Από τις Ποντιακές Άλπεις στο Αραράτ, για προσκύνημα
21/10/2023 17:00
21/10/2023 17:00
Ο Γιώργος Καισαρίδης, είναι δάσκαλος πολεμικών τεχνών, ορειβάτης και συνοδός βουνού. Τον συνάντησα να ετοιμάζει μία εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στη γενέτειρά του τη Νάουσα και θα διηγηθεί τις εμπειρίες του από τις αναβάσεις που έκανε στις Ποντιακές Άλπεις και το Αραράτ.
Όπως μου επεσήμανε δεν ήταν απλώς ορειβατικές εξορμήσεις αλλά προσκυνηματικά ταξίδια για να τιμήσει τα θύματα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.
Μιλώντας στη «Μακεδονία της Κυριακής» τόνισε ότι σε αυτά τα ταξίδια είχε την ευκαιρία να βρει το σπίτι της γιαγιάς του και να δει τα βουνά όπου εξορίστηκαν και βρήκαν τραγικό θάνατο χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι και Αρμένιοι. Έφτασε στην υψηλότερη κορυφή του Αραράτ, στα 5.165 μέτρα και εκεί μέσα στα χιόνια, ξεδίπλωσε την ελληνική σημαία, ακούγοντας στο κινητό του ποντιακά τραγούδια.
Προφανώς για να τα κάνεις όλα αυτά έχεις προσφυγική καταγωγή;
Ναι, έχω προσφυγική καταγωγή. Ο πατέρας μου Γρηγόριος Καισαρίδης είχε υαλοπωλείο ενώ και ο παππούς μου πριν από αυτόν έκανε την ίδια δουλειά. Μεγάλωσα στη Νάουσα, μεταξύ της αγοράς και του συνοικισμού, της γειτονιάς που κατοικούσα μέχρι και πριν το γυμνάσιο. Μία γειτονιά με αρκετά προσφυγικά σπίτια που διέμεναν Πόντιοι που ήρθαν από την Αργυρούπολη του Πόντου. Η μητέρα μου από την άλλη πλευρά ήταν κόρη Κωνσταντινουπολίτη πρόσφυγα και η προγιαγιά μου διέμενε και αυτή κοντά σχετικά στο σπίτι που μεγάλωσα.
Φυσικά και το σχολείο που φοίτησα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, το 5ο Δημοτικό σχολείο Νάουσας, είχε παράδοση, μιας και στο υπόγειό του φυλάχτηκε «ο θησαυρός της Αργυρούπολης», βιβλία αλλά και ιερά σκεύη που είχαν φέρει από τον Κοιμισχανά (Γκιουμούς χανέ) οι πρόσφυγες αλλά και ο προπάππους μου, ο τελευταίος Έλληνας δήμαρχος της περιοχής της Αργυρούπολης, ο Νικόλαος Μουμτζίδης.
Έτσι άκουγα ιστορίες για τα μέρη μας από την γιαγιά μου την Παρθενόπη αλλά και τις θείες μου που καθόταν τα πρωινά σε μία ξύλινη αποθήκη με ένα μαγκάλι στο κέντρο της, όπως στα μέρη μας και έπιναν καφέ λέγοντας διάφορα.
Ιστορίες βέβαια άκουγα και από τις αδελφές και τους αδελφούς της γιαγιάς μου αλλά και από άτομα στην Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Ναούσης που ο πατέρας μου μας πήγαινε πολύ συχνά μικρούς. Τα χρόνια πέρασαν, ο πατέρας μου πέθανε και η επιχείρηση πέρασε στα χέρια της μητέρας, του αδελφού μου και σε εμένα.
Με την ορειβασία πώς ασχολήθηκες;
Παράλληλα με το εμπόριο έκανα και αθλητισμό. Πολεμικές τέχνες, τρέξιμο σε βουνά, ορεινό ποδήλατο, σκι και ορειβασία. Έτσι λοιπόν ο τρόπος ζωής και τα χόμπι έγιναν επάγγελμα.
Τελείωσα σχολές προπονητών και αργότερα ΙΕΚ Συνοδών Βουνού και εγκατέλειψα το εμπόριο δουλεύοντας σαν προπονητής στον «Κένταυρο Νάουσας» και κάνοντας πολλά σεμινάρια και εκπαιδεύσεις πάνω στην αστυνομική αυτοάμυνα μιας και δούλεψα εκτός από συλλόγους και στην σχολή Δοκίμων Αστυφυλάκων της ΕΛΑΣ που υπάρχει στην πόλη μου, σαν καθηγητής αυτοάμυνας. Παράλληλα δουλεύω και στα βουνά ως επαγγελματίας του χώρου, στο Βέρμιο όρος που δεσπόζει πάνω από την πόλη της Νάουσας. Το Βέρμιο ήταν η έμπνευση για την ορειβασία που ξεκίνησα πρώτα σε τοπικό επίπεδο και σιγά-σιγά εξερεύνησα βουνά της Ελλάδας, των Βαλκανίων, της Σλοβενίας, της Τουρκίας και άλλων χωρών. Η ορειβασία είναι αυτή που σου μαθαίνει να εκτιμάς την ελευθερία του αέρα των βουνών, αυτών των βουνών που διδάσκουν ταπείνωση με τις δύσκολες συνθήκες και την κούραση αλλά και μοιράζουν στιγμές που συντροφεύουν και τρέφουν την ψυχή του ανθρώπου.
Πότε πήρες την απόφαση να πας στις Ποντιακές Άλπεις;
Το Βέρμιο εκτός από υπέροχα δάση, τα πανέμορφα υποαλπικά λιβάδια, τις πηγές, τα ποτάμια και τις ενδιαφέρουσες κορυφές έχει υπό την σκέπη του τα τρία σημαντικότερα προσκυνήματα του Πόντου. Την Παναγία την Σουμελά στην Καστανιά, τον Άγιο Ιωάννη τον Βαζελώνα στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης και τον Άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα στο Ροδοχώρι αρκετά κοντά στην Νάουσα.
Έτσι λοιπόν οι συχνές επισκέψεις που έκανα στο μοναστήρι του Αγίου Γεώργιου του Περιστερεώτα με τον πατέρα μου αλλά και η επαφή μου με το χωριό αυτό, όπως και τα Ποντιακά ακούσματα και αργότερα τα μαθήματα της ποντιακής λύρας που έκανα, ξύπνησαν την προγονική μου μνήμη και τον καημό μου να ψάξω να βρω που έζησαν οι δικοί μου και από που κρατάει η σκούφια μου. Επίσης σε ένα ταξίδι μου σαν δρομέας που θα έτρεχε στον Μαραθώνιο της Κωνσταντινούπολης, άκουσα και είδα σε δρόμους της πόλης Κεμεντζετζίδες να παίζουν, πράγμα που μου κίνησε την περιέργεια μου.
Με την ζωή να συνεχίζει την πορεία της και τα ερεθίσματα να πληθαίνουν η ωριμότητα ήρθε με την δημιουργία της δικής μου οικογένειας. Ήθελα να πω και να αφήσω στα παιδιά μου κάτι παραπάνω από τα άλμπουμ αναμνήσεων που ξεφυλλίζαμε.
Με αρωγό την οικογένειά μου και πιο πολύ την γυναίκα μου Σοφία, αλλά και μετά από ντοκιμαντέρ που είδα κατά καιρούς άρχισα να σκέφτομαι ένα ταξίδι «Στου Πόντου τ’ άγια χώματα». Η ιδέα μοιράστηκε και με δύο φίλους και συνορειβάτες που εκείνο τον καιρό έκανα πολλά βουνά μαζί τους και μετά από συνεννοήσεις, υπολογισμό κόστους, προετοιμασία σωματική και πνευματική το ταξίδι ήταν έτοιμο προς πραγματοποίηση... Έτσι τον Αύγουστο του 2019 εγώ μαζί με άλλα δύο άτομα φύγαμε για Τραπεζούντα μέσω Κωνσταντινούπολης.
Ποιος ήταν ο στόχος σας;
Το project ήταν να βρω το σπίτι της γιαγιάς μου στον Πόντο, να κάνουμε ένα μεγάλο road trip στην πορεία των «αμελέ ταμπουρού», δηλαδή στις πορείες θανάτου και βασανισμού των Ελλήνων σε αυτές τις περιοχές και τέλος, μετά από ένα εξαήμερο στα βουνά, να ανεβούμε στην ψηλότερη κορυφή των Ποντιακών Άλπεων (Κατσκάρ Νταγ) στα 3.937 μέτρα.
Βρήκατε το σπίτι της γιαγιά σας;
Ναι, μόλις φτάσαμε στην Τραπεζούντα και γνώρισα τον οδηγό μας, του ζήτησα να πάμε στην Αργυρούπολη για να βρω το σπίτι που μεγάλωσε η γιαγιά μου. Το βρήκα άθικτο και όπως καταλαβαίνετε ένιωσα συγκίνηση, θλίψη και άρχισα να κλαίω. Παράλληλα όμως ένιωσα και χαρά. Πήρα μία πέτρα από τον μπαξέ για ενθύμιο και περπάτησα στα σοκάκια, προσευχήθηκα στην μητρόπολη και στον Άι-Γιώργη, είδα το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης που μέρος των βιβλίων του ήρθαν στην Ελλάδα. Όλα αυτά νομίζω ότι συγκλονίζουν όλους τους Έλληνες που πάνε ταξίδι στον Πόντο.
Μετά την Αργυρούπολη πού πήγατε;
Μετά ακολουθήσαμε το δρομολόγιο Παϊπούρτη, Ερζερούμ, πηγές Ευφράτη, Καρς, Ανί, Αρνταχάν. Είδαμε πολλές εκκλησίες, παλιές γειτονιές, κάστρα και γενικά εικόνες που με μετέτρεπαν από ταξιδιώτη σε ταξιδευτή του DNA του Έλληνα του Πόντου και της Ανατολής, του Καπαδόκη άλλα και Μικρασιάτη ταυτόχρονα τωρινού κατοίκου της Νάουσας…
Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτό το ταξίδι;
Από τις πιο δυνατές εμπειρίες του ταξιδιού ήταν η θέα μίας κυρίας στον ναό των Αγίων Αποστόλων στο Κάρς να προσεύχεται, αλλά και η επίσκεψη στην αρχαία πρωτεύουσα της Αρμενία την Ανί. Δίπλα στον ποταμό Άρα ή Άραξη. Χίλιες μία εκκλησίες, εμβληματικά παλάτια, ναοί και Άγιοι σμιλεμένοι στην πέτρα. Τα παρακαυκάσια χωριά του Πόντου και μέρος της Αρμενίας ήταν εκεί για να θυμίζει πολιτισμούς που έδωσαν «δείγματα γραφής στο Παγκόσμιο Γίγνεσθαι».
Το τάμα να βρω το σπίτι εκπληρώθηκε, το ταξίδι στα βάθη του Πόντου και όχι μόνο έγινε κλείνοντας με μία επίσκεψη στην ιστορική μονή της Παναγία Σουμελά που με συγκλόνισε αλλά και την αγορά ενός κομπολογιού από το Ερζερούμ, ενός μαχαιριού από τα Σούρμενα και ενός Κεμεντζέ από την Τραπεζούντα που γινόταν φεστιβάλ με το όνομα ΧΟΡΟΝ (χορός).
Λες και ο χρόνος δεν πέρασε, λες και δεν έγινε το κακό. Κεμεντζετζίδες στις «Παναϊάς την στράτα» στην Παναγίας Σουμελά, γυναίκες με ριγέ φούστες στα Παρχάρια και ονόματα από φαγητά που έτρωγα από μικρός. Χαψία, τανομένος σορβάς, χαβίτς...
Το τελευταίο μέρος του ταξιδιού ξεκίνησε από την Ριζούντα, ύπνος σε σκηνές, πεζοπορίες προσαρμογής υψομέτρου, παρέα με την πορτοκαλί παπαρούνα και την ομορφιά που χαρακτηρίζει τις Ποντιακές Άλπεις στα χαμηλότερα υψόμετρα. Ψηλότερα τα πράγματα αγριεύουν, τα βουνά είναι άγρια. Δολομιτικά, γεμάτα βράχια, σάρες, ξεσέρματα αλλά και αλπικές λίμνες ανείπωτης ομορφιάς που μαζί με τα χιόνια συνθέτουν κάτι μαγικό.
Νωρίς πρωί, λοιπόν, και μετά από μία κοπιώδη ανάβαση που ξεκίνησε 3 τα ξημερώματα, ύψωσα την ελληνική σημαία στην κορυφή, νιώθοντας απερίγραπτα συναισθήματα, εγώ ο Μαυροθαλασσίτης ήμουν στην κορυφή του Πόντου…
Η αποτίμηση του ταξιδιού, η θέα των βουνών και του Εύξεινου Πόντου, όλα όσα έζησα εκεί, η τιμή να παίζω ποντιακή λύρα (Κεμεντζέ) στο Αϊντέρ με τους ανθρώπους που με άκουσαν να ξεσπάνε σε δάκρυα αλλά και η επίσκεψη σε «Αρμένικα Εδάφη» φούντωσαν την φλόγα μέσα μου. Ήδη το επόμενο ταξίδι έτρεχε στο μυαλό μου...
Τότε αποφασίσατε να ανεβείτε στο Αραράτ;
Ναι, τέσσερα χρόνια αργότερα και ενώ παντού άκουγα και έβλεπα τον Πόντο, μετά από μία ποδηλατοδρομία 160 χιλιομέτρων σε ορεινό τερέν που έκανα ενώνοντας τις 3 μονές του Βερμίου το 2021 με σκοπό να δώσω κάτι από το είναι μου σε αυτό που λέγεται γενοκτονία, το όνομα Αραράτ, γυρνούσε συνέχεια στο μυαλό μου. Έτσι τον Αύγουστο του 2023 ξεκινάω μόνος από την Ελλάδα για το σύμβολο των Αρμενίων, για το βουνό που προσάραξε η Κιβωτός του Νώε, για τον χιονοσκεπή κώνο στο τετραεθνές Τουρκίας, Ναχιτζεβάν, Ιράν και Αρμενίας.
Η αγωνία μεγάλη, απαιτητικό βουνό, πετρώδες και ηφαιστειακό έδαφος, μεγάλο υψόμετρο, δύσκολη ευαίσθητη περιοχή και πολλά ακόμα κάνουν το τόλμημα δύσκολο, όμως όλα ξεπερνιούνται με τη θέληση και την πίστη.
Έφτασα στην Agri της Τουρκίας (γνωστή και ως «Καρακιοσέ» - Μαυροκκλησιά) και από εκεί 100 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά στην Dogubayazit, πρώην Αρμενικό οικισμό της δυτικής Αρμενίας που αργότερα έγινε πρωτεύουσα του Κουρδικού κράτους με το όνομα «Δημοκρατία του Αραράτ» μέχρι την κατάλυση του το 1930.
Από την ταράτσα του ξενοδοχείου έβλεπα το Μεγάλο Αραράτ και πίσω αχνά το μικρό. Η περιοχή ήταν γεμάτη βουνά και το υψόμετρο της πόλης ήταν στα 1.625 μέτρα. Σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών τα υψίπεδα του Αρατάτ αποτέλεσαν σημείο συγκρούσεων κάτι που για μένα δεν θα πάψει να υφίσταται.
Κούρδοι νομάδες ήταν οι οδηγοί μας στο βουνό. Κάναμε πέντε μέρες με διαδρομές και ύπνο στο base camp 1 στα 3.200 μέτρα μέχρι και το base camp 2 στα 4.200 μέτρα. Διαδρομές με εικόνες και μουσικές ιδιαίτερες που αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου. Την ηρεμία αλλά και τον ειρμό των σκέψεων τάραζαν πότε τα αγέρωχα άλογα που κουβαλούσαν τα υλικά μας συνοδευόμενα από τα σκυλιά ράτσας Καγκάλ και πότε ο πονοκέφαλος του υψομέτρου. Τα βράδια στο βουνό αυτό είναι απίστευτα μπροστά τα φώτα μέχρι την Περσία, πίσω η χιονισμένη κορυφή και ο παγετώνας, πάνω ο έναστρος ουρανός και γύρω μας η ιστορία των ανθρώπων που κατοίκησαν εδώ. Την φαινομενική ηρεμία της νύχτας τάραζαν οι ήχοι ενός Καρακάλ και το κυνηγητό του από τα σκυλιά φύλακες…
Πότε ανεβήκατε στην κορυφή;
Στις 21 Αυγούστου 2023, στη μία τα ξημερώματα ξεκινήσαμε για την τελική ανάβαση μέχρι την κορυφή. Άγχος, κούραση και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Αγκομαχητά, φώτα από φακούς κεφαλής σε μία ατελείωτη ανάβαση. Μπαταρία η ψυχή και κάπου την ώρα που ξημέρωνε πάνω στον παγετώνα και η ενέργεια όλων τέλειωνε είδα την κορυφή στα 5.165 μέτρα…
Ένιωσα χαρμολύπη βλέποντας προς την Αρμενία… Ο ήλιος δεν φέγγει για όλους τους ανθρώπους το ίδιο… Την κατάκτηση αυτής της κορυφής την αφιέρωσα στην γυναίκα μου Σοφία που με στηρίζει πάντα και στους δύο μας γιους.
Ποιο είναι το επόμενο σας ταξίδι;
Το ταξίδι στη ζωή και σε περιοχές ανάμεσα στην ψυχή και στη μνήμη συνεχίζεται. Ένα ταξίδι που ανακαλύπτεις, ενδοσκοπείς, μαθαίνεις, τόσο τον εαυτό σου όσο και τον υπόλοιπο ταραγμένο κόσμο αλλά και την ιστορία μίας γης που συνεχίζει να μας εντυπωσιάζει σε αντίθεση με το ζώο που λέγεται άνθρωπος και συνεχίζει να πληγώνει... Ο επόμενος στόχος μου είναι να πάω στο Ιράν και στο όρος Νταμαβάντ, απόληξη του μεγάλου Καύκασου στην Κασπία Θάλασσα, στα 5.623 μέτρα. Ελπίζω να εκπληρώσω το στόχο μου σύντομα…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.10.2023
Ο Γιώργος Καισαρίδης, είναι δάσκαλος πολεμικών τεχνών, ορειβάτης και συνοδός βουνού. Τον συνάντησα να ετοιμάζει μία εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί στη γενέτειρά του τη Νάουσα και θα διηγηθεί τις εμπειρίες του από τις αναβάσεις που έκανε στις Ποντιακές Άλπεις και το Αραράτ.
Όπως μου επεσήμανε δεν ήταν απλώς ορειβατικές εξορμήσεις αλλά προσκυνηματικά ταξίδια για να τιμήσει τα θύματα της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και των Αρμενίων.
Μιλώντας στη «Μακεδονία της Κυριακής» τόνισε ότι σε αυτά τα ταξίδια είχε την ευκαιρία να βρει το σπίτι της γιαγιάς του και να δει τα βουνά όπου εξορίστηκαν και βρήκαν τραγικό θάνατο χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι και Αρμένιοι. Έφτασε στην υψηλότερη κορυφή του Αραράτ, στα 5.165 μέτρα και εκεί μέσα στα χιόνια, ξεδίπλωσε την ελληνική σημαία, ακούγοντας στο κινητό του ποντιακά τραγούδια.
Προφανώς για να τα κάνεις όλα αυτά έχεις προσφυγική καταγωγή;
Ναι, έχω προσφυγική καταγωγή. Ο πατέρας μου Γρηγόριος Καισαρίδης είχε υαλοπωλείο ενώ και ο παππούς μου πριν από αυτόν έκανε την ίδια δουλειά. Μεγάλωσα στη Νάουσα, μεταξύ της αγοράς και του συνοικισμού, της γειτονιάς που κατοικούσα μέχρι και πριν το γυμνάσιο. Μία γειτονιά με αρκετά προσφυγικά σπίτια που διέμεναν Πόντιοι που ήρθαν από την Αργυρούπολη του Πόντου. Η μητέρα μου από την άλλη πλευρά ήταν κόρη Κωνσταντινουπολίτη πρόσφυγα και η προγιαγιά μου διέμενε και αυτή κοντά σχετικά στο σπίτι που μεγάλωσα.
Φυσικά και το σχολείο που φοίτησα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, το 5ο Δημοτικό σχολείο Νάουσας, είχε παράδοση, μιας και στο υπόγειό του φυλάχτηκε «ο θησαυρός της Αργυρούπολης», βιβλία αλλά και ιερά σκεύη που είχαν φέρει από τον Κοιμισχανά (Γκιουμούς χανέ) οι πρόσφυγες αλλά και ο προπάππους μου, ο τελευταίος Έλληνας δήμαρχος της περιοχής της Αργυρούπολης, ο Νικόλαος Μουμτζίδης.
Έτσι άκουγα ιστορίες για τα μέρη μας από την γιαγιά μου την Παρθενόπη αλλά και τις θείες μου που καθόταν τα πρωινά σε μία ξύλινη αποθήκη με ένα μαγκάλι στο κέντρο της, όπως στα μέρη μας και έπιναν καφέ λέγοντας διάφορα.
Ιστορίες βέβαια άκουγα και από τις αδελφές και τους αδελφούς της γιαγιάς μου αλλά και από άτομα στην Εύξεινο Λέσχη Ποντίων Ναούσης που ο πατέρας μου μας πήγαινε πολύ συχνά μικρούς. Τα χρόνια πέρασαν, ο πατέρας μου πέθανε και η επιχείρηση πέρασε στα χέρια της μητέρας, του αδελφού μου και σε εμένα.
Με την ορειβασία πώς ασχολήθηκες;
Παράλληλα με το εμπόριο έκανα και αθλητισμό. Πολεμικές τέχνες, τρέξιμο σε βουνά, ορεινό ποδήλατο, σκι και ορειβασία. Έτσι λοιπόν ο τρόπος ζωής και τα χόμπι έγιναν επάγγελμα.
Τελείωσα σχολές προπονητών και αργότερα ΙΕΚ Συνοδών Βουνού και εγκατέλειψα το εμπόριο δουλεύοντας σαν προπονητής στον «Κένταυρο Νάουσας» και κάνοντας πολλά σεμινάρια και εκπαιδεύσεις πάνω στην αστυνομική αυτοάμυνα μιας και δούλεψα εκτός από συλλόγους και στην σχολή Δοκίμων Αστυφυλάκων της ΕΛΑΣ που υπάρχει στην πόλη μου, σαν καθηγητής αυτοάμυνας. Παράλληλα δουλεύω και στα βουνά ως επαγγελματίας του χώρου, στο Βέρμιο όρος που δεσπόζει πάνω από την πόλη της Νάουσας. Το Βέρμιο ήταν η έμπνευση για την ορειβασία που ξεκίνησα πρώτα σε τοπικό επίπεδο και σιγά-σιγά εξερεύνησα βουνά της Ελλάδας, των Βαλκανίων, της Σλοβενίας, της Τουρκίας και άλλων χωρών. Η ορειβασία είναι αυτή που σου μαθαίνει να εκτιμάς την ελευθερία του αέρα των βουνών, αυτών των βουνών που διδάσκουν ταπείνωση με τις δύσκολες συνθήκες και την κούραση αλλά και μοιράζουν στιγμές που συντροφεύουν και τρέφουν την ψυχή του ανθρώπου.
Πότε πήρες την απόφαση να πας στις Ποντιακές Άλπεις;
Το Βέρμιο εκτός από υπέροχα δάση, τα πανέμορφα υποαλπικά λιβάδια, τις πηγές, τα ποτάμια και τις ενδιαφέρουσες κορυφές έχει υπό την σκέπη του τα τρία σημαντικότερα προσκυνήματα του Πόντου. Την Παναγία την Σουμελά στην Καστανιά, τον Άγιο Ιωάννη τον Βαζελώνα στον Άγιο Δημήτριο Κοζάνης και τον Άγιο Γεώργιο τον Περιστερεώτα στο Ροδοχώρι αρκετά κοντά στην Νάουσα.
Έτσι λοιπόν οι συχνές επισκέψεις που έκανα στο μοναστήρι του Αγίου Γεώργιου του Περιστερεώτα με τον πατέρα μου αλλά και η επαφή μου με το χωριό αυτό, όπως και τα Ποντιακά ακούσματα και αργότερα τα μαθήματα της ποντιακής λύρας που έκανα, ξύπνησαν την προγονική μου μνήμη και τον καημό μου να ψάξω να βρω που έζησαν οι δικοί μου και από που κρατάει η σκούφια μου. Επίσης σε ένα ταξίδι μου σαν δρομέας που θα έτρεχε στον Μαραθώνιο της Κωνσταντινούπολης, άκουσα και είδα σε δρόμους της πόλης Κεμεντζετζίδες να παίζουν, πράγμα που μου κίνησε την περιέργεια μου.
Με την ζωή να συνεχίζει την πορεία της και τα ερεθίσματα να πληθαίνουν η ωριμότητα ήρθε με την δημιουργία της δικής μου οικογένειας. Ήθελα να πω και να αφήσω στα παιδιά μου κάτι παραπάνω από τα άλμπουμ αναμνήσεων που ξεφυλλίζαμε.
Με αρωγό την οικογένειά μου και πιο πολύ την γυναίκα μου Σοφία, αλλά και μετά από ντοκιμαντέρ που είδα κατά καιρούς άρχισα να σκέφτομαι ένα ταξίδι «Στου Πόντου τ’ άγια χώματα». Η ιδέα μοιράστηκε και με δύο φίλους και συνορειβάτες που εκείνο τον καιρό έκανα πολλά βουνά μαζί τους και μετά από συνεννοήσεις, υπολογισμό κόστους, προετοιμασία σωματική και πνευματική το ταξίδι ήταν έτοιμο προς πραγματοποίηση... Έτσι τον Αύγουστο του 2019 εγώ μαζί με άλλα δύο άτομα φύγαμε για Τραπεζούντα μέσω Κωνσταντινούπολης.
Ποιος ήταν ο στόχος σας;
Το project ήταν να βρω το σπίτι της γιαγιάς μου στον Πόντο, να κάνουμε ένα μεγάλο road trip στην πορεία των «αμελέ ταμπουρού», δηλαδή στις πορείες θανάτου και βασανισμού των Ελλήνων σε αυτές τις περιοχές και τέλος, μετά από ένα εξαήμερο στα βουνά, να ανεβούμε στην ψηλότερη κορυφή των Ποντιακών Άλπεων (Κατσκάρ Νταγ) στα 3.937 μέτρα.
Βρήκατε το σπίτι της γιαγιά σας;
Ναι, μόλις φτάσαμε στην Τραπεζούντα και γνώρισα τον οδηγό μας, του ζήτησα να πάμε στην Αργυρούπολη για να βρω το σπίτι που μεγάλωσε η γιαγιά μου. Το βρήκα άθικτο και όπως καταλαβαίνετε ένιωσα συγκίνηση, θλίψη και άρχισα να κλαίω. Παράλληλα όμως ένιωσα και χαρά. Πήρα μία πέτρα από τον μπαξέ για ενθύμιο και περπάτησα στα σοκάκια, προσευχήθηκα στην μητρόπολη και στον Άι-Γιώργη, είδα το Φροντιστήριο της Αργυρούπολης που μέρος των βιβλίων του ήρθαν στην Ελλάδα. Όλα αυτά νομίζω ότι συγκλονίζουν όλους τους Έλληνες που πάνε ταξίδι στον Πόντο.
Μετά την Αργυρούπολη πού πήγατε;
Μετά ακολουθήσαμε το δρομολόγιο Παϊπούρτη, Ερζερούμ, πηγές Ευφράτη, Καρς, Ανί, Αρνταχάν. Είδαμε πολλές εκκλησίες, παλιές γειτονιές, κάστρα και γενικά εικόνες που με μετέτρεπαν από ταξιδιώτη σε ταξιδευτή του DNA του Έλληνα του Πόντου και της Ανατολής, του Καπαδόκη άλλα και Μικρασιάτη ταυτόχρονα τωρινού κατοίκου της Νάουσας…
Τι σας έκανε μεγαλύτερη εντύπωση σε αυτό το ταξίδι;
Από τις πιο δυνατές εμπειρίες του ταξιδιού ήταν η θέα μίας κυρίας στον ναό των Αγίων Αποστόλων στο Κάρς να προσεύχεται, αλλά και η επίσκεψη στην αρχαία πρωτεύουσα της Αρμενία την Ανί. Δίπλα στον ποταμό Άρα ή Άραξη. Χίλιες μία εκκλησίες, εμβληματικά παλάτια, ναοί και Άγιοι σμιλεμένοι στην πέτρα. Τα παρακαυκάσια χωριά του Πόντου και μέρος της Αρμενίας ήταν εκεί για να θυμίζει πολιτισμούς που έδωσαν «δείγματα γραφής στο Παγκόσμιο Γίγνεσθαι».
Το τάμα να βρω το σπίτι εκπληρώθηκε, το ταξίδι στα βάθη του Πόντου και όχι μόνο έγινε κλείνοντας με μία επίσκεψη στην ιστορική μονή της Παναγία Σουμελά που με συγκλόνισε αλλά και την αγορά ενός κομπολογιού από το Ερζερούμ, ενός μαχαιριού από τα Σούρμενα και ενός Κεμεντζέ από την Τραπεζούντα που γινόταν φεστιβάλ με το όνομα ΧΟΡΟΝ (χορός).
Λες και ο χρόνος δεν πέρασε, λες και δεν έγινε το κακό. Κεμεντζετζίδες στις «Παναϊάς την στράτα» στην Παναγίας Σουμελά, γυναίκες με ριγέ φούστες στα Παρχάρια και ονόματα από φαγητά που έτρωγα από μικρός. Χαψία, τανομένος σορβάς, χαβίτς...
Το τελευταίο μέρος του ταξιδιού ξεκίνησε από την Ριζούντα, ύπνος σε σκηνές, πεζοπορίες προσαρμογής υψομέτρου, παρέα με την πορτοκαλί παπαρούνα και την ομορφιά που χαρακτηρίζει τις Ποντιακές Άλπεις στα χαμηλότερα υψόμετρα. Ψηλότερα τα πράγματα αγριεύουν, τα βουνά είναι άγρια. Δολομιτικά, γεμάτα βράχια, σάρες, ξεσέρματα αλλά και αλπικές λίμνες ανείπωτης ομορφιάς που μαζί με τα χιόνια συνθέτουν κάτι μαγικό.
Νωρίς πρωί, λοιπόν, και μετά από μία κοπιώδη ανάβαση που ξεκίνησε 3 τα ξημερώματα, ύψωσα την ελληνική σημαία στην κορυφή, νιώθοντας απερίγραπτα συναισθήματα, εγώ ο Μαυροθαλασσίτης ήμουν στην κορυφή του Πόντου…
Η αποτίμηση του ταξιδιού, η θέα των βουνών και του Εύξεινου Πόντου, όλα όσα έζησα εκεί, η τιμή να παίζω ποντιακή λύρα (Κεμεντζέ) στο Αϊντέρ με τους ανθρώπους που με άκουσαν να ξεσπάνε σε δάκρυα αλλά και η επίσκεψη σε «Αρμένικα Εδάφη» φούντωσαν την φλόγα μέσα μου. Ήδη το επόμενο ταξίδι έτρεχε στο μυαλό μου...
Τότε αποφασίσατε να ανεβείτε στο Αραράτ;
Ναι, τέσσερα χρόνια αργότερα και ενώ παντού άκουγα και έβλεπα τον Πόντο, μετά από μία ποδηλατοδρομία 160 χιλιομέτρων σε ορεινό τερέν που έκανα ενώνοντας τις 3 μονές του Βερμίου το 2021 με σκοπό να δώσω κάτι από το είναι μου σε αυτό που λέγεται γενοκτονία, το όνομα Αραράτ, γυρνούσε συνέχεια στο μυαλό μου. Έτσι τον Αύγουστο του 2023 ξεκινάω μόνος από την Ελλάδα για το σύμβολο των Αρμενίων, για το βουνό που προσάραξε η Κιβωτός του Νώε, για τον χιονοσκεπή κώνο στο τετραεθνές Τουρκίας, Ναχιτζεβάν, Ιράν και Αρμενίας.
Η αγωνία μεγάλη, απαιτητικό βουνό, πετρώδες και ηφαιστειακό έδαφος, μεγάλο υψόμετρο, δύσκολη ευαίσθητη περιοχή και πολλά ακόμα κάνουν το τόλμημα δύσκολο, όμως όλα ξεπερνιούνται με τη θέληση και την πίστη.
Έφτασα στην Agri της Τουρκίας (γνωστή και ως «Καρακιοσέ» - Μαυροκκλησιά) και από εκεί 100 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά στην Dogubayazit, πρώην Αρμενικό οικισμό της δυτικής Αρμενίας που αργότερα έγινε πρωτεύουσα του Κουρδικού κράτους με το όνομα «Δημοκρατία του Αραράτ» μέχρι την κατάλυση του το 1930.
Από την ταράτσα του ξενοδοχείου έβλεπα το Μεγάλο Αραράτ και πίσω αχνά το μικρό. Η περιοχή ήταν γεμάτη βουνά και το υψόμετρο της πόλης ήταν στα 1.625 μέτρα. Σταυροδρόμι λαών και πολιτισμών τα υψίπεδα του Αρατάτ αποτέλεσαν σημείο συγκρούσεων κάτι που για μένα δεν θα πάψει να υφίσταται.
Κούρδοι νομάδες ήταν οι οδηγοί μας στο βουνό. Κάναμε πέντε μέρες με διαδρομές και ύπνο στο base camp 1 στα 3.200 μέτρα μέχρι και το base camp 2 στα 4.200 μέτρα. Διαδρομές με εικόνες και μουσικές ιδιαίτερες που αγγίζουν τις ευαίσθητες χορδές της ψυχής μου. Την ηρεμία αλλά και τον ειρμό των σκέψεων τάραζαν πότε τα αγέρωχα άλογα που κουβαλούσαν τα υλικά μας συνοδευόμενα από τα σκυλιά ράτσας Καγκάλ και πότε ο πονοκέφαλος του υψομέτρου. Τα βράδια στο βουνό αυτό είναι απίστευτα μπροστά τα φώτα μέχρι την Περσία, πίσω η χιονισμένη κορυφή και ο παγετώνας, πάνω ο έναστρος ουρανός και γύρω μας η ιστορία των ανθρώπων που κατοίκησαν εδώ. Την φαινομενική ηρεμία της νύχτας τάραζαν οι ήχοι ενός Καρακάλ και το κυνηγητό του από τα σκυλιά φύλακες…
Πότε ανεβήκατε στην κορυφή;
Στις 21 Αυγούστου 2023, στη μία τα ξημερώματα ξεκινήσαμε για την τελική ανάβαση μέχρι την κορυφή. Άγχος, κούραση και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Αγκομαχητά, φώτα από φακούς κεφαλής σε μία ατελείωτη ανάβαση. Μπαταρία η ψυχή και κάπου την ώρα που ξημέρωνε πάνω στον παγετώνα και η ενέργεια όλων τέλειωνε είδα την κορυφή στα 5.165 μέτρα…
Ένιωσα χαρμολύπη βλέποντας προς την Αρμενία… Ο ήλιος δεν φέγγει για όλους τους ανθρώπους το ίδιο… Την κατάκτηση αυτής της κορυφής την αφιέρωσα στην γυναίκα μου Σοφία που με στηρίζει πάντα και στους δύο μας γιους.
Ποιο είναι το επόμενο σας ταξίδι;
Το ταξίδι στη ζωή και σε περιοχές ανάμεσα στην ψυχή και στη μνήμη συνεχίζεται. Ένα ταξίδι που ανακαλύπτεις, ενδοσκοπείς, μαθαίνεις, τόσο τον εαυτό σου όσο και τον υπόλοιπο ταραγμένο κόσμο αλλά και την ιστορία μίας γης που συνεχίζει να μας εντυπωσιάζει σε αντίθεση με το ζώο που λέγεται άνθρωπος και συνεχίζει να πληγώνει... Ο επόμενος στόχος μου είναι να πάω στο Ιράν και στο όρος Νταμαβάντ, απόληξη του μεγάλου Καύκασου στην Κασπία Θάλασσα, στα 5.623 μέτρα. Ελπίζω να εκπληρώσω το στόχο μου σύντομα…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15.10.2023
ΣΧΟΛΙΑ