Ήταν ένα Σάββατο σαν και το σημερινό πριν έναν αιώνα και κάτι όταν ο φρουρός ασφαλείας ενός από τα κεντρικότερα ξενοδοχεία της Ουάσιγκτον ακούει περίεργους ήχους. Δεν αργεί να αντιληφθεί πως στο «Watergate» της αμερικανικής πρωτεύουσας έχουν μπει διαρρήκτες.
Το ημερολόγιο έγραφε 17 Ιουνίου και το βράδυ εκείνο έμελλε όχι απλώς να αλλάξει το ρου της ιστορίας των ΗΠΑ, αλλά να προσθέτει άρωμα... Αμερικής σε κάθε σκάνδαλο έκτοτε, καθώς από τα πιο μικρά έως τα πιο μεγάλα, όλα παίρνουν το επίθεμα "gate".
Η νύχτα-κλειδί
Κάποια στιγμή μετά τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, 17 Ιουνίου 1972, ο φρουρός ασφαλείας του Watergate, Φρανκ Γουίλς, παρατήρησε μια ταινία που κάλυπτε τα μάνταλα σε μερικές από τις πόρτες του συγκροτήματος που οδηγούσαν από το υπόγειο πάρκινγκ σε πολλά γραφεία, τα οποία επέτρεπαν στις πόρτες να κλείνουν αλλά να παραμένουν ξεκλείδωτες.
Αφαίρεσε την ταινία, πιστεύοντας ότι δεν ήταν τίποτα το σημαντικό. Όταν επέστρεψε λίγη ώρα αργότερα και ανακάλυψε ότι κάποιος είχε ξανακόλλησε την ταινία στις κλειδαριές, κάλεσε την αστυνομία.
Στην κλήση ανταποκρίθηκε ένα περιπολικό χωρίς σήμανση με τρεις αστυνομικούς με πολιτικά ρούχα. Ο Πολ Λέπερ, ο αξιωματικός Τζον Μπάρετ και ο αξιωματικός Καρλ Σόφλερ εργάζονταν στην ολονύκτια «ομάδα αλητών» - ντυμένοι χίπις και σε επιφυλακή για εμπ'οριο ναρκωτικών και άλλα εγκλήματα του δρόμου.
Ο Άλφρεντ Μπάλντουιν, σε υπηρεσία «επιφυλακής» στο απέναντι ξενοδοχείο του Χάουαρντ Τζόνσον, αποσπάστηκε βλέποντας την ταινία «Επίθεση των ανθρώπων της κούκλας» στην τηλεόραση και δεν παρατήρησε την άφιξη του περιπολικού μπροστά από το κτίριο. Ούτε είδε τους αστυνομικούς με πολιτικά ρούχα να ερευνούν τη σουίτα 29 γραφείων του έκτου ορόφου του Δημοκρατικού Κόμματος.
Όταν ο Μπάλντουιν παρατήρησε τελικά ασυνήθιστη δραστηριότητα στον έκτο όροφο και τηλεφώνησε στους διαρρήκτες, ήταν ήδη πολύ αργά.
Η αστυνομία συνέλαβε πέντε άνδρες, οι οποίοι αργότερα αναγνωρίστηκαν ως Βιρτζίλιο Γκονζάλες, Μπέρναρντ Μπάρκερ, Τζέιμς ΜακΚόρντ, Εουτζένιο Μαρτίνεζ και Φρανκ Στάρτζις. Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για απόπειρα διάρρηξης και απόπειρα υποκλοπής τηλεφωνικών και άλλων επικοινωνιών.
Η Washington Post ανέφερε την επόμενη μέρα ότι «η αστυνομία βρήκε κλειδιά, σχεδόν 2.300 δολάρια σε μετρητά, τα περισσότερα από αυτά σε χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων με τους σειριακούς αριθμούς στη σειρά... έναν δέκτη μικρού μήκους που μπορούσε να δεχτεί κλήσεις της αστυνομίας, 40 ρολά μη εκτεθειμένου φιλμ, δύο κάμερες 35 χιλιοστών και τρία δακρυγόνα σε μέγεθος στυλό».
Η Post θα ανέφερε αργότερα ότι το πραγματικό ποσό των μετρητών ήταν «περίπου 53 από αυτά τα χαρτονομίσματα των 100 δολαρίων βρέθηκαν στους πέντε άνδρες μετά τη σύλληψή τους στο Γουότεργκεϊτ».
Το επόμενο πρωί, Κυριακή 18 Ιουνίου, ο Γκόρντον Λίντι τηλεφώνησε στον Τζεμπ Μακρούντερ στο Λος Άντζελες και τον ενημέρωσε ότι «οι τέσσερις άνδρες που συνελήφθησαν με τον ΜακΚορντ ήταν Κουβανοί μαχητές της ελευθερίας, τους οποίους στρατολόγησε ο Χάουαρντ Χαντ».
Αρχικά, η οργάνωση του Νίξον και ο Λευκός Οίκος άρχισαν γρήγορα να δουλεύουν για να συγκαλύψουν το έγκλημα και τυχόν στοιχεία που θα μπορούσαν να είχαν βλάψει τον πρόεδρο και την επανεκλογή του.
Στις 15 Σεπτεμβρίου 1972, ένα μεγάλο δικαστήριο απήγγειλε κατηγορίες στους πέντε διαρρήκτες των γραφείων, καθώς και τους Χαντ και Λίντι, για συνωμοσία, διάρρηξη και παραβίαση των ομοσπονδιακών νόμων σχετικά με τις υποκλοπές. Οι διαρρήκτες δικάστηκαν από ενόρκους, με τον δικαστή Τζον Σίρικα να ασκεί καθήκοντα, και ομολόγησαν την ενοχή τους ή καταδικάστηκαν στις 30 Ιανουαρίου 1973.
Η Washington Post
Μερικές δεκάδες ημέρες αργότερα, οι Μπομπ Γούντγουορντ και Καρλ Μπέρσταϊν δημοσιεύουν στη «Washington Post» το πρώτο άρθρο, στο οποίο αποκαλύπτεται το σκάνδαλο Watergate, που θα «ρίξει» τον πρόεδρο Ρίτσαρντ Νίξον και θα δείξει στον πλανήτη τι σημαίνει πραγματική δημοσιογραφία και έρευνα.
Όταν, λοιπόν, ξέσπασε το σκάνδαλο οι δημοσιογράφοι ανέλαβαν δράση για να εξερευνήσουν πιθανή σχέση του Λευκού Οίκου με τους συλληφθέντες.
Ο Μπερνστάιν με τον Γούντγουορντ συνεργάστηκαν για να συνθέσουν τα κομμάτια του παζλ που ξεκίνησε από μία ανώνυμη πηγή του Γούντγουορντ μέσα στον Λευκό Οίκο που έμεινε στην ιστορία με την κωδική ονομασία «Βαθύ Λαρύγγι» («Deep Throat»).
Από το «Βαθύ Λαρύγγι», οι δύο δημοσιογράφοι έμαθαν ότι οι συνεργάτες του Αμερικανού προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον, που είχε εκλεγεί με τη σημαία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, είχαν δώσει ένα αρκετά σεβαστό ποσό στους διαρρήκτες, προκειμένου συγκεντρώσουν ενοχοποιητικά στοιχεία για τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Τα στοιχεία που αποκάλυψαν οι δύο δημοσιογράφοι ήταν συντριπτικά εις βάρος του Αμερικανού προέδρου και ο Ρίτσαρντ Νίξον αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του στις 9 Αυγούστου 1974, προκειμένου να αποφύγει την ατιμωτική καθαίρεση από το Κογκρέσο. Έτσι έγινε ο πρώτος και μοναδικός μέχρι σήμερα πρόεδρος των ΗΠΑ που παραιτήθηκε.
Ο Μπέρνσταϊν και ο Γούντγουορντ, μαζί με την εφημερίδα, πιστώθηκαν σε μεγάλο βαθμό την παραίτηση Νίξον και η «Washington Post» τιμήθηκε με το έγκριτο δημοσιογραφικό βραβείο Πούλιτζερ το 1973.
Στον απόηχο του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, ο Μπερνστάιν και ο Γούντγουορντ έγραψαν τα βιβλία «All the President's Men» (1974) και «The Final Days» (1976).
Το 1976, το πρώτο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Άλαν Πακούλα («Όλοι οι άνθρωποι του Προέδρου» ο ελληνικός τίτλος) με πρωταγωνιστές τους Ρόμπερτ Ρέντφορντ (ως Μπομπ Γούντγουορντ) και Ντάστιν Χόφμαν (ως Καρλ Μπερνστάιν).