«Η συνθήκη της Ρώμης ήταν η πρώτη περίπτωση που δείχνει ότι οι άνθρωποι διδάχθηκαν από το παρελθόν, στην συνέχεια δεν το βλέπω. Ποια ήταν η διδαχή από την Βαϊμάρη κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση; Ο ιστορικός του μέλλοντος θα αποφανθεί ότι η πολιτική Σόιμπλε-Μέρκελ ήταν και είναι η αιτία της ανόδου της Ακροδεξιάς», τονίζει στη συνέντευξή του στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Δημήτρης Χαραλάμπης, Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος έλαβε μέρος στην πρόσφατη εκδήλωση του -προσκείμενου στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) - Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ στην Αθήνα με θέμα «100 Χρόνια από το Σύνταγμα της Βαϊμάρης. Ποιοι είναι οι εχθροί της Δημοκρατίας σήμερα;».
«Το βασικό πρόβλημα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν το σχίσμα στο πλαίσιο της Σοσιαλδημοκρατίας, το σχίσμα στο εσωτερικό της εκπροσώπησης της εργατικής τάξης, αλλά και οι πολλοί εχθροί της Δημοκρατίας. Αλλά υπάρχουν και ιστορικά γεγονότα με μοιραίες επιπτώσεις», προσθέτει. Υπήρχε όμως και «ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος: Η τυπική δημοκρατία καθιερώθηκε μεν στην Βαϊμάρη, αλλά χωρίς υλικό, ουσιαστικό περιεχόμενο κοινωνικής ενσωμάτωσης. Δεν υπήρξε ο χρόνος ώστε να υπάρξουν πραγματικά κοινωνικά αποτελέσματα, πραγματικές κοινωνικές άμυνες της Δημοκρατίας, έτσι η Δημοκρατία δεν άντεξε τη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης». Αυτό σημαίνει ότι η «τυπική Δημοκρατία δεν αρκεί και ότι χωρίς ουσιαστικό-υλικό περιεχόμενο, η Δημοκρατία δεν έχει την αναγκαία κοινωνική βάση για να αμυνθεί. Η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η απορρύθμιση και η παγκοσμιοποίηση των αγορών οδηγεί στην συρρίκνωση της ουσιαστικής Δημοκρατίας. Αυτό διδάσκει η κατάρρευση της Βαϊμάρης» και επισημαίνει ότι « Όταν ο ορθολογισμός της αναγνώρισης του άλλου, ως φορέα δικαιωμάτων και ελευθεριών και γι αυτό και κοινωνικών δικαιωμάτων υποχωρεί, τότε η αναζήτηση αναγνώρισης και ταυτότητας οδηγεί στην εμφάνιση-ανάδειξη του ανορθολογισμού με τη μορφή του εθνικισμού, του ρατσισμού, του μίσους και του φόβου».
Ο κ. Χαραλάμπης θεωρεί πάντως ότι «η επανεμφάνιση του λαϊκισμού είναι φοβερά επικίνδυνη για τη Δημοκρατία, όμως οι συνθήκες σήμερα δεν συγκρίνονται με αυτές του Μεσοπολέμου» και μόνο στην επανεμφάνιση του ανορθολογισμού βρίσκει «κοινά στοιχεία με την Βαϊμάρη. Δεν πιστεύω ότι έχουμε συνθήκες Βαϊμάρης στην Ευρώπη αλλά με φοβίζει το γεγονός, ότι σε διεθνοπολιτικό επίπεδο έχουμε συνθήκες όμοιες με εκείνες που επικρατούσαν πριν το 1914. H επικράτηση σε πλανητικό επίπεδο του καπιταλισμού δεν διαμορφώνει κάποια εγγύηση ειρήνης. Και πριν το 1914 ο καπιταλισμός ήταν το μόνο οικονομικό σύστημα, αλλά οδηγηθήκαμε σε πόλεμο», όπως επισημαίνει.
Στο ερώτημα εάν η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι επίκαιρη και στην Ελλάδα, απαντά: «Η Ακροδεξιά στην Ελλάδα δεν έχει τόσο μεγάλη απήχηση, ώστε να αποτελεί συστημικό κίνδυνο. Είναι στη συνείδηση ακόμα και των συντηρητικών ψηφοφόρων περισσότερο συμμορία παρά κομματική οργάνωση. Υπάρχει βέβαια μεγάλη απογοήτευση και αυτή είναι επικίνδυνη, γιατί απονομιμοποιεί τη Δημοκρατία».
Για τις ευρωεκλογές πιστεύει ότι θα υπάρξει μεν «άνοδος την ακροδεξιών-αντιευρωπαϊστών», αλλά δεν θα αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των δύο μεγάλων ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου». Eκφράζει όμως δύο φόβους. ότι τα κλασικά συντηρητικά κόμματα γίνονται πιο ακραία προκειμένου να αντιμετωπίσουν την άκρα Δεξιά και ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα κάνει στροφή προς τα δεξιά. Αν δεν υπάρξει αλλαγή του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος και των επιπτώσεων που έχει αυτό δεν πάμε καλά, διότι αυξάνεται η πραγματική ανισότητα και οι κοινωνίες της Δύσης, τουλάχιστον ως προς την κατανομή του πλούτου, μοιάζουν περισσότερο με αυτές προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρά με αυτές της κεϋνσιανής μεταπολεμικής περιόδου», γι αυτό και «υπάρχει ανάγκη αναδιανομής και διανεμητικής δικαιοσύνης», καταλήγει.
ΕΡ: Κύριε καθηγητά, τι ήταν τελικά η Βαϊμάρη;
ΑΠ: Η κλασσική άποψη των Γερμανών ιστορικών είναι ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης ήταν μια Δημοκρατία χωρίς δημοκράτες. Ορισμένοι νεώτεροι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτό δεν ισχύει, γιατί η Δημοκρατία μεταξύ του 1919 και του 1923 άντεξε φοβερές δοκιμασίες και περιπέτειες, επαναστάσεις, απόπειρες πραξικοπήματος, την προσπάθεια να μεταβληθεί η Γερμανία κατά το σοβιετικό πρότυπο σε σοβιετικό-λενινιστικό καθεστώς, αλλά δεν κατέρρευσε. Αντίθετα μεταξύ 1924 και 1928 γνώρισε μια περίοδο σταθερότητας και οικονομικής ανάπτυξης, στο πλαίσιο του αμερικανικού σχεδίου Young και της πολιτικής του υπουργού εξωτερικών Στρέζεμαν / Stresemann. Όμως η ουσία του επιχειρήματος παραμένει. Οι εχθροί της Δημοκρατίας ήταν πολλοί και όχι μόνο το ναζιστικό και το κομμουνιστικό κόμμα, αλλά και τα εθνικιστικά κόμματα και τα κόμματα του Κέντρου.
ΕΡ: Δεν υπήρχε δηλαδή κανένα κόμμα φιλικό προς αυτήν;
ΑΠ: Στην πραγματικότητα το μόνο δημοκρατικό κόμμα ήταν το σοσιαλδημοκρατικό. Ο μόνος δηλαδή φορέας των αξιών της αστικής φιλελεύθερης Δημοκρατίας ήταν η Σοσιαλδημοκρατία. Τα αστικά κόμματα του Κέντρου ήθελαν ένα ισχυρό αυταρχικό κράτος, γιατί όχι και την επιστροφή του Γουλιέλμου και την παλινόρθωση της αυτοκρατορίας, για να επιβάλλει την κοινωνική πειθαρχία ώστε να υπάρξει απρόσκοπτη λειτουργία της οικονομίας, ήτοι απρόσκοπτη αύξηση του κέρδους. Όμως τελικά το 1919 υπήρξε πραγματική επανάσταση, η οποία επέβαλε την κατάργηση της μοναρχίας και το δημοκρατικό Σύνταγμα.
ΕΡ: Ποια χαρακτηριστικά είχε;
ΑΠ: Το Σύνταγμα της Βαϊμάρης είχε πολλά μοντέρνα και προοδευτικά στοιχεία για την εποχή του αλλά και για τα σημερινά δεδομένα. Γίνεται λ.χ. η πρώτη αναφορά στα κοινωνικά δικαιώματα, στην προστασία των ανέργων, καθιέρωσε τον πολυκομματισμό, την ψήφο των γυναικών, την ελευθερία της τέχνης και της επιστήμης...
ΕΡ: Τότε γιατί απέτυχε;
ΑΠ: Το Σύνταγμα δεν φταίει από μόνο του, έστω και αν κάποιες ρυθμίσεις αντιφιλελεύθερου, ή αντιδημοκρατικού χαρακτήρα μπορούν σε στιγμές κρίσης να αποβούν μοιραίες. Το βασικό πρόβλημα ήταν το πραγματικό σχίσμα στο πλαίσιο της Σοσιαλδημοκρατίας, ήτοι το σχίσμα στο εσωτερικό της εκπροσώπησης της εργατικής τάξης, αλλά και οι πολλοί εχθροί της Δημοκρατίας. Αλλά υπάρχουν και ιστορικά γεγονότα με μοιραίες επιπτώσεις. Αν λ.χ. δεν είχαν πεθάνει ο Στρέζεμαν / Stresemann και ο Έμπερτ / Ebert, αν τον Απρίλιο του 1925 οι κομμουνιστές δεν είχαν δικό τους υποψήφιο, τον Τέλμαν / Thaelmann και είχαν υποστηρίξει τον σοσιαλδημοκράτη Μάρξ / Marx, τότε δεν θα είχε εκλεγεί ο Hindenburg, ο οποίος διόρισε στις 30 Ιανουαρίου του 1933 τον Χίτλερ καγκελάριο...
ΕΡ: Άλλος λόγος υπάρχει;
ΑΠ: Υπάρχει ένας άλλος πολύ σημαντικός λόγος: Η τυπική δημοκρατία καθιερώθηκε μεν στην Βαϊμάρη, αλλά χωρίς υλικό, ουσιαστικό περιεχόμενο κοινωνικής ενσωμάτωσης. Δεν υπήρχαν δηλαδή οι αντικειμενικές συνθήκες για να ισχύσει πραγματικά το κοινωνικό κράτος, διότι η γενικότερη οικονομική κατάσταση ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Δεν υπήρξε ο χρόνος ώστε να υπάρξουν πραγματικά κοινωνικά αποτελέσματα, πραγματικές κοινωνικές άμυνες της Δημοκρατίας, έτσι η Δημοκρατία δεν άντεξε τη λαίλαπα της οικονομικής κρίσης. Κοιτάξτε, στις εκλογές του 1928 το ναζιστικό κόμμα παίρνει το 2,6% των ψήφων, αμέσως όμως μετά την έκρηξη της οικονομικής κρίσης η απελπισία που επικρατεί αλλάζει τελείως το σκηνικό. Στις εκλογές του 1930 το ποσοστό του NSDAP (του Εθνικοσοσιαλιστικού γερμανικού εργατικού κόμματος, όπως είναι ο πλήρης τίτλος του ναζιστικού κόμματος) ανεβαίνει στο 18,3% και στις εκλογές του Ιουλίου 1932 στο 37,4%. Πέφτει βέβαια τον Νοέμβρη του 1932 στο 33,1%, αλλά εκεί πλέον ενεργοποιούνται οι αντιδραστικοί κύκλοι και μέσω των εξουσιών του Προέδρου (άρθρο 48 του Συντάγματος) επιβάλουν τον Χίτλερ.
ΕΡ: Αυτό μπορεί να σημαίνει κάτι και στην εποχή μας;
ΑΠ: Ναι, ότι η τυπική Δημοκρατία δεν αρκεί και ότι χωρίς ουσιαστικό-υλικό περιεχόμενο, χωρίς δηλαδή πραγματική ισχύ των κοινωνικών δικαιωμάτων, που θεμελιώνουν και υλικά την φιλελεύθερη και την δημοκρατική αρχή η Δημοκρατία δεν έχει την αναγκαία κοινωνική βάση για να αμυνθεί. Αυτό έγινε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιληπτό και αποτέλεσε τη βάση του εκδημοκρατισμού της κοινωνίας και της οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής κινητικότητας μέχρι τουλάχιστον τα τέλη της δεκαετίας του 1970, όπου έχουμε την σταδιακή αλλαγή του κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος, την λεγόμενη νεοφιλελεύθερη στροφή. Στη συνέχεια η συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, η απορρύθμιση και η παγκοσμιοποίηση των αγορών οδηγεί στην συρρίκνωση της ουσιαστικής Δημοκρατίας μέσω της ραγδαίας αύξησης της ανισότητας, του ανοίγματος της κοινωνικής ψαλίδας και της συρρίκνωσης πλέον και των μεσαίων στρωμάτων. Και όπως είπαμε, η τυπική Δημοκρατία είναι ένα τεράστιο βήμα εκδημοκρατισμού της κοινωνίας αλλά δεν αρκεί για να θωρακίσει την Δημοκρατία. Αυτό διδάσκει η κατάρρευση της Βαϊμάρης.
ΕΡ: Και σήμερα τι γίνεται;
ΑΠ: Σήμερα έχουμε Δημοκρατία, έχουμε καθολική ψηφοφορία, αλλά έχουμε υποχώρηση της ορθολογικής διαδικασίας κοινωνικής συνοχής και ως εκ τούτου και υποχώρηση της δημόσιας χρήσης του ορθού λόγου. Όταν ο ορθολογισμός της αναγνώρισης του άλλου, του οποιουδήποτε άλλου, ως φορέα δικαιωμάτων και ελευθεριών και γι αυτό και κοινωνικών δικαιωμάτων υποχωρεί, τότε η αναζήτηση αναγνώρισης και ταυτότητας οδηγεί σε ανορθολογικούς δρόμους. Οδηγεί στην εμφάνιση-ανάδειξη του ανορθολογισμού με τη μορφή του εθνικισμού, του ρατσισμού, του μίσους και του φόβου, που είναι ο τυπικός χώρος της δημαγωγίας και της εργαλειοποίησης της κοινωνικής αγωνίας με στόχο την πραγματική έκπτωση της Δημοκρατίας. Πρόκειται δηλαδή για το κοινωνικά και πολιτικά τρομακτικό φαινόμενο ο ίδιος ο λαός να αναιρεί την υπόστασή του ως δήμου, ο πολίτης να καταργεί την ίδια την υπόστασή του ως πολίτη, πράγμα που ουσιαστικά περιγράφει αυτό που ονομάζουμε λαϊκισμό. Στην πράξη η έκρηξη της ανισότητας σημαίνει την έκπτωση της έννοιας της αξιοπρέπειας και συγχρόνως την ταύτιση της φιλελεύθερης αρχής της Δημοκρατίας με την αναπαραγωγή της ανισότητας, άρα οδηγούμεθα σε μια διαδικασία πραγματικής απονομιμοποίησης της Δημοκρατίας. Παράδειγμα η απάτη του «America first», που δεν είναι παρά «Ploutocracy fist».
ΕΡ: O λαϊκισμός μπορεί να έχει επικίνδυνες συνέπειες όμοιες με εκείνες της Βαϊμάρης;
ΑΠ: Η επανεμφάνιση του λαϊκισμού είναι φοβερά επικίνδυνη για τη Δημοκρατία, όμως οι συνθήκες σήμερα δεν συγκρίνονται με αυτές του Μεσοπολέμου. Όμως μη ξεχνάμε, ότι η απονομιμοποίηση της Δημοκρατίας ανοίγει καταστροφικούς δρόμους με άδηλες προοπτικές και η ιστορία μας διδάσκει πολλά περί αυτών. Απροσδόκητο είναι π.χ. το γεγονός της λαϊκιστικής έκρηξης σήμερα στον αγγλοσαξωνικό χώρο (Trump, Brexit), ο οποίος είχε αποδείξει μεγάλες δημοκρατικές αντιστάσεις κατά τον Μεσοπόλεμο.
ΕΡ: Κοινά στοιχεία με την Βαϊμάρη υπάρχουν σήμερα στην Ευρώπη που να δημιουργούν ανησυχία;
ΑΠ: Μόνο στην επανεμφάνιση του ανορθολογισμού βρίσκω κοινά στοιχεία με την Βαϊμάρη. Δεν πιστεύω ότι έχουμε συνθήκες Βαϊμάρης στην Ευρώπη αλλά με φοβίζει το γεγονός, ότι σε διεθνοπολιτικό επίπεδο έχουμε συνθήκες όμοιες με εκείνες που επικρατούσαν πριν το 1914. Μετά την κατάρρευση του σοβιετικού καθεστώτος ο Φουκουγιάμα διακήρυξε το τέλος της ιστορίας με την έννοια του τέλους της πάλης των τάξεων και της αντιπαράθεσης των συστημάτων που απειλούσαν συνέχεια τα μεταβάλλουν τον ψυχρό σε θερμό πόλεμο. Όμως η επικράτηση σε πλανητικό επίπεδο του καπιταλισμού δεν διαμορφώνει κάποια εγγύηση ειρήνης. Και πριν το 1914 ο καπιταλισμός ήταν το μόνο οικονομικό σύστημα, αλλά οδηγηθήκαμε σε πόλεμο. Σήμερα ο πολυπολικός κόσμος δεν εγγυάται τίποτα και η περίφημη παγίδα του Θουκυδίδη απειλεί τις σχέσεις Η.Π.Α.-Κίνας και τον κόσμο.
ΕΡ: Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι επίκαιρη και για μας στην Ελλάδα;
ΑΠ: Στην Ελλάδα απέκτησε επικαιρότητα λόγω της συζήτησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος και ιδιαίτερα σε σχέση με την απλή αναλογική και την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας από τον λαό. Αν έχουμε απλή αναλογική, αρνητική παράδοση στη δημιουργία κυβερνητικών συνασπισμών και έναν λόγω της άμεσης εκλογής ιδιαίτερα νομιμοποιημένο και ως εκ τούτου αντικειμενικά ισχυρό πρόεδρο τότε διαμορφώνεται ένα ιδιαίτερα επικίνδυνο έδαφος πόλωσης, ρήξεων και απονομιμοποίησης των δημοκρατικών θεσμών. Η Ακροδεξιά όμως στην Ελλάδα δεν έχει τόσο μεγάλη απήχηση, ώστε να αποτελεί συστημικό κίνδυνο. Είναι στη συνείδηση ακόμα και των συντηρητικών ψηφοφόρων περισσότερο συμμορία παρά κομματική οργάνωση. Υπάρχει βέβαια μεγάλη απογοήτευση και αυτή είναι επικίνδυνη, γιατί απονομιμοποιεί τη Δημοκρατία.
ΕΡ: Υπάρχει κατά την γνώμη σας το ενδεχόμενο μιας μεγάλη ανόδου της Ακροδεξιάς στις Ευρωεκλογές;
ΑΠ: Υπάρχει άνοδος την ακροδεξιών-αντιευρωπαϊστών, αλλά δεν νομίζω ότι θα αμφισβητήσουν την πρωτοκαθεδρία των δύο μεγάλων ομάδων του Ευρωκοινοβουλίου. Έχω όμως δύο φόβους. Ο πρώτος είναι ότι τα κλασικά συντηρητικά κόμματα γίνονται πιο ακραία προκειμένου να αντιμετωπίσουν την άκρα Δεξιά. Λ.χ. οι Χριστιανοκοινωνιστές της Βαυαρίας προκειμένου να ενσωματώσουν τους ψηφοφόρους της Εναλλακτικής για την Γερμανία (AfD) κάνουν στροφή προς τα δεξιά. Ο δεύτερος είναι, ότι ολόκληρο το πολιτικό σύστημα κάνει στροφή προς τα δεξιά. Αν δεν υπάρξει αλλαγή του κυρίαρχου κοινωνικοοικονομικού παραδείγματος και των επιπτώσεων που έχει αυτό στην διαδικασία και την ποιότητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης δεν πάμε καλά, διότι αυξάνεται η πραγματική ανισότητα και οι κοινωνίες της Δύσης, τουλάχιστον ως προς την κατανομή του πλούτου, μοιάζουν περισσότερο με αυτές προ του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου παρά με αυτές της κεϋνσιανής μεταπολεμικής περιόδου.
ΕΡ: Τι πρέπει να γίνει κατά την γνώμη σας;
ΑΠ: Υπάρχει ανάγκη αναδιανομής και διανεμητικής δικαιοσύνης. Οι πολίτες της Ευρώπης ζουν σε πλούσιες κοινωνίες με όλο και μεγαλύτερη ανισοκατανομή του πλούτου και δυσανασχετούν, ενώ συγχρόνως δημιουργείται η αίσθηση του παραγκωνισμού τους, κυρίως λόγω του περιορισμού της κοινωνικής κινητικότητας και της μονόπλευρης πολιτικής που ακολουθείται. Π.χ. οι τεχνολογικοί κολοσσοί δεν φορολογούνται στην Ευρώπη ενώ και στην Ελλάδα δεν φορολογούνται οι εφοπλιστές. Ένα κομμάτι της κοινωνίας, το πιο πλούσιο, έχει δηλαδή φορολογική ασυλία.
ΕΡ: Αν αυξάνεται σταδιακά στο μέλλον το ποσοστό της Ακροδεξιάς δεν θα θυμίζει τότε Βαϊμάρη η Ευρώπη;
ΑΠ: Ναι, αυτό θα είναι επικίνδυνο, αφού επιδιώκουν την διάλυση της Ευρώπης... Αυτό σημαίνει ότι η προσπάθεια που έγινε μετά τον πόλεμο τελειώνει και το μέλλον είναι άδηλο. Ο Χάμπερμας λέει πως αν επικρατήσουν οι αντιευρωπαϊκές και εθνικιστικές λογικές, τότε η πορεία των πραγμάτων θα είναι αντιδημοκρατική και ρατσιστική, διότι μετά τον Β΄παγκόσμιο Πόλεμο η υπέρβαση του εθνικισμού και του ρατσισμού συνδέθηκε με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Αν πάμε πίσω, ακυρώνοντας τη διαδικασία της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, τότε κινδυνεύουμε να ξαναπιάσουμε το νήμα που ξεκίνησε με την εθνικιστική αντιπαράθεση στην Ευρώπη και μας οδήγησε στις τραγωδίες που τόσο καλά γνωρίζουμε.
ΕΡ: Τι διδαχθήκαμε τελικά από την Βαϊμάρη;
ΑΠ: Η συνθήκη της Ρώμης ήταν η πρώτη περίπτωση που δείχνει ότι οι άνθρωποι διδάχθηκαν από το παρελθόν, στην συνέχεια δεν το βλέπω. Ποια ήταν η διδαχή από την Βαϊμάρη κατά την πρόσφατη οικονομική κρίση; Ο κ. Σόιμπλε και η κ. Μέρκελ αποφάσισαν να εφαρμόσουν την πολιτική του Χάινριχ Μπρύνινγκ (σ.σ. του Γερμανού καγκελαρίου στις αρχές της δεκαετίας του '30 ο οποίος προσπάθησε να ανατάξει την γερμανική οικονομία με μέτρα συνεχούς λιτότητας που βύθισαν τη Γερμανία βαθύτερα στην ύφεση και άνοιξαν τον δρόμο για την άνοδο των Ναζί στη εξουσία.). Νομίζω ότι εκεί είναι η απόδειξη ότι δεν μαθαίνουμε από την ιστορία. Πρέπει επομένως να προσέξουμε πολύ μήπως επανεμφανιστούν αρνητικά φαινόμενα του παρελθόντος. Όταν ο Σόιμπλε μιλάει για αλληλεγγύη και είναι αστείο. Οδηγούμαστε σε μια έκπτωση, έναν ευτελισμό. των εννοιών. Τα τελευταία χρόνια οι νότιοι έγιναν πιο φτωχοί, ενώ οι βόρειοι πλουσιότεροι. Ο ιστορικός του μέλλοντος πιστεύω, ότι θα αποφανθεί ότι η πολιτική Σόιμπλε-Μέρκελ ήταν και είναι η αιτία της ανόδου της Ακροδεξιάς, ότι αυτή ήταν που δημιούργησε το πρόβλημα της ανόδου του ανορθολογισμού στην Ευρώπη. Αυτή προετοίμασε το έδαφος της αντιδραστικής και ξενοφοβικής στάσης απέναντι στο προσφυγικό, γιατί, όπως είπα πριν, η άρνηση της κοινωνικής αναγνώρισης λόγω της ανισότητας οδηγεί στην αναζήτηση της αναγνώρισης σε ανορθολογικές φαντασιακές ταυτότητες απόρριψης-άρνησης του άλλου.