Δημήτρης Μάρδας: Η εξομάλυνση των πολιτικών σχέσεων με την πΓΔΜ θα βελτιώσει τις οικονομικές συναλλαγές
11/02/2019 07:00
11/02/2019 07:00
Βρισκόμαστε στη μεταμνημονιακή περίοδο, κατά την οποία δημιουργούνται υψηλές προσδοκίες σε οικονομικό επίπεδο. Υπάρχουν τα δεδομένα και οι συνθήκες για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας;
Θετικές προσδοκίες έχουμε όταν περιορίζονται οι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία, όπως και κάθε οικονομία. Η έξοδος από τα μνημόνια με την ταυτόχρονη αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης όπως και σε συνδυασμό με ένα άλλο σύνολο ευνοϊκών εξελίξεων αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν τις θετικές προσδοκίες. Απομένει η απογείωση της εγχώριας οικονομίας ως αντανάκλαση των ανωτέρω. Αυτό σημαίνει αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων.
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής κατά 2% - 2,5% τη χρονιά αποτελεί από τη μια πλευρά θετικό βήμα, από την άλλη όμως η χώρα χρειάζεται υψηλότερους ρυθμούς αύξησης, τόσο της παραγωγής όσο ιδίως και των επενδύσεων. Για να γίνουν αυτά απαιτούνται υψηλές ταχύτητες πρωτόγνωρες για τη χώρα μας, όπως και κινήσεις τακτικής με στόχο τον περιορισμό όλων των εμποδίων που φρενάρουν την ανάκαμψή της. Αυτά δεν είναι μόνο οι φορολογικοί συντελεστές αλλά κι άλλοι όπως η πολυπλοκότητα των φορολογικών ρυθμίσεων, η γραφειοκρατία, η πολιτική αβεβαιότητα οικονομίας και άλλα πολλά, τα οποία δεν έχουν το παραμικρό κόστος, απλά απαιτούν μια πολιτική κουλτούρα διαφορετική από εκείνη που ίσχυε κατά το απώτερο παρελθόν.
Η έξοδος της χώρας στις αγορές την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα θετικό δείγμα γραφής, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Θα δούμε και άλλη προσπάθεια εξόδου τις επόμενες εβδομάδες;
Οι επόμενες έξοδοι πρέπει να οδηγούν σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού. Το επιτόκιο δανεισμού μέσω των πενταετών ομολόγων της τάξης του 3,6% είναι σαφώς καλύτερο από το αντίστοιχο του 4,9% του παλαιότερου δανεισμού επί ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Εξακολουθεί όμως να παραμένει υψηλό και επιδίωξή μας είναι η μείωσή του. Και η Πορτογαλία άρχισε από υψηλά επιτόκια και σήμερα δανείζεται με πολύ καλύτερους όρους. Οπότε εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η πτωτική τους τάση.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες αναβίωσης της οικονομίας της Βόρειας Ελλάδας;
Η αγορά των γειτόνων μας αποτελεί ενδοχώρα της ελληνικής οικονομίας. Η εξομάλυνση των πολιτικών σχέσεων εύλογα θα βελτιώσει τις οικονομικές συναλλαγές, στις οποίες καταγράφουμε θετικό αποτέλεσμα. Και μέσω της βελτίωσης των οικονομικών σχέσεων εγκαθιδρύεται η ειρήνη και η ευημερία στην περιοχή, απόψεις που κατ’ επανάληψη έχουν επιβεβαιωθεί διεθνώς. Στις εξελίξεις αυτές κυρίαρχο ρόλο μπορούν να παίξουν οι μικρομεσαίες εταιρείες της Μακεδονίας. Από την άλλη βέβαια στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν τις διμερείς μας σχέσεις εδώ και χρόνια (π.χ. τιμές καυσίμων, διακίνηση νωπών προϊόντων χωρίς τα απαραίτητα πιστοποιητικά) πρέπει να αντιμετωπιστούν καθώς οι τελευταίες επηρεάζουν αρνητικά τις οικονομίες των νομών που συνορεύουν με τη γειτονική χώρα.
Πολλοί εργοδότες ισχυρίζονται πως δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν την αύξηση του κατώτατου μισθού. Πρόκειται για πραγματικό επιχείρημα ή απλά δεν θέλουν να μειώσουν τα κέρδη τους;
Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, πολύ μεγαλύτερο αυτού του χρέους, είναι η έξοδος των νέων μας προς τις αγορές άλλων χωρών, όπου βρίσκουν καλύτερες αμοιβές και όρους απασχόλησης. Αυτό σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα της χώρας μπορεί να μας οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε εκτροπές και ανεπιθύμητες εξελίξεις. Κατ’ επανάληψη έχω τονίσει ότι όλοι μας, σε όλα τα κόμματα, πρέπει να λιώσουμε έτσι ώστε να βρούμε τρόπους για να συγκρατήσουμε τους νέους στη χώρα, όχι μόνο αυτούς που διαθέτουν υψηλές δεξιότητες, αλλά όλους. Η βελτίωση των μισθών είναι ένας παράγοντας που εύλογα οδηγεί στην ανάσχεση αυτής της τάσης εξόδου. Αν δημιουργήσει προβλήματα στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τότε οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε, βρίσκοντας λύσεις θεραπείας. Αυτή είναι η δουλειά κάθε αποτελεσματικής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως θα εξαντλήσει τη θητεία της, παρά το διαζύγιο με τους ΑΝΕΛ, ενώ η αντιπολίτευση κάνει λόγο για «κυβέρνηση κουρελού». Μπορεί η εν λόγω κοινοβουλευτική πλειοψηφία να φτάσει έως τον Οκτώβριο του 2019;
Αυτό μπορεί να γίνει, αλλά το ζητούμενο δεν είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που υφίσταται, αλλά οι επιπτώσεις όλης αυτής της εκλογολαγνείας με πρωτοστάτη δυστυχώς την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία από το 2016 απαιτεί πρόωρες εκλογές ανά εξάμηνο. Όλο αυτό ο κλίμα ευνοεί την πολιτική αβεβαιότητα, που αποτελεί έναν από τους πρώτους τρεις παράγοντες που λειτουργεί εις βάρος της δημιουργίας φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και ερωτάται κάθε εχέφρων άνθρωπος. Εφόσον κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης πιστεύουν ότι θα γίνουν κυβέρνηση, η δημιουργία ενός τέτοιου αρνητικού κλίματος εξυπηρετεί τις στρατηγικές τους επιλογές; Ή πιστεύουν ότι θα έρθουν στην εξουσία και αιφνιδίως οι επενδυτές θα αγνοήσουν τα πάντα, οπότε θα τους εμπιστευθούν, αλλάζοντας τη συμπεριφορά τους απέναντι στη χώρα μέσα σε λίγες μέρες ή σε λίγους μήνες; Είναι δυνατόν έμπειροι πολιτικοί να βιώνουν τέτοιες αυταπάτες; Ή μήπως έχουν προεξοφλήσει ότι δεν θα έρθουν στην εξουσία, οπότε δεν νοιάζονται για την πολιτική αβεβαιότητα που εισάγει η επιμονή τους για πρόωρες εκλογές ή γενικά για δημιουργία έκρυθμου πολιτικού κλίματος;
Πέραν των άλλων πολιτικών εξελίξεων, τον Μάιο θα πραγματοποιηθούν και οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Πώς βλέπετε τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και τους δήμους της Θεσσαλονίκης;
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές ποτέ δεν ήταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου. Ήδη τα προβλήματα της εκλογικής μου περιφέρειας σε συνδυασμό με την εμπλοκή μου, που εξακολουθεί να υφίσταται με σύνολο προτάσεων στην κεντρική οικονομική πολιτική, δεν μου δίνουν την άνεση χρόνου για να εμπλακώ και στα αυτοδιοικητικά θέματα. Η στρατηγική που ακολουθείται θα κριθεί από τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, οπότε τότε θα κριθούν όλοι οι χειρισμοί, οι οποίοι εύλογα επιδιώκουν νίκες.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10 Φεβρουαρίου 2019
Βρισκόμαστε στη μεταμνημονιακή περίοδο, κατά την οποία δημιουργούνται υψηλές προσδοκίες σε οικονομικό επίπεδο. Υπάρχουν τα δεδομένα και οι συνθήκες για την ανασυγκρότηση της ελληνικής οικονομίας;
Θετικές προσδοκίες έχουμε όταν περιορίζονται οι κίνδυνοι που χαρακτηρίζουν την ελληνική οικονομία, όπως και κάθε οικονομία. Η έξοδος από τα μνημόνια με την ταυτόχρονη αναβάθμιση της χώρας από τους οίκους αξιολόγησης όπως και σε συνδυασμό με ένα άλλο σύνολο ευνοϊκών εξελίξεων αποτελούν παράγοντες που ενισχύουν τις θετικές προσδοκίες. Απομένει η απογείωση της εγχώριας οικονομίας ως αντανάκλαση των ανωτέρω. Αυτό σημαίνει αύξηση της παραγωγής και των επενδύσεων.
Η αύξηση της εγχώριας παραγωγής κατά 2% - 2,5% τη χρονιά αποτελεί από τη μια πλευρά θετικό βήμα, από την άλλη όμως η χώρα χρειάζεται υψηλότερους ρυθμούς αύξησης, τόσο της παραγωγής όσο ιδίως και των επενδύσεων. Για να γίνουν αυτά απαιτούνται υψηλές ταχύτητες πρωτόγνωρες για τη χώρα μας, όπως και κινήσεις τακτικής με στόχο τον περιορισμό όλων των εμποδίων που φρενάρουν την ανάκαμψή της. Αυτά δεν είναι μόνο οι φορολογικοί συντελεστές αλλά κι άλλοι όπως η πολυπλοκότητα των φορολογικών ρυθμίσεων, η γραφειοκρατία, η πολιτική αβεβαιότητα οικονομίας και άλλα πολλά, τα οποία δεν έχουν το παραμικρό κόστος, απλά απαιτούν μια πολιτική κουλτούρα διαφορετική από εκείνη που ίσχυε κατά το απώτερο παρελθόν.
Η έξοδος της χώρας στις αγορές την προηγούμενη εβδομάδα ήταν ένα θετικό δείγμα γραφής, σύμφωνα με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης. Θα δούμε και άλλη προσπάθεια εξόδου τις επόμενες εβδομάδες;
Οι επόμενες έξοδοι πρέπει να οδηγούν σε αποκλιμάκωση των επιτοκίων δανεισμού. Το επιτόκιο δανεισμού μέσω των πενταετών ομολόγων της τάξης του 3,6% είναι σαφώς καλύτερο από το αντίστοιχο του 4,9% του παλαιότερου δανεισμού επί ΝΔ - ΠΑΣΟΚ. Εξακολουθεί όμως να παραμένει υψηλό και επιδίωξή μας είναι η μείωσή του. Και η Πορτογαλία άρχισε από υψηλά επιτόκια και σήμερα δανείζεται με πολύ καλύτερους όρους. Οπότε εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι η πτωτική τους τάση.
Η Συμφωνία των Πρεσπών μπορεί να δημιουργήσει συνθήκες αναβίωσης της οικονομίας της Βόρειας Ελλάδας;
Η αγορά των γειτόνων μας αποτελεί ενδοχώρα της ελληνικής οικονομίας. Η εξομάλυνση των πολιτικών σχέσεων εύλογα θα βελτιώσει τις οικονομικές συναλλαγές, στις οποίες καταγράφουμε θετικό αποτέλεσμα. Και μέσω της βελτίωσης των οικονομικών σχέσεων εγκαθιδρύεται η ειρήνη και η ευημερία στην περιοχή, απόψεις που κατ’ επανάληψη έχουν επιβεβαιωθεί διεθνώς. Στις εξελίξεις αυτές κυρίαρχο ρόλο μπορούν να παίξουν οι μικρομεσαίες εταιρείες της Μακεδονίας. Από την άλλη βέβαια στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν τις διμερείς μας σχέσεις εδώ και χρόνια (π.χ. τιμές καυσίμων, διακίνηση νωπών προϊόντων χωρίς τα απαραίτητα πιστοποιητικά) πρέπει να αντιμετωπιστούν καθώς οι τελευταίες επηρεάζουν αρνητικά τις οικονομίες των νομών που συνορεύουν με τη γειτονική χώρα.
Πολλοί εργοδότες ισχυρίζονται πως δεν θα μπορέσουν να εφαρμόσουν την αύξηση του κατώτατου μισθού. Πρόκειται για πραγματικό επιχείρημα ή απλά δεν θέλουν να μειώσουν τα κέρδη τους;
Το κύριο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, πολύ μεγαλύτερο αυτού του χρέους, είναι η έξοδος των νέων μας προς τις αγορές άλλων χωρών, όπου βρίσκουν καλύτερες αμοιβές και όρους απασχόλησης. Αυτό σε συνδυασμό με την υπογεννητικότητα της χώρας μπορεί να μας οδηγήσει στο άμεσο μέλλον σε εκτροπές και ανεπιθύμητες εξελίξεις. Κατ’ επανάληψη έχω τονίσει ότι όλοι μας, σε όλα τα κόμματα, πρέπει να λιώσουμε έτσι ώστε να βρούμε τρόπους για να συγκρατήσουμε τους νέους στη χώρα, όχι μόνο αυτούς που διαθέτουν υψηλές δεξιότητες, αλλά όλους. Η βελτίωση των μισθών είναι ένας παράγοντας που εύλογα οδηγεί στην ανάσχεση αυτής της τάσης εξόδου. Αν δημιουργήσει προβλήματα στις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τότε οφείλουμε να τα αντιμετωπίσουμε, βρίσκοντας λύσεις θεραπείας. Αυτή είναι η δουλειά κάθε αποτελεσματικής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως θα εξαντλήσει τη θητεία της, παρά το διαζύγιο με τους ΑΝΕΛ, ενώ η αντιπολίτευση κάνει λόγο για «κυβέρνηση κουρελού». Μπορεί η εν λόγω κοινοβουλευτική πλειοψηφία να φτάσει έως τον Οκτώβριο του 2019;
Αυτό μπορεί να γίνει, αλλά το ζητούμενο δεν είναι η κοινοβουλευτική πλειοψηφία που υφίσταται, αλλά οι επιπτώσεις όλης αυτής της εκλογολαγνείας με πρωτοστάτη δυστυχώς την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία από το 2016 απαιτεί πρόωρες εκλογές ανά εξάμηνο. Όλο αυτό ο κλίμα ευνοεί την πολιτική αβεβαιότητα, που αποτελεί έναν από τους πρώτους τρεις παράγοντες που λειτουργεί εις βάρος της δημιουργίας φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και ερωτάται κάθε εχέφρων άνθρωπος. Εφόσον κάποια κόμματα της αντιπολίτευσης πιστεύουν ότι θα γίνουν κυβέρνηση, η δημιουργία ενός τέτοιου αρνητικού κλίματος εξυπηρετεί τις στρατηγικές τους επιλογές; Ή πιστεύουν ότι θα έρθουν στην εξουσία και αιφνιδίως οι επενδυτές θα αγνοήσουν τα πάντα, οπότε θα τους εμπιστευθούν, αλλάζοντας τη συμπεριφορά τους απέναντι στη χώρα μέσα σε λίγες μέρες ή σε λίγους μήνες; Είναι δυνατόν έμπειροι πολιτικοί να βιώνουν τέτοιες αυταπάτες; Ή μήπως έχουν προεξοφλήσει ότι δεν θα έρθουν στην εξουσία, οπότε δεν νοιάζονται για την πολιτική αβεβαιότητα που εισάγει η επιμονή τους για πρόωρες εκλογές ή γενικά για δημιουργία έκρυθμου πολιτικού κλίματος;
Πέραν των άλλων πολιτικών εξελίξεων, τον Μάιο θα πραγματοποιηθούν και οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Πώς βλέπετε τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας και τους δήμους της Θεσσαλονίκης;
Οι αυτοδιοικητικές εκλογές ποτέ δεν ήταν στο επίκεντρο των ενδιαφερόντων μου. Ήδη τα προβλήματα της εκλογικής μου περιφέρειας σε συνδυασμό με την εμπλοκή μου, που εξακολουθεί να υφίσταται με σύνολο προτάσεων στην κεντρική οικονομική πολιτική, δεν μου δίνουν την άνεση χρόνου για να εμπλακώ και στα αυτοδιοικητικά θέματα. Η στρατηγική που ακολουθείται θα κριθεί από τα αποτελέσματα των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, οπότε τότε θα κριθούν όλοι οι χειρισμοί, οι οποίοι εύλογα επιδιώκουν νίκες.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10 Φεβρουαρίου 2019
ΣΧΟΛΙΑ