Είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια συμπληρώνονται την επόμενη εβδομάδα από εκείνη την Κυριακή του Οκτώβρη του 1996 όταν περισσότεροι από 300.000 Βέλγοι συγκεντρώθηκαν κοντά στο σταθμό Bruxelles-Nord για να συμμετάσχουν σε μια πορεία που έμελλε να αποτελέσει ορόσημο στη βελγική ιστορία.
Η «Λευκή Πορεία», όπως ονομάστηκε (Marche blanche, στα γαλλικά) διοργανώθηκε από τους γονείς των θυμάτων του δολοφόνου και παιδόφιλου, Μαρκ Ντιτρού. Είχαν στείλει πρόσκληση στον λαό του Βελγίου να συμμετάσχει μαζί τους ως ένδειξη σεβασμού, αλλά και να στείλουν ένα μήνυμα στις αρχές, σχετικά με τον χειρισμό της υπόθεσης που κάθε φορά που μία υπόθεση παιδεραστίας κάπου στην Ευρώπη ή στον κόσμο έρχεται να σοκάρει την κοινωνία, όπως αυτή που παρακολουθεί η ελληνική κοινωνία από το Σάββατο, αναδύεται ξανά και ξανά στην επιφάνεια.
«Το λευκό θα είναι το χρώμα μας, το σύμβολο των ταλαιπωρημένων και δολοφονημένων παιδιών μας, της προδομένης αθωότητας, αλλά και μιας ειρηνικής κοινωνίας. Ελάτε μαζί μας με ένα λευκό λουλούδι ή μπαλόνι ως ένδειξη ευγνωμοσύνης. Ελπίζουμε ότι αυτή η πορεία θα είναι μια επίδειξη ειρήνης και αλληλεγγύης για όλα τα παιδιά », έγραψαν τότε στην πρόσκληση για πορεία.
Η υπόθεση του Μαρκ Ντιτρού συγκλόνισε την κοινή γνώμη του Βελγίου στα μέσα της δεκαετίας του ΄90. Ανέδειξε αδιαφορία των αστυνομικών αρχών, ανικανότητα του συστήματος δικαιοσύνης και εμπλοκή κυβερνητικών αρμόδιων σε ένα ευρωπαϊκό κύκλωμα παιδεραστίας. Μάλιστα, ποσοστό μεγαλύτερο του 1/3 των Βέλγων που ονομάζονταν Ντιτρού, άλλαξαν το επίθετό τους.
Αποφυλάκιση λόγω καλής διαγωγής!
Ο Μαρκ Ντιτρού γεννήθηκε στις 6 Νοεμβρίου 1956 στις Βρυξέλλες και ήταν το μεγαλύτερο από τα πέντε παιδιά μιας δυσλειτουργικής οικογένειας. Η μητέρα του ήταν μια σκληρή και δεσποτική γυναίκα, ενώ ο πατέρας του ήταν επιθετικός και απόμακρος. Παρά το γεγονός ότι και οι δύο γονείς του ήταν δάσκαλοι στο επάγγελμα, όλα τα αδέρφια βίωσαν σωματική και ψυχολογική βία.
Το ζευγάρι τελικά χώρισε το 1971 και ο Μαρκ από τα 15 του, έφυγε από το σπίτι και ζούσε για πολλά χρόνια ως περιπλανώμενος. Για να επιβιώσει, εργαζόταν ως συνοδός ηλικιωμένων ανδρών.
Στα 20 του παντρεύτηκε την πρώτη του γυναίκα, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Χώρισαν λίγο καιρό αργότερα, καθώς ο Ντιτρού τη χτυπούσε, ενώ παράλληλα είχε εξωσυζυγικές σχέσεις.
Μία από τις ερωμένες του, η Μισέλ Μαρτέν, έγινε και η δεύτερη σύζυγός του. Μαζί της απέκτησε άλλα τρία παιδιά. Ο Μαρκ εργαζόταν περιστασιακά ως ηλεκτρολόγος, αλλά κέρδιζε χρήματα από παράνομες ασχολίες, μεταξύ των οποίων η μαστροπεία, η ληστεία αυτοκινήτων και η διακίνηση ναρκωτικών.
Τον Φεβρουάριο του 1986 καταδικάστηκε μαζί με τη Μαρτέν για πρώτη φορά με την κατηγορία της απαγωγής και του βιασμού πέντε κοριτσιών. Αν και η ποινή του ήταν 13 χρόνια, αποφυλακίστηκε μετά από μόλις τρία έτη.
Πέρα από την καλή διαγωγή που επέδειξε κατά την παραμονή του στο σωφρονιστικό ίδρυμα, εκείνη την εποχή, ψηφίστηκε από το βελγικό κοινοβούλιο ένας νόμος με ευνοϊκούς όρους για τους παιδεραστές. Σύμφωνα με τον νόμο, ο παιδόφιλοι θα μπορούσαν να εκτίσουν την ποινή τους στην κατοικία τους υπό στενή παρακολούθηση, ώστε να μπορέσουν να ενσωματωθούν καλύτερα στο κοινωνικό σύνολο.
Μετά την αποφυλάκισή του, ο Ντιτρού έπεισε τους ψυχιάτρους που τον παρακολουθούσαν ότι ήταν ανίκανος να εργαστεί και κατάφερε να πάρει μηνιαία αναπηρική σύνταξη.
Επίσης, ο Ντιτρού, από τις παράνομες ασχολίες του, είχε στην κατοχή του επτά σπίτια σε διάφορα μέρη του Βελγίου.
Το χρονικό της φρικιαστικής υπόθεσης
Δύο χρόνια μετά την αποφυλάκισή του, άρχισαν μυστηριωδώς να εξαφανίζονται κορίτσια κοντά στις περιοχές όπου βρίσκονταν οι κατοικίες του Μαρκ.
Στις 24 Ιουνίου 1995, οι 8χρονες Μελίσα Ρούσο και Ζιλί Λεζέ απήχθησαν λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι τους.
Στις 23 Αυγούστου του ίδιου έτους η 17χρονη Αν Μάρσαν μαζί με την 19χρονη Έφγε Λάμπρεκς, εξαφανίστηκαν κατά τη διάρκεια των θερινών τους διακοπών.
Στις 28 Μαΐου 1996, η 12χρονη Σαμπίν Νταρντέν εξαφανίστηκε, καθώς γύριζε από το σχολείο με το ποδήλατό της.
Τελευταίο θύμα του Ντιτρού, η 14χρονη Λετίσια Ντελέζ, η οποία απήχθη από το κολυμβητήριο της περιοχής της.
Με ένα λευκό βαν, ο Μαρκ Ντιτρού στόχευε κορίτσια που κυκλοφορούσαν χωρίς συνοδεία, τα απήγαγε και στη συνέχεια τα οδηγούσε στο σπίτι του ή σε μια από τις κατοικίες που ήταν στο όνομά του.
Στο σπίτι του, μάλιστα, στην περιοχή “Marcinelle”, ο Ντιτρού είχε κατασκευάσει στο υπόγειό ένα μπουντρούμι, όπου βίαζε και βασάνιζε τα θύματά του.
Ο Μαρκ εμφανιζόταν ως “Σωτήρας”. Ανέφερε στα κορίτσια ότι είχαν πέσει θύμα απαγωγής και πως οι γονείς τους είχαν αρνηθεί να πληρώσουν τα λύτρα απελευθέρωσής τους. Με δική του πρωτοβουλία τα είχε σώσει, αλλά για να τα κρατήσει ασφαλή, έπρεπε τα κορίτσια με τη σειρά τους, να πληρώσουν ένα τίμημα.
Όλα τα κορίτσια υπέστησαν σωματική και ψυχολογική κακοποίηση. Ο Ντιτρού τις βίαζε σε καθημερινή βάση και βιντεοσκοπούσε όλες τις αποτρόπαιες πράξεις του.
Στις 16 Αυγούστου 1996, η αστυνομία του Βελγίου μετά από επιδρομή στο σπίτι του Ντιτρού, βρήκε ζωντανές στο υπόγειο του τη Σαμπίν και τη Λετίσια.
Μία μέρα αργότερα, ο Ντιτρού ομολόγησε ότι απήγαγε άλλα τέσσερα κορίτσια.
Οι έρευνες που ακολούθησαν συγκλόνισαν την κοινή γνώμη.
Η Αν Μάρσαλ και η Έφγε Λάμπερκς βρέθηκαν θαμμένες στον κήπο ενός από τα σπίτια του Ντιτρού. Σύμφωνα με την ιατροδικαστική εξέταση, τα κορίτσια είχαν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση, ενώ θάφτηκαν ζωντανά κάτω από την επήρεια ναρκωτικών ουσιών!
Οι 8χρονες Ρούσο και Λεζέ βρέθηκαν κι εκείνες νεκρές στο υπόγειο ενός άλλου σπιτιού του Ντιτρού. Σοκαριστικό ήταν το γεγονός ότι λίγες μέρες μετά την απαγωγή τους, ο Μαρκ συνελήφθη για δεύτερη φορά εξαιτίας κλοπής αυτοκινήτου και εξέτισε τρίμηνη ποινή στη φυλακή. Το διάστημα κατά το οποίο ήταν φυλακισμένος, είχε ενημερώσει τη γυναίκα του να ταΐζει τα 8χρονα κορίτσια.
Εκείνη όμως, επειδή φοβόταν, όπως δήλωσε αργότερα στο δικαστήριο, δεν κατέβηκε ποτέ στο υπόγειο, με αποτέλεσμα τα δύο κορίτσια να πεθάνουν από ασιτία!
Θύελλα αντιδράσεων και παραιτήσεις
Για πολλούς μήνες, τα βελγικά μέσα ενημέρωσης, έδειχναν τις εικόνες των δύο κοριτσιών που απελευθερώθηκαν. Η υπόθεση του Ντιτρού ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων στη χώρα, κυρίως λόγω του χειρισμού της υπόθεσης από τις αστυνομικές αρχές.
Τον Δεκέμβριο του 1995 η αστυνομία είχε εισβάλει στο σπίτι του Ντιτρού μετά από κατηγορίες κλοπής αυτοκινήτων. Εκείνο τον καιρό, τα δύο 8χρονα κορίτσια ήταν ζωντανά και φυλακισμένα στο υπόγειο του. Αν και ένας αστυνομικός δήλωσε αργότερα πως άκουσε παιδικές φωνές, δεν έδωσε σημασία και η αστυνομία έφυγε με άδεια χέρια από την κατοικία του Νιτρού.
Ταυτόχρονα, υπήρχαν πολλές ενδείξεις τις οποίες η αστυνομία δεν εκμεταλλεύτηκε. Ο Ντιτρού είχε δωροδοκήσει πληροφοριοδότη για να μην αποκαλύψει στην αστυνομία ότι διακινούσε κορίτσια, ενώ του είχε εκμυστηρευτεί ότι έχτιζε ένα υπόγειο στο σπίτι του.
Επιπλέον, η μητέρα του Ντιτρού είχε στείλει δύο επιστολές στην αστυνομία, αναφέροντας ότι ο γιος της είναι επικίνδυνος και ψυχοπαθής και σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να βγει από τη φυλακή.
Ένας από τους συνεργούς του Ντιτρού, ομολόγησε, επίσης, ότι ο Μαρκ συχνά διοργάνωνε πάρτι, όπου συμμετείχαν υψηλόβαθμα πολιτικά και αστυνομικά στελέχη.
Όλα αυτά τα γεγονότα εξόργισαν τους κατοίκους του Βελγίου, οι οποίοι το φθινόπωρο του 1996 πραγματοποίησαν μια μεγαλοπρεπή πορεία διαμαρτυρίας στους δρόμους των Βρυξελλών. Υπολογίζεται ότι συμμετείχαν περισσότερα από 300 χιλιάδες άτομα, με αποτέλεσμα να είναι η μαζικότερη διαδήλωση των Βέλγων μετά το τέλος του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου.
Μέχρι να γίνει η δίκη, ο Ντιτρού κρατούταν στις φυλακές.
Το 1998 κατάφερε να δραπετεύσει κατά τη μεταφορά του σε άλλο σωφρονιστικό ίδρυμα.
Τέσσερις ώρες αργότερα συνελήφθη ξανά. Την επόμενη της απόδρασής του, παραιτήθηκαν οι Υπουργοί Δικαιοσύνης Στεφάν Ντε Κλερκ και Εσωτερικών, Γιόχαν Βαν Λανότ.
Η δίκη και τα κυκλώματα παιδεραστίας
Το 1996 ξεκίνησαν οι έρευνες για την υπόθεση Ντιτρού. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο η αστυνομική έρευνα σταμάτησε μετά από λίγους μήνες και η υπόθεση έμεινε στο συρτάρι για επτά ολόκληρα χρόνια.
Γυναίκες που είχαν απαχθεί από τον Ντιτρού πριν από το 1996, είχαν δηλώσει ότι το “Τέρας του Βελγίου” δεν δρούσε μόνος του, αλλά ήταν μέρος ενός από τα μεγαλύτερα κυκλώματα παιδεραστίας και διακίνησης λευκής σαρκός, στην Ευρώπη. Μάλιστα, ο ίδιος ο Ντιτρού τους είχε εκμυστηρευτεί ότι εργαζόταν για επιφανείς Βέλγους πολιτικούς.
Παράλληλα, μέσα ένα μικρό χρονικό διάστημα τουλάχιστον 20 μάρτυρες κατηγορίας πέθαναν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Η δίκη του Ντιτρού άρχισε την 1η Μαρτίου 2004 και κράτησε σχεδόν τέσσερις μήνες.
Στο δικαστήριο παρουσιάστηκαν περισσότεροι από 700 μάρτυρες κατηγορίας, ενώ τη δίκη παρακολούθησαν περίπου 1.300 δημοσιογράφοι.
Στη δίκη κατέθεσαν και τα δύο θύματα που επέζησαν.
Όταν ολοκληρώθηκαν οι καταθέσεις, ο εισαγγελέας πρότεινε τη μεγαλύτερη δυνατή ποινή, δηλαδή την ισόβια κάθειρξη.
Ο Μαρκ Ντιτρού αποφασίστηκε ότι έδρασε μόνος του και καταδικάστηκε σε ισόβια για την απαγωγή και τον βιασμό έξι κοριτσιών και τη δολοφονία δύο από αυτά.
Η Μισέλ Μαρτέν, πρώην πλέον γυναίκα του Ντιτρού, φυλακίστηκε σε κάθειρξη 30 ετών για εγκλεισμό που οδήγησε σε θάνατο.
Το 2013 αποφυλακίστηκε και ζει μόνιμα σε μοναστήρι, γεγονός που εξόργισε ακόμη περισσότερο την κοινή γνώμη του Βελγίου.
Ο Ντιτρού έχει κάνει αίτηση αποφυλάκισης δύο φορές. Και τις δύο φορές απορρίφθηκε το αίτημά του.
Παρά το γεγονός ότι ο Ντιτρού δικάστηκε ως δολοφόνος και παιδόφιλος που έδρασε ατομικά, οι υπόνοιες περί οργανωμένου κυκλώματος παιδεραστίας πίσω από τον Ντιτρού παραμένουν, αν και δεν υπάρχουν αποδείξεις.
Πρόσφατα, ο πατέρας της 17χρονης Αν Μάρσαν δήλωσε πως ” παλιότερα ήθελα να μάθω όλη την αλήθεια. Πλέον θέλω να φτάσω όσο πιο κοντά γίνεται στην αλήθεια Ξέρω ότι υπάρχουν κάποια πράγματα που ποτέ δεν θα μας επιτρέψουν να μάθουμε”.
Η υπόθεση Ντιτρού χαρακτηρίζεται ως «το χειρότερο που έχει συμβεί στο Βέλγιο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο». Ήταν τέτοιος ο αντίκτυπος που περισσότεροι από το 1/3 των Βέλγων με το επίθετο Ντιτρού ζήτησαν να το αλλάξουν μεταξύ 1996 και 1998.