε Μακεδονία και Θράκη.
Βάσει των ανακοινώσεων, ποσό άνω των 3 δισ. ευρώ, μέσω επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών, αναμένεται να διοχετευθεί στην αγορά τα επόμενα τρία χρόνια (με αξιοποίηση ευρωπαϊκών και εθνικών πόρων), προκειμένου να προχωρήσει ο παραγωγικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας, μέσω ενδυνάμωσης της βιομηχανίας και αύξησης των παραγωγικών επενδύσεων.
Ο οδικός χάρτης του πλάνου ανάστασης του παραγωγικού μοντέλου προβλέπει, μεταξύ άλλων, διατήρηση του θεσμού των εμβληματικών επενδύσεων, 150 εκατ. ευρώ σε φοροαπαλλαγές για το καθεστώς των μεγάλων επενδύσεων άνω των 10 εκατ. ευρώ, ειδικό Καθεστώς Γενικής Επιχειρηματικότητας για επενδύσεις που θα αναπτυχθούν στις παραμεθόριες περιοχές ύψους άνω του 1 εκατ. ευρώ, μείωση της γραφειοκρατίας κατά 25% για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις.
Οι υποδομές πάσχουν
Αν και δύσκολα μπορεί να διαφωνήσει κανείς με όσα ανακοινώθηκαν, δεν υπάρχει αμφιβολία πως όλοι οι σχεδιασμοί κρίνονται στην πράξη (για βελτιώσεις στις υποδομές δεν ακούσαμε κάτι), καθώς ειδικά η Βόρεια Ελλάδα από ωραία λόγια και υποσχέσεις έχει χορτάσει…
Δεν είναι τυχαίο πως τα τελευταία χρόνια, αν εξαιρέσουμε το Μετρό που μένει να το δούμε στις ράγες στις 30 Νοεμβρίου, τα υπόλοιπα έργα που θα προσδώσουν αναπτυξιακή πνοή στη Θεσσαλονίκη και την ευρύτερη περιοχή (επιχειρηματικό πάρκο ThessINTEC, οδική και σιδηροδρομική σύνδεση λιμανιού, αξιοποίηση πρώην στρατοπέδου Γκόνου) προχωρούν σχεδόν με τον αραμπά.
Αξίζει να σημειωθεί πως ο υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, κατά τη διάρκεια παρουσίασης του σχεδίου, αναφέρθηκε στη δημιουργία logistic center στη Θεσσαλονίκη στην περιοχή του πρώην στρατοπέδου Γκόνου, εγχείρημα το οποίο εφόσον προχωρήσει σε εύλογο χρόνο (για τη Θεσσαλονίκη μιλάμε οπότε καλό είναι να κρατάμε μικρό καλάθι) θα «ανοίξει» τους αναπτυξιακούς ορίζοντες της πόλης, καθιστώντας τη μαγνήτη προσέλκυσης επενδύσεων μεγάλου βεληνεκούς.
Στην κρίσιμη γεωπολιτικά Αλεξανδρούπολη το στρατηγικής σημασίας λιμάνι της πόλης εμφανίζει παιδικές ελλείψεις σε βασικές υποδομές με πολλές επιχειρήσεις να αναγκάζονται να μεταφέρουν εμπορεύματα με δικά τους κλαρκ ενώ το βράδυ πέφτει μαύρο σκοτάδι με τον φωτισμό να χαμηλώνει επικίνδυνα…
Βέβαια, έστω και αργά, ήδη έχουν μπει σε τροχιά υλοποίησης 17 έργα που θα αναβαθμίσουν ριζικά τις υποδομές του λιμανιού.
Καίει η ενέργεια…
Σύμφωνα και με πρόσφατη επισήμανση του ΣΒΕ, η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνει η βιομηχανία -μικρή, μεσαία, μεγάλη- σταθερά τα τελευταία χρόνια είναι αυξημένη κατά τουλάχιστον κατά 25% από την υπόλοιπη ΕΕ, κυρίως από την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη, αλλά και πολλές χώρες του Νότου.
Μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας πλήττεται καίρια, ειδικά στην Βόρεια Ελλάδα όπου «συνωστίζονται» πολλές βιομηχανίες μικρότερου μεγέθους που δεν έχουν τις ίδιες ευελιξίες και δυνατότητες με τους μεγάλους παίκτες για σύναψη διμερών συμφωνιών (PPAs) με τους παρόχους ρεύματος για εξασφάλιση πρόσβασης σε φθηνότερη ενέργεια.
Η σχεδόν απόλυτη εξάρτησή τους από τις αλμυρές τιμές που διαμορφώνονται στο χρηματιστήριο ενέργειας εκτοξεύει τα λειτουργικά τους έξοδα με τα ενεργειακά κόστη (αν και δεν προσεγγίζουν τις τρελές τιμές που άγγιξαν την περίοδο της ενεργειακής κρίσης) να πιέζουν αφόρητα τα οικονομικά τους μεγέθη.
…Ζεματάνε απαρχαιωμένα δίκτυα και γραφειοκρατία
Σαν να μην έφτανε το ενεργειακό κόστος που «τρομάζει» από μόνο του, έρχεται και η γραφειοκρατία να βάλει το δικό της λιθαράκι.
Τεράστιο ζήτημα που ταλαιπωρεί το επιχειρείν στην περιφέρεια είναι τα απαρχαιωμένα δίκτυα ενέργειας που βρίσκονται σε λειτουργία. Σε πολλές επιχειρήσεις που θέλουν να καλύψουν τις ανάγκες τους, μειώνοντας και το κόστος παραγωγής, με ανάπτυξη ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) μένουν με… την όρεξη επειδή δεν υπάρχει χωρητικότητα στο υφιστάμενο δίκτυο το οποίο δεν τις «σηκώνει» λόγω του «μποτιλιαρίσματος» ΑΠΕ που ξεπερνούν τα όρια αντοχής του.
Οι καθυστερήσεις και η γραφειοκρατία με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπες οι επιχειρήσεις με ευθύνη πολλές φορές και του διαχειριστή του δικτύου (ΔΕΔΔΗΕ) όταν για παράδειγμα κάνουν αίτηση για σύνδεση φωτοβολταϊκών με το δίκτυο αποθαρρύνει πολλούς από την στροφή στις ΑΠΕ για κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών.
Πέρα από αυτό, οι συχνές αυξομειώσεις της τάσης λόγω καιρικών συνθηκών, για παράδειγμα όταν βρέχει δυνατά ή επικρατούν συνθήκες καύσωνα είναι στην ημερήσια διάταξη του επιχειρείν στην περιφέρεια. Πρόσφατα, επιχειρήσεις στην ΒΙΠΕ Σίνδου (η μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή της χώρας) δεν είχαν για μεγάλο διάστημα πρόσβαση στο διαδίκτυο.
Καθίσταται λοιπόν σαφές πως αν δεν επιλυθούν αυτά τα εκ πρώτης όψεως πεζά αλλά αναγκαία ζητήματα (ανθεκτικά δίκτυα, αξιόπιστη παροχή ίντερνετ, εξάλειψη γραφειοκρατικών εμποδίων) για οποιονδήποτε σοβαρό επενδυτή, οι βαρύγδουπες ανακοινώσεις δεν θα έχουν κανένα αντίκρισμα στην πράξη.
Περιφερειακή σύγκλιση: Εφικτός στόχος ή κούφια λόγια;
Η ελληνική μεταποίηση, στην Βόρεια Ελλάδα σε μεγαλύτερο βαθμό, ταλανίζεται από τις αυξημένες τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και την αδυναμία εξεύρεσης του κατάλληλου εργατικού δυναμικού. Πρόκειται για δύο ανοιχτές πληγές για την βιομηχανία που συντηρούν σε μέγιστο βαθμό το πρόβλημα της εγχώριας περιφερειακής ανάπτυξης, που παραμένει υποτονική.
Ο στόχος της περιφερειακής σύγκλισης μοιάζει για την ώρα ανέφικτος αν και με ολοένα και περισσότερο ένταση, θεωρητικά τουλάχιστον, ανεβαίνει στην κυβερνητική ατζέντα.
Η μείωση του χάσματος μεταξύ Αττικής και περιφέρειας θα προσδώσει νέα αναπτυξιακή πνοή στην χώρα μας, μετατοπίζοντας και «ισορροπώντας» τα οφέλη της μεγέθυνσης του ΑΕΠ.
Με λίγα λόγια, οι καρποί της ανάπτυξης θα διαχυθούν, αμβλύνοντας και μία αίσθηση αδικίας που κυριαρχεί στην Βόρεια Ελλάδα (σε μεγάλο βαθμό βέβαια αποκρύπτονται και οι ευθύνες τοπικών παραγόντων με την συνεχή επίκληση του αθηναϊκού κράτους για όλα τα δεινά της περιοχής).
Ψάξε, ψάξε δε θα βρεις εργαζόμενους
Οι ριζικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια, ειδικά μετά την πανδημία, φέρνουν στην επιφάνεια ένα ακόμα φαινόμενο που τείνει να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις, την δυστοκία εύρεσης εργαζομένων από τις επιχειρήσεις (περί τις 200.000 πανελλαδικά, πάνω από 80.000 στην Βόρεια Ελλάδα, υπολογίζονται οι κενές θέσεις εργασίας σε βιομηχανία, κατασκευές, πρωτογενή τομέα, πληροφορική).
Πέρα από τον μισθό, οι υποψήφιοι εργαζόμενοι συνυπολογίζουν την ποιότητα ζωής που θα έχουν, δηλαδή το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο θα κληθούν να ζήσουν, τις υποδομές της περιοχής, τις ευκαιρίες ανέλιξης.
Σε αυτά τα πεδία, η περιφέρεια χάνει πανηγυρικά. Πέρα από Αττική πρωτίστως και Θεσσαλονίκη δευτερευόντως, η αναπτυξιακή υστέρηση της περιφέρειας αποτρέπει μεγάλη μερίδα εργαζομένων να κάνει το βήμα και να αφήσει την σιγουριά των αστικών κέντρων. Αυτός ο παράγοντας υψώνει απαγορευτικό και στο επιχειρείν της Βόρειας Ελλάδας, καθηλώνοντας τις αναπτυξιακές του προοπτικές.
Η αντιμετώπιση των περιφερειακών ανισοτήτων αποτελεί κρίσιμης εθνικής σημασίας στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί για να μεταβληθεί η σημερινή εικόνα που «μαυρίζει» περισσότερο αν ληφθούν υπόψιν οι συνέπειες της φυγής εργατικού δυναμικού στο εξωτερικό και της βραδυφλεγούς βόμβας του δημογραφικού.
Μέσα σε αυτό το θολό τοπίο, δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό πάνω από εννέα στις δέκα επιχειρήσεις-μέλη του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ποσοστό 93%), σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σε δείγμα 180 ερωτηθέντων.
Η έλλειψη των αναγκαίων δεξιοτήτων και ικανοτήτων αναφέρεται ως ο «υπ’ αριθμόν ένα» λόγος για την αδυναμία εύρεσης προσωπικού, συγκεντρώνοντας ποσοστό 70% των (πολλαπλών) απαντήσεων και ακολουθούν η απουσία ενδιαφέροντος από τους ίδιους τους υποψηφίους (59%), η έλλειψη της απαιτούμενης προϋπηρεσίας (28%) και η απουσία των ζητούμενων τυπικών προσόντων και τίτλων σπουδών (16%).
Είναι ενδεικτικό πως πάνω από τις μισές επιχειρήσεις του δείγματος (52%) αναζητούν προσωπικό (τα αντίστοιχα ποσοστά είναι 69% για τη βιομηχανία, 54% για τις υπηρεσίες και 46% για το εμπόριο).
Στην σκιά της Αττικής η Κεντρική Μακεδονία
Bάσει μελέτης του ΙΟΒΕ, δεύτερη, με μεγάλη όμως διαφορά από την Αττική, κατατάσσεται η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, σε όλα τα μεγέθη που σκιαγραφούν την αναπτυξιακή της δυναμική, ενώ σε μερικούς δείκτες όπως το κατά κεφαλήν εισόδημα σημειώνει… απελπιστικές επιδόσεις καθώς βρίσκεται σε επίπεδα πολύ χαμηλότερα ακόμα και από τον μέσο όρο της χώρας.
Η περιφέρεια Αττικής συνεισφέρει σχεδόν το μισό του συνολικού ΑΕΠ, πάνω από το ένα τρίτο των συνολικών επενδύσεων και πάνω από το μισό των συνολικών εξαγωγών.
Ιστορικά χαμηλά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ
Στην Αττική ζει το ένα τρίτο του πληθυσμού, όμως είναι κατατεθειμένα σχεδόν τα δύο τρίτα των καταθέσεων (40 δισ. σε σύνολο 67,5 δισ. ευρώ). Στην περιοχή όπου ζει το 36% του πληθυσμού ο παραγόμενος πλούτος ξεπερνά το 45% του ΑΕΠ της χώρας. Δεύτερη με μεγάλη διαφορά έρχεται η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, όπου ζει το 17% του πληθυσμού και παράγεται το 13,7% του εθνικού πλούτου.
Συντριπτικά μεγαλύτερη είναι η διαφορά των δύο περιφερειών όταν η σύγκριση γίνει με όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Αττική είναι στην 1η θέση με 23.000 ευρώ κατά κεφαλήν εισόδημα (στοιχεία 2021) αλλά η Κεντρική Μακεδονία όχι μόνο δεν είναι στη 2η θέση, αλλά κατατάσσεται στην 8η θέση μεταξύ των 13 περιφερειών, χαμηλότερα και από τον μέσο όρο της χώρας (17.000 ευρώ), με κατά κεφαλήν ΑΕΠ 13.400 ευρώ το 2021.
Ο Δείκτης Περιφερειακής Ανταγωνιστικότητας (ΔΠΑ), μετρά διάφορες πτυχές της ανταγωνιστικότητας (θεσμοί, μακροοικονομία, υποδομές, υγεία, εκπαίδευση, αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας, μέγεθος αγορών, τεχνολογία, καινοτομία, επιχειρηματικότητα).
Η περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας καταγραφεί τη δεύτερη υψηλότερη επίδοση σε αυτό τον δείκτη, όμως και εδώ η απόσταση από την Αττική είναι χαοτική. «Οι περιφέρειες των πρωτευουσών είναι αναμενόμενο να είναι σχεδόν πάντα οι πιο ανταγωνιστικές, αλλά το χάσμα είναι μικρότερο στα πιο ανταγωνιστικά κράτη-μέλη. Ο ΔΠΑ για την περιφέρεια της Αττικής το 2022 είναι 92,3, ενώ για την περιφέρεια της Κεντρικής Μακεδονίας είναι μόλις 69,8» σημειώνεται στην έκθεση του ΙΟΒΕ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26-27.10.2024