Από το ρουσφέτι στη μίζα και από εκεί στη διαφθορά
15/12/2024 20:00
15/12/2024 20:00
Παντού στον κόσμο γίνονται ρουσφέτια. Όχι μόνον στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς η γνωριμία, η συμπάθεια, η υποχρέωση ανταπόδοσης πολιτικής στήριξης αποτελούν παράγοντα που ανοίγει πόρτες, που βοηθάει έναν να υπερκεράσει κάποιον ικανότερο αυτού στην κατάληψη μιας θέσης εργασίας.
Δεκαετίες τώρα, οι κοινωνίες που προόδευσαν, κατάφεραν να περιορίσουν σε μεγάλο βαθμό το ρουσφέτι και να επιβάλλουν κανόνες ισονομίας, διαφάνειας και αξιοκρατίας στην στελέχωση των υπηρεσιών.
Αρκετά χρόνια πριν, μετά από μια περίοδο οργιαστικών ρουσφετολογικών διορισμών στο δημόσιο, ψηφίστηκε επιτέλους και στη χώρα μας ο περιώνυμος νόμος Πεπονή, που επιχειρούσε- στα λόγια τουλάχιστον- να βάλει τέλος σε αυτήν την παθογένεια που εκτός των άλλων μετέτρεψε το ελληνικό δημόσιο σε αντιπαραγωγικό οργανισμό, υπερβολικά ζημιογόνο κι ανίκανο να ανταποκριθεί στον ρόλο και τις αρμοδιότητές του.
Σύντομα ωστόσο στην Ελλάδα, αφού έκλεισαν οι πόρτες, οι ιθύνοντες άρχισαν να ανοίγουν… παράθυρα. Είτε για να μπαίνουν φουρνιές ολόκληρες με τη μέθοδο των μονιμοποιήσεων συμβασιούχων, είτε κάποιων λίγων κι εκλεκτών που εύρισκαν τον τρόπο να…τρυπώσουν επειδή είχαν μπάρμπα στην Κορώνη…
Περισσότεροι από το 90% των εργαζόμενων στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μπήκαν στις δουλειές τους, από το παράθυρο. Όχι πως κάποιοι δεν άξιζαν και δεν θα τα κατάφερναν αν υπήρχαν διαγωνιστικές διαδικασίες, αλλά μπήκαν κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, κουβαλώντας το βάρος της παρατυπίας με ό, τι σημαίνει αυτό στον καθένα (από ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που βοήθησε, μέχρι υποχρέωση ανταπόδοσης ή ακόμη ενοχές που υποχρεώθηκε να «γλύψει», ή σε ελάχιστες περιπτώσεις ως μίσος προς το σύστημα που τον εξανάγκασε να ξευτελιστεί για μια θέση εργασίας.
Η χαλαρότητα στην εφαρμογή των νόμων και το άλλα μέτρα και σταθμά που επικρατούν στις προσλήψεις ανάλογα με το ποιανού παιδί είσαι, ποιον ψηφίζεις και ποιος σε γουστάρει, δεν περιορίζεται μόνον στην αρχική επιλογή, αλλά επεκτείνεται σε όλη την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.
Ένας που μπήκε λάθρα, θα συνεχίσει να επιδιώκει να εξελιχθεί λάθρα, να μετατεθεί σε καλύτερη θέση, να γίνει προϊστάμενος κλπ. Ένας που μπήκε ως κομματικό ρουσφέτι, θα εμποτιστεί με την εντύπωση πως οι… άκρες του, του επιτρέπουν να μην εργάζεται όσο πρέπει, να μην σέβεται τους πολίτες που προστρέχουν στην υπηρεσία του για υπόθεσή τους, να κάνει και ο ίδιος ρουσφέτια σε ομόσταυλούς του, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του και των αρμοδιοτήτων του. Ένας που μπήκε από το παράθυρο, θα είναι βέβαιος πως δεν πρόκειται να τον πειράξει κανείς, πως ακόμη και να τον κυνηγήσει ένας προϊστάμενος για αδιαφορία ή μη ανταπόκριση στις υποχρεώσεις του, θα ξεφύγει και δεν θα έχει την παραμικρή επίπτωση.
*Η αίσθηση της σιγουριάς που προσφέρει η γνωριμία, στους περισσότερους ωφελούμενους μεταφράζεται ως υποχρέωση. Σε κάποιους λίγους όμως, λειτουργεί ως…εφαλτήριο να μετεξελιχτούν οι ίδιοι από ευνοούμενοι, σε γρανάζια του φαύλου συστήματος. Να γίνουν δηλαδή από πελάτες, αφεντικά, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ή κάνοντας τα στραβά μάτια επ αμοιβή.
Στην αρχή θα δεχτούν το δωράκι που ασχολήθηκαν με το αίτημα ενός ανθρώπου- θαρρείς και δεν είναι αυτό η δουλειά τους για την οποία αμείβονται. Με τον καιρό θα ζητήσουν με τον τρόπο τους το κάτι τις για να διεκπεραιώσουν μια απλή υπόθεση, μετά θα γλυκαθούν με το «γρηγορόσημο» το οποίο αφού καλομάθουν θα το απαιτούν προκειμένου να τελειώνουν χωρίς καθυστέρηση μια εργασία.
*Το ένα φέρνει το άλλο και κάποια στιγμή θα οδηγηθούν μπροστά στο…σταυροδρόμι: να παρατυπήσω ευνοώντας κάποιον που θα με αμείψει για την υπηρεσία μου, ή να αρκεστώ απλά στο… γρηγορόσημο (στην ταχύτητα δηλαδή ανταπόκρισης του αιτήματος ενός πολίτη).
Σε αυτό το δίλημμα δυστυχώς, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν τον δρόμο της διαφθοράς. Το οικονομικό όφελος είναι σπουδαίο κίνητρο, αλλά δεν αρκεί από μόνο του.
Η αίσθηση της ατιμωρησίας και του ακαταδίωκτου, είναι εκείνη που κάμπτει τις τελευταίες αντιστάσεις. Ελάχιστοι έχουν πιαστεί να παρανομούν, ακόμη λιγότεροι κυνηγήθηκαν και απείρως ελάχιστοι είναι αυτοί που υπέστησαν κυρώσεις για την επίορκη δράση τους. Οπότε, το ρίσκο είναι πολύ μικρό σε σύγκριση με το όφελος που μπορούν να αποκομίσουν παρανομώντας.
*Όλο αυτό, «ντύνεται» και με δύο επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται ως άλλοθι.
Πρώτο, ότι «όλοι τα παίρνουν, γιατί όχι κι εγώ. Βλάκας είμαι;»
Δεύτερο, ότι «αν δεν τα πάρω εγώ, θα τα πάρει κάποιος άλλος. Ποιο έξυπνος είναι αυτός;»
Κάπως έτσι, οι εν λόγω τύποι διαβαίνουν τον Ρουβίκωνα.
*Η συνέχεια είναι εύκολα να προβλεφθεί: το εύκολο χρήμα είναι τόσο γλυκό, που ανοίγει μεγαλύτερη όρεξη για ακόμη μεγαλύτερη και καλύτερα αμειβόμενη παρανομία. Η απληστία είναι κακός σύμβουλος, οπότε και ο μιζαδόρος κάποια στιγμή θα φτάσει στον πειρασμό να ανεβάσει το επίπεδο της διαφθοράς του, συνεργαζόμενος είτε με συναδέρφους του για να αυξηθεί η επιρροή τους, είτε με νταλαβεριτζήδες που θα ψάχνουν στην πιάτσα πελατάκια και θα τους ψήνουν να δώσουν χρήμα για να πάρουν σκανδαλωδώς ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Στο τέλος αυτής της διαδρομής στην οποία μεγαλώνουν οι δουλειές, τα κέρδη και αυξάνονται ακόμη περισσότερο οι προσδοκίες, είναι η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Υπάλληλοι, προϊστάμενες αρχές, ντίλερς κι εξωτερικοί επαγγελματίες, συστήνουν την συμμορία τους και πλουτίζουν σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος κατακλέβοντας την κοινωνία.
*Τα γράφω αυτά με αφορμή την ιστορία της Χαλκιδικής που βγήκε στο φως τις τελευταίες μέρες και που αν κάνουν καλά τη δουλειά τους οι ανακριτικές και οι διωκτικές αρχές, θα τρομάξουμε με όσα αποκαλυφτούν το επόμενο διάστημα.
Τα βλέπαμε, τα ακούγαμε, τα ζούσαμε. Αλλά φευ. Πώς μπορούμε να τα μιλήσουμε εμείς όταν υπάρχει αυτή η συμπαιγνία και μαζική συνενοχή σε ένα τέτοιο γαϊτανάκι παρανομιών το οποίο παράγει τέτοιο πλούτο προς διανομή στους μετέχοντες;
Νά 'ναι καλά οι άνθρωποι που κατήγγειλαν – είτε προέρχονται από τους παθόντες είτε από «ριγμένους», είτε από ηθικούς υπαλλήλους που ασφυκτιούν από την δυσωδία αλλά νιώθουν αδύναμοι να αντιδράσουν- και νά 'ναι ακόμη καλύτερα οι ντεντέκτιβ που ερεύνησαν, μάζεψαν στοιχεία και βρήκαν την άκρη του νήματος ώστε να σπάσουν το τσόφλι του κλούβιου- δυσώδους αβγού.
*Μακάρι να φτάσει βαθιά το μαχαίρι. Όχι μόνον για να διορθωθεί ό, τι μπορεί από τις παρανομίες (σημεία και τέρατα ακούγονται), αλλά να κατασχεθεί ο παράνομα αποκτηθείς πλούτος και να τιμωρηθούν αυστηρά και παραδειγματικά οι ένοχοι.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15.12.2024
Παντού στον κόσμο γίνονται ρουσφέτια. Όχι μόνον στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα, καθώς η γνωριμία, η συμπάθεια, η υποχρέωση ανταπόδοσης πολιτικής στήριξης αποτελούν παράγοντα που ανοίγει πόρτες, που βοηθάει έναν να υπερκεράσει κάποιον ικανότερο αυτού στην κατάληψη μιας θέσης εργασίας.
Δεκαετίες τώρα, οι κοινωνίες που προόδευσαν, κατάφεραν να περιορίσουν σε μεγάλο βαθμό το ρουσφέτι και να επιβάλλουν κανόνες ισονομίας, διαφάνειας και αξιοκρατίας στην στελέχωση των υπηρεσιών.
Αρκετά χρόνια πριν, μετά από μια περίοδο οργιαστικών ρουσφετολογικών διορισμών στο δημόσιο, ψηφίστηκε επιτέλους και στη χώρα μας ο περιώνυμος νόμος Πεπονή, που επιχειρούσε- στα λόγια τουλάχιστον- να βάλει τέλος σε αυτήν την παθογένεια που εκτός των άλλων μετέτρεψε το ελληνικό δημόσιο σε αντιπαραγωγικό οργανισμό, υπερβολικά ζημιογόνο κι ανίκανο να ανταποκριθεί στον ρόλο και τις αρμοδιότητές του.
Σύντομα ωστόσο στην Ελλάδα, αφού έκλεισαν οι πόρτες, οι ιθύνοντες άρχισαν να ανοίγουν… παράθυρα. Είτε για να μπαίνουν φουρνιές ολόκληρες με τη μέθοδο των μονιμοποιήσεων συμβασιούχων, είτε κάποιων λίγων κι εκλεκτών που εύρισκαν τον τρόπο να…τρυπώσουν επειδή είχαν μπάρμπα στην Κορώνη…
Περισσότεροι από το 90% των εργαζόμενων στο δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, μπήκαν στις δουλειές τους, από το παράθυρο. Όχι πως κάποιοι δεν άξιζαν και δεν θα τα κατάφερναν αν υπήρχαν διαγωνιστικές διαδικασίες, αλλά μπήκαν κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων, κουβαλώντας το βάρος της παρατυπίας με ό, τι σημαίνει αυτό στον καθένα (από ευγνωμοσύνη στον άνθρωπο που βοήθησε, μέχρι υποχρέωση ανταπόδοσης ή ακόμη ενοχές που υποχρεώθηκε να «γλύψει», ή σε ελάχιστες περιπτώσεις ως μίσος προς το σύστημα που τον εξανάγκασε να ξευτελιστεί για μια θέση εργασίας.
Η χαλαρότητα στην εφαρμογή των νόμων και το άλλα μέτρα και σταθμά που επικρατούν στις προσλήψεις ανάλογα με το ποιανού παιδί είσαι, ποιον ψηφίζεις και ποιος σε γουστάρει, δεν περιορίζεται μόνον στην αρχική επιλογή, αλλά επεκτείνεται σε όλη την λειτουργία της δημόσιας υπηρεσίας.
Ένας που μπήκε λάθρα, θα συνεχίσει να επιδιώκει να εξελιχθεί λάθρα, να μετατεθεί σε καλύτερη θέση, να γίνει προϊστάμενος κλπ. Ένας που μπήκε ως κομματικό ρουσφέτι, θα εμποτιστεί με την εντύπωση πως οι… άκρες του, του επιτρέπουν να μην εργάζεται όσο πρέπει, να μην σέβεται τους πολίτες που προστρέχουν στην υπηρεσία του για υπόθεσή τους, να κάνει και ο ίδιος ρουσφέτια σε ομόσταυλούς του, στο πλαίσιο των δυνατοτήτων του και των αρμοδιοτήτων του. Ένας που μπήκε από το παράθυρο, θα είναι βέβαιος πως δεν πρόκειται να τον πειράξει κανείς, πως ακόμη και να τον κυνηγήσει ένας προϊστάμενος για αδιαφορία ή μη ανταπόκριση στις υποχρεώσεις του, θα ξεφύγει και δεν θα έχει την παραμικρή επίπτωση.
*Η αίσθηση της σιγουριάς που προσφέρει η γνωριμία, στους περισσότερους ωφελούμενους μεταφράζεται ως υποχρέωση. Σε κάποιους λίγους όμως, λειτουργεί ως…εφαλτήριο να μετεξελιχτούν οι ίδιοι από ευνοούμενοι, σε γρανάζια του φαύλου συστήματος. Να γίνουν δηλαδή από πελάτες, αφεντικά, προσφέροντας τις υπηρεσίες τους ή κάνοντας τα στραβά μάτια επ αμοιβή.
Στην αρχή θα δεχτούν το δωράκι που ασχολήθηκαν με το αίτημα ενός ανθρώπου- θαρρείς και δεν είναι αυτό η δουλειά τους για την οποία αμείβονται. Με τον καιρό θα ζητήσουν με τον τρόπο τους το κάτι τις για να διεκπεραιώσουν μια απλή υπόθεση, μετά θα γλυκαθούν με το «γρηγορόσημο» το οποίο αφού καλομάθουν θα το απαιτούν προκειμένου να τελειώνουν χωρίς καθυστέρηση μια εργασία.
*Το ένα φέρνει το άλλο και κάποια στιγμή θα οδηγηθούν μπροστά στο…σταυροδρόμι: να παρατυπήσω ευνοώντας κάποιον που θα με αμείψει για την υπηρεσία μου, ή να αρκεστώ απλά στο… γρηγορόσημο (στην ταχύτητα δηλαδή ανταπόκρισης του αιτήματος ενός πολίτη).
Σε αυτό το δίλημμα δυστυχώς, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν τον δρόμο της διαφθοράς. Το οικονομικό όφελος είναι σπουδαίο κίνητρο, αλλά δεν αρκεί από μόνο του.
Η αίσθηση της ατιμωρησίας και του ακαταδίωκτου, είναι εκείνη που κάμπτει τις τελευταίες αντιστάσεις. Ελάχιστοι έχουν πιαστεί να παρανομούν, ακόμη λιγότεροι κυνηγήθηκαν και απείρως ελάχιστοι είναι αυτοί που υπέστησαν κυρώσεις για την επίορκη δράση τους. Οπότε, το ρίσκο είναι πολύ μικρό σε σύγκριση με το όφελος που μπορούν να αποκομίσουν παρανομώντας.
*Όλο αυτό, «ντύνεται» και με δύο επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται ως άλλοθι.
Πρώτο, ότι «όλοι τα παίρνουν, γιατί όχι κι εγώ. Βλάκας είμαι;»
Δεύτερο, ότι «αν δεν τα πάρω εγώ, θα τα πάρει κάποιος άλλος. Ποιο έξυπνος είναι αυτός;»
Κάπως έτσι, οι εν λόγω τύποι διαβαίνουν τον Ρουβίκωνα.
*Η συνέχεια είναι εύκολα να προβλεφθεί: το εύκολο χρήμα είναι τόσο γλυκό, που ανοίγει μεγαλύτερη όρεξη για ακόμη μεγαλύτερη και καλύτερα αμειβόμενη παρανομία. Η απληστία είναι κακός σύμβουλος, οπότε και ο μιζαδόρος κάποια στιγμή θα φτάσει στον πειρασμό να ανεβάσει το επίπεδο της διαφθοράς του, συνεργαζόμενος είτε με συναδέρφους του για να αυξηθεί η επιρροή τους, είτε με νταλαβεριτζήδες που θα ψάχνουν στην πιάτσα πελατάκια και θα τους ψήνουν να δώσουν χρήμα για να πάρουν σκανδαλωδώς ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Στο τέλος αυτής της διαδρομής στην οποία μεγαλώνουν οι δουλειές, τα κέρδη και αυξάνονται ακόμη περισσότερο οι προσδοκίες, είναι η σύσταση εγκληματικής οργάνωσης. Υπάλληλοι, προϊστάμενες αρχές, ντίλερς κι εξωτερικοί επαγγελματίες, συστήνουν την συμμορία τους και πλουτίζουν σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος κατακλέβοντας την κοινωνία.
*Τα γράφω αυτά με αφορμή την ιστορία της Χαλκιδικής που βγήκε στο φως τις τελευταίες μέρες και που αν κάνουν καλά τη δουλειά τους οι ανακριτικές και οι διωκτικές αρχές, θα τρομάξουμε με όσα αποκαλυφτούν το επόμενο διάστημα.
Τα βλέπαμε, τα ακούγαμε, τα ζούσαμε. Αλλά φευ. Πώς μπορούμε να τα μιλήσουμε εμείς όταν υπάρχει αυτή η συμπαιγνία και μαζική συνενοχή σε ένα τέτοιο γαϊτανάκι παρανομιών το οποίο παράγει τέτοιο πλούτο προς διανομή στους μετέχοντες;
Νά 'ναι καλά οι άνθρωποι που κατήγγειλαν – είτε προέρχονται από τους παθόντες είτε από «ριγμένους», είτε από ηθικούς υπαλλήλους που ασφυκτιούν από την δυσωδία αλλά νιώθουν αδύναμοι να αντιδράσουν- και νά 'ναι ακόμη καλύτερα οι ντεντέκτιβ που ερεύνησαν, μάζεψαν στοιχεία και βρήκαν την άκρη του νήματος ώστε να σπάσουν το τσόφλι του κλούβιου- δυσώδους αβγού.
*Μακάρι να φτάσει βαθιά το μαχαίρι. Όχι μόνον για να διορθωθεί ό, τι μπορεί από τις παρανομίες (σημεία και τέρατα ακούγονται), αλλά να κατασχεθεί ο παράνομα αποκτηθείς πλούτος και να τιμωρηθούν αυστηρά και παραδειγματικά οι ένοχοι.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15.12.2024
ΣΧΟΛΙΑ