ΑΠΟΨΕΙΣ

«Εκάβη»: Μία φωνητική παρτιτούρα λόγου σε ισότιμο διάλογο με τη μουσική

 20/08/2024 08:37

Δεν ξέρω ποια αγάπησα πιότερο. Ποια μίλησε μέσα μου, με ποια πόνεσα παραπάνω. Θαρρώ είναι η Εκάβη. Η άλλοτε ευτυχισμένη βασίλισσα της Τροίας, που κάποτε έκλαψε με καυτά δάκρυα για τον χαμό του καθενός ξεχωριστά από τα 50 παιδιά της. Η αιχμάλωτη, η ταπεινωμένη, η εκδικήτρια του θανάτου του γιου της Πολύδωρου που προσπάθησε να τον σώσει όταν ακόμα μαίνονταν ο Τρωικός πόλεμος στέλνοντάς τον στον Βασιλιά της Θράκης Πολυμήστορα για να τον προστατέψει μα εκείνος τον θανάτωσε για το χρυσάφι.

Ο Πολυμήστορας, ο έμπιστος φίλος του Πριάμου και της Εκάβης -παντρεμένος με την κόρη τους Ιλινόη- υποσχέθηκε να τον προστατέψει αλλά... Πολυμηστορας: «μόλις ο Έκτορας έχασε την ζωή του και η Τροία έπεσε και το παλάτι του πατέρα μου γκρεμίστηκε συθέμελα, κι εκείνος σφαγιάστηκε στον ιερό βωμό από τον γιο του Αχιλλέα, τον μιαρό φονιά, με σκοτώνει τον άμοιρο, για το χρυσάφι. Ο φίλος του πατέρα μου, κι αφού με σκότωσε στη θάλασσα με πέταξε, για να κρατήσει το χρυσάφι για δικό του. Κείμαι στην ακτή με το κύμα πότε να με σέρνει στα βαθιά, πότε να με ξεβράζει-άκλαυτος, άθαφτος». Εκεί να παραδέρνει στον αφρό, βρίσκει το άψυχο σώμα του η Εκάβη ενώ ήδη θρηνεί για τη θυσία της κόρης της Πολυξένης στον βωμό του Αχιλλέα.

Την εξαιρετική θεατρική μουσική Performance του Κωσταντίνου Χατζή από την Ομάδα Χρώμα -με τον ίδιο να υποδύεται την ηρωίδα- εμπνευσμένης από την Εκάβη του Ευριπίδη απολαύσαμε όσοι βρεθήκαμε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. Μία φωνητική παρτιτούρα λόγου σε ισότιμο διάλογο με τη μουσική, μία συρραφή -όχι διασκευή- με τον λόγο του τραγικού ποιητή θα είναι αυτούσιος και να συνδιαλέγεται με τη μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη.

Η Εκάβη, σαν μία «προτομή» κάθε μέρα «ξυπνά», θυμάται και περιπλανιέται μέσα στους αιώνες στα ερείπια της Τροίας, ενώ εμείς την παρακολουθούμε σε ένα κατανυκτικό σκηνικό από κίονες που έχει στηθεί στο φουαγιέ του Μουσείου και σε μεταφέρει νοερά στον τόπο της τραγωδίας ακούγοντας παράλληλα τραγούδια από τους Βασίλη Μηλιώνη, Στέφανο Καλτσή και Άρη Χριστοφέλλη, καθώς και ένα τραγούδι από τη φωνή της Σοφίας Χίλλ.

Η Εκάβη μαζί με άλλες αιχμάλωτες Τρωαδίτισσες οργανώνουν εκδίκηση, παρασέρνουν με δόλο τον Πολημύστορα με τα παιδιά του -τάζοντάς του, τι άλλο, φυσικά χρυσάφι- στις σκηνές τους, σκοτώνουν τα παιδιά του και τυφλώνουν τον ίδιο. 

«Πολυμήστορας: Πού ᾽ναι τα; Μες στα ρούχα, ή σε κρυψώνα;

Εκάβη: Ανάμεσα στα λάφυρα τα σωριασμένα στις τέντες.

Πολυμήστορας: Αλλά πού; Των Αχαιών βλέπω εδώ το ναυτολόι.

Εκάβη: Έχουν κι οι αιχμάλωτες γυναίκες τις σκηνές τους.

Πολυμήστορας: Κι είναι σίγουρα εκεί; Μήπως υπάρχουν άντρες;

Εκάβη: Κανένας Αχαιός, εμείς μονάχες. Μπες μέσα· γιατί βιάζονται οι Αργίτες να λύσουν τα καράβια, για τον γυρισμό. Κι αφού γίνουν τα πάντα καθώς πρέπει, φεύγεις πάλι, μαζί με τα παιδιά σου, κατά κει που κι ο γιος μου, με δική σου φροντίδα κατοικεί…».

Την Εκάβη του Ευρυπίδη τη διάβασα και την ξαναδιάβασα όταν παρακολουθούσα τα μαθήματα υποκριτικής από τον αξέχαστο ηθοποιό του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος Δημήτρη Καρέλλη. Όσο περισσότερες επαναλήψεις, τόσο πιο βαθιά αγαπιέται η Εκάβη, συγκλονίζει το κείμενο του Ευρυπίδη. Η φωνή του Δημήτρη Καρέλλη, αλησμόνητη, έκανε τη θυσία της Πολυξένης ακόμη πιο τρομερή. Η μάνα, η Εκάβη, καλείται να θυσιάσει την κόρη της για να επιστρέψουν τα καράβια στην πατρίδα. Όπως ακριβώς και η Κλυταιμνήστρα, κλήθηκε να θυσιάσει την κόρη της, την Ιφιγένεια, για να αποπλεύσουν τα πλοία για την Τροία.

Εκάβη προς τον Οδυσσέα: «Άγγιξες, όπως λες, το χέρι μου, προσπέφτοντας, κι αυτό το γέρικο πρόσωπο· λοιπόν, με τη σειρά μου προσπέφτω κι εγώ και σ᾽ αγγίζω, κι αξιώνω από σένανε την ίδια χάρη, μη, σε ικετεύω, μου αρπάξεις το τέκνο απ᾽ τα χέρια, μην το σκοτώσετε· αρκετοί ᾽ναι οι νεκροί μου. Μ᾽ αυτήν βρίσκω χαρά, τις συμφορές μου ξεχνώ. Μες στα τόσα δεινά μου είναι μια παρηγόρια… Φίλε μου ευγενικέ, δείξε σε μένα λίγο σέβας ή έστω, λίγη συμπόνια και πες στους Αχαιούς πως θα ᾽ταν κρίμα γυναίκες να σκοτώσουνε, που πρώτα, όταν απ᾽ τους βωμούς τις αρπάξατε, τους δείξατε σπλαχνιά».

Ο πολυμήχανος Οδυσσέας, ο Βασιλιάς της Ιθάκης, ο ένας από τους υποψήφιους μνηστήρες της Ελένης πριν πάρει τον Μενέλαο και την κλέψει ο Πάρης, ήταν αυτός που έπεισε την Κλυταιμνήστρα να φέρει την κόρη της στην Αυλίδα με πρόφαση ότι θα αρραβωνιαστεί τον Αχιλλέα. Παρόμοια τώρα προσπαθεί να πείσει την Εκάβη ότι η κόρη της Πολυξένη θα γίνει... αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα στον Άδη. Χορός: «Καθώς λένε, στη μεγάλη τη σύναξη των Αχαιών, η απόφαση πάρθηκε θυσία να δώσουν την κόρη σου στον Αχιλλέα. Το ξέρεις πως πάνω απ᾽ τον τάφο του πρόβαλε με τη χρυσή αρματωσιά του, και τα θαλασσοτάξιδα καράβια σταμάτησε, που είχανε κιόλας τα πανιά τους απλωμένα, κράζοντας: «Για πού σαλπάρετε, Δαναοί, παρατώντας τον τάφο μου ατίμητο;».

Η αφετηρία και η βάση

Οι αγαπημένοι σκηνοθέτες και ηθοποιοί Μόνα Κιτσοπούλου και Γιώργος Γκασνακης όταν σπούδαζα θέατρο στην «Παράθλαση», είχαν επιλέξει να μου δώσουν να ερμηνεύσω τον ρόλο της Κλυταιμνήστρας. «Είσαι ντάμα» μου είχε πει η Μόνα: «όχι ενζενί». Δούλεψα αρκετό καιρό επάνω στον ρόλο. Όμως ήμουνα αρκετά νέα ηλικιακά και σήμερα που το σκέφτομαι τα συναισθήματά μου δεν μπορούσαν να αγγίξουν το μέγεθος της τραγωδίας. Η Κλυταιμνήστρα, η όμορφη αδελφή της Ελένης, που η ωραιότητά της σβήνει πλάι της, η γυναίκα που ο δεύτερος σύζυγός της Αγαμέμνονας την άρπαξε με το ζόρι αφού σκότωσε τον πρώτο σύζυγό της και θανάτωσε το παιδί τους, τώρα τι; Θυσιάζει την κόρη τους, το σπλάχνο τους, την Ιφιγένεια. Πώς να του το συγχωρέσει; Πώς να ξεχάσει; Όταν γυρνά από τον Τρωικό πόλεμο τον σκοτώνουν μαζί με τον εραστή της.

Ιφιγένεια: «Ωιμέ! Βαριά χτυπήματα του μαύρου πεπρωμένου·

Το φέγγος του ήλιου σβήνεται για με του αγαπημένου. Και της αυγής το φως, Μαζί μ’ εμένα χάνεσαι κι εσύ, κι εσύ, μητέρα· Τώρα για μοιρολόγι μας ας απλωθεί εδώ πέρα.

Σκοπός θρηνητικός. Κορφές της Ίδης, ω σπηλιές κι ολόχιονα λαγγάδια.

Βουνοπλαγιές, βουνοκορφές, νεροσυρμές, λιβάδια, Φαράγγια, ποταμοί,

Αυτού που ο Παν δεν έπαψε να τριγυρνά -μακάρι Ποτέ μου να μην τ’ άκουγα για το βοσκό τον Πάρη Πώς είχε ζήσει εκεί».

Όλα τα παραπάνω γιατί όπως είπε ο Κάρολος Κουν: «η αφετηρία και η βάση του θεάτρου, όπως και κάθε μορφής τέχνης είναι η ποίηση και η μαγεία».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18.08.2024