Με τις διαβεβαιώσεις του υφυπουργού Δικαιοσύνης, Γιάννη Μπούγα, ότι σε καμία περίπτωση δεν τίθεται θέμα περιορισμού ή ελέγχου της ελεύθερης έκφρασης, αλλά και τις έντονες επιφυλάξεις της αντιπολίτευσης που ζήτησε περαιτέρω αποσαφηνίσεις στην έννοια της τρομοκρατίας, άρχισε σήμερα στην κοινοβουλευτική επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης Δημόσιας Τάξης και Δικαιοσύνης, η επεξεργασία του νομοσχεδίου για την εναρμόνιση της ελληνικής νομοθεσίας με την ενωσιακή, «για την πρόληψη της διάδοσης του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο».
«Σε καμία περίπτωση δεν τίθεται ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Η ελευθερία του λόγου, της σκέψεις, της έκφρασης προστατεύονται απολύτως από τις διατάξεις του Συντάγματος, αλλά και από τα υπερ-νομοθετικά κείμενα διεθνών Οργανισμών, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και η Χάρτα των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, τα οποία η χώρα μας έχει κυρώσει και έχει ενσωματώσει στο εθνικό της δίκαιο».
Αυτό δήλωσε χαρακτηριστικά ο υφυπουργός Δικαιοσύνης, απαντώντας στις έντονες ανησυχίες και τους προβληματισμούς που εκφράστηκαν από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ότι «υπάρχει ασάφεια σε ό,τι αφορά τον ορισμό της τρομοκρατίας και θα έπρεπε στο νομοσχέδιο να περιέχεται ο ορισμός των πράξεων τρομοκρατικού περιεχομένου, για να αποτραπεί ο κίνδυνος παρερμηνειών που θα οδηγήσουν στον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης και στην ποινικοποίηση της διαφορετικής άποψης», όπως υποστήριξαν.
«Εκείνο το οποίο πρέπει να σημειώσουμε είναι, ότι η ελευθερία του λόγου δεν μπορεί να είναι ασύδοτη. Πρέπει να προστατεύονται τα θεμελιώδη κοινωνικά αγαθά από ρητορικές μίσους και ρητορικές οι οποίες έχουν ως στόχο την κοινωνική ειρήνη και τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης. Η άποψή μου είναι, ότι δεν μπορεί σε κάθε νομοσχέδιο να δίνουμε και ορισμό της τρομοκρατίας όταν αναφέρεται στην πάταξή της. Ο ορισμός αυτός και η παραπομπή αυτή, γίνεται στις διατάξεις του Ποινικού μας Κώδικα, ο οποίος ψηφίστηκε τον Ιούλιο του 2019, από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ», αντέτεινε ο κ. Μπουγάς και εξήγησε:
«Η σχετική διάταξη του Ποινικά Κώδικα, λέει συγκεκριμένα ότι όποιος τελεί κακούργημα ή οποιοδήποτε έγκλημα γενικής διακινδύνευσης κατά της δημοσίας τάξης, ή με τέτοιο τρόπο, ή σε τέτοια έκταση, που να προκαλεί σοβαρό κίνδυνο γα τη χώρα ή διεθνή οργανισμό, και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη, ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει θεμελιώδεις συνταγματικές πολιτικές κοινωνικές δομές μιας χώρας ή διεθνούς οργανισμού, τιμωρείται από τις διατάξεις».
«Το τι συνιστά τρομοκρατική πράξη περιγράφεται με μεγάλη σαφήνεια στις διατάξεις, υπάρχει ένα πολύ σαφές πλαίσιο και δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνουμε τους ορισμούς των τρομοκρατικών πράξεων και της τρομοκρατίας σε κάθε νομοσχέδιο. Η συνεχιζόμενη ύπαρξη, και κυρίως η διάδοση τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο - όπως άλλωστε παρακολουθούμε τις παγκόσμιες εξελίξεις που ασφαλώς δεν μπορούν να αφήνουν ανεπηρέαστη τη χώρα μας -,συνιστά σοβαρό κίνδυνο για τους πολίτες και εν γένει για την κοινωνία», επεσήμανε ο κ. Μπουγάς.
Όπως τόνισε, «οι τρομοκράτες, εκμεταλλευόμενοι τις νέες τεχνολογίες και τη χρήση του διαδικτύου, διαδίδουν μηνύματά τους που στοχεύουν στον εκφοβισμό, την ριζοσπαστικοποίηση, τη στρατολόγηση και την διευκόλυνση της εκτέλεσης τρομοκρατικών επιθέσεων».
«Τρομοκρατικές επιθέσεις οι οποίες έχουν διαπραχθεί στο έδαφος της Ε.Ε., προκλήθηκαν από διασπορά παράνομου και προπαγανδιστικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, αποτυπώνοντας έτσι τη σύγχρονη μορφή και την μετεξέλιξη τρομοκρατικού περιεχομένου», σημείωσε.
Στη συνέχεια, έκανε λόγο για, «αναγκαία πρόληψη της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο», επισημαίνοντας παράλληλα ότι «οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας, όπως ορίζονται στο νομοσχέδιο, οι οποίοι δραστηριοποιούνται στο διαδίκτυο, διαδραματίζουν ουσιαστικό ρόλο».
«Σε ορισμένες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται καταχρηστικά και παράνομα από τρίτους, με σκοπό την εκτέλεση μη σύννομων δραστηριοτήτων στο διαδίκτυο. Ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η παράνομη χρήση των εν λόγω υπηρεσιών από τρομοκρατικές ομάδες ή οργανώσεις και τους υποστηρικτές τους, για την διάδοση τρομοκρατικού περιεχομένου χρησιμοποιώντας το διαδίκτυο.
Οι πάροχοι υπηρεσιών φιλοξενίας έχουν ειδική κοινωνική ευθύνη να προστατεύουν τις υπηρεσίες τους από κατάχρηση των τρομοκρατών και να συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της διάδοσης τρομοκρατικού περιεχομένου μέσω των υπηρεσιών τους στο διαδίκτυο», είπε. Τόνισε δε, ότι «σε αντίθεση με άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, η χώρα μας παραδίδει ένα πλήρες νομοθέτημα που καλύπτει κάθε πτυχή του κανονισμού».
«Συγκεκριμένα, επιδιώκεται: η διασφάλιση χωρίς τη θέσπιση δυσανάλογων περιορισμών σε βάρος της ελευθερίας της έκφρασης στο διαδίκτυο, της ομαλής λειτουργίας της ψηφιακής ενιαίας αγοράς, και μια ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία αρχής», υπογράμμισε.
«Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που ενισχύει το θεσμικό μας οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας και περιλαμβάνει σημαντικές ρυθμίσεις τις οποίες σας καλώ να υπερψηφίσετε», κατέληξε ο υφυπουργός Δικαιοσύνης.
Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Ιωάννης Σαρακιώτης, εξέφρασε έντονες επιφυλάξεις για τον χρόνο κατάθεσης και ψήφισης του νομοσχεδίου καθώς και για τους σκοπούς της κυβέρνησης η οποία όπως είπε, «βάναυσα και συστηματικά έχει καταπατήσει τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει καταστρατηγήσει την ομαλή λειτουργία των Ανεξάρτητων Αρχών».
Ο κ. Σαρακιώτης, εστίασε την έντονη κριτική του στην υπόθεση των υποκλοπών, τονίζοντας «την ανάγκη να προχωρήσει η έρευνα της δικαιοσύνης και να χυθεί άπλετο φως», σημειώνοντας ότι «η παρακαταθήκη της κυβέρνησης και οι συνεχόμενες παρεμβάσεις της δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας».
Όπως τόνισε ο κ. Σαρακιώτης, «βασικό πρόβλημα του νομοσχεδίου είναι ότι δεν διασφαλίζονται οι εγγυήσεις για την ελεύθερη έκφραση και άποψη, ενώ δεν προσδιορίζεται επακριβώς η έννοια του τρομοκρατικού περιεχομένου, αφήνοντας έτσι μεγάλα περιθώρια παρερμηνείας και αυθαιρεσίας».
Η γενική εισηγήτρια του ΠΑΣΟΚ, Μιλένα Αποστολάκη, αναγνώρισε την αναγκαιότητα εναρμόνισης της ελληνικής με την ευρωπαϊκή νομοθεσία για την πρόληψη της διάδοσης του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, τονίζοντας παράλληλα ότι «είναι σκόπιμο να οριστεί επακριβώς τι συνιστά τρομοκρατικό περιεχόμενο, να διασφαλιστεί πλήρως το κράτος δικαίου και να αποτραπούν ερμηνευτικά προβλήματα».
Παράλληλα εξέφρασε προβληματισμούς ως προς την διάταξη που αφορά την ΕΥΠ και τον ορισμό αναπληρωτή δεύτερου εισαγγελέα, κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι «έχει εμμονή και συνεχίζει τις μεθοδεύσεις ώστε να έχει τον απόλυτο έλεγχό της».
Κατά του νομοσχεδίου τάχθηκε η ειδική αγορήτρια του ΚΚΕ, Μαρία Κομνηνάκα, υποστηρίζοντας ότι «προστίθεται στον μακρύ κατάλογο των νομοθετημάτων της κυβέρνησης που έρχεται να ενισχύσει την καταστολή, το φακέλωμα και την ελευθερία της έκφρασης κατ εφαρμογή της αντιδραστικής ευρωενωσιακής νομοθεσίας».
«Αξιοποιείται για μια ακόμα φορά, η πολλαπλά χρήσιμη για την ΕΕ και τα αστικά κράτη, έννοια λάστιχο της 'τρομοκρατίας' για να ενισχυθεί η αποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους στην προσπάθεια που κάνει να στοχοποιηθεί και να φιμωθεί κάθε φωνή που δεν συμβιβάζεται με τη φρίκη του πολέμου και το αιματοκύλισμα του παλαιστινιακού λαού από το κράτος δολοφόνου του Ισραήλ», είπε.
«Το νομοσχέδιο αποτελεί ένα ακόμα κρίκο στη προσπάθεια να επιβληθεί σιγή νεκροταφείου Επιλέγετε να τσουβαλιάζετε τις διάφορες έννοιες που θεωρούνται επικίνδυνες για το σύστημα, όπως οι λαϊκές διαδηλώσεις διαμαρτυρίες. Έχει στρωθεί το έδαφος για τον πλήρη έλεγχο της ροής των πληροφοριών στο διαδίκτυο. Προχωράτε σε μία γενικευμένη λογοκρισία», υποστήριξε .
«Δεν μπορούμε να αντιταχθούμε, είναι αλήθεια, σε έναν ευρωπαϊκό κανονισμό για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Είναι αναγκαίος και απαραίτητος και ουδείς μπορεί να αγνοήσει ότι πυρήνας της στρατολόγησης εξτρεμιστών είναι το διαδίκτυο», υπογράμμισε από την πλευρά του, ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Παύλος Σαράκης .Ωστόσο, εξέφρασε «ιδιαίτερο προβληματισμό για το πώς προσδιορίζεται η έννοια τρομοκρατικού περιεχομένου», γιατί όπως είπε, «η χρήση αόριστων εννοιών θα μπορούσε να αποβεί ιδιαιτέρως προβληματική και επικίνδυνη απέναντι στην οποιαδήποτε διαφορετική άποψη που εκφράζεται - και θα καταλήξει ζυγός σε βάρος της ελεύθερης έκφρασης».
Για ασαφή έννοια της τρομοκρατίας μίλησε και ο ειδικός αγορητής των «Σπαρτιατών», Πέτρος Δημητριάδης. «Κανείς δεν αντιλέγει στα μέτρα πρόληψης για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας, ωστόσο είναι πολύ ασαφής η έννοια του 'τρομοκρατικού περιεχομένου'. Πρέπει να προσδιοριστεί επακριβώς, για να μην δοθεί η δυνατότητα παρερμηνειών και φτάσουμε στο σημείο να ποινικοποιούμε τις πολιτικές φράσεις και την διαφορετική άποψη και να περιορίζουμε την ελεύθερη έκφραση», ανέφερε.
Ο ειδικός αγορητής της «Νίκης», Γιώργος Ρούντας, έκανε λόγο για «ένα αναγκαίο νομοσχέδιο που άργησε να έρθει στην ελληνική Βουλή και είναι προς τη σωστή κατεύθυνση». Όπως είπε, «βεβαίως είναι αναγκαίο και απαραίτητο να εναρμονιστεί η ελληνική νομοθεσία με την ευρωπαϊκή, για την αντιμετώπιση της τρομοκρατίας αλλά από την άλλη πλευρά πρέπει να είμαστε και εξαιρετικά προσεκτικοί, ώστε να μην φιμώσουμε ή να στραγγαλίσουμε την ελευθερία έκφρασης για χάρη της ασφάλειας».
Η ειδική αγορήτρια της «Πλεύσης Ελευθερίας», Γεωργία Κεφαλά, έκανε λόγο για ένα «νομοσχέδιο που δημιουργεί ασφυξία ως προς το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, με κίνδυνο να ποινικοποιηθεί η διαφορετική άποψη και η κοινωνική οργή και διαμαρτυρία».
«Είναι εντελώς ασαφές το ευρωπαϊκό πλαίσιο και αποσκοπεί στον απρόσκοπτο έλεγχο του διαδικτύου, της ελεύθερης έκφρασης κα της κοινωνικής διαμαρτυρίας με την δικαιολογία της αντιμετώπισης της τρομοκρατίας» υποστήριξε.
«Για αναγκαία κανονιστικά μέτρα με στόχο να μειωθούν οι επιπτώσεις τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο και η τρωτότητα σε αυτό», μίλησε η γενική εισηγήτρια της ΝΔ, Κατερίνα Παπακώστα, τονίζοντας ότι «πολλές από τις πρόσφατες τρομοκρατικές επιθέσεις που σημειώθηκαν στην Ε.Ε., κατέδειξαν τον τρόπο με τον οποίο οι τρομοκράτες χρησιμοποιούν το διαδίκτυο για να διαδώσουν τα μηνύματά τους».
«Οι συντονισμένες προσπάθειες σε ενωσιακό επίπεδο, για την καταπολέμηση του τρομοκρατικού περιεχομένου στο διαδίκτυο, είναι αναγκαίο να συμπληρωθούν με ένα σαφές νομοθετικό πλαίσιο, για την περαιτέρω μείωση της προσβασιμότητας σε τρομοκρατικό περιεχόμενο, στο διαδίκτυο. Παράλληλα είναι και απαραίτητο να θεσπιστούν διασφαλίσεις για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου, του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, των προσωπικών δεδομένων, της επιχειρηματικής ελευθερίας και των δικαιωμάτων έκφρασης και ενημέρωσης. Αυτά πρέπει να είναι αυστηρά στοχευμένα», υπογράμμισε η κ. Παπακώστα.