Ολοκληρώθηκε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, η πρώτη επεξεργασία του νομοσχεδίου για τον εκσυγχρονισμό της μουσειακής πολιτικής και την ίδρυση μουσείων ΝΠΔΔ. Η υπουργός Πολιτισμού έκανε λόγο για μια «μεταρρυθμιστική τομή» και κατηγόρησε όσους αντιδρούν ότι «είναι προσκολλημένοι σε οπισθοδρομικά στερεότυπα και στην ιδεολογία της εσωστρέφειας του πολιτισμού». Από την άλλη, σύσσωμη η αντιπολίτευση χαρακτήρισε το νομοσχέδιο «επικίνδυνο», υποστήριξε ότι ιδιωτικοποιείται η πολιτιστική κληρονομιά του τόπου και ζήτησε την απόσυρσή του.
«Τα πέντε μεγάλα μουσεία που μετατρέπονται σε ΝΠΔΔ, θα υπηρετήσουν ακριβώς τους ίδιους μουσειακούς σκοπούς που υπηρετούν και σήμερα εντός του δημοσίου τομέα και με τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του Δημοσίου αλλά απαλλαγμένα από τη γραφειοκρατία. Θα λειτουργούν πλέον με διοικητική ευελιξία και με οικονομική αυτοτέλεια, ασφαλώς υπό την εποπτεία και τον έλεγχο του κράτους», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Μενδώνη απορρίπτοντας τις κατηγορίες της αντιπολίτευσης ότι αποκόπτονται από την αρχαιολογική υπηρεσία.
Η διαφωνία της αντιπολίτευσης εκφράστηκε έντονα για τη μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ, όπως επίσης και στον διορισμό των 7μελών διοικητικών συμβουλίων τους από την υπουργό Πολιτισμού, κάνοντας λόγο για αδιαφανείς διαδικασίες και διαπλοκή.
Η υπουργός Πολιτισμού
«Δέχομαι οποιαδήποτε διαφωνία» απάντησε η υπουργός. «Δεν κατανοώ όμως, πώς μπορεί να ακούγονται θέσεις οι οποίες απαντώνται από το ίδιο το κείμενο του νομοσχεδίου και να μην θέλει κανείς να κατανοήσει τις δύο βασικές αρχές του: Οι ρυθμίσεις για τα πέντε μουσεία έχουν συνταχθεί με αυστηρή προσήλωση πάνω σε δύο βασικές θεμελιώδεις αρχές:
-Πρώτον: Την αυστηρή τήρηση του ισχύοντος αρχαιολογικού νόμου, τον οποίο δεν μεταβάλει καμία απολύτως διάταξη. Αντίθετα επιβάλλεται ρητά και αυστηρά στα πέντε ΝΠΔΔ η εφαρμογή του και προσαρμόζεται η λειτουργία τους προς τον αρχαιολογικό νόμο.
- Δεύτερον: Την διασφάλιση των εργαζομένων στα πέντε μουσεία, τους μόνιμους αλλά και τους αορίστου χρόνου υπαλλήλους.
Αποτέλεσε προσωπική μου δέσμευση ότι ο ρυθμίσεις δεν θα επηρεάσουν τους εργαζόμενους στο ελάχιστο. Οι εργαζόμενοι παραμένουν στο σύνολο τους όπως ακριβώς είναι και σήμερα, υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, αμειβόμενοι, ασφαλιζόμενοι και συνταξιοδοτούμενοι από αυτό και θα συνεχίσουν να προσφέρουν τις εργασίες τους στα πέντε μουσεία μόνο αν δηλώσουν ότι το επιθυμούν», τόνισε η υπουργός Πολιτισμού.
Όπως είπε η κ. Μενδώνη, «οι νέες σύγχρονες ανάγκες απαιτούν το μουσείο να παίξει ένα πολυδύναμο ρόλο, για αυτό και κρίνεται σκόπιμος ο εκσυγχρονισμός της λειτουργίας των 5 μεγάλων μουσείων της χώρας με τη μορφή ΝΠΔΔ».
«Με τον όρο 'εκσυγχρονισμό', θέλω να τονίσω την ανάγκη για αλλαγή στον τρόπο διοίκησης των συγκεκριμένων μουσείων καθώς και της διεύρυνσης των δραστηριοτήτων και των δράσεων τους στο πλαίσιο πάντα των δημοσίων πολιτικών που χαράζει το υπουργείο Πολιτισμού και η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ο εκσυγχρονισμός δεν είναι μία φάση ή ένα στάδιο ανάπτυξης αλλά μία διαρκής διαδικασία, που επιτρέπει αλλαγές μεταβολές προσαρμογές», ανέφερε η κ. Μενδώνη.
Παράλληλα, επιτέθηκε σε όσους διαφωνούν με την αλλαγή του τρόπου λειτουργίας των μουσείων, καταλογίζοντάς τους οπισθοδρομικές αντιλήψεις.
«Άποψη των οπαδών της οπισθοδρόμησης και της ήσσονος προσπάθειας στον πολιτισμό, ήταν και παραμένει ότι μπορούμε να ακολουθήσουμε εύκολους δρόμους ή να μην καταβάλουμε καμία προσπάθεια για ανάπτυξη ή αλλαγή, μένοντας στάσιμοι και αδρανείς.
Λέτε πως αλλάζουμε την μουσειακή πολιτική μετά από 150 χρόνια. Πρόκειται για μια αντίληψη που δεν συμβιβάζεται με τη σύγχρονη διεθνή και ευρωπαϊκή πραγματικότητα και σε καμία περίπτωση δεν συμβιβάζεται με εμάς και με την ισχυρή Ελλάδα την οποία επιθυμούμε.
Ο εκσυγχρονισμός είναι μία διαδικασία αναμόρφωσης των κατεστημένων μορφών και πρακτικών που αφορούν την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας σε όλους τους τομείς και η οποία απαιτεί μόνιμη και διαρκή προσπάθεια ιδίως στη παιδεία στο πολιτισμό και στη κοινωνία της γνώσης», είπε η κ. Μενδώνη και συμπλήρωσε:
«Κατ' επίφαση επιστημονικά, αλλά κυρίως συνδικαλιστικά σωματεία παραμένουν προσκολλημένα στα στερεότυπα και στην ιδεολογία της εσωστρέφειας του πολιτισμού, οχυρωμένα πίσω από το πρόσταγμα της δήθεν διάσπασης της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που εξυπηρετεί κυρίως την συντεχνιακή νοοτροπία τους και που επιδιώκουν συστηματικά, αφενός να εκφοβίσουν τους εργαζόμενους ότι δήθεν θίγονται τα εργασιακά τους κεκτημένα και αφετέρου να πείσουν τη κοινωνία ότι ιδιωτικοποιείται η πολιτιστική κληρονομιά και ότι το δημόσιο αγαθό του πολιτισμού εκποιείται.
Είναι πολιτικό μας και επιστημονικό μου χρέος να δηλώσω προς πάσα κατεύθυνση, ότι όταν καθυστερούμε, οι δυνατότητες συρρικνώνονται, οι ευκαιρίες χάνονται, η υστέρηση διευρύνεται, η αδράνεια υπερισχύει, η οπισθοδρόμηση νικά. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε κάτι τέτοιο».
Όπως τόνισε η κ. Μενδώνη «οι συγκεκριμένες πέντε περιφερειακές υπηρεσίες μουσεία, λειτουργούν σήμερα όπως όλες οι διοικητικές του υπουργείου Πολιτισμού και δεν έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν καμία διοικητική και διαχειριστική πρωτοβουλία. Είναι προφανές ότι η λειτουργία μιας διοικητικής υπηρεσίας διαφέρει ουσιωδώς από τη μουσειακή λειτουργία».
«Εισάγεται μια ρύθμιση - τομή στο χώρο της μουσειακής πολιτικής της χώρας μας με σημαντικές συνέπειες.
-Λύνεται το πρόβλημα κόστους για τα ασφάλιστρα που ήταν αποτρεπτικό, θεσπίζοντας ένα σύστημα με το οποίο το μουσείο που δανείζει απαλλάσσεται από τη καταβολή των ασφαλίστρων ιδιωτικής ασφάλισης.
-Ενισχύεται το θεσμικό πλαίσιο και επιβάλλονται αυστηρές ποινές για την αρχαιοκαπηλία.
-Τα πέντε μουσεία ΝΠΔΔ εφαρμόζουν υποχρεωτικά τις διατάξεις της αρχαιολογικής νομοθεσίας, χρηματοδοτούνται ελέγχονται και εποπτεύονται από το κράτος, στελεχώνονται από εκείνο το προσωπικό το οποίο επιθυμεί να συνεχίσει να ασχολείται σε αυτά, ενώ παραμένει προσωπικό του υπουργείου Πολιτισμού και δεν μεταβάλλεται το σημερινό εργασιακό, μισθολογικό και ασφαλιστικό του καθεστώς. Τα υπόλοιπα που ακούγονται είναι φράσεις κενές, για εντυπωσιασμό», επεσήμανε η κ. Μενδώνη.
Τέλος, η υπουργός Πολιτισμού, απέρριψε τις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης ότι το νομοσχέδιο έρχεται προς ψήφιση ξαφνικά, λίγο πριν τις εκλογές, αντιτείνοντας ότι «συζητείται ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις και τα σχέδια του είναι 2,5 χρόνια γνωστά».
«Το νομοσχέδιο υλοποιεί τη τελευταία θεσμική μεταρρύθμιση που είχε περιληφθεί τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.
Με τη πρωτοβουλία αυτή υλοποιούνται στο ακέραιο, τόσο οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, όσο και τα έργα που ανέλαβε να υλοποιήσει αυτή η κυβέρνηση», ανέφερε.
ΣΥΡΙΖΑ
Από την πλευρά της, η γενική εισηγήτρια του ΣΥΡΙΖΑ, Σία Αναγνωστοπούλου, κάλεσε τη κυβέρνηση «να αποσύρει το κατάπτυστο και επικίνδυνο νομοσχέδιο» και την κατηγόρησε ότι εξαπολύει ολομέτωπη επίθεση, τόσο κατά των ανθρώπων του πολιτισμού, όσο και του μουσειακού και αρχαιολογικού θησαυρού της χώρας.
«Η ολομέτωπη επίθεση στο πολιτισμό από αυτή τη κυβέρνηση και από την υπουργό Πολιτισμού ολοκληρώνεται με αυτό το νομοσχέδιο που μετατρέπει τα πέντε μεγάλα μουσεία της χώρας σε ΝΠΔΔ. Το αρχαιολογικό έργο συνδέεται άρρηκτα με τα μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους. Αυτή είναι η επιτομή της μουσειακής πολιτικής της χώρας. Και όσες προσπάθειες και να έγιναν για να αποκοπεί η αρχαιολογική υπηρεσία από τα μουσεία, έπεσαν στο κενό και συνάντησαν τεράστιες αντιστάσεις» τόνισε η κ. Αναγνωστοπούλου και πρόσθεσε:
«Σε αυτό το νομοσχέδιο έχουμε πάρα πολλά ψεύδη, από αυτά που μας έχει συνηθίσει η συγκεκριμένη κυβέρνηση της ΝΔ. Αποκρύπτει ότι αλλάζει τη δομή και λειτουργία στα πέντε κορυφαία μουσεία της χώρας και πάει για την ιδιωτικοποίηση τους
Διοικητικά αποκόπτονται από την αρχαιολογική υπηρεσία και θα διορίζονται όργανα διοίκησης ένα 7μελές Δ.Σ από την υπουργό Πολιτισμού. Λίγες μέρες πριν από τις εκλογές, έρχεται τελευταία στιγμή ένα νομοσχέδιο, που δίνει τη δυνατότητα στην απερχόμενη υπουργό να διορίσει τελευταία στιγμή ανθρώπους της αρεσκείας της».
«Όλα τα υπομνήματα που έχουν σταλεί από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς ζητούν να μην μετατραπούν σε ΝΠΔΔ», σημείωσε.
Ακόμα, αναφερόμενη στην οικονομική διάσταση, υποστήριξε ότι «τα 5 μεγάλα μουσεία, οι ναυαρχίδες της μουσειακής πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας, θα επιβαρύνουν τον τακτικό προϋπολογισμό ως προς τις δαπάνες τους αλλά και τα έσοδα τους. Μέχρι να εκδοθεί η κοινή υπουργική απόφαση θα τα διαχειρίζεται το διοικητικό συμβούλιο».
Υποστήριξε επίσης, ότι «ο πειθαρχικός έλεγχος α' και β΄βαθμού των εργαζομένων του υπουργείου Πολιτισμού, θα ασκείται από τους γενικούς διευθυντές και τα Δ.Σ αυτών των μουσείων, ενώ από τα τέλη του 2023 προβλέπεται η κατάργηση από το υπουργείο Πολιτισμού, 735 θέσεων».
«Πρόκειται για ένα μείζον θέμα, αφορά τη μουσειακή πολιτική της χώρας, δηλαδή τη μνήμη, την ταυτότητα αυτής της χώρας. Δεν θα επιτρέψουμε αυτό το συμβολικό κεφάλαιο της χώρας να περάσει με χίλιους δυο τρόπους σε χέρια ανθρώπων οι οποίοι θα έχουνε την εύνοια του κάθε ή της κάθε υπουργού και θα φτιάχνουν πολιτική μόνοι τους - πολιτική η οποία θα ευνοεί κάποιους και δεν θα είναι μία δημόσια πολιτική η οποία θα είναι προς όφελος όλου του πληθυσμού.
Δεσμευόμαστε ως κόμμα ότι αυτό το κατάπτυστο νομοσχέδιο, αν ψηφιστεί θα αποσυρθεί στην επόμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Θα αποσυρθεί, γιατί δεν είναι δυνατόν και η μουσειακή πολιτική της χώρας να μπει σε συμφέροντα τα οποία βλέπουμε να έχουνε αρχίσει να κυριαρχούν και στα πανεπιστήμια, στα νοσοκομεία και παντού», κατέληξε η κ. Αναγνωστοπούλου.
ΠΑΣΟΚ - ΚΙΝΑΛ
Έντονα επικριτικός για το νομοσχέδιο εμφανίστηκε και ο γενικός εισηγητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, που όπως είπε, «βασικός του πυρήνας είναι η μετατροπή πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ με ανεξέλεγκτη, αδιαφανή δομή και λειτουργία».
«Είναι ένα σαρωτικό νομοσχέδιο που αλλάζει το καθεστώς της λειτουργίας, της στελέχωσης αλλά και το μέλλον των πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας, καθεστώς για το οποίο έχουν εκφραστεί έντονες ενστάσεις από πολλούς αρμόδιους φορείς και ιδίως από τους ίδιους τους εργαζόμενους», ανέφερε ο κ. Κωνσταντόπουλος και πρόσθεσε:
«Τα μουσεία μας επιτελούν ένα σπουδαίο έργο στη διαφύλαξη της ανάδειξης και της προβολής της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας. Και καθήκον της πολιτείας είναι να μεριμνά για τη καλή λειτουργία τους και την ανάπτυξή τους μέσα σε ένα σύγχρονο περιβάλλον.
Η μετατροπή των πέντε μεγάλων εμβληματικών μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ, παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως τρόπος ενίσχυσης της εξωστρέφειας, της ευελιξίας ως τρόπος ανάπτυξης τους και εύρεσης νέων πόρων. Στη πραγματικότητα όμως δεν υπάρχει καμία τεκμηρίωση στους ισχυρισμούς της αυτούς, που να αποδεικνύει ότι η σημερινή διοικητική λειτουργία των μουσείων δεν είναι αποτελεσματική. Καμία μελέτη σκοπιμότητας που να αποδεικνύει ότι η αλλαγή της δομικής τους μορφής είναι αναγκαία και καλύτερη. Και καταρρίπτονται αυτοί οι ισχυρισμοί και από το Μουσείο της Ακρόπολης που αποδείχτηκε ότι μετά από 15 χρόνια λειτουργίας του, είναι ένα μοντέλο αποτυχημένο».
Ο κ. Κωνσταντόπουλος μίλησε ακόμα για συνταγματικά ζητήματα που εγείρει το νομοσχέδιο, λέγοντας χαρακτηριστικά:
«Η μετατροπή των μουσείων σε ΝΠΔΔ, ακρωτηριάζει τη διοικητική και επιστημονική δομή της αρχαιολογικής υπηρεσίας, τα αποκόπτει από τη δομή του υπουργείου Πολιτισμού και διασπά τον ενιαίο χαρακτήρα των υπηρεσιών τους και δεν διασφαλίζουν την ορθολογική και αποτελεσματική διαχείριση του πολιτιστικού μας πλούτου. Και είναι ένα θέμα που εγείρει ζητήματα συνταγματικότητας, αφού το Σύνταγμα επιτάσσει τη προστασία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς στο κράτος και μόνο».
Ακόμα, ο κ. Κωνσταντόπουλος υποστήριξε ότι «η επιλογή των προσώπων της διοίκησης δεν συνοδεύεται από εγγυήσεις αντικειμενικότητας και αξιοκρατίας ενώ δεν προβλέπεται η συμμετοχή αιρετού εκπροσώπου των εργαζομένων, καθιστώντας τους περισσότερο ευάλωτους απέναντι στις διαθέσεις της διοίκησης».
«Οδηγούμαστε σε μουσεία δύο ταχυτήτων. Από τη μια τα μεγάλα μουσεία με ΝΠΔΔ και από την άλλη τα μικρά και περιφερειακά μουσεία τα οποία αφήνονται στη τύχη τους, χωρίς μέριμνα για την ανάπτυξη τους. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πιστεύει σε μία ανανεωμένη μουσειακή πολιτική, που θα δημιουργεί συνθήκες εξωστρέφειας και θα μετατρέπει τα μουσεία σε ζωντανά κύτταρα, πολυδύναμους χώρους πολιτισμού και θα είναι ελκυστικά για τους πολίτες όλου του κόσμου», είπε ο κ. Κωνσταντόπουλος και κατέληξε:
«Ο δημόσιος χαρακτήρας των μουσείων μας, συνδέεται άρρηκτα με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Η μετατροπή των πέντε μεγάλων μουσείων της χώρας σε ΝΠΔΔ εν μία νυκτί, χωρίς μελέτη, χωρίς σχέδιο, χωρίς κοστολόγηση και εγγυήσεις για το μέλλον τους, θέτει τη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς σε κίνδυνο. Και το νομοσχέδιο γιγαντώνει παρά επιλύει προβλήματα, για αυτό και λέμε 'όχι' επί της αρχής του».
ΚΚΕ
Κατά του νομοσχεδίου δήλωσε πως τάσσεται και ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Γιάννης Δελλής, χαρακτηρίζοντάς το επικίνδυνο και καλώντας τη κυβέρνηση να το αποσύρει.
«Η βαρύτητα του νομοσχεδίου καθορίζεται με τις διατάξεις του που αποκόπτουν τα πέντε μεγάλα μουσεία της χώρας από τον κορμό του υπουργείου Πολιτισμού μετατρέποντας τα σε ΝΠΔΔ και αλλάζοντας εκ βάθρων τους όρους λειτουργίας τους.
Είναι αυτονόητος και αναγκαίος ο κοινωνικός ρόλος όλων των μουσείων. Εδώ ακριβώς εστιάζει και η πολιτιστική πολιτική των αστικών κυβερνήσεων, υπονομεύοντας και διαστρέφοντας μεθοδικά αυτόν τον κοινωνικό ρόλο των μουσείων», τόνισε ο κ. Δελλής και πρόσθεσε:
«Παντού τα μουσεία παραδίδονται στο έλεος των κάθε είδους χορηγών και επιχειρηματικών ομίλων, οι οποίοι αναλαμβάνουν δήθεν τη στήριξή τους με το αζημίωτο. Η ίδια η Κομισιόν προτάσσει τη μεγαλύτερη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, υποτάσσοντας την πολιτιστική κληρονομιά, όχι μόνο στα ιδεολογικά, αλλά και στα οικονομικά επιχειρηματικά συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων.
Αυτή είναι και η λογική που διαπερνά το σημερινό νομοσχέδιο, το οποίο αποσπά τα πέντε μεγαλύτερα μουσεία από την αρχαιολογική υπηρεσία η οποία έχει και ην ευθύνη της διάσωσης τους μετατρέποντάς τα σε ΝΠΔΔ με αυτοτελή διοικητική και οικονομική διαχείριση».
Ο κ. Δελλής συνέχισε λέγοντας πως «πρόκειται ασφαλώς για μία ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη, αφού στην ουσία τα μουσεία ωθούνται να λειτουργούν με όρους επιχειρηματικούς. Πίσω από την διαφημιζόμενη αυτοτέλειά τους, έρχεται η αυτοχρηματοδότηση των μουσείων και η λειτουργία τους με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια για να μεγιστοποιήσουν τα έσοδα τους σε βάρος της πολιτιστικής κληρονομιάς».
«Η παραπέρα μείωση της κρατικής χρηματοδότησής τους, δημιουργεί με λίγα λόγια το Επιχειρηματικό Μουσείο. Η κυβέρνηση ανοίγει διάπλατα τη πόρτα στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς με ιδιωτικά επιχειρηματικά κριτήρια, δημιουργώντας μουσεία πολλών ταχυτήτων ανάλογα με τα έσοδα τους», τόνισε ο κ. Δελλής και κατέληξε: «Επειδή η λειτουργία των μουσείων και η διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς με εμπορευματική λογική και όρους αγοράς, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ρόλο και τον προορισμό τους, καταψηφίζουμε το νομοσχέδιο και ενώνουμε παράλληλα τη φωνή μας με τους εργαζόμενους και τους επιστήμονες οι οποίοι εκφράζουν την αντίθεση τους στη μετατροπή τους σε ΝΠΔΔ και υπερασπιζόμαστε το δικαίωμα του λαού να έχει ανεμπόδιστη πρόσβαση σε όλα τα μουσεία της χώρας μας».
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ
Κατά του νομοσχεδίου, το οποίο, όπως είπε, ανοίγει το δρόμο για την ανεξέλεγκτη εξαγωγή ελληνικών αρχαιοτήτων, τάχθηκε η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης, Σοφία- Χάϊδω Ασημακοπούλου.
«Κάνετε λόγο για δήθεν εκσυγχρονισμό των μουσείων με ένα 7μελές διοικητικό συμβούλιο, που θα διορίζεται με απόφαση του υπουργού Πολιτισμού. Με ποια όμως ουσιαστικά προσόντα και κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα γίνουν οι επιλογές αυτές, καθόλου δεν διευκρινίζεται. Έχει να γίνει προφανώς ένα πανηγύρι βολέματος. Είναι ένα εντελώς επικίνδυνο και παράλογο νομοσχέδιο, για το οποίο μην περιμένετε να συμφωνήσουμε», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Ασημακοπούλου.
Παράλληλα, η ειδική αγορήτρια της Ελληνικής Λύσης, υιοθέτησε πλήρως την ανακοίνωση του Πανελλήνιου Σωματείου Εκτάκτου Προσωπικού του υπουργείου Πολιτισμού, με την οποία καταγγέλλει ότι «αντί η κυβέρνηση να προχωρήσει σε τόνωση του δημόσιου χαρακτήρα των μουσείων, στη πραγματική ενίσχυση τους με πραγματικούς πόρους και μόνιμο προσωπικό, επιλέγει εδώ και καιρό να τα απαξιώνει για να μπορέσει να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση τους».
«Στη πράξη μιλάμε για ένα βήμα πιο κοντά στην ιδιωτικοποίηση των μεγάλων μουσείων της χώρας. Εμείς στην Ελληνική Λύση λέμε ότι δεν χωρούν, ούτε επιπολαιότητες, ούτε ανεύθυνες συμπεριφορές σε ό,τι να κάνει με την πολιτιστική μας κληρονομιά», κατέληξε.
ΜεΡΑ 25
Από την πλευρά της, η ειδική εισηγήτρια του ΜεΡΑ25, Σοφία Σακοράφα, υπογράμμισε ότι «έχουμε ένα ακόμα ανατρεπτικό νομοσχέδιο της κυβέρνησης και του υπουργείου Πολιτισμού, που έρχεται στη βουλή με τη πολυφορεμένη πια ταμπέλα του εκσυγχρονισμού και χωρίς κανένα διάλογο και καμία οικονομοτεχνική μελέτη σκοπιμότητας και βιωσιμότητας».
«Το περιεχόμενο του νομοσχεδίου καθορίζεται μόνο από την σαρωτική, ιδεοληπτική εμμονή της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη. Ο γνωστός νεοφιλελεύθερος μύθος για ευελιξία, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα, προδιαγράφει και το μέλλον του ερμαφρόδιτου συστήματος που αποτελεί το πρότυπο της νέας δεξιάς και των συνοδοιπόρων της που θέλουν να αποκαλούνται εκσυγχρονιστές.
Από τη μια μεριά η κυβερνητική κυριαρχία εκτός δημοκρατικού ελέγχου και από την άλλη η εισαγωγή ιδιωτών, των συμπράξεων και των συναλλαγών από την πίσω πόρτα. Όμως, όταν όλα αυτά αφορούν την ελληνική πολιτιστική και αρχαιολογική κληρονομιά, δεν μπορούν να ξεπεραστούν με ελαφρότητα», τόνισε χαρακτηριστικά η κ. Σακοράφα.
Υποστήριξε ακόμα, ότι «δεν υπήρξε κανένας διάλογος της κυβέρνησης και του υπουργείου με οποιοδήποτε αρμόδιο φορέα πριν αναρτηθεί στη δημόσια διαβούλευση».
«Αλλά και αν ήταν ουσιαστική και όχι προσχηματική η διαβούλευση, θα έπρεπε ήδη να έχει οδηγήσει σε απόσυρση του νομοσχεδίου, αφού προέκυψε ότι από τα 308 σχόλια που κατατέθηκαν, μόλις πέντε είχαν θετικό περιεχόμενο για τις ρυθμίσεις του», σημείωσε και συνέχισε:
«Πρόκειται για ένα ανατρεπτικό νομοσχέδιο, που ανατρέπει κυρίως τον τρόπο που το ελληνικό κράτος, από τη ίδρυση του και μέχρι σήμερα, αντιμετωπίζει ενιαία την αρχαιολογική και πολιτιστική μας κληρονομιά.
Θέλετε να ανατρέψετε τον τρόπο διαχείρισης του αρχαιολογικού πλούτου της χώρας, που αποτελεί το μεγαλύτερο εθνικό μας κεφάλαιο.
Δεν έρχεται να διορθώσει κάτι εσφαλμένο, για να δικαιολογείται η επιβολή νέων ρυθμίσεων. Όλοι οι σύλλογοι, όλοι οι σχετικοί φορείς, όλα τα σωματεία εργαζομένων, έχουν εκφράσει τη πλήρη αντίθεση τους σε αυτή την ανατροπή».
«Δεν είναι τυχαίο που η κυβέρνηση παίρνει τα πέντε μεγαλύτερα, σημαντικά, εμβληματικά μουσεία που έχουν και το μεγαλύτερο οικονομικό ενδιαφέρον και τα μετατρέπει σε ΝΠΔΔ», επεσήμανε η κ. Σακοράφα και πρόσθεσε:
«Για πρώτη φορά στην ιστορία της ελληνικής πολιτείας, έρχεστε να αποσπάσετε τα μουσεία από το ενιαίο δημόσιο σύστημα διαχείρισης, όπως αυτό πάντοτε και διαχρονικά υλοποιείται από το υπουργείο Πολιτισμού και την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Αυτό είναι τρομαχτικό από μόνο του, αλλά τρομάζουμε ακόμα περισσότερο στην ιδέα, ότι πολύ θα θέλατε να επεκτείνετε αυτό το μοντέλο και στους αρχαιολογικούς χώρους. Έτσι αναδεικνύετε τι σημαίνει εκσυγχρονισμός στη πράξη. Έτσι ανοίγουν και οι πύλες για τις πελατειακές σχέσεις, τη διαπλοκή τις αλληλοεξυπηρετήσεις».
Η κ. Σακοράφα υποστήριξε ακόμα ότι, «το νέο σύστημα που εισάγεται είναι πιο δυσκίνητο, πολυάνθρωπο και κοστοβόρο, σε σχέση με το ήδη υπάρχον», προσθέτοντας ότι «αυτή η δήθεν μεταρρύθμιση εξυπηρετεί περισσότερο την κυβερνητική αυθαιρεσία, τις πελατειακές σχέσεις και τη διαπλοκή».
«Πρόκειται για ένα θεσμικό τερατούργημα και η πραγματικότητα δυστυχώς που θα διαμορφώσετε, θα είναι ακόμα χειρότερη, γιατί φτιάχνετε ένα πολύ επικίνδυνο θεσμικό πλαίσιο.
Αυτό το νομοσχέδιο καταστρατηγεί κατάφωρα τον ουσιαστικό χαρακτήρα των μουσείων που θέλει να τα μετατρέψει σε ΝΠΔΔ. Ευτυχώς που για λόγους και συνταγματικούς και διεθνούς δικαίου δεν μπορείτε να τα κάνετε Ανώνυμες Εταιρίες και να ορίσετε ευθέως ότι θα λειτουργούν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Εμείς, για λόγους αρχών, καταψηφίζουμε», κατέληξε η κ. Σακοράφα.
Ο βουλευτής του ΚΚΕ, Μανώλης Συντυχάκης, κατηγόρησε τη κυβέρνηση, ότι «στη πραγματικότητα ο στόχος της είναι η απαλλαγή του κράτους από την αποκλειστική του υποχρέωση, να χρηματοδοτεί, να προστατεύει και να αναδείχνει την πολιτιστική του κληρονομιά».
«Εσείς εξαναγκάζετε τα μουσεία να λειτουργούν αυτοχρηματοδοτούμενα με κανόνες ιδιωτικοοικονομικούς, με όρους επιχειρηματικής δραστηριότητας σε ένα διαρκές κυνήγι ιδιωτικών χορηγών για να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα τους. Είναι ένα απαράδεκτο νομοσχέδιο που πρέπει να αποσυρθεί για να προστατευτεί η πολιτιστική κληρονομιά του τόπου», ανέφερε ο κ. Συντυχάκης.
« Εμείς αποδεικνύουμε στη πράξη ποιος είναι προοδευτικός και ποιος συντηρητικός εχθρός της κάθε αλλαγής», τόνισε από την πλευρά της, η γενική εισηγήτρια της ΝΔ, Χριστίνα Αλεξοπούλου.
«Είμαστε εντελώς πρόθυμοι να υιοθετήσουμε κάθε θεμιτή και εποικοδομητική πρόταση για την επίτευξη ενός σκοπού που μας αφορά όλους και δεν είναι υπόθεση ούτε της αριστεράς ούτε της δεξιάς ούτε κανενός. Την προστασία και την ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς θέλουμε», υπογράμμισε.