Το 2020 η πανδημία του κορονοϊού ήρθε να μολύνει ό,τι έβρισκε στο διάβα της, καθώς η λοίμωξη δεν αφορούσε μόνο τους ανθρώπους αλλά και τον κόσμο μας και ό,τι ξέραμε γι’ αυτόν. Κι έτσι ξαφνικά, η ζωή σταμάτησε...
Λίγους μήνες πριν συμπληρωθούν δύο χρόνια μιας αδιανόητης κρίσης που ξεκίνησε ως υγειονομική μα σύντομα εξελίχθηκε σε βαριά οικονομική και φυσικά κοινωνική, ο κόσμος αλλάζει ραγδαία κι όλο αυτό, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, δεν είναι αποτέλεσμα... λοίμωξης από COVID-19, αλλά των κατακλυσμιαίων εξελίξεων στη διεθνή σκακιέρα.
Από την κόντρα ΗΠΑ-Κίνας για τον ρόλο του παγκόσμιου ηγέτη, μέχρι τη συμφωνία AUKUS που υπέγραψε ο νέος πλανητάρχης, που τόσα πολλά είχε βασίσει πάνω του η Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Αυστραλία και την Βρετανία κι από την ακυβέρνητη Γερμανία μέχρι τις κρίσιμες γαλλικές εκλογές που έπονται, τίποτα δεν είναι πια όπως παλιά...
Μέσα σ’ αυτό το ρευστό και αινιγματικό πολιτικοδιπλωματικό σκηνικό κι ενώ η πανδημία επιμένει δυναμικά, η ευρωπαϊκή οικογένεια αναζητά τα πατήματά της, την επόμενή της μέρα και κυρίως τον ηγέτη που θα αναλάβει τις τύχες της στη μετά-Μέρκελ εποχή η οποία φαντάζει χαώδης.
Η Γερμανία στο... χορό της συμμαχίας
Οι κάλπες της περασμένης Κυριακής απ’ άκρη σ’ άκρη της Γερμανίας ήταν κάτι παραπάνω από σίγουρο πώς θα έβγαζαν μια ετυμηγορία αν μη τι άλλο δύσκολη να μετουσιωθεί σε σταθερή κυβέρνηση για την οικονομία-ατμομηχανή της Ευρώπης. Όπερ και εγένετο και σύμφωνα με τον υπουργό Υγείας και αναπληρωτή αρχηγό των μεγάλων χαμένων, των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ, Γενς Σπαν ο σχηματισμός κυβέρνησης και κυρίως η απόφαση όσων ο γερμανικός λαός έδωσε δικαίωμα διαπραγμάτευσης για την ένταξή τους ή όχι σ’ έναν κυβερνητικό συνασπισμό, θα ληφθεί περί τα μέσα του Οκτώβρη.
Οι διεργασίες και οι συζητήσεις –μυστικές και μη- μεταξύ των νικητών του SPD και του Όλαφ Σολτς, των αναβαθμισμένων Πράσινων, των Φιλελεύθερων αλλά και των Χριστιανοδημοκρατών που με τον Άρμιν Λάσετ στο τιμόνι υπέστησαν τη μεγαλύτερη ήττα στην ιστορία τους, αλλά... μαθηματικά και πολιτικά έχουν ελπίδες ακόμη και για να εκλέξουν καγκελάριο τον εκλεκτό της Μέρκελ, είναι πυρετώδεις.
Τα σενάρια είναι πολλά και τόσο συγκεκριμένα που πήραν και ονόματα με βάση τα χρώματα του κάθε κόμματος που μπορεί να συμμετάσχει, όπως ο συνασπισμός «Φανάρι», ο συνασπισμός «Τζαμάικα», η «Κένυα» αλλά και η συνεργασία «Μίκυ Μάους», ενώ πολλά ακούγονται και για το όνομα του επόμενου καγκελάριου, αν και ο επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών Όλαφ Σολτς θεωρείται ο «φυσικός» και με τη βούλα των ψηφοφόρων νέος καγκελάριος.
Ήρθε η ώρα του Μακρόν ;
Η έξοδος της Άνγκελα Μέρκελ από την κεντρική σκηνή της ΕΕ στην οποία κυριαρχούσε για 16 χρόνια δίνει στον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν αυτό, που κατά τους αναλυτές, επιζητούσε και επιχειρούσε με πολλούς τρόπους από την ημέρα που ο ίδιος βρέθηκε ένοικος των Ηλυσίων Πεδίων. Την ευκαιρία, δηλαδή, να αναλάβει το τιμόνι της ευρωπαϊκής ηγεσίας και να συνεχίσει τα σχέδιά του για μια πιο ανεξάρτητη Ευρώπη και φυσικά να επιβάλλει το όραμά του ως προς τη διακυβέρνησή της, το οποίο (θεωρητικά) διαφέρει πολύ από τον τρόπο που ηγεμόνευε η «σιδηρά κυρία της Ευρώπης».
Σύμφωνα, όμως, με ανάλυση του Reuters οι διπλωμάτες της Ευρώπης κι εκείνοι που ξέρουν καλύτερα τη σκακιέρα και τις πιθανές κι απίθανες κινήσεις των «αντιπάλων», επισημαίνουν πως το συμπέρασμα είναι πρόχειρο.
Ο δραστήριος Γάλλος ηγέτης προσπάθησε να φέρει μια σαφήνεια στρατηγικού οράματος που το έλειπε από το μπλοκ υπό τη Μέρκελ, τη συχνά αποκαλούμενη και «Βασίλισσα της Ευρώπης» και οι Βρυξέλλες συχνά υιοθετούσαν τη ρητορική του.
Αλλά σε μια Ευρώπη η οποία χτίστηκε μεταπολεμικά με δομικό υλικό τη συναίνεση, το άμεσο και τραχύ ύφος του Μακρόν, σε συνδυασμό με την εμφανή πρόθεσή του να προχωρήσει μόνος του σε μια προσπάθεια να διαμορφώσει τη στρατηγική της ΕΕ, σημαίνει ότι θα παλέψει σκληρά για να γίνει... Μέρκελ, δήλωσαν στο Reuters ανώτεροι διπλωμάτες.
«Δεν γίνεται ο Μακρόν να οδηγήσει την Ευρώπη μόνος του. Όχι. Πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να είναι προσεκτικός. Δεν μπορεί να περιμένει ότι οι Ευρωπαίοι θα σπεύσουν να ανέβουν στο γαλλικό τρένο» δήλωσε ένας διπλωμάτης ιδρυτικού μέλους της Ε.Ε. με έδρα το Παρίσι.
«Η Μέρκελ είχε μια εξαιρετική στάση. Άκουγε τους πάντες και έδειχνε σεβασμό σε όλους», συνέχισε, δείχνοντας πώς ο τρόπος που συχνά πυκνά ο Μακρόν «παίρνει τα όπλα» μπορεί να αποβεί μοιραίος για το σχέδιό του να ηγηθεί της Ε.Ε.
Ενδεικτικά, ο Μακρόν βρήκε λίγες άμεσες φωνές υποστήριξης μεταξύ των Ευρωπαίων συμμάχων όταν υπογράφηκε το AUKUS και η Αυστραλία ακύρωσε μια μεγάλη αμυντική συμφωνία για υποβρύχια από τη Γαλλία. Η σιωπή έδειξε βαθιά αντίθεση μεταξύ των κεντρικών και των ευρωπαϊκών χωρών με το όραμα του Μακρόν για ευρωπαϊκή αμυντική αυτονομία και μειωμένη εξάρτηση από τη στρατιωτική προστασία των ΗΠΑ ως αντίπαλο δέος στη Ρωσία.
Παρά την προσπάθειά του να δείξει στις χώρες της ανατολικής Ε.Ε. περισσότερη «αγάπη» από όλους τους προκατόχους του, οι χώρες από τη Βαλτική έως τη Μαύρη Θάλασσα, οι οποίες θεωρούν τις Ηνωμένες Πολιτείες ως τη μόνη αξιόπιστη ασπίδα απέναντι στη Ρωσία, τρόμαξαν όταν ο Μακρόν αποκάλεσε το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό» και τους παρότρυνε σε διάλογο με τη Μόσχα.
Το γραφείο του Μακρόν δεν απάντησε σε αίτημα του Reuters για σχόλιο σχετικά με την κριτική που του ασκείται, όμως οι Γάλλοι αξιωματούχοι παραδέχονται ιδιωτικά ότι η στρατηγική του για τη συμμετοχή του Ρώσου προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν απέδωσε ελάχιστα αποτελέσματα.
«Θα μπορούσαμε να του πούμε πώς θα καταλήξει αυτή η πολιτική της Ρωσίας», τόνισε ειρωνικά πρέσβης Ανατολικής χώρα στη Γαλλία. «Καταλαβαίνουμε ότι ο Μακρόν χρειάζεται επαφές με τη Ρωσία. Η Μέρκελ το έκανε επίσης. Αλλά είχε άλλο τρόπο» συνέχισε.
Ο ιταλοολλανδικός παράγοντας
Στα χρόνια της θητείας της ως ανεπίσημης ηγέτιδας της Ε.Ε. η Μέρκελ προώθησε επίσης έργα που δίχασαν βαθιά τα μέλη της ευρωπαϊκής οικογένειας, όπως ο αγωγός Nordstream 2 μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Αλλά ήταν πάντα προσεκτική για να αποφύγει το είδος της προκλητικής ρητορικής που έχει συνηθίσει ο Μακρόν, δήλωσαν οι διπλωμάτες.
«Η Γαλλία έχει ένα όραμα, αλλά συχνά είναι υπερβολικά διεκδικητικό και η ηγεσία του Μακρόν μπορεί μερικές φορές να είναι ενοχλητική», δήλωσε η Τζωρτζίνα Ράιτ από το think tank του Institut Montaigne στο Παρίσι. «Η γαλλογερμανική σύμπλευση είναι πολύ σημαντική, αλλά ο Μακρόν, προς τιμήν του, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι αρκετή», πρόσθεσε.
Αρκετοί διπλωμάτες ανέφεραν δύο ηγέτες που θα ήταν καθοριστικοί για τη μελλοντική επιτυχία του Μακρόν στην Ευρώπη, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων του γερμανικού συνασπισμού μετά τις εκλογές της Κυριακής, στις οποίες το συντηρητικό μπλοκ της Μέρκελ υποχώρησε σε ένα ιστορικά χαμηλό αποτέλεσμα: ο Ιταλός πρωθυπουργός Μάριο Ντράγκι και ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε.
Ο Μακρόν έχει ήδη αρχίσει να ρίχνει γέφυρες στον Ντράγκι, τον πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, καλώντας τον Ιταλό στο καλοκαιρινό του θέρερο πριν ακυρωθεί η επίσκεψη λόγω αναταραχής στο Αφγανιστάν, είπε μια πηγή.
Έχει επίσης αρχίσει να προσεγγίζει τον Ρούτε, ο οποίος έχει δημιουργήσει με επιτυχία μια ομάδα δημοσιονομικά συντηρητικών χωρών γνωστών ως «The Frugals» (οι «οικονόμοι»).
Ο Μακρόν είπε κάποτε στον Ρούτε «μοιάζετε περισσότερο με εμάς και εμείς μοιάζουμε περισσότερο με εσάς», αποκάλυψε διπλωμάτης στο έγκριτο πρακτορείο. Και οι πέντε ανώτεροι διπλωμάτες που μίλησε στο Reuters ανέφεραν ότι πολλές χώρες της ΕΕ έρχονται τώρα κοντά στις ιδέες του Μακρόν. Xώρες που κάποτε θεωρούσαν «γαλλικές φαντασιοπληξίες» την ιδέα για προστασία των ευρωπαϊκών εταιρειών από ασιατικούς ή αμερικανούς αντιπάλους, είναι πλέον πιο ανοικτές στην ιδέα, αφού το Πεκίνο και η Ουάσινγκτον υιοθέτησαν πιο επιθετικές πολιτικές.
«Έμοιαζε λίγο ριζοσπαστικός, αλλά ανακαλύψαμε ότι μερικά από τα πράγματα για τα οποία πίεζε ήταν αρκετά λογικά», δήλωσε διπλωμάτης από χώρα της Βαλτικής.
Το Brexit επίσης άλλαξε τη δυναμική στο μπλοκ καθώς η Γαλλία ετοιμάζεται να αναλάβει την εκ περιτροπής προεδρία της ΕΕ τον Ιανουάριο. «Κάποτε μπορούσαμε να κρυβόμαστε πίσω από τους Βρετανούς, αλλά χάσαμε μια μεγάλη πλάτη για να κρυφτούμε πίσω», είπε ο διπλωμάτης. «Έτσι αρχίζουμε να προσεγγίζουμε τους Γάλλους».
Σε κάθε περίπτωση, ο Μακρόν εμφανίζεται πολύ δυναμικός (όπως κατέδειξε και η συμφωνία με την Ελλάδα), όμως οι γαλλικές εκλογές που επίκεινται θα κρίνουν τα πάντα για το δικό του μέλλον αλλά κι εκείνο της Ευρώπης.
Γερμανικές εκλογές: Περιμένοντας στο φανάρι
Του Μιχάλη Γουδή*
Το κόκκινο των Σοσιαλδημοκρατών, το πράσινο των Πρασίνων και το κίτρινο των Ελεύθερων Δημοκρατών έχουν δημιουργήσει από την Κυριακή το βράδυ έναν ιδιότυπο σηματοδότη (Ampel) που έχει θέσει τη μεγαλύτερη χώρα της Ευρώπης και εν πολλοίς ολόκληρη την ΕΕ στην αναμονή για το σχηματισμό κυβέρνησης στη Γερμανία. Αυτός φαντάζει αυτή τη στιγμή ο πλέον πιθανός συνασπισμός, καθώς περιλαμβάνει τα τρία κόμματα που κατέγραψαν τα μεγαλύτερα κέρδη στις εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου. Σε μία εκλογική αναμέτρηση που κατέληξε μετά από πολλούς μήνες έντονων δημοσκοπικών ανατροπών σε μία καθαρή νίκη του SPD, σε μία ιστορική ήττα της Ένωσης CDU-CSU που έλαβε το μικρότερο ποσοστό της από το 1949, και στη διαχρονικά καλύτερη επίδοση των Πρασίνων που όμως παρέμεινε αρκετά μακριά από τις υψηλές προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί.
Στο γερμανικό πολιτικό σκηνικό πλέον δεν κυριαρχεί ένα κόμμα, τη στιγμή που εδραιώνεται μία εξακομματική βουλή, από την οποία δε λείπει το ακροδεξιό AfD, μολονότι οι ακραίες φωνές μοιάζουν να αποδυναμώνονται. Η νέα δυναμική διαμορφώθηκε, με δεδομένη τη σταθερή υψηλή συμμετοχή (76%) λόγω σημαντικών μετακινήσεων ψηφοφόρων, περίπου 1,5 εκ από την Ένωση προς το SPD, ενώ άλλοι τόσοι στράφηκαν προς τους Πράσινους από την Ένωση και την Αριστερά (Die Linke) που δεν κατάφερε να πιάσει το όριο εισόδου στη Βουλή του 5%, στην οποία θα εκπροσωπηθεί μόνο από απευθείας εκλεγμένους εκπροσώπους της (Direktmandaten). Αξιοσημείωτη είναι η κατανομή των ψήφων ανά γενιά, καθώς στην ηλικιακή ομάδα ως 30 ετών κυριάρχησαν οι Πράσινοι με 22%, ενισχύοντας την άποψη πως μάλλον ήρθαν για να μείνουν.
Στις προεκλογικές συζητήσεις κυριάρχησε το ζήτημα της κλιματικής κρίσης, κάτι που πιστώνεται στους Πράσινους, οι οποίοι κατάφεραν να θέσουν την ατζέντα και αυτό ίσως έχει μεγαλύτερη αξία και από το ποσοστό που τελικά έλαβαν. Επιπλέον, κοινωνικές προκλήσεις όπως η έλλειψη οικονομικά προσιτής κατοικίας, η πρόσβαση σε παιδικούς σταθμούς για όλες και όλους, η ισότητα ευκαιριών σε μεγάλα αστικά κέντρα και στην περιφέρεια και τέλος η αύξηση του κατώτατου μισθού έπαιξαν κεντρικό ρόλο στο πρόγραμμα σχεδόν όλων των κομμάτων. Το τέλος της εποχής Μέρκελ αφήνει τη χώρα παρά την υψηλή δημοφιλία της και την επικρατούσα εντύπωση με υψηλές κοινωνικές ανισότητες και αρκετά ερωτηματικά για τη μελλοντική της βιωσιμότητα.
Την ίδια στιγμή που οι εκλογές χαρακτηρίστηκαν από εσωστρέφεια με ελάχιστες αναφορές στο ρόλο της Γερμανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον κόσμο, όλη η Ευρώπη είχε στραμμένο το βλέμμα της στις γερμανικές κάλπες. Το ίδιο και η Ελλάδα, ωστόσο οι ελληνικές προσδοκίες σχετικά με τις αλλαγές που πράγματι μπορεί να πυροδοτήσει η νέα γερμανική κυβέρνηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο πρέπει να είναι μάλλον μετρημένες, ειδικά σε ό,τι αφορά μία πιθανή αλλαγή πορείας στη δημοσιονομική πειθαρχία, την οποία η συμμετοχή στην κυβέρνηση του FDP δεν ευνοεί. Η πράσινη εκπροσώπηση αφήνει περιθώριο για κάποια αλλαγή στάσης απέναντι στην Τουρκία, στο μέτωπο της εξωτερικής πολιτικής ή στην ευρωπαϊκή διαχείριση του Προσφυγικού, ωστόσο και πάλι ρεαλιστικά δεν μπορεί να αναμένει κανείς δραστικές μετατοπίσεις.
Οι γερμανικές εκλογές της 26ης Σεπτεμβρίου σίγουρα αποτέλεσαν ένα σημαντικό ορόσημο που σε συνδυασμό και με το αποτέλεσμα των επερχόμενων γαλλικών εκλογών την άνοιξη του 2022 θα διαμορφώσουν νέα δεδομένα εντός της ΕΕ που καλείται να διεκδικήσει σημαντικότερο μερίδιο στη διεθνή σκακιέρα, μια και οι εξελίξεις (AUKUS, επιρροή Κίνας, ενεργειακή πίεση Ρωσίας) φαίνεται πως τη θέτουν σε δευτερεύοντα ρόλο.
* Ο Μιχάλης Γουδής είναι Διευθυντής του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ
-------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η γερμανική εξωτερική πολιτική στη μετά-Μέρκελ εποχή και η Ελλάδα
Του Μιλτιάδη Σαρηγιαννίδη*
Το ερώτημα που θέτει η αποχώρηση της Καγκελαρίου Μέρκελ, ανεξάρτητα από τον κυβερνητικό συνασπισμό που θα προκύψει με βάση το αποτέλεσμα των γερμανικών εκλογών, είναι η τύχη του «μερκελισμού», ειδικά σε σχέση με την εξωτερική πολιτική του Βερολίνου. Η Καγκελάριος ακολούθησε μια εξωτερική πολιτική που εξισορροπούσε τα αντίθετα συμφέροντα μεταξύ των κρατών, τόσο εντός όσο και εκτός της ΕΕ, χωρίς όμως να επιλύει τις διαφορές. Στην Ελλάδα, η στάση αυτή αντιμετωπίστηκε αναφορικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις ως πολιτική των ίσων αποστάσεων, ειδικά το «θερμό» καλοκαίρι του 2020, γεγονός που ανάγκασε την Αθήνα να επενδύσει σημαντικό διπλωματικό κεφάλαιο, ενώ παράλληλα η κοινή γνώμη υποδέχθηκε τη γερμανική στάση ως μεροληπτική και φιλοτουρκική.
Αυτή η κληρονομιά του «μερκελισμού» στην άσκηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, φαίνεται ότι δεν θα χαθεί, όποιος κι αν αναλάβει καγκελάριος με οποιονδήποτε συνασπισμό. Η εξισορρόπηση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των άλλων κρατών και η αποτελεσματική διαχείριση των διεθνών σχέσεων στην Ευρώπη και τις παρειές της, επιτρέπει στο Βερολίνο να συστήνεται ως μια ισχυρή χώρα που διαμορφώνει πολιτικές. Συνεπώς, ο «μερκελισμός» στην εξωτερική πολιτική του Βερολίνου είναι μια δοκιμασμένη προσέγγιση που ισχυροποιεί το προφίλ της Γερμανίας και προωθεί τον ρυθμιστικό ρόλο της στην ευρύτερη περιοχή.
Μάλιστα, εάν στη μεγαλύτερη εικόνα αξιολογήσουμε και τη στρατηγική επιλογή των ΗΠΑ να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους στη λεκάνη του Ατλαντικού, και ειδικά στη Νοτιοανατολική Ασία, τότε μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε, ότι η Γερμανία θα αναλάβει περαιτέρω πρωτοβουλίες, ώστε να διαχειριστεί τις κρίσεις στην περιοχή (π.χ. ελληνοτουρκικά, Κυπριακό, Λιβύη) κρατώντας ίσες αποστάσεις και κινητοποιώντας την οικονομική ισχύ της ως το ακραίο όριο πειθούς και εξαναγκασμού. Αντίστοιχα, πιθανολογείται ότι το Βερολίνο θα αναλαμβάνει σταδιακά περισσότερες ευθύνες στη διαχείριση των περιφερειακών καταστάσεων που έχουν διατλαντικό ενδιαφέρον, λειτουργώντας ουσιαστικά ως τοποτηρητής της Ουάσιγκτον.
Περαιτέρω, η εντυπωσιακά χλιαρή αμερικανική αντίδραση στην ολοκλήρωση του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 2 που συνδέει Ρωσία και Γερμανία, αυξάνοντας έτσι την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα, υποδηλώνει μια πολύ ενδιαφέρουσα και μάλλον αρνητική προοπτική για την Ελλάδα. Πιο συγκεκριμένα, το Βερολίνο είναι ισχυρό, όχι όμως τόσο, προκειμένου να αντιπαρατεθεί γεωπολιτικά στη Μόσχα. Συνεπώς, στον βαθμό που η Κίνα είναι ο βασικός ανταγωνιστής των ΗΠΑ που προκαλεί την μετατόπιση του αμερικανικού ενδιαφέροντος από την Ευρώπη, η Γερμανία θα επιδιώξει ένα πλαίσιο συνεργασίας με τη Ρωσία στη λογική του win-win, πάντα σε συνεργασία με την αντίπερα ακτή του Ατλαντικού. Παρόμοια, και για λόγους που αφορούν στα πάγια γεωπολιτικά συμφέροντα αλλά και τις επενδύσεις του Βερολίνου, η Γερμανία θα παραμείνει πρόθυμος και προνομιακός συνομιλητής της Τουρκίας. Με δεδομένη, λοιπόν, την προσπάθεια των ΗΠΑ να μην απωλέσουν έναν κρίσιμο στρατηγικό εταίρο, όπως η Τουρκία, είναι πολύ πιθανό, η Αθήνα να χρειαστεί να αντιμετωπίσει τον αναβαθμισμένο γεωπολιτικό ρόλο του Βερολίνου που θα παραμείνει «μερκελικό» στην εξωτερική πολιτική του, σε μια κρίσιμη τριγωνική σχέση με τη Μόσχα και την Άγκυρα.
Απέναντι στο διαφαινόμενο τρίγωνο Βερολίνο-Μόσχα-Άγκυρα, η γαλλική διπλωματία δραστηριοποιείται για να περιορίσει τη γερμανική επιρροή και να καταλάβει τα κενά που δημιουργεί η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ. Η δε προσέγγιση Παρισιού-Αθήνας είναι μόνο ένα τμήμα των ευρύτερων συνεννοήσεων στην περιοχή που περιλαμβάνουν και κράτη της Μέσης Ανατολής. Επιπλέον, το Παρίσι δεν λειτουργεί αυτόνομα, αλλά αναλαμβάνει πρωτοβουλίες σε συνεννόηση με την Ουάσιγκτον. Βέβαια, η συμφωνία AUKUS ήταν μια ανορθογραφία στις σχέσεις των δύο χωρών, ωστόσο, πιθανόν θα λειτουργήσει ως επιταχυντής για την περαιτέρω δραστηριοποίηση της γαλλικής διπλωματίας σε συνδυασμό με την αμερικανική απολογητική στάση. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ δίνουν περισσότερο γεωπολιτικό χώρο στο Βερολίνο και το Παρίσι, με την προσδοκία ότι ένας γαλλογερμανικός άξονας θα εξελιχθεί σε αποτελεσματικό και ικανό αντικαταστάτη τους στην Ευρώπη. Τέλος, για την Ελλάδα, η κληρονομιά του «μερκελισμού» ως δομικό χαρακτηριστικό της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής, μάλλον θα συντηρήσει τις εντάσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο και θα κρατά σε εγρήγορση τα αντανακλαστικά του ελληνικού ΥΠΕΞ.
* Επίκουρος Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, Νομική ΑΠΘ
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 03.10.2021