Από τη δέσμευση έως τη λύτρωση, μία ρήτρα δρόμος
16/01/2019 10:00
16/01/2019 10:00
Η απόφαση της ζάμπλουτης σαουδαραβικής Αλ Ιτιχάντ να ενεργοποιήσει τη ρήτρα αποδέσμευσης, ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ, που υπήρχε στο συμβόλαιο του Αλεξάνταρ Πρίγιοβιτς με τον ΠΑΟΚ έφερε τον οργανισμό του Δικεφάλου προ τετελεσμένου. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει ο σύλλογος, προκειμένου να αντισταθεί στις αδηφάγες ορέξεις των Αράβων και να διατηρήσει εν τέλει στις τάξεις του τον Σέρβο επιθετικό και αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος λειτουργίας και το νόημα μίας ρήτρας αποδέσμευσης. Η συγκεκριμένη πολύκροτη υπόθεση μας δίνει το έναυσμα να εξηγήσουμε λίγα πράγματα για τις ρήτρες που τίθενται σε πολλά συμβόλαια παικτών.
Μία ρήτρα αποδέσμευσης (release clause) είναι ουσιαστικά ένας όρος στο συμβόλαιο ενός ποδοσφαιριστή με την ομάδα του, που ορίζει την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, εφόσον μια άλλη ομάδα ενδιαφέρεται να αποκτήσει τον συγκεκριμένο παίκτη. Μέσω αυτού του όρου προσδιορίζεται το ακριβές χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον σύλλογο από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου να απελευθερωθεί ο ποδοσφαιριστής από το τρέχον συμβόλαιό του.
Η ρήτρα μπορεί να ενεργοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις και ως έσχατη λύση. Στην περίπτωση, δηλαδή, που δύο ομάδες βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις, χωρίς, ωστόσο, να καταλήγουν σε συμφωνία, ο επίδοξος αγοραστής έχει τη δυνατότητα να καταβάλει το ποσό της ρήτρας αποδέσμευσης του ποδοσφαιριστή (εάν φυσικά υπάρχει τέτοιος όρος στο συμβόλαιο), με αποτέλεσμα να ακυρώνει τις όποιες αντιστάσεις του διαπραγματευτικού του αντιπάλου και να προχωρά, μετέπειτα, στη διαδικασία σύναψης συμφωνίας με τον ίδιο τον παίκτη, παρακάμπτοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον σύλλογο στον οποίο ανήκει.
Ο σκοπός μίας ρήτρας είναι διττός. Πρώτον, εφόσον αυτή κινείται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αποθαρρύνει τους επίδοξους μνηστήρες από την προσπάθεια να αποκτήσουν τον ποδοσφαιριστή, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η ομάδα του δεν επιθυμεί να τον πουλήσει και άρα δεν φαίνεται διατεθειμένη να μπει σε διαπραγματεύσεις. Και δεύτερον, “δένει” τον παίκτη με την ομάδα και τον αποτρέπει από το να κάνει οποιαδήποτε τυχόν σκέψη περί μη τήρησης του συμβολαίου του.
Συνήθως, οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι θέτουν τις ρήτρες σε πιο υψηλά επίπεδα από την εκτιμώμενη χρηματιστηριακή αξία των ποδοσφαιριστών, ώστε να έχουν μια σχετική ασφάλεια και προστασία, τόσο από την πλευρά της αποθάρρυνσης των απανταχού ενδιαφερόμενων, όσο και από εκείνη της εισροής στα ταμεία τους μιας “βαρβάτης” αποζημίωσης, εφόσον κάποιος αποφασίσει να ενεργοποιήσει τη ρήτρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ύψος της ρήτρας του Κριστιάνο Ρονάλντο στη Γιουβέντους, που φτάνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, όσο είναι και του Καρίμ Μπενζεμά της Ρεάλ Μαδρίτης. Ακολουθούν οι Λιονέλ Μέσι (Μπαρτσελόνα) με 700 εκατομμύρια ευρώ και οι Ίσκο, Ασένσιο (Ρεάλ) με το ίδιο ποσό.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συμβαίνει στις μικρότερου βεληνεκούς ομάδες. Οι ποδοσφαιριστές, προτού υπογράψουν, έχουν την τάση να ζητούν και, συνήθως, να πετυχαίνουν την τοποθέτηση στα συμβόλαιά τους ρητρών σχετικά χαμηλών, με το μυαλό στη μελλοντική διευκόλυνσή τους να αποχωρήσουν από εκεί για να συνεχίσουν την καριέρα τους σε κάποιον μεγαλύτερο σύλλογο, που θα καλύπτει πληρέστερα τις φιλοδοξίες τους, είτε αυτές εκφράζονται σε κατάκτηση τροπαίων, σε αυξημένο μισθό, σε καλύτερες συνθήκες και καλύτερο περιβάλλον εργασίας, σε αυξημένο ανταγωνισμό κ.ο.κ.
Οι ρήτρες στην Ισπανία
Στην Ισπανία τα πράγματα είναι ελαφρώς πιο περίπλοκα, αλλά η κεντρική ιδέα είναι η ίδια. Οι ρήτρες αποδέσμευσης (buyout clauses) εισήχθησαν στο ισπανικό Δίκαιο το 1985 με το Βασιλικό Διάταγμα 1006 και έδιναν στους ποδοσφαιριστές της χώρας τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους εργαζόμενους, σε οποιονδήποτε επαγγελματικό κλάδο. Στην Ισπανία η διαφορά με ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό κόσμο έγκειται στο γεγονός ότι το ποσό της ρήτρας που προβλέπεται σε ένα συμβόλαιο είναι απαραίτητο να καταβληθεί από τη μεριά του παίκτη και όχι της ενδιαφερόμενης ομάδας. Όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, όσο πλουσιοπάροχα και αν αμείβονται οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές, δεν είναι και τόσο εύκολο να “σηκώσουν” από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς μεγάλα ποσά για την κάλυψη της εκάστοτε ρήτρας τους.
Σε αυτό το σημείο, οπότε, έρχεται η ενδιαφερόμενη ομάδα, που είναι και εκείνη η οποία θα καταβάλει το ποσό που απαιτείται, προκειμένου στη συνέχεια να το καταθέσει με τη σειρά του ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής στην τρέχουσα ομάδα του και να αποδεσμευτεί. Το πρόβλημα για αρκετά χρόνια ήταν το γεγονός ότι το ποσό αυτό ήταν φορολογήσιμο από την ισπανική κυβέρνηση, γεγονός που σήμαινε ότι η ομάδα που επιθυμούσε την απόκτηση του παίκτη θα χρειαζόταν να βγάλει από την τσέπη της επιπλέον χρήματα που θα προέκυπταν από το φορολογικό συντελεστή (κυμαινόταν από 20% έως 47%), πέρα από το ποσό της ρήτρας αποδέσμευσης. Από τον Οκτώβριο του 2016 οι νόμοι στην χώρα της ιβηρικής χερσονήσου έχουν αλλάξει και, πλέον, αυτά τα ποσά για την εξαγορά ποδοσφαιριστών που δεσμεύονται με ρήτρες δεν υπόκεινται σε φορολογία, με αποτέλεσμα οι μεταγραφές να έχουν καταστεί αρκετά πιο εύκολες.
Οι τέσσερις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις
Νεϊμάρ: Το πλέον τρανταχτό παράδειγμα ενεργοποίησης ρήτρας αποδέσμευσης. Στις 3 Αυγούστου του 2017, η Παρί Σεν Ζερμέν έδωσε τα 222 εκατομμύρια ευρώ της ρήτρας του Βραζιλιάνου επιθετικού (την πληρωμή την έκαναν οι δικηγόροι του λόγω της ιδιάζουσας ισπανικής νομοθεσίας) και τον απέκτησε από τη Μπαρτσελόνα για να γίνει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του αθλήματος.
Ιγκουαΐν: Η σεζόν 2015-16 ήταν εξαιρετική για τον Αργεντινό επιθετικό, καθώς σκόραρε 36 φορές με τη φανέλα της Νάπολι. Έτσι, η Γιουβέντους αποφάσισε το καλοκαίρι του 2016 να ενεργοποιήσει τη ρήτρα του και να προσφέρει τα 90 εκατομμύρια ευρώ που απαιτούνταν για τη μεταγραφή.
Κέπα: Τον περασμένο Αύγουστο η Τσέλσι κάλυψε τη ρήτρα ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ του τερματοφύλακα της Αθλέτικ Μπιλμπάο, με τη μετακίνηση αυτή να καθίσταται η ακριβότερη μεταγραφή τερματοφύλακα.
Φίγκο: Ανατρέχοντας πολύ πίσω στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στο 2000, η επικράτηση του Φλορεντίνο Πέρεθ στις εκλογές για τον προεδρικό θώκο της Ρεάλ Μαδρίτης έφερε την πραγματοποίηση της προεκλογικής του υπόσχεσης, δηλαδή την καταβολή του ποσού της ρήτρας του ηγέτη της αιώνιας αντιπάλου Μπαρτσελόνα, που κόστισε περίπου 60 εκατομμύρια ευρώ.
Μακεδονία της Κυριακής
Η απόφαση της ζάμπλουτης σαουδαραβικής Αλ Ιτιχάντ να ενεργοποιήσει τη ρήτρα αποδέσμευσης, ύψους 10 εκατομμυρίων ευρώ, που υπήρχε στο συμβόλαιο του Αλεξάνταρ Πρίγιοβιτς με τον ΠΑΟΚ έφερε τον οργανισμό του Δικεφάλου προ τετελεσμένου. Δεν υπήρχε τίποτα που να μπορούσε να κάνει ο σύλλογος, προκειμένου να αντισταθεί στις αδηφάγες ορέξεις των Αράβων και να διατηρήσει εν τέλει στις τάξεις του τον Σέρβο επιθετικό και αυτός ακριβώς είναι ο τρόπος λειτουργίας και το νόημα μίας ρήτρας αποδέσμευσης. Η συγκεκριμένη πολύκροτη υπόθεση μας δίνει το έναυσμα να εξηγήσουμε λίγα πράγματα για τις ρήτρες που τίθενται σε πολλά συμβόλαια παικτών.
Μία ρήτρα αποδέσμευσης (release clause) είναι ουσιαστικά ένας όρος στο συμβόλαιο ενός ποδοσφαιριστή με την ομάδα του, που ορίζει την διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί, εφόσον μια άλλη ομάδα ενδιαφέρεται να αποκτήσει τον συγκεκριμένο παίκτη. Μέσω αυτού του όρου προσδιορίζεται το ακριβές χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί στον σύλλογο από οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο, προκειμένου να απελευθερωθεί ο ποδοσφαιριστής από το τρέχον συμβόλαιό του.
Η ρήτρα μπορεί να ενεργοποιηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις και ως έσχατη λύση. Στην περίπτωση, δηλαδή, που δύο ομάδες βρίσκονται σε διαπραγματεύσεις, χωρίς, ωστόσο, να καταλήγουν σε συμφωνία, ο επίδοξος αγοραστής έχει τη δυνατότητα να καταβάλει το ποσό της ρήτρας αποδέσμευσης του ποδοσφαιριστή (εάν φυσικά υπάρχει τέτοιος όρος στο συμβόλαιο), με αποτέλεσμα να ακυρώνει τις όποιες αντιστάσεις του διαπραγματευτικού του αντιπάλου και να προχωρά, μετέπειτα, στη διαδικασία σύναψης συμφωνίας με τον ίδιο τον παίκτη, παρακάμπτοντας, με αυτόν τον τρόπο, τον σύλλογο στον οποίο ανήκει.
Ο σκοπός μίας ρήτρας είναι διττός. Πρώτον, εφόσον αυτή κινείται σε σχετικά υψηλά επίπεδα, αποθαρρύνει τους επίδοξους μνηστήρες από την προσπάθεια να αποκτήσουν τον ποδοσφαιριστή, με την προϋπόθεση βέβαια ότι η ομάδα του δεν επιθυμεί να τον πουλήσει και άρα δεν φαίνεται διατεθειμένη να μπει σε διαπραγματεύσεις. Και δεύτερον, “δένει” τον παίκτη με την ομάδα και τον αποτρέπει από το να κάνει οποιαδήποτε τυχόν σκέψη περί μη τήρησης του συμβολαίου του.
Συνήθως, οι μεγάλοι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι θέτουν τις ρήτρες σε πιο υψηλά επίπεδα από την εκτιμώμενη χρηματιστηριακή αξία των ποδοσφαιριστών, ώστε να έχουν μια σχετική ασφάλεια και προστασία, τόσο από την πλευρά της αποθάρρυνσης των απανταχού ενδιαφερόμενων, όσο και από εκείνη της εισροής στα ταμεία τους μιας “βαρβάτης” αποζημίωσης, εφόσον κάποιος αποφασίσει να ενεργοποιήσει τη ρήτρα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ύψος της ρήτρας του Κριστιάνο Ρονάλντο στη Γιουβέντους, που φτάνει το ένα δισεκατομμύριο ευρώ, όσο είναι και του Καρίμ Μπενζεμά της Ρεάλ Μαδρίτης. Ακολουθούν οι Λιονέλ Μέσι (Μπαρτσελόνα) με 700 εκατομμύρια ευρώ και οι Ίσκο, Ασένσιο (Ρεάλ) με το ίδιο ποσό.
Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν συμβαίνει στις μικρότερου βεληνεκούς ομάδες. Οι ποδοσφαιριστές, προτού υπογράψουν, έχουν την τάση να ζητούν και, συνήθως, να πετυχαίνουν την τοποθέτηση στα συμβόλαιά τους ρητρών σχετικά χαμηλών, με το μυαλό στη μελλοντική διευκόλυνσή τους να αποχωρήσουν από εκεί για να συνεχίσουν την καριέρα τους σε κάποιον μεγαλύτερο σύλλογο, που θα καλύπτει πληρέστερα τις φιλοδοξίες τους, είτε αυτές εκφράζονται σε κατάκτηση τροπαίων, σε αυξημένο μισθό, σε καλύτερες συνθήκες και καλύτερο περιβάλλον εργασίας, σε αυξημένο ανταγωνισμό κ.ο.κ.
Οι ρήτρες στην Ισπανία
Στην Ισπανία τα πράγματα είναι ελαφρώς πιο περίπλοκα, αλλά η κεντρική ιδέα είναι η ίδια. Οι ρήτρες αποδέσμευσης (buyout clauses) εισήχθησαν στο ισπανικό Δίκαιο το 1985 με το Βασιλικό Διάταγμα 1006 και έδιναν στους ποδοσφαιριστές της χώρας τα ίδια δικαιώματα με όλους τους άλλους εργαζόμενους, σε οποιονδήποτε επαγγελματικό κλάδο. Στην Ισπανία η διαφορά με ό,τι συμβαίνει στον υπόλοιπο ποδοσφαιρικό κόσμο έγκειται στο γεγονός ότι το ποσό της ρήτρας που προβλέπεται σε ένα συμβόλαιο είναι απαραίτητο να καταβληθεί από τη μεριά του παίκτη και όχι της ενδιαφερόμενης ομάδας. Όπως μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό, όσο πλουσιοπάροχα και αν αμείβονται οι σύγχρονοι ποδοσφαιριστές, δεν είναι και τόσο εύκολο να “σηκώσουν” από τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς μεγάλα ποσά για την κάλυψη της εκάστοτε ρήτρας τους.
Σε αυτό το σημείο, οπότε, έρχεται η ενδιαφερόμενη ομάδα, που είναι και εκείνη η οποία θα καταβάλει το ποσό που απαιτείται, προκειμένου στη συνέχεια να το καταθέσει με τη σειρά του ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής στην τρέχουσα ομάδα του και να αποδεσμευτεί. Το πρόβλημα για αρκετά χρόνια ήταν το γεγονός ότι το ποσό αυτό ήταν φορολογήσιμο από την ισπανική κυβέρνηση, γεγονός που σήμαινε ότι η ομάδα που επιθυμούσε την απόκτηση του παίκτη θα χρειαζόταν να βγάλει από την τσέπη της επιπλέον χρήματα που θα προέκυπταν από το φορολογικό συντελεστή (κυμαινόταν από 20% έως 47%), πέρα από το ποσό της ρήτρας αποδέσμευσης. Από τον Οκτώβριο του 2016 οι νόμοι στην χώρα της ιβηρικής χερσονήσου έχουν αλλάξει και, πλέον, αυτά τα ποσά για την εξαγορά ποδοσφαιριστών που δεσμεύονται με ρήτρες δεν υπόκεινται σε φορολογία, με αποτέλεσμα οι μεταγραφές να έχουν καταστεί αρκετά πιο εύκολες.
Οι τέσσερις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις
Νεϊμάρ: Το πλέον τρανταχτό παράδειγμα ενεργοποίησης ρήτρας αποδέσμευσης. Στις 3 Αυγούστου του 2017, η Παρί Σεν Ζερμέν έδωσε τα 222 εκατομμύρια ευρώ της ρήτρας του Βραζιλιάνου επιθετικού (την πληρωμή την έκαναν οι δικηγόροι του λόγω της ιδιάζουσας ισπανικής νομοθεσίας) και τον απέκτησε από τη Μπαρτσελόνα για να γίνει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του αθλήματος.
Ιγκουαΐν: Η σεζόν 2015-16 ήταν εξαιρετική για τον Αργεντινό επιθετικό, καθώς σκόραρε 36 φορές με τη φανέλα της Νάπολι. Έτσι, η Γιουβέντους αποφάσισε το καλοκαίρι του 2016 να ενεργοποιήσει τη ρήτρα του και να προσφέρει τα 90 εκατομμύρια ευρώ που απαιτούνταν για τη μεταγραφή.
Κέπα: Τον περασμένο Αύγουστο η Τσέλσι κάλυψε τη ρήτρα ύψους 80 εκατομμυρίων ευρώ του τερματοφύλακα της Αθλέτικ Μπιλμπάο, με τη μετακίνηση αυτή να καθίσταται η ακριβότερη μεταγραφή τερματοφύλακα.
Φίγκο: Ανατρέχοντας πολύ πίσω στο χρόνο και πιο συγκεκριμένα στο 2000, η επικράτηση του Φλορεντίνο Πέρεθ στις εκλογές για τον προεδρικό θώκο της Ρεάλ Μαδρίτης έφερε την πραγματοποίηση της προεκλογικής του υπόσχεσης, δηλαδή την καταβολή του ποσού της ρήτρας του ηγέτη της αιώνιας αντιπάλου Μπαρτσελόνα, που κόστισε περίπου 60 εκατομμύρια ευρώ.
Μακεδονία της Κυριακής
ΣΧΟΛΙΑ