«Καλησπέρα και καλή βραδιά». Μία φράση που δεν θα ακουστεί ξανά σε νυχτερινό κέντρο και θα επικρατήσει παροξυσμός. Μία φράση ταυτισμένη με τον άρχοντα της νύχτας, όπως τον αποκαλούν οι θαυμαστές του, που δεν θα μπορέσει να χωρέσει σε άλλα χείλη καλλιτέχνη. Η φράση που ανέμεναν κάθε βράδυ οι θαυμαστές του για να αρχίσει το πρόγραμμά του και μόνο στο άκουσμά της τον αποθέωναν.
Ο Βασίλης Καρράς έφυγε από τη ζωή και μαζί του… αποκολλήθηκε ένα μεγάλο κομμάτι από το λαϊκό τραγούδι. Πολλοί πιστεύουν πως τελείωσε μία εποχή για την ελληνική δισκογραφία και τα νυχτερινά κέντρα, καθώς ήταν ο τελευταίος μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής με το βεληνεκές των «μεγάλων» που πέρασαν από τη χώρα.
«Ο καλλιτέχνης πρέπει να αντιπροσωπεύει τον κόσμο, να γίνεται ένα μαζί του. Όσο μπορεί βέβαια, δεν μπορεί πάντα να το καταφέρνει αυτό», είχε δηλώσει ο Βασίλης Καρράς σε συνέντευξη στο TV Μακεδονία. Ο ίδιος μπόρεσε και το πέτυχε, έγινε ένα με το κοινό του που τον άκουσε σε κάθε στιγμή είτε χαράς είτε λύπης αλλά κυρίως καψούρας.
Ο Βασίλης Καρράς έζησε μία ζωή όπως την ήθελε ο ίδιος, μέχρι και το τέλος. Ξεκίνησε από το Κοκκινόχωρι Καβάλας, υπό δύσκολες συνθήκες, και πέτυχε όσα ήθελε ένας ευτυχισμένος άνθρωπος και κατέκτησε όσα ονειρεύεται ένας απόλυτα καταξιωμένος καλλιτέχνης. Τραγούδησε, κυρίως, για τον άντρα που έχει καψουρευτεί και τον πληγώνει μία γυναικά, αλλά αυτός εκεί, να δίνει ολοένα περισσότερο. Δεν τραγούδησε τόσο για τον έρωτα και την χαρά του και γι’ αυτό δεν είναι τυχαία η φράση «ό,τι αρχίζει καλά, τελειώνει με Καρρά».
Πιστός στο ρεπερτόριό του σε όλη την πορεία του αλλά πάντα σύγχρονος και προσαρμοσμένος στις απαιτήσεις της εποχής. Δεν δίσταζε να δοκιμάζει νέους ήχους, να συνεργάζεται με νέα παιδιά και να ανατρέπει τα δεδομένα. Ωστόσο, το απλό και λαϊκό στοιχείο ήταν κυρίαρχο σε κάθε στίχο και μελωδία του. Η οξυδέρκειά του αποτυπωνόταν και στις επιλογές του κατά την διάρκεια της καριέρας του. Ενδεικτικό είναι ότι όταν η καριέρα του άρχισε να παρουσιάζει μία μικρή καμπή, αμέσως το ανέτρεψε κυκλοφορόντας τον δίσκο «Όπως παλιά». Ένας δίσκος με επανεκτελέσεις τραγουδιών «της άλλης πλευράς», δηλαδή έντεχνων δημιουργών, που απέδειξε ότι ο ίδιος δεν ανήκει πουθενά και μπορεί να ισορροπεί σε όλα με επιτυχία. Στο συγκεκριμένο δίσκο ξεχωρίζει η επανεκτέλεση του τραγουδιού «Πριγκηπέσα». Το τραγούδι κάνει δεύτερη -και μεγαλύτερη- καριέρα, αλλά και ο Βασίλης Καρράς δίνει ξανά μία μεγάλη ώθηση στην δική του καριέρα, μένοντας στην κορυφή μέχρι και το 2024.
Έγραφε στίχους σε ανύποπτη στιγμή και με μεγάλη ευκολία. Στίχους βγαλμένους από την καρδιά του ή από μία κατάσταση που ζούσε ή παρατηρούσε μπροστά του. Κάθε τραγούδι που έγραψε έχει και τη δική του ιστορία και πολλά τον σκοπό του. Δεν τα κρατούσε για τον εαυτό του, αλλά τα χάριζε, κυρίως σε νέους τραγουδιστές, δίνοντας την… υπογραφή του για να ξεκινήσουν δυναμικά την καριέρα τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Δέσποινα Βανδή, που τον ευγνωμονεί πάντα.
Πίσω από τη μαρκίζα
Ο Βασίλης Καρράς ήταν σαν να ζει δύο παράλληλες ζωές: μία μπροστά από τα φώτα και μία άλλη πίσω από τη μαρκίζα με τα χρυσά γράμματα. Στα μεγάλα νυχτερινά κέντρα ήταν πάντα το βαρύ πυροβολικό του προγράμματος, με την αξία του να μην την αμφισβητεί κανείς. Πολλοί από τους σημερινούς τραγουδιστές της πρώτης γραμμής τον αποκαλούσαν «πατέρα» και αυτός όλους «πιτσιρίκο». Η πόρτα για τα «σαλόνια» της νύχτας της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης άνοιγε όποτε ήθελε ο ίδιος. Μπορεί να έκανε παρέα με εφοπλιστές αλλά ταυτόχρονα να προτιμούσε να βρει καταφύγιο σε ένα καφενείο γειτονιάς και να παίξει χαρτιά με πρόσωπα καθημερινά, όπως ήταν και ο ίδιος.
Στη Θεσσαλονίκη δεν σύχναζε σε κυριλέ και πολυτελή στέκια. Θα τον έβρισκες σε απλά μαγαζιά, όπου γούσταρε την παρέα, το κλίμα και τη μουσική. Το καφενείο στην περιοχή του Μακεδονία Παλλάς, ο Πειρατής στην Αγίου Δημητρίου, στην Μπουάτ στην Ωραιοκάστρου στην Άνω Ηλιούπολη, στον Ψαρά στην Πολίχνη κ.ά. Αναζητούσε μέρη όπου ένιωθε άνετα και τον αντιμετώπιζαν ως τον Βασίλη τον φίλο τους και όχι ως τον Καρρά. Όταν έκλειναν τα φώτα, ήταν ο Βασίλης ή ο Μπίλαρος. Δεν έβλεπε πορτοφόλια, δόξες, συμφέροντα και επίθετα, αλλά έβλεπε την καρδιά του κάθε ανθρώπου και ήταν άξιος να κρίνει ποιος τον πλησιάζει με αγάπη και ποιος είχε απώτερους σκοπούς.
Ταυτόχρονα, μπορούσε να επισκεφτεί την ελίτ της χώρας και κάθε του δημόσια εμφάνιση να είναι είδηση. Όμως ο χαρακτήρας αναλλοίωτος, πάντα ευθύς, κοφτός και ειλικρινής με όποιον κι αν είχε απέναντί του. Από τη μία άρχοντας της νύχτας και από την άλλη αγρότης στο κτήμα του στο Κοκκινοχώρι. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη όταν μιλούσε για το λάδι, τις ελιές και τι πιπεριές που παρήγαγε ο ίδιος στο κτήμα. Το ίδιο χαμόγελο είχε όταν ξεναγούσε κάποιον στη μεγάλη συλλογή του με αυτοκίνητα αντίκες από όλο τον κόσμο.
Για το «Χωριό της Ειρήνης», όπου έδωσε την ψυχή του για να γίνει, είχε παράπονο. Δεν ήταν λίγες φορές που δήλωσε δημόσια ότι η πόλη και οι τοπικοί άρχοντες δεν στήριξαν το εγχείρημά του. Είχε φτάσει στο σημείο να δηλώσει σε τηλεοπτική εκπομπή «μακάρι βρω κάποιον να το χαρίσω». Ωστόσο, με το χωριό ασχολείται η κόρη του, Ειρήνη, καθώς γίνονται δεξιώσεις στα δύο εστιατόρια που υπάρχουν.
Η δύσκολη διαδρομή
Η πορεία του μόνο στρωμένη με ροδοπέταλα δεν ήταν. Όπως έχει πει και ο ίδιος ξεκίνησε από την απόλυτη φτώχεια και έφτασε στην απόλυτη δόξα. Γεννήθηκε στο Κοκκινοχώρι Καβάλας στις 12 Νοεμβρίου του 1953. Σε ηλικία 10 ετών, οι γονείς παίρνουν αυτόν και τα δύο αδέλφια του και ξεκινούν για Θεσσαλονίκη. Δύσκολα τα πρώτα χρόνια, με τον πατέρα να δουλεύει ως οικοδόμος και τη μητέρα του ως καθαρίστρια. Ο Βασίλης Κεσογλίδης, όπως είναι το πραγματικό επίθετό του, προσπαθούσε να βοηθήσει την μητέρα του αλλά η ίδια αρνιόταν κατηγορηματικά.
Μεγαλώνοντας θα κάνει πολλές δουλειές, ταυτόχρονα με το τραγούδι. Η πρώτη ως τραγουδιστής ήταν σε ηλικία 16 ετών στον «Πρόσφυγα» στον Εύοσμο. Στη συνέχεια καταφέρνει το πρώτο του όνειρο και γίνεται μηχανικός, «μουτζούρης», όπως έλεγε. Τα πρώτα χρόνια καθημερινές στο συνεργείο και τα Σαββατοκύριακα τραγουδούσε. Με τα χρήματά του που εξασφάλιζε από την καθημερινή εργασία του, έβγαλε τους πρώτους 10 δίσκους, πληρώνοντας τα πάντα ο ίδιος, ενώ τους μοίραζε ο ίδιος και κολλούσε αφίσες με τον αδελφό του. Μάλιστα, ένα βράδυ τους είχε πιάσει η αστυνομία να κολλάνε αφίσες στην Διοικητηρίου αλλά μόλις είδαν ποιος είναι, τους άφησαν.
Άρχισε να ασχολείται μόνο με το τραγούδι και να ζει από αυτό το 1976. Η καταξίωση στα τοπικά μαγαζιά της πόλης δεν αργεί αλλά ο δρόμος προς την Αθήνα παραμένει κλειστός για πολλά χρόνια. Το 1978 ο Μίμης Πλέσσας τον παίρνει από το χέρι και τον πηγαίνει στην δισκογραφική του Πατσιφά. Εμφανίζεται άτυχος, καθώς του απαντούν ότι μόλις είχαν κλείσει λαϊκό καλλιτέχνη και θα επένδυαν σε αυτόν. Το όνομα αυτού Μάκης Χριστοδουλόπουλος. Ο Βασίλης Καρράς απελπισμένος γυρίζει πίσω στη Θεσσαλονίκη, αλλά το πείσμα του παραμένει και φουντώνει. Ξέρει ότι πρέπει να χτυπήσει ο ίδιος πόρτες στην Αθήνα, αλλιώς δεν θα τον ενοχλήσει ποτέ κανείς. Το μεγάλο στοίχημα του ήταν να τραγουδήσει στην Αθήνα και να ανοίξει τον δρόμο προς την κατάκτηση όλη της Ελλάδας.
Τα καταφέρνει τελικά το 1990 με τη μεγάλη επιτυχία «Νύχτα Ξελογιάστρα». «Ήμουν σε ένα γραφείο μέσα και αφού τρώω ένα πούλημα καλό, έρχεται ένας τύπος που μου αρέσει η φάτσα του και είχε μαγαζί τέρμα στην Πατησίων. Του λέω ποιος τραγουδάει τώρα, και μου λέει τον Τζίμη τον Πανούση. Τελειώνει αύριο μου λέει. Τότε του απάντησα ότι την άλλη Δευτέρα ξεκινάμε. Αυτός έχασε τη γη κάτω από τα πόδια του. Δεν μιλήσαμε για λεφτά… Κάνω 15 μέρες εκεί και μετά πήραν άλλη τροπή τα πράγματα και άρχισα πλέον να κατεβαίνω συχνά στην Αθήνα». Είναι τα λόγια του στην τηλεοπτική εκπομπή του Νίκου Χατζηνικολάου που αποτυπώνουν τον «πόλεμο» που δεχόταν αρχικά αλλά και το τσαγανό που είχε για να εκπληρώσει τον στόχο του. Οι μαχαιριές συνεχίστηκαν και δεν άντεξε. Για ένα χρόνο παράτησε το τραγούδι και τις πίστες, ενώ λόγω των απειλών αναγκάστηκε να βάλει και φρουρά στο σπίτι του. Ενώ ο θρύλος για τις δύο απαγωγές του είναι αληθινός και αναμένεται να περιγραφεί στο βιβλίο που γραφόταν τους τελευταίους μήνες της ζωής του με δικές του διηγήσεις.
Με πείσμα και με την στήριξη πάντα της Θεσσαλονίκης, κατάφερε τελικά να καθιερωθεί και στην Αθήνα και το ονόμά του να είναι πάντα τέρμα αριστερά στη μαρκίζα. Η πορεία μετά το ’92 γνωστή σε όλους. Πολυπλατινένιοι δίσκοι, τραγούδια που δημιουργούν αξεπέραστες ατάκες, γεμάτα μαγαζιά, συναυλίες που κατακτούν ρεκόρ γκίνες.
Οι τελευταίοι δύσκολοι μήνες
Η κατάσταση της υγείας του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή άρχισε να ανησυχεί τους οικείους του και τους χιλιάδες θαυμαστές του στις 26 Μαρτίου 2022. Βρισκόταν στο Ηράκλειο Κρήτης, όταν πριν την εμφάνισή του σε νυχτερινό κέντρο χρειάστηκε να μεταφερθεί στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο με ασθενοφόρο. Ανένδοτος ο ίδιος, αρνήθηκε τη νοσηλεία, γιατί δεν ήθελε να κρεμάσει τον κόσμο και τους εργαζόμενους. Έτσι, πήγε κανονικά στο νυχτερινό κέντρο, κάλεσε και τους γιατρούς να απολαύσουν το πρόγραμμα και όταν τελείωσε την εμφάνισή του, επέστρεψε για νοσηλεία.
Από τότε έδειχνε ότι κάτι δεν πάει καλά με την υγεία του. Τελευταία εμφάνισή του ήταν σε τηλεοπτική εκπομπή τον Οκτώβριο του 2022 και έπειτα αποσύρεται σιωπηλά, γνωρίζοντας τι έχει πλέον να αντιμετωπίσει. Δίνει γενναία μάχη, χάνει 42 κιλά και άρχισε να εμφανίζεται ξανά δειλά-δειλά την άνοιξη του 2023. Μάλιστα, προετοιμάζει περιοδεία σε όλη την Ελλάδα αλλά και τη δισκογραφική επιστροφή του.
Ωστόσο, από 1 Ιουλίου 2023 τα πράγματα χειροτερεύουν. Ξεκινάει ένας νέος Γολγοθάς που δυστυχώς είχε την πιο δυσάρεστη κατάληξη. Από τέλη Αυγούστου άρχισε να μπαινοβγαίνει στην ιδιωτική κλινική όπου νοσηλευόταν για μεγάλα χρονικά διαστήματα τους τελευταίους τέσσερις μήνες. Η υγεία του παρουσιάζει μία δυναμική κατάσταση που τον αναγκάζει τη μία να βρίσκεται σπίτι του κλινήρης και την άλλη να παλεύει για την ζωή του στην ιδιωτική κλινική.
Όλο αυτό το διάστημα όμως η διαύγεια του πλήρης στο 100%, χωρίς να αφήσει κανέναν «να δει ότι πονά». Γνωρίζοντας τι έρχεται τηλεφώνησε στον πρόεδρο του Κοκκινοχωρίου, λέγοντας του να ετοιμάσει τα νεκροταφεία, όπως αποκάλυψε ο ίδιος ο Χρήστος Διαμαντίδης. Φαίνεται πως ο μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής ήθελε το πλήθος που θα βρεθεί στην κηδεία του να δει το αγαπημένο του χωριό στην εντέλεια. Όπως και ήταν.
Ο Βασίλης Καρράς και η σύζυγός του, Χριστίνα, που στάθηκε βράχος μέχρι τη τελευταία στιγμή, δεχόντουσαν επισκέψεις από συγκεκριμένους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτούς που ήθελε πραγματικά να δει ο ίδιος ο τραγουδιστής. Ωστόσο, από τα τέλη Οκτωβρίου ο κύκλος άρχισε να ανοίγει και να τον επισκέπτονται όλα τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής δισκογραφίας, με τους οποίους διατηρούσε φιλικές σχέσεις. Τον είδαν και όπως δείχνει η ιστορία τον αποχαιρέτησαν για τελευταία φορά.
Παρά την επιβαρυμένη κατάστασή του και τη διαφορά στην εικόνα του, η ψυχολογία του, το χιούμορ και το λέγειν του τους ξεγελούσε. Τους έδειχνε ότι δεν μασάει και ότι μπορεί να συνέλθει. Ωστόσο και ο ίδιος γνώριζε ότι ο χρόνος μετρά αντίστροφα και οι ψυχικές δυνάμεις του στερεύουν. Τελικά, έφυγε Παραμονή Χριστουγέννων σκορπίζονταν θλίψη σε όλη τη χώρα και επισκιάζοντας το γιορτινό κλίμα στην Ελλάδα.
Το τελευταίο τραγούδι: «Κατεδαφίζεται»
Η Ελλάδα παγώνει και το ελληνικό πεντάγραμμο χάνει μία βασική και σταθερή νότα του. Ο καλλιτεχνικός κόσμος πενθεί και δεν μπορεί να αποχαιρετήσει τον άρχοντα της νύχτας. Όσο προετοιμασμένοι και να ήταν, τους βρίσκει απροετοίμαστους και σοκαρισμένους. Στο λαϊκό προσκύνημα στον Ιερό Ναό της του Θεού Σοφίας οι ουρές ήταν ατέλειωτες από τον κόσμο που ήθελε να αποχαιρετήσει τον δικό τους Βασίλη Καρρά.
Η επόμενη ημέρα στο Κοκκινοχώρι ήταν όμως ακόμη πιο δύσκολη, καθώς η οικογένεια του και οι συγχωριανοί του είπαν το τελευταίο αντίο. Ο ίδιος αναπαύθηκε στο χώμα της γενέτειράς του, όπου είχε φροντίσει πριν φύγει να αλλάξει πεζοδρόμια, να φτιάξει την πλατεία που πήρε το όνομα του, να τοποθετήσει led φώτα με φωτοβολταϊκά και να φυτέψει όμορφα λουλούδια.
Αντώνης Ρέμος, Νίκος Οικονομόπουλος, Πάολα, Γιάννης Πλούταρχος, Δέσποινα Βανδή, Νίκος Βέρτης, Χρήστος Δάντης, Νίκος Μακρόπουλος και άλλοι τραγουδιστές που κρατούν σήμερα την νύχτα στα χέρια τους, ήταν εκεί για να αποχαιρετήσουν τον τελευταίο διδάξαντα του λαϊκού τραγουδιού. Την ώρα της ταφής, ακούστηκαν από την ορχήστρα του και από τις τρεμάμενες φωνές καλλιτεχνών και πολιτών το «Νύχτα Ξελογιάστρα», το «Δεν πάω πουθενά», το τραγούδι που αφιέρωνε στην σύζυγό του «Όταν τα χρόνια σου περάσουν», ποντιακά τραγούδια και τελευταίο ακούστηκε το «Κατεδαφίζεται».
Στην αφίσα που τοποθετήθηκε στα κοιμητήρια του χωριού, αναγράφεται «όταν τα χρόνια σου περάσουν, για πάντα θα ζεις... Βασίλη Καρρά!».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31.12.2023