Δημήτρης Καραντζάς στη «ΜτΚ»: Βρισκόμαστε σε μία στιγμή που είμαστε πολύ ατομιστές
21/04/2024 08:00
21/04/2024 08:00
Με την παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ ο Δημήτρης Καραντζάς έχει δύο πρωτιές: Η μία είναι ότι σκηνοθετεί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και η άλλη ότι καταπιάνεται με τον μεγάλο Γερμανό δραματουργό.
Για την εμπειρία του στο ΚΘΒΕ τονίζει: «Ήταν πολύ ωραία λόγω της συνεργασίας με τους ηθοποιούς. Είναι πολύ σημαντικό ότι το ensemble του ΚΘΒΕ είναι πολύ καλό και ότι βρίσκει κανείς πολύ ωραίους και σημαντικούς ηθοποιούς εκεί μέσα.
Κυρίως γι’ αυτό αγωνιώ στη δουλειά μας και αυτή είναι η βάση της εργασίας μου, οπότε ενθουσιάστηκα που βρήκα τόσο ορεξάτους, δουλεμένους και φιλοπερίεργους ηθοποιούς γιατί σε μία αντίθετη περίπτωση τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Οπότε αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος και πολλή μεγάλη χαρά».
«Το κείμενο λειτούργησε παρηγορητικά»
Το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου ήταν μία δική του ιδέα. «Θα μπορούσα να κινηθώ και σε πιο γνώριμα εδάφη, δηλαδή σε συγγραφείς με τους οποίους έχω καταπιαστεί ξανά, αλλά ο Μπρεχτ ήταν ένας δημιουργός που πάντα με απασχολούσε κυρίως λόγω του ύφους του.
Αυτή η μεγάλη ακροβασία που κάνει μεταξύ αφήγησης, ρεαλισμού, επικού θεάτρου, το πώς εντάσσει μέσα σε αυτό τη μουσική και το τραγούδι και πώς οι ηθοποιοί την ώρα που αφηγείται την πλοκή σε μια σκηνή, μπορούν να βγουν από αυτήν για να επικοινωνήσουν με το κοινό, έχει μεγάλο σκηνοθετικό ενδιαφέρον. Πρέπει να βρεις αυτόν τον μηχανισμό ώστε να μπορέσεις να καταλάβεις το βάθος της θεατρικής γλώσσας που προτείνει ο Μπρεχτ.
Επιπλέον, το ότι ιδεολογικά είμαι απόλυτα ταυτισμένος με το πνεύμα του, ότι μιλάει για έναν συναγερμό της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς που χάνεται, ήρθε και με συνάντησε σε μια κοινωνική και πολιτική στιγμή, στην οποία το κείμενο λειτούργησε παρηγορητικά», τονίζει ο σκηνοθέτης.
Για να το βρει όλο αυτό ο ίδιος έπρεπε να σκάψει και να ανακαλύψει τους άξονες που βάζει ο συγγραφέας. «Υπάρχει ο καλός άνθρωπος, η Σεν Τε, που έχει μία πορεία, αλλά και η κοινωνία που λειτουργεί ως ένα πρόσχημα για το τι συμβαίνει σε αυτόν τον άνθρωπο. Είναι σαν ένα κοινωνικό πείραμα του τι γίνεται όταν κάποιος προσφέρει σε έναν κόσμο που στερείται δικαιοσύνης και είναι απόλυτα δυσλειτουργικός. Όλο αυτό δεν είναι θέατρο ψυχολογίας, αλλά ενεργούς απορίας. Δηλαδή οι ηθοποιοί είναι πιο πολύ φορείς και επιχειρημάτων και ενός υπαρξιακού ερωτήματος και δεν απασχολεί τόσο πώς παίζεται ο ρόλος. Το ίδιο συμβαίνει και στην τραγωδία που είναι μακριά από την ψυχολογία, αλλά χτυπάει στον πυρήνα της ύπαρξης. Μόνο με την τραγωδία μπορώ να βρω συνδέσεις και ταυτίσεις με το έργο του Μπρεχτ», υποστηρίζει ο κ. Καραντζάς.
Όταν άρχισαν αυτά να ξεκλειδώνουν μπόρεσε να βρει μία ελευθερία σε αυτή την πολύ ωραία άναρχη αφήγηση που έχει ο Μπρεχτ. «Με την ίδια ελευθερία μοιράζομαι όλο αυτό με το κοινό και με τον ‘συμπαίκτη’ μου επί σκηνής. Η επιβεβαίωση ότι όλο αυτό που βλέπουμε είναι κατασκευασμένο, κάνει τον θεατή να ταυτιστεί περισσότερο από ότι θα ταυτιζόταν αν πήγαινες να τον παραμυθιάσεις ότι πρόκειται για πραγματική ζωή. Σου λέω ότι είναι μια παραβολή και σου υπενθυμίζω συνέχεια ότι βλέπεις κάτι ψεύτικο, γιατί το θέατρο είναι εκ φύσεως μια συμφωνία που κάνει το κοινό με τους επί σκηνής. Ο Μπρεχτ αυτό έχει ως προτεραιότητα και έτσι νομίζω ότι μπορεί να κάνει τους θεατές να μπουν πολύ βαθιά στο έργο», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
«Αν δεν βρεις τρόπο να επιτίθεσαι θα σε κατασπαράξουν»
Παρομοιάζει τη Σεν Τε στη σημερινή εποχή με οποιονδήποτε άνθρωπο διατηρεί ακόμα ένα ελάχιστο ενδιαφέρον για τον διπλανό του. «Με αυτόν που έχει μια ενσυναίσθηση για τον συνάνθρωπό του, μία αίσθηση δικαίου σε μια πολύ άδικη κοινωνία. Αυτό εμένα μου λείπει πολύ στους ανθρώπους γύρω μας. Βρισκόμαστε σε μία στιγμή που είμαστε πολύ ατομιστές, γιατί είμαστε φοβισμένοι και τόσο φτωχοί που κοιτάμε κυρίως πώς ακριβώς θα τα βγάλουμε πέρα και πώς θα επιβιώσουμε ατομικά.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ξεχνιέται και η φροντίδα και η βοήθεια. Εμένα αυτή η λειτουργία της Σεν Τε με έκανε να καταλάβω πόσο έχουμε μετακινηθεί από όλα όσα έχουν πέσει επάνω μας τα τελευταία χρόνια. Οπότε την παρομοιάζω με τον άνθρωπο που θυμάμαι να θέλω να είμαι. Με έναν άνθρωπο που θα τον απασχολήσει η αδικία. Ο Μπρεχτ αυτό λέει: ότι αν η κοινωνία βρίσκεται σε τόσο μεγάλη ανάγκη αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει, οπότε θέτει το κοινωνικό ερώτημα του πώς μπορείς να συνεχίσεις να ζεις», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Καραντζάς.
Άλλωστε, στο γνωστό έργο, η εμφάνιση του εξαδέλφου της Σεν Τε βάζει σε τάξη τα πράγματα, μακριά από συναισθηματισμούς και φιλανθρωπίες. «Εκεί η ηρωίδα καταλαβαίνει απολύτως ότι αν δεν βρεις τρόπο να προφυλάσσεσαι και να επιτίθεσαι θα σε κατασπαράξουν. Αυτό είναι μια κοινωνιολογική και ανθρωπολογική παρατήρηση, δυστυχώς, απολύτως σωστή. Σήμερα, είναι τόσα τα αλλεπάλληλα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά χτυπήματα, που στεγνώνει μέσα σου η καλοσύνη γιατί πρέπει μόνο να βρεις πώς δεν θα λυγίσεις», λέει ο σκηνοθέτης.
Ο ίδιος είναι πιστός στο θέατρο και δεν τον ενδιαφέρει ο κινηματογράφος ή η τηλεόραση. «Το θέατρο, ειδικά αυτό που προσπαθεί με έναν τρόπο να ενεργοποιήσει και να ξυπνήσει κοιμισμένες συνειδήσεις και διατηρεί αυτό το φοβερό προνόμιο του ζωντανού θεάματος δεν το ανταλλάσσω με τίποτα, ακόμη και αν είμαστε στην εποχή της εικόνας. Ίσως ακριβώς επειδή είμαστε στην περίοδο αυτή, ακόμα πιο πολύ επιμένω στο επιχείρημα και στο πνεύμα», καταλήγει ο Δημήτρης Καραντζάς.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
«Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν»
Βασιλικό Θέατρο
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.04.2024Με την παράσταση «Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν» του Μπέρτολτ Μπρεχτ ο Δημήτρης Καραντζάς έχει δύο πρωτιές: Η μία είναι ότι σκηνοθετεί στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και η άλλη ότι καταπιάνεται με τον μεγάλο Γερμανό δραματουργό.
Για την εμπειρία του στο ΚΘΒΕ τονίζει: «Ήταν πολύ ωραία λόγω της συνεργασίας με τους ηθοποιούς. Είναι πολύ σημαντικό ότι το ensemble του ΚΘΒΕ είναι πολύ καλό και ότι βρίσκει κανείς πολύ ωραίους και σημαντικούς ηθοποιούς εκεί μέσα.
Κυρίως γι’ αυτό αγωνιώ στη δουλειά μας και αυτή είναι η βάση της εργασίας μου, οπότε ενθουσιάστηκα που βρήκα τόσο ορεξάτους, δουλεμένους και φιλοπερίεργους ηθοποιούς γιατί σε μία αντίθετη περίπτωση τα πράγματα θα ήταν δύσκολα. Οπότε αυτό είναι πολύ μεγάλο κέρδος και πολλή μεγάλη χαρά».
«Το κείμενο λειτούργησε παρηγορητικά»
Το ανέβασμα του συγκεκριμένου έργου ήταν μία δική του ιδέα. «Θα μπορούσα να κινηθώ και σε πιο γνώριμα εδάφη, δηλαδή σε συγγραφείς με τους οποίους έχω καταπιαστεί ξανά, αλλά ο Μπρεχτ ήταν ένας δημιουργός που πάντα με απασχολούσε κυρίως λόγω του ύφους του.
Αυτή η μεγάλη ακροβασία που κάνει μεταξύ αφήγησης, ρεαλισμού, επικού θεάτρου, το πώς εντάσσει μέσα σε αυτό τη μουσική και το τραγούδι και πώς οι ηθοποιοί την ώρα που αφηγείται την πλοκή σε μια σκηνή, μπορούν να βγουν από αυτήν για να επικοινωνήσουν με το κοινό, έχει μεγάλο σκηνοθετικό ενδιαφέρον. Πρέπει να βρεις αυτόν τον μηχανισμό ώστε να μπορέσεις να καταλάβεις το βάθος της θεατρικής γλώσσας που προτείνει ο Μπρεχτ.
Επιπλέον, το ότι ιδεολογικά είμαι απόλυτα ταυτισμένος με το πνεύμα του, ότι μιλάει για έναν συναγερμό της ανθρωπότητας και της ανθρωπιάς που χάνεται, ήρθε και με συνάντησε σε μια κοινωνική και πολιτική στιγμή, στην οποία το κείμενο λειτούργησε παρηγορητικά», τονίζει ο σκηνοθέτης.
Για να το βρει όλο αυτό ο ίδιος έπρεπε να σκάψει και να ανακαλύψει τους άξονες που βάζει ο συγγραφέας. «Υπάρχει ο καλός άνθρωπος, η Σεν Τε, που έχει μία πορεία, αλλά και η κοινωνία που λειτουργεί ως ένα πρόσχημα για το τι συμβαίνει σε αυτόν τον άνθρωπο. Είναι σαν ένα κοινωνικό πείραμα του τι γίνεται όταν κάποιος προσφέρει σε έναν κόσμο που στερείται δικαιοσύνης και είναι απόλυτα δυσλειτουργικός. Όλο αυτό δεν είναι θέατρο ψυχολογίας, αλλά ενεργούς απορίας. Δηλαδή οι ηθοποιοί είναι πιο πολύ φορείς και επιχειρημάτων και ενός υπαρξιακού ερωτήματος και δεν απασχολεί τόσο πώς παίζεται ο ρόλος. Το ίδιο συμβαίνει και στην τραγωδία που είναι μακριά από την ψυχολογία, αλλά χτυπάει στον πυρήνα της ύπαρξης. Μόνο με την τραγωδία μπορώ να βρω συνδέσεις και ταυτίσεις με το έργο του Μπρεχτ», υποστηρίζει ο κ. Καραντζάς.
Όταν άρχισαν αυτά να ξεκλειδώνουν μπόρεσε να βρει μία ελευθερία σε αυτή την πολύ ωραία άναρχη αφήγηση που έχει ο Μπρεχτ. «Με την ίδια ελευθερία μοιράζομαι όλο αυτό με το κοινό και με τον ‘συμπαίκτη’ μου επί σκηνής. Η επιβεβαίωση ότι όλο αυτό που βλέπουμε είναι κατασκευασμένο, κάνει τον θεατή να ταυτιστεί περισσότερο από ότι θα ταυτιζόταν αν πήγαινες να τον παραμυθιάσεις ότι πρόκειται για πραγματική ζωή. Σου λέω ότι είναι μια παραβολή και σου υπενθυμίζω συνέχεια ότι βλέπεις κάτι ψεύτικο, γιατί το θέατρο είναι εκ φύσεως μια συμφωνία που κάνει το κοινό με τους επί σκηνής. Ο Μπρεχτ αυτό έχει ως προτεραιότητα και έτσι νομίζω ότι μπορεί να κάνει τους θεατές να μπουν πολύ βαθιά στο έργο», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
«Αν δεν βρεις τρόπο να επιτίθεσαι θα σε κατασπαράξουν»
Παρομοιάζει τη Σεν Τε στη σημερινή εποχή με οποιονδήποτε άνθρωπο διατηρεί ακόμα ένα ελάχιστο ενδιαφέρον για τον διπλανό του. «Με αυτόν που έχει μια ενσυναίσθηση για τον συνάνθρωπό του, μία αίσθηση δικαίου σε μια πολύ άδικη κοινωνία. Αυτό εμένα μου λείπει πολύ στους ανθρώπους γύρω μας. Βρισκόμαστε σε μία στιγμή που είμαστε πολύ ατομιστές, γιατί είμαστε φοβισμένοι και τόσο φτωχοί που κοιτάμε κυρίως πώς ακριβώς θα τα βγάλουμε πέρα και πώς θα επιβιώσουμε ατομικά.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ξεχνιέται και η φροντίδα και η βοήθεια. Εμένα αυτή η λειτουργία της Σεν Τε με έκανε να καταλάβω πόσο έχουμε μετακινηθεί από όλα όσα έχουν πέσει επάνω μας τα τελευταία χρόνια. Οπότε την παρομοιάζω με τον άνθρωπο που θυμάμαι να θέλω να είμαι. Με έναν άνθρωπο που θα τον απασχολήσει η αδικία. Ο Μπρεχτ αυτό λέει: ότι αν η κοινωνία βρίσκεται σε τόσο μεγάλη ανάγκη αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να υπάρξει, οπότε θέτει το κοινωνικό ερώτημα του πώς μπορείς να συνεχίσεις να ζεις», υπογραμμίζει ο Δημήτρης Καραντζάς.
Άλλωστε, στο γνωστό έργο, η εμφάνιση του εξαδέλφου της Σεν Τε βάζει σε τάξη τα πράγματα, μακριά από συναισθηματισμούς και φιλανθρωπίες. «Εκεί η ηρωίδα καταλαβαίνει απολύτως ότι αν δεν βρεις τρόπο να προφυλάσσεσαι και να επιτίθεσαι θα σε κατασπαράξουν. Αυτό είναι μια κοινωνιολογική και ανθρωπολογική παρατήρηση, δυστυχώς, απολύτως σωστή. Σήμερα, είναι τόσα τα αλλεπάλληλα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά χτυπήματα, που στεγνώνει μέσα σου η καλοσύνη γιατί πρέπει μόνο να βρεις πώς δεν θα λυγίσεις», λέει ο σκηνοθέτης.
Ο ίδιος είναι πιστός στο θέατρο και δεν τον ενδιαφέρει ο κινηματογράφος ή η τηλεόραση. «Το θέατρο, ειδικά αυτό που προσπαθεί με έναν τρόπο να ενεργοποιήσει και να ξυπνήσει κοιμισμένες συνειδήσεις και διατηρεί αυτό το φοβερό προνόμιο του ζωντανού θεάματος δεν το ανταλλάσσω με τίποτα, ακόμη και αν είμαστε στην εποχή της εικόνας. Ίσως ακριβώς επειδή είμαστε στην περίοδο αυτή, ακόμα πιο πολύ επιμένω στο επιχείρημα και στο πνεύμα», καταλήγει ο Δημήτρης Καραντζάς.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
«Ο καλός άνθρωπος του Σε Τσουάν»
Βασιλικό Θέατρο
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14.04.2024
ΣΧΟΛΙΑ