ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Βασίλης Βασιλικός: Μια άγνωστη ιστορία στη Θεσσαλονίκη

Σε ποιο «παράδοξο» μέρος βρέθηκε ο γνωστός συγγραφέας και ποια ήταν η αντίδραση του κόσμου

 04/12/2023 16:56

Βασίλης Βασιλικός: Μια άγνωστη ιστορία στη Θεσσαλονίκη

Κυριακή Τσολάκη

Ήταν η εποχή που ο Βασίλης Βασιλικός είχε εκδώσει τη βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη, ένα βιβλίο που είχε ξεσηκώσει διάφορα σχόλια, από ότι θυμάμαι, στα μέσα ενημέρωσης κυρίως γιατί ο συγγραφέας με την μαεστρία που τον διέκρινε κατόρθωσε να αποσπάσει από τον σπουδαίο βάρδο της εποχής στη δύση του, διάφορα πιπεράτα σχόλια για την προσωπική του ζωή, τους έρωτες και τις σχέσεις του.

Όλη η Ελλάδα μιλούσε για τη βιογραφία που είχε γράψει ο Βασιλικός για τον Καζαντζίδη και πόσο αποκαλυπτική ήταν, κάποιες δε κυρίες του πενταγράμμου που είχαν σχέση με τον αιώνιο Έλληνα τραγουδιστή είχαν ενοχληθεί και το… ξεκατίνιασμα στις τηλεοράσεις πήγαινε και ερχόταν με αναφορές σε λεπτομέρειες και συμβάντα, με υστερίες.

Τότε ο Βασιλικός είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη, νομίζω για μια βιβλιοπαρουσίαση. Ένας γνωστός φίλος συγγραφέας μου πρότεινε να μου τον γνωρίσει και εγώ πέταξα ασφαλώς τη σκούφια μου. Πότε θα ξαναείχα την ευκαιρία να συναντήσω τον δημιουργό του «Z»; Ενός βιβλίου που άφησε εποχή και έγινε ταινία αργότερα από τον Κώστα Γαβρά, η οποία ακόμη συζητιέται.

Πότε ξανά θα είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω τον άνθρωπο που έκανε τη μοναδική τότε εκπομπή για το βιβλίο στην ΕΡΤ, που είχε φιλοξενήσει στο πλαίσιό της όλους τους ογκόλιθους της ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης; Που είχε γνωρίσει από κοντά σε Ελλάδα και Γαλλία όλα τα ιερά τέρατα της παγκόσμιας συγγραφής;

Ήμουν δεν ήμουν τριάντα χρονών τότε και ο ενθουσιασμός που ένιωθα για τη συνάντηση δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες μόνο γραμμές. Θα ήμασταν οι τρεις μας και το ραντεβού είχε οριστεί σε ένα εστιατόριο της Θεσσαλονίκης, όπου φάγαμε ανατολίτικα φαγητά, συζητήσαμε ή μάλλον συζητούσαν οι δυο τους και εγώ παρέμενα βουβή – τότε ήταν η εποχή που μόνο άκουγα – για λογοτεχνία, πολιτική, φιλοσοφία…

Αργότερα, ο φίλος έριξε την ιδέα ως λάτρης του καλτ: «Πάμε Μπουγά;». Ήταν εδώ ο τότε αυτοαποκαλούμενος και ως «πλανητάρχης» τραγουδιστής της πίστας και μάλιστα συγκέντρωνε κάθε βράδυ πλήθος κόσμου, είχε μεγάλο σουξέ εκείνη την εποχή.

Έμεινα παγωτό. Και με την πρόταση, αλλά και με την αποδοχή της από τον Βασιλικό. Κακώς, γιατί είναι γνωστό πως οι συγγραφείς τρέφονται από το σκοτάδι, το περίεργο, το παράδοξο, το τραγελαφικό, το αναπάντεχο.

Έτσι, βρεθήκαμε σε ένα καταγώγιο στην ανατολική πλευρά της πόλης πρώτο τραπέζι πίστα με τον Βασιλικό και το καπέλο του που δεν αποχωριζόταν ποτέ να έχουμε γίνει το επίκεντρο της προσοχής όλου του μαγαζιού, γιατί η δημοφιλία του είχε φτάσει τότε στα ύψη ελέω Καζαντζίδη και είχε γίνει γνωστός από κόσμο, που ανάθεμα και αν είχε ποτέ πιάσει βιβλίο στη ζωή του.

Θυμάμαι πως ερχόταν και τον ρωτούσαν: «Εσείς δεν είστε που γράψατε το βιβλίο για τον Καζαντζίδη;» και ζητούσαν να φωτογραφηθούν μαζί του λες και ήταν ο Ρουβάς. Εκείνος δε αδιαμαρτύρητα πόζαρε κανονικά χωρίς τουπέ, αλαζονεία, δίχως κανέναν δισταγμό.

«Δεν σας ενοχλεί που έχετε γράψει παππάδες και τώρα έρχονται να φωτογραφηθούν όλοι μαζί σας γιατί ο Καζαντζίδης ξεσήκωσε κουτσομπολιά;», τον ρώτησα δυνατά στο αυτί κάποια στιγμή γιατί η βαβούρα των μπουζουκιών ήταν τέτοια που δεν άκουγε κανείς κανέναν. «Άσε τον κόσμο να εκφραστεί, Κυριακή. Εμένα μου αρέσει να με αγαπάνε έστω και έτσι», ήταν η απάντησή του.

Αργότερα, όταν τον συνάντησα μετά από πολλά – πολλά χρόνια, μαζί με τη σύντροφό του Βάσω Παπαντωνίου, δεν με θυμόταν… Είχαν μεσολαβήσει πολλά και, ασφαλώς, ένα βράδυ μέσα στο σκοτάδι και την πολύ βαβούρα δεν αφήνει αρκετά περιθώρια για αναμνήσεις.

Ήταν όμως και τότε εξίσου ευγενικός, τρυφερός, συγκαταβατικός και απλός όπως την πρώτη εκείνη φορά.

Από την Πέμπτη που ήρθαν τα άσχημα μαντάτα εκείνη η μέρα δεν ξεκολλάει από το μυαλό μου. Έχω μέσα μου τη θλίψη της απώλειας αλλά και την κρυφή χαρά πως είχα έστω την εμπειρία να τον ακούσω να μιλάει για γεγονότα που ως τότε ήταν άγνωστα σ’ εμένα.

Αντίο Βασίλη Βασιλικέ… Καλή σας ώρα όπου και αν είστε…

Σύντομο βιογραφικό

Ο Βασίλης Βασιλικό (Καβάλα 18 Νοεμβρίου 1933 - Αθήνα 30 Νοεμβρίου 2023 ήταν βραβευμένος Έλληνας συγγραφέας από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως. Βάσει δεδομένων της UNESCO πρόκειται για έναν από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς.]

Γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1933 στη συνοικία των Ποταμουδίων Καβάλας. Οι γονείς του καταγόταν από τη Θάσο. Πατέρας του ήταν ο δικηγόρος Νικόλαος Βασιλικός που πολιτεύθηκε και εξελέγη βουλευτής Καβάλας το 1936 και μητέρα του η Καίτη Βασιλικού. Είχε μια αδελφή, την Έλζα Βασιλικού, πρώην πρωταθλήτρια του πινγκ πονγκ. Αποφοίτησε από το Λύκειο Καρυωτάκη στην Καβάλ, στη Σχολή Βαλαγιάννη στη Θεσσαλονίκη και το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια. Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σκηνοθεσία τηλεόρασης στη δραματική σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ (Drama School – STR) στο Νιού Χέιβεν του Κονέκτικατ (ΗΠΑ). Ήταν παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και είχε μία κόρη. Απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 2023, σε ηλικία 90 ετών. Για ένα μεγάλο διάστημα από τον Μάρτιο του 1998 ήταν αρθρογράφος του περιοδικού «Επιλογές» της εφημερίδας «Μακεδονία της Κυριακής».

Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου 

Ήταν η εποχή που ο Βασίλης Βασιλικός είχε εκδώσει τη βιογραφία του Στέλιου Καζαντζίδη, ένα βιβλίο που είχε ξεσηκώσει διάφορα σχόλια, από ότι θυμάμαι, στα μέσα ενημέρωσης κυρίως γιατί ο συγγραφέας με την μαεστρία που τον διέκρινε κατόρθωσε να αποσπάσει από τον σπουδαίο βάρδο της εποχής στη δύση του, διάφορα πιπεράτα σχόλια για την προσωπική του ζωή, τους έρωτες και τις σχέσεις του.

Όλη η Ελλάδα μιλούσε για τη βιογραφία που είχε γράψει ο Βασιλικός για τον Καζαντζίδη και πόσο αποκαλυπτική ήταν, κάποιες δε κυρίες του πενταγράμμου που είχαν σχέση με τον αιώνιο Έλληνα τραγουδιστή είχαν ενοχληθεί και το… ξεκατίνιασμα στις τηλεοράσεις πήγαινε και ερχόταν με αναφορές σε λεπτομέρειες και συμβάντα, με υστερίες.

Τότε ο Βασιλικός είχε έρθει στη Θεσσαλονίκη, νομίζω για μια βιβλιοπαρουσίαση. Ένας γνωστός φίλος συγγραφέας μου πρότεινε να μου τον γνωρίσει και εγώ πέταξα ασφαλώς τη σκούφια μου. Πότε θα ξαναείχα την ευκαιρία να συναντήσω τον δημιουργό του «Z»; Ενός βιβλίου που άφησε εποχή και έγινε ταινία αργότερα από τον Κώστα Γαβρά, η οποία ακόμη συζητιέται.

Πότε ξανά θα είχα τη δυνατότητα να γνωρίσω τον άνθρωπο που έκανε τη μοναδική τότε εκπομπή για το βιβλίο στην ΕΡΤ, που είχε φιλοξενήσει στο πλαίσιό της όλους τους ογκόλιθους της ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης; Που είχε γνωρίσει από κοντά σε Ελλάδα και Γαλλία όλα τα ιερά τέρατα της παγκόσμιας συγγραφής;

Ήμουν δεν ήμουν τριάντα χρονών τότε και ο ενθουσιασμός που ένιωθα για τη συνάντηση δεν μπορεί να περιγραφεί σε λίγες μόνο γραμμές. Θα ήμασταν οι τρεις μας και το ραντεβού είχε οριστεί σε ένα εστιατόριο της Θεσσαλονίκης, όπου φάγαμε ανατολίτικα φαγητά, συζητήσαμε ή μάλλον συζητούσαν οι δυο τους και εγώ παρέμενα βουβή – τότε ήταν η εποχή που μόνο άκουγα – για λογοτεχνία, πολιτική, φιλοσοφία…

Αργότερα, ο φίλος έριξε την ιδέα ως λάτρης του καλτ: «Πάμε Μπουγά;». Ήταν εδώ ο τότε αυτοαποκαλούμενος και ως «πλανητάρχης» τραγουδιστής της πίστας και μάλιστα συγκέντρωνε κάθε βράδυ πλήθος κόσμου, είχε μεγάλο σουξέ εκείνη την εποχή.

Έμεινα παγωτό. Και με την πρόταση, αλλά και με την αποδοχή της από τον Βασιλικό. Κακώς, γιατί είναι γνωστό πως οι συγγραφείς τρέφονται από το σκοτάδι, το περίεργο, το παράδοξο, το τραγελαφικό, το αναπάντεχο.

Έτσι, βρεθήκαμε σε ένα καταγώγιο στην ανατολική πλευρά της πόλης πρώτο τραπέζι πίστα με τον Βασιλικό και το καπέλο του που δεν αποχωριζόταν ποτέ να έχουμε γίνει το επίκεντρο της προσοχής όλου του μαγαζιού, γιατί η δημοφιλία του είχε φτάσει τότε στα ύψη ελέω Καζαντζίδη και είχε γίνει γνωστός από κόσμο, που ανάθεμα και αν είχε ποτέ πιάσει βιβλίο στη ζωή του.

Θυμάμαι πως ερχόταν και τον ρωτούσαν: «Εσείς δεν είστε που γράψατε το βιβλίο για τον Καζαντζίδη;» και ζητούσαν να φωτογραφηθούν μαζί του λες και ήταν ο Ρουβάς. Εκείνος δε αδιαμαρτύρητα πόζαρε κανονικά χωρίς τουπέ, αλαζονεία, δίχως κανέναν δισταγμό.

«Δεν σας ενοχλεί που έχετε γράψει παππάδες και τώρα έρχονται να φωτογραφηθούν όλοι μαζί σας γιατί ο Καζαντζίδης ξεσήκωσε κουτσομπολιά;», τον ρώτησα δυνατά στο αυτί κάποια στιγμή γιατί η βαβούρα των μπουζουκιών ήταν τέτοια που δεν άκουγε κανείς κανέναν. «Άσε τον κόσμο να εκφραστεί, Κυριακή. Εμένα μου αρέσει να με αγαπάνε έστω και έτσι», ήταν η απάντησή του.

Αργότερα, όταν τον συνάντησα μετά από πολλά – πολλά χρόνια, μαζί με τη σύντροφό του Βάσω Παπαντωνίου, δεν με θυμόταν… Είχαν μεσολαβήσει πολλά και, ασφαλώς, ένα βράδυ μέσα στο σκοτάδι και την πολύ βαβούρα δεν αφήνει αρκετά περιθώρια για αναμνήσεις.

Ήταν όμως και τότε εξίσου ευγενικός, τρυφερός, συγκαταβατικός και απλός όπως την πρώτη εκείνη φορά.

Από την Πέμπτη που ήρθαν τα άσχημα μαντάτα εκείνη η μέρα δεν ξεκολλάει από το μυαλό μου. Έχω μέσα μου τη θλίψη της απώλειας αλλά και την κρυφή χαρά πως είχα έστω την εμπειρία να τον ακούσω να μιλάει για γεγονότα που ως τότε ήταν άγνωστα σ’ εμένα.

Αντίο Βασίλη Βασιλικέ… Καλή σας ώρα όπου και αν είστε…

Σύντομο βιογραφικό

Ο Βασίλης Βασιλικό (Καβάλα 18 Νοεμβρίου 1933 - Αθήνα 30 Νοεμβρίου 2023 ήταν βραβευμένος Έλληνας συγγραφέας από τους πιο γνωστούς παγκοσμίως. Βάσει δεδομένων της UNESCO πρόκειται για έναν από τους δέκα πιο μεταφρασμένους Έλληνες συγγραφείς.]

Γεννήθηκε στις 18 Νοεμβρίου 1933 στη συνοικία των Ποταμουδίων Καβάλας. Οι γονείς του καταγόταν από τη Θάσο. Πατέρας του ήταν ο δικηγόρος Νικόλαος Βασιλικός που πολιτεύθηκε και εξελέγη βουλευτής Καβάλας το 1936 και μητέρα του η Καίτη Βασιλικού. Είχε μια αδελφή, την Έλζα Βασιλικού, πρώην πρωταθλήτρια του πινγκ πονγκ. Αποφοίτησε από το Λύκειο Καρυωτάκη στην Καβάλ, στη Σχολή Βαλαγιάννη στη Θεσσαλονίκη και το Αμερικάνικο Κολλέγιο Ανατόλια. Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και σκηνοθεσία τηλεόρασης στη δραματική σχολή του Πανεπιστημίου Γέιλ (Drama School – STR) στο Νιού Χέιβεν του Κονέκτικατ (ΗΠΑ). Ήταν παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και είχε μία κόρη. Απεβίωσε στις 30 Νοεμβρίου 2023, σε ηλικία 90 ετών. Για ένα μεγάλο διάστημα από τον Μάρτιο του 1998 ήταν αρθρογράφος του περιοδικού «Επιλογές» της εφημερίδας «Μακεδονία της Κυριακής».

Δημοσιεύτηκε στη Μακεδονία της Κυριακής 3 Δεκεμβρίου 

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία