ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Αυξάνονται οι πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα - «Βασιλιάς» των εξαγωγών το ούζο

Τι καταγράφει το ΙΟΒΕ στον κλάδο

 18/02/2024 14:50

Αυξάνονται οι πωλήσεις αλκοολούχων ποτών στην Ελλάδα - «Βασιλιάς» των εξαγωγών το ούζο

Το πλήγμα που υπέστη την περίοδο της πανδημίας άφησε πίσω του ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών, ο οποίος ανακάμπτει με ταχείς ρυθμούς έχοντας ως κινητήριες δυνάμεις τον τουρισμό και την εγχώρια κατανάλωση. Οι πωλήσεις των αλκοολούχων ποτών αναπτύσσονται σε αξία και όγκο, αγγίζοντας τα προ πανδημίας επίπεδα, με το ουίσκι να κυριαρχεί ενώ η εξαγωγική δραστηριότητα ενισχύεται περαιτέρω, με το ούζο να αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή.

Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης του ΙΟΒΕ, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών (χωρίς το τσίπουρο και το ούζο) διαμορφώθηκε το 2022 στα 3,7 εκατ. 9λιτρα κιβώτια, αυξημένη κατά 32,8% έναντι του 2021. Παράλληλα, το εμφιαλωμένο τσίπουρο καταγράφει αύξηση κατά 17,4% και στο ούζο κατά 16,4%, με την κατανάλωση να διαμορφώνεται σε 500 χιλ. και 799 χιλ. 9λιτρα κιβώτια αντιστοίχως. Σημειώνεται ότι οι καταγεγραμμένες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών το 2022 σημείωσαν αύξηση 28,2% φτάνοντας τα 5 εκατ. 9λιτρα κιβώτια ενσωματώνοντας τις κατηγορίες ούζου, τσίπουρου και λοιπών αλκοολούχων (ουίσκι, βότκα, τζιν κ.ά.). Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το 2022, και έπειτα από την ανάκαμψη μετά την πανδημία, οι πωλήσεις βρίσκονται στο 63% των επιπέδων του 2009, έναντι 50%-55% την περίοδο 2013-2019.

Την ίδια ώρα, οι τιμές των αλκοολούχων ποτών, λόγω των διαδοχικών αυξήσεων του ΕΦΚ και του συντελεστή ΦΠΑ, σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο μετά το 2010, η οποία ήταν υψηλότερη σε σύγκριση με τις τιμές υποκατάστατων οινοπνευματωδών ποτών όπως το κρασί και η μπύρα. Ειδικότερα, οι τιμές των αλκοολούχων ποτών στη λιανική αγορά (off-trade) ήταν υψηλότερες κατά 37,5% το 2022 σε σύγκριση με το 2009, στη μπύρα κατά 31,8% και στο κρασί κατά 9,0%, ενώ το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε την ίδια περίοδο κατά 17,3%. Ενδεικτικά, η αντιπροσωπευτική τιμή μιας φιάλης αλκοολούχου ποτού από περίπου 13 ευρώ το 2009 προσεγγίζει πλέον τα 20 ευρώ. Το μερίδιο των φόρων έχει αυξηθεί σημαντικά με τη συμμετοχή τους να αντιπροσωπεύει το 55,1% της τελικής τιμής.

Ευλόγως, άμεση επιρροή στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει ο τουρισμός. Το 2022 οι επισκέπτες στην Ελλάδα έφτασαν τα 30 εκατ. ενώ στο πρώτο εξάμηνο του 2023 έφτασαν τα 11,1 εκατ., υψηλότερα και από τα επίπεδα του 2019. Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, οι δαπάνες των τουριστών σε εστιατόρια και μπαρ κατέγραψαν αντίστοιχη αύξηση το 2022 με τον αριθμό των τουριστών, καθώς ήταν αυξημένες κατά 130%. Η δαπάνη των τουριστών για εστιατόρια και μπαρ αντιπροσωπεύει σταθερά το 25% της συνολικής τουριστικής δαπάνης την περίοδο 2008-2022. Η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη για τις κατηγορίες εστιατορίων και μπαρ ήταν 125,9 ευρώ το 2022, έναντι 80,7 ευρώ το 2019.

Το ούζο πρωταγωνιστής των εξαγωγών

Ο μεγάλος πρωταγωνιστής των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών παραμένει το ούζο το οποίο έχει καθιερωθεί διεθνώς λόγω της υψηλής ποιότητάς του.

Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) την τελευταία πενταετία εμφανίζει αύξηση +50% της αξίας και +12,24% της ποσότητας. Το ούζο συνεχίζει να διατηρεί σταθερά την πρώτη θέση στις εξαγωγές των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, καταλαμβάνοντας το πρώτο εξάμηνο του 2023, το 62% της αξίας και το 69% της ποσότητας του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αποσταγμάτων. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2023 εμφανίζεται ποσοστιαία αύξηση σε αξία κατά 6,02 % (+ 1,7 εκατ. ευρώ) ενώ σε ποσότητα εμφανίζεται ποσοστιαία μείωση κατά -8,3 % (-1,1 εκατ. κιλά) σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022. 

Η πτώση εξαγωγών του ούζου σε ποσότητα οφείλεται κυρίως στην απαγόρευση εισαγωγής και πώλησης αλκοολούχων ποτών στο Ιράκ που αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη χώρα προορισμού ούζου για την Ελλάδα. Την πρώτη θέση στις ελληνικές εξαγωγές ούζου κατέχει η Γερμανία με 44% του συνόλου σε αξία και 49,5% σε ποσότητα, ακολουθεί το Ιράκ με 20,2% σε αξία και 18,7% σε ποσότητα και στη τρίτη θέση βρίσκεται η Βουλγαρία με 17,8% σε αξία και 14,6% σε ποσότητα.

Συνολικά οι εξαγωγές των ελληνικών αλκοολούχων ποτών παρουσίασαν άνοδο σε αξία το πρώτο εξάμηνο του 2023. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάστηκε ο ΣΕΑΟΠ, οι εξαγωγές σημείωσαν (εντός ΕΕ 27 και σε Τρίτες Χώρες) συνολική αύξηση 10,53% σε αξία το πρώτο εξάμηνο του 2023, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 ( +4,7 εκατ. ευρώ). Αντίθετα, σε ποσότητα συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία, καταγράφοντας συνολική μείωση -3,05% (-0,6 εκατ. κιλά). Ως προς τους εξαγωγικούς προορισμούς τα κράτη μέλη της ΕΕ-27, αποτελούν σταθερά τους σημαντικότερους προορισμούς των ελληνικών αποσταγμάτων, με ποσοστό 80% σε αξία και σε ποσότητα. Η Γερμανία εξακολουθεί να αποτελεί τον κορυφαίο προορισμό των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, κατέχοντας το 44,4% της ποσότητας (8 εκατ. κιλά) και το 39% της αξίας (19,4 εκατ. ευρώ), του συνόλου των εξαγωγών. Στη 2η θέση βρίσκεται η Βουλγαρία, προς την οποία οι αποστολές συνεχώς αυξάνονται, συγκεκριμένα, κατά 39% σε αξία και 33% σε ποσότητα σε σύγκριση με πρώτο εξάμηνο του 2022. Στην 3η θέση βρίσκεται το Ιράκ, που σε αντίθεση με την Βουλγαρία, οι εξαγωγές των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, όπως φαίνεται από τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, από τον Μάιο του 2023 δείχνουν να μειώνονται.

Αγκάθι η υψηλή φορολόγηση

Μπορεί ο κλάδος παραγωγής και εμπορίας αλκοολούχων ποτών να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κλαδικού οικοσυστήματος, το οποίο το 2022 συνεισέφερε 2,1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας και υποστήριξε 72,7 χιλ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, ωστόσο πλήττεται από την υψηλή φορολόγηση.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (σε μονάδες ισοδυναμίας αγοραστικής δύναμης) και υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο γειτονικών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι η υψηλή φορολόγηση έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τα κίνητρα παράνομου εμπορίου, όσο και στο τουριστικό προϊόν, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά του. Οι φόροι μπορεί να αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ (55,1%) της τελικής λιανικής τιμής ενός αλκοολούχου ποτού.

Στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι οι συνολικές απώλειες φορολογικών εσόδων από το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών ανέρχονται σε περίπου 70 εκατ. ευρώ (μη καταβολή ΕΦΚ και ΦΠΑ), χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από το προϊόν των διήμερων αποσταγματοποιών. Αναφορικά με το προϊόν απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών (χύμα τσίπουρο), οι απώλειες από ΕΦΚ εκτιμώνται σε έως και 90 εκατ. ευρώ, καθώς στο συγκεκριμένο προϊόν, αξιοποιώντας το χαμηλό καθεστώς φορολόγησης, διοχετεύονται στην αγορά πολλαπλάσιες ποσότητες (είτε χωρίς να δηλώνονται, είτε από παράνομα αποστακτήρια) για εμπορική χρήση.

Συνεπώς, ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων ποτών, με αναπροσαρμογή του φορολογικού πλαισίου και συντονισμένους ελέγχους στην αγορά, εκτιμάται ότι θα αποφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στα φορολογικά έσοδα, στη δημόσια υγεία, στη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και στην απασχόληση, ενδυναμώνοντας το πλαίσιο λειτουργίας των υγιών επιχειρήσεων του κλάδου. Ενδεικτικά, στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι μια ενδεχόμενη μείωση του παράνομου εμπορίου κατά 20% θα οδηγούσε σε περίπου 30 εκατ. ευρώ επιπλέον φορολογικά έσοδα από ΕΦΚ και ΦΠΑ ετησίως.

Με βάση την ανάλυση του ΙΟΒΕ, η σύγκλιση του ΕΦΚ με τον μέσο όρο της ΕΕ θα έχει θετική επίδραση στην ελληνική οικονομία οδηγώντας, μεταξύ άλλων, σε αύξηση των πωλήσεων νόμιμων προϊόντων κατά περίπου 10% μέχρι το 2026, σε σύγκριση με το σενάριο διατήρησης του ΕΦΚ, ενίσχυση του ΑΕΠ κατά περίπου 325 εκατ. ευρώ την περίοδο 2024-2026 καθώς επίσης και αύξηση της απασχόλησης σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών κατά 11,3 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης.

Το πλήγμα που υπέστη την περίοδο της πανδημίας άφησε πίσω του ο κλάδος των αλκοολούχων ποτών, ο οποίος ανακάμπτει με ταχείς ρυθμούς έχοντας ως κινητήριες δυνάμεις τον τουρισμό και την εγχώρια κατανάλωση. Οι πωλήσεις των αλκοολούχων ποτών αναπτύσσονται σε αξία και όγκο, αγγίζοντας τα προ πανδημίας επίπεδα, με το ουίσκι να κυριαρχεί ενώ η εξαγωγική δραστηριότητα ενισχύεται περαιτέρω, με το ούζο να αποτελεί τον μεγάλο πρωταγωνιστή.

Όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα μελέτης του ΙΟΒΕ, η κατανάλωση αλκοολούχων ποτών (χωρίς το τσίπουρο και το ούζο) διαμορφώθηκε το 2022 στα 3,7 εκατ. 9λιτρα κιβώτια, αυξημένη κατά 32,8% έναντι του 2021. Παράλληλα, το εμφιαλωμένο τσίπουρο καταγράφει αύξηση κατά 17,4% και στο ούζο κατά 16,4%, με την κατανάλωση να διαμορφώνεται σε 500 χιλ. και 799 χιλ. 9λιτρα κιβώτια αντιστοίχως. Σημειώνεται ότι οι καταγεγραμμένες πωλήσεις αλκοολούχων ποτών το 2022 σημείωσαν αύξηση 28,2% φτάνοντας τα 5 εκατ. 9λιτρα κιβώτια ενσωματώνοντας τις κατηγορίες ούζου, τσίπουρου και λοιπών αλκοολούχων (ουίσκι, βότκα, τζιν κ.ά.). Σύμφωνα με την ίδια μελέτη, το 2022, και έπειτα από την ανάκαμψη μετά την πανδημία, οι πωλήσεις βρίσκονται στο 63% των επιπέδων του 2009, έναντι 50%-55% την περίοδο 2013-2019.

Την ίδια ώρα, οι τιμές των αλκοολούχων ποτών, λόγω των διαδοχικών αυξήσεων του ΕΦΚ και του συντελεστή ΦΠΑ, σημείωσαν κατακόρυφη άνοδο μετά το 2010, η οποία ήταν υψηλότερη σε σύγκριση με τις τιμές υποκατάστατων οινοπνευματωδών ποτών όπως το κρασί και η μπύρα. Ειδικότερα, οι τιμές των αλκοολούχων ποτών στη λιανική αγορά (off-trade) ήταν υψηλότερες κατά 37,5% το 2022 σε σύγκριση με το 2009, στη μπύρα κατά 31,8% και στο κρασί κατά 9,0%, ενώ το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε την ίδια περίοδο κατά 17,3%. Ενδεικτικά, η αντιπροσωπευτική τιμή μιας φιάλης αλκοολούχου ποτού από περίπου 13 ευρώ το 2009 προσεγγίζει πλέον τα 20 ευρώ. Το μερίδιο των φόρων έχει αυξηθεί σημαντικά με τη συμμετοχή τους να αντιπροσωπεύει το 55,1% της τελικής τιμής.

Ευλόγως, άμεση επιρροή στην κατανάλωση αλκοολούχων ποτών έχει ο τουρισμός. Το 2022 οι επισκέπτες στην Ελλάδα έφτασαν τα 30 εκατ. ενώ στο πρώτο εξάμηνο του 2023 έφτασαν τα 11,1 εκατ., υψηλότερα και από τα επίπεδα του 2019. Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, οι δαπάνες των τουριστών σε εστιατόρια και μπαρ κατέγραψαν αντίστοιχη αύξηση το 2022 με τον αριθμό των τουριστών, καθώς ήταν αυξημένες κατά 130%. Η δαπάνη των τουριστών για εστιατόρια και μπαρ αντιπροσωπεύει σταθερά το 25% της συνολικής τουριστικής δαπάνης την περίοδο 2008-2022. Η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη για τις κατηγορίες εστιατορίων και μπαρ ήταν 125,9 ευρώ το 2022, έναντι 80,7 ευρώ το 2019.

Το ούζο πρωταγωνιστής των εξαγωγών

Ο μεγάλος πρωταγωνιστής των εξαγωγών των ελληνικών αλκοολούχων ποτών παραμένει το ούζο το οποίο έχει καθιερωθεί διεθνώς λόγω της υψηλής ποιότητάς του.

Σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Παραγωγών Αποσταγμάτων και Αλκοολούχων Ποτών (ΣΕΑΟΠ) την τελευταία πενταετία εμφανίζει αύξηση +50% της αξίας και +12,24% της ποσότητας. Το ούζο συνεχίζει να διατηρεί σταθερά την πρώτη θέση στις εξαγωγές των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, καταλαμβάνοντας το πρώτο εξάμηνο του 2023, το 62% της αξίας και το 69% της ποσότητας του συνόλου των εξαγωγών των ελληνικών αποσταγμάτων. Ειδικότερα, το πρώτο εξάμηνο του 2023 εμφανίζεται ποσοστιαία αύξηση σε αξία κατά 6,02 % (+ 1,7 εκατ. ευρώ) ενώ σε ποσότητα εμφανίζεται ποσοστιαία μείωση κατά -8,3 % (-1,1 εκατ. κιλά) σε σύγκριση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022. 

Η πτώση εξαγωγών του ούζου σε ποσότητα οφείλεται κυρίως στην απαγόρευση εισαγωγής και πώλησης αλκοολούχων ποτών στο Ιράκ που αποτελεί τη δεύτερη σημαντικότερη χώρα προορισμού ούζου για την Ελλάδα. Την πρώτη θέση στις ελληνικές εξαγωγές ούζου κατέχει η Γερμανία με 44% του συνόλου σε αξία και 49,5% σε ποσότητα, ακολουθεί το Ιράκ με 20,2% σε αξία και 18,7% σε ποσότητα και στη τρίτη θέση βρίσκεται η Βουλγαρία με 17,8% σε αξία και 14,6% σε ποσότητα.

Συνολικά οι εξαγωγές των ελληνικών αλκοολούχων ποτών παρουσίασαν άνοδο σε αξία το πρώτο εξάμηνο του 2023. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat που επεξεργάστηκε ο ΣΕΑΟΠ, οι εξαγωγές σημείωσαν (εντός ΕΕ 27 και σε Τρίτες Χώρες) συνολική αύξηση 10,53% σε αξία το πρώτο εξάμηνο του 2023, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 ( +4,7 εκατ. ευρώ). Αντίθετα, σε ποσότητα συνεχίζουν την πτωτική τους πορεία, καταγράφοντας συνολική μείωση -3,05% (-0,6 εκατ. κιλά). Ως προς τους εξαγωγικούς προορισμούς τα κράτη μέλη της ΕΕ-27, αποτελούν σταθερά τους σημαντικότερους προορισμούς των ελληνικών αποσταγμάτων, με ποσοστό 80% σε αξία και σε ποσότητα. Η Γερμανία εξακολουθεί να αποτελεί τον κορυφαίο προορισμό των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, κατέχοντας το 44,4% της ποσότητας (8 εκατ. κιλά) και το 39% της αξίας (19,4 εκατ. ευρώ), του συνόλου των εξαγωγών. Στη 2η θέση βρίσκεται η Βουλγαρία, προς την οποία οι αποστολές συνεχώς αυξάνονται, συγκεκριμένα, κατά 39% σε αξία και 33% σε ποσότητα σε σύγκριση με πρώτο εξάμηνο του 2022. Στην 3η θέση βρίσκεται το Ιράκ, που σε αντίθεση με την Βουλγαρία, οι εξαγωγές των ελληνικών αλκοολούχων ποτών, όπως φαίνεται από τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, από τον Μάιο του 2023 δείχνουν να μειώνονται.

Αγκάθι η υψηλή φορολόγηση

Μπορεί ο κλάδος παραγωγής και εμπορίας αλκοολούχων ποτών να αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου κλαδικού οικοσυστήματος, το οποίο το 2022 συνεισέφερε 2,1 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας και υποστήριξε 72,7 χιλ. θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης, ωστόσο πλήττεται από την υψηλή φορολόγηση.

Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα έχει τον υψηλότερο συντελεστή ΕΦΚ αλκοολούχων ποτών ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ-27 (σε μονάδες ισοδυναμίας αγοραστικής δύναμης) και υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο γειτονικών και τουριστικά ανταγωνιστικών χωρών. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι η υψηλή φορολόγηση έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην εγχώρια αγορά, αυξάνοντας τα κίνητρα παράνομου εμπορίου, όσο και στο τουριστικό προϊόν, μειώνοντας την ανταγωνιστικότητά του. Οι φόροι μπορεί να αντιπροσωπεύουν πάνω από το ήμισυ (55,1%) της τελικής λιανικής τιμής ενός αλκοολούχου ποτού.

Στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι οι συνολικές απώλειες φορολογικών εσόδων από το παράνομο εμπόριο αλκοολούχων ποτών ανέρχονται σε περίπου 70 εκατ. ευρώ (μη καταβολή ΕΦΚ και ΦΠΑ), χωρίς να υπολογίζονται οι απώλειες από το προϊόν των διήμερων αποσταγματοποιών. Αναφορικά με το προϊόν απόσταξης των διήμερων αποσταγματοποιών (χύμα τσίπουρο), οι απώλειες από ΕΦΚ εκτιμώνται σε έως και 90 εκατ. ευρώ, καθώς στο συγκεκριμένο προϊόν, αξιοποιώντας το χαμηλό καθεστώς φορολόγησης, διοχετεύονται στην αγορά πολλαπλάσιες ποσότητες (είτε χωρίς να δηλώνονται, είτε από παράνομα αποστακτήρια) για εμπορική χρήση.

Συνεπώς, ο περιορισμός του παράνομου εμπορίου αλκοολούχων ποτών, με αναπροσαρμογή του φορολογικού πλαισίου και συντονισμένους ελέγχους στην αγορά, εκτιμάται ότι θα αποφέρει πολλαπλασιαστικά οφέλη στα φορολογικά έσοδα, στη δημόσια υγεία, στη βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και στην απασχόληση, ενδυναμώνοντας το πλαίσιο λειτουργίας των υγιών επιχειρήσεων του κλάδου. Ενδεικτικά, στη μελέτη εκτιμήθηκε ότι μια ενδεχόμενη μείωση του παράνομου εμπορίου κατά 20% θα οδηγούσε σε περίπου 30 εκατ. ευρώ επιπλέον φορολογικά έσοδα από ΕΦΚ και ΦΠΑ ετησίως.

Με βάση την ανάλυση του ΙΟΒΕ, η σύγκλιση του ΕΦΚ με τον μέσο όρο της ΕΕ θα έχει θετική επίδραση στην ελληνική οικονομία οδηγώντας, μεταξύ άλλων, σε αύξηση των πωλήσεων νόμιμων προϊόντων κατά περίπου 10% μέχρι το 2026, σε σύγκριση με το σενάριο διατήρησης του ΕΦΚ, ενίσχυση του ΑΕΠ κατά περίπου 325 εκατ. ευρώ την περίοδο 2024-2026 καθώς επίσης και αύξηση της απασχόλησης σε όλη την αλυσίδα εφοδιασμού αλκοολούχων ποτών κατά 11,3 χιλ. θέσεις πλήρους απασχόλησης.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία