Εκπαίδευση και Υγεία στο επίκεντρο του βιβλίου του καθηγητή του ΑΠΘ Κυριάκου Αναστασιάδη
28/11/2024 17:20
28/11/2024 17:20
Η παρουσίαση του βιβλίου του Κυριάκου Αναστασιάδη, Καθηγητή Καρδιοχειρουργικής ΑΠΘ, με τίτλο «Εθνικό, το χρήσιμο: τομές στα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας», που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στο Τελλόγλειο, έδωσε την ευκαιρία για τοποθετήσεις επί των θεμάτων που θέτει και των λύσεων που προτείνει για την εκπαίδευση και την υγεία στη χώρα μας, από εξαιρετικούς συνομιλητές. Ο Περικλής Μήτκας, Πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο Ανδρέας Λοβέρδος, τέως Υπουργός Υγείας και Παιδείας, ο Ηλίας Μόσιαλος, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας London School of Economics, η Άννα Ανδρεάδου, φοιτήτρια Ιατρικής ΑΠΘ και ο Νίκος Οικονόμου, δημοσιογράφος συνέβαλαν με τη συμμετοχή τους σε μια ζωηρή πολιτική συζήτηση. Διαλέγοντας κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο προκύπτουν κάποια ερωτήματα που αναμένουν απάντηση.
Ως προς την εκπαίδευση στη χώρα μας, ως στόχος της καθορίζεται στο βιβλίο: «τα δεκαπεντάχρονα παιδιά να ξέρουν όχι μόνο να γράφουν, να διαβάζουν και να χειρίζονται με αυτοπεποίθηση αριθμητικούς λογαριασμούς, αλλά να καταλαβαίνουν τον πλανήτη και τους πολιτισμούς του, να απολαμβάνουν τις Τέχνες και την Άθληση και, κυρίως, να συνεργάζονται και να επιτυγχάνουν στόχους. Ακόμα κι αν σε αυτό το σημείο επιλέξουν να μη συνεχίσουν να προγυμνάζονται για Ανώτερες σπουδές, οι νέοι αυτοί άνθρωποι είναι σε θέση να ασκηθούν σε χρήσιμα επαγγέλματα και τέχνες, που μπορούν να επιλέξουν οι ίδιες και οι ίδιοι. Με δυο λέξεις, να είναι ανεξάρτητοι και χρήσιμοι».
Πόσο κοντά ή πόσο μακριά είμαστε από μια τέτοια εκπαίδευση; Μήπως η συζήτηση για τα Πανεπιστήμια έχει επισκιάσει τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης; Είναι ή δεν είναι κρίσιμο για το μέλλον της χώρας να μειώσουμε τον λειτουργικό αναλφαβητισμό που, εκτός από τα υπόλοιπα, καθιστά αδύνατη και την επανεκπαίδευση των ανθρώπων σε νέες ειδικότητες στη θέση όσων οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι γεωπολιτικές μετατοπίσεις καθιστούν ασύμφορες;
Για τον επαγγελματικό προσανατολισμό καταγράφεται ότι «εκτός από τις νεφελώδεις εικόνες για τη δικηγορία, την ιατρική ή τις ειδικότητες των μηχανικών, τι λογής πληροφορίες προσφέραμε; Δυστυχώς, ασήμαντες!” … “Η επιλογή κατεύθυνσης σπουδών είναι τόσο κρίσιμη όσο ενδεχομένως ελάχιστα άλλα στην εκπαιδευτική διαδικασία, γι’ αυτό και τα λάθη εδώ κοστίζουν ακριβά: μάταιες προσπάθειες για ανικανοποίητες επιθυμίες, σπατάλες πόρων, καθυστερήσεις και απογοητεύσεις, δυσκαμψίες και χαμηλοί μέσοι όροι στην απόδοση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Με άλλα λόγια, αν θέλουμε καλύτερα αποτελέσματα χωρίς να πετάμε χρήματα και κόπους γονέων και παιδιών, ας βοηθήσουμε τους νέους ανθρώπους να αγαπήσουν το αντικείμενο τους, να ενθουσιαστούν με την προοπτική να γίνουν αυτό που θαύμασαν και ζήλεψαν. Με τον τρόπο που (δεν) τους προετοιμάζουμε σήμερα, καταλήγουν να βλέπουν τα σπουδαστικά τους καθήκοντα σαν αναγκαίο κακό ίσα-ίσα για να αποκτήσουν ένα αμφίβολης αξίας πτυχίο ως ελάχιστο προσόν για ένα μέλλον με ελάχιστες πιθανότητες ευτυχίας”. Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγεται αυτή η κριτική. Γιατί δεν αλλάζει κάτι; Είναι υπόθεση κυβερνητικής πολιτικής ή εκπαιδευτικών; Και πώς αυτή η υστέρηση επηρεάζει τα Πανεπιστήμια μας, την παραγωγικότητα τους, το επίπεδο των σπουδών τους;
Ως προς την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο στο βιβλίο περιγράφεται σαφώς ως προσωπική κατάκτηση και όχι κεκτημένο δικαίωμα. Μπορεί η άποψη αυτή να ξεπεραστεί εύκολα; Ή πρέπει να προβληματίσει με το σκεπτικό ότι αν αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την Εκπαίδευση, δε θα μειωθούν όσοι τελικά αποφοιτούν από το Πανεπιστήμιο, αλλά θα βελτιωθούν τα υπόλοιπα.
Σχετικά με την αριστεία, η λέξη έχει προκαλέσει αναταραχή: “Ας δεχθούμε ότι η αριστεία είναι καταρχήν προκλητική. Προκλητική γιατί, κάθε τι που μοιάζει να αμφισβητεί την ισότητα, δημιουργεί αντιπάθειες στους μέτριους που επαγγέλλονται τους ηγέτες. Δικαιολογημένα, γιατί στη λέξη συνωστίζονται οι έννοιες του επιτεύγματος, της πρωτοπορίας και της διάκρισης που τους είναι ξένες. Πού θα είμασταν αλήθεια χωρίς τους ανθρώπους που με τις πρωτιές τους, τις ανακαλύψεις και τις ανατροπές τους συνέβαλαν στην εξέλιξη της κοινωνίας μας; Και ποιους θα είχαμε ως πρότυπα αν όχι τους κορυφαίους, τους τολμηρούς, τους ήρωες αυτών των επιτευγμάτων; Γιατί άραγε αναγνωρίζουμε την αριστεία μόνο των εξαιρετικών ανθρώπων του παρελθόντος, αλλά δυσκολευόμαστε να την υποθάλψουμε και να τη χαιρετίσουμε στις καθημερινές επιδόσεις μεταξύ των πολλών; Γιατί η διάκριση να μην είναι αναγνώριση και κίνητρο της προσπάθειας; Και γιατί ο έπαινος της αριστείας εκλαμβάνεται ως αποδοκιμασία των υπολοίπων;”… “Στην Ελλάδα σήμερα, η αριστεία έχει δυο εχθρούς, αυτούς που την αντιμάχονται ως δήθεν εκτροπή προς την αριστοκρατία και εκείνους που την ευτελίζουν με την επιβράβευση όσων απλώς διεκπεραιώνουν. Είναι και οι δύο δηλητηριώδεις για την ίδια την εκπαίδευση”!
Στρατηγικός στόχος του Εθνικού Συστήματος Εκπαίδευσης σύμφωνα με το βιβλίο είναι “να γίνουμε οι Έλληνες διεθνείς πρωταγωνιστές στην εκπαίδευση και σοβαροί συντελεστές της Κοινωνίας της Γνώσης, να βρεθούμε στην πεντάδα των Ευρωπαϊκών χωρών που προσελκύουν φοιτητές και ερευνητές από όλο τον κόσμο, να προσθέσουμε στο brand Greece τον ακαδημαϊκό προορισμό δίπλα στον τουριστικό και τον διατροφικό”. Πόσο εφικτό είναι; Εάν είναι εφικτό, γιατί δε γίνεται πολιτική προτεραιότητα; Πού θα βρούμε τους πόρους που χρειάζονται;
Επίσης, “για το πόσο αναγκαίοι είναι οι διεθνείς φοιτητές στην Ελλάδα, δε χρειάζεται να σας κουράσω άλλο. Να θυμίσω μόνο ότι οι Έλληνες φοιτητές λιγοστεύουν δημογραφικά, ότι χωρίς τα δίδακτρα των διεθνών φοιτητών δεν θα εκσυγχρονίσουμε ποτέ τα Πανεπιστήμια μας προς όφελος και των Ελλήνων και ότι η χώρα μας μπορεί και χρειάζεται να υποδέχεται καλά μυαλά και καινοτομικές ιδέες, και όχι μόνο τουρίστες και μετανάστες. Μπορούμε με την αναιμική κρατική στήριξη;
Οι λύσεις είναι ήδη στο τραπέζι: διεθνή, ανταγωνιστικά και προσοδοφόρα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα, πνευματικά δικαιώματα και τεχνοβλαστοί (spin-off εταιρίες), διεθνώς χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα—είναι μόνο ορισμένα από όσα μπορεί να πετύχει ένα ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο, όπως το Αριστοτέλειο που όταν αποφάσισε να ξεκινήσει το διεθνές προπτυχιακό πρόγραμμα στην Ιατρική είδε για πρώτη φορά μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες σύγχρονα αμφιθέατρα, εξετάσεις με tablets και προσλήψεις διδακτικού προσωπικού!”. Μήπως δεν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από το δημόσιο ταμείο; Έχουμε δημόσια Πανεπιστήμια που μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόκληση;
Σχετικά με την Υγεία, ο προκλητικός τίτλος του βιβλίου “ετοιμαστείτε να αρρωστήσετε”, δηλώνει ότι δεν έχουμε σύστημα Υγείας αλλά Θεραπείας: “Το σημερινό μας μοντέλο περιγράφεται καλύτερα με τη φράση “πάθε και θα σε γιατρέψω!”, παρά με την πολύ ουσιαστικότερη και ασύγκριτα παραγωγικότερη “μείνε υγιής, έλα να σου πω πώς, γιατί όσο πιο αργά αρρωστήσεις, τόσο το καλύτερο”. Στο NHS διαπιστώνουν ανάλογες ελλείψεις ή λανθασμένους προσανατολισμούς. Σε τι οφείλονται; Είναι μόνο θέμα της στρατηγικής που οφείλει να προσαρμοστεί στους καιρούς ή οι πρόοδοι της ιατρικής επιστήμης επιτρέπουν τώρα πιο έγκαιρες παρεμβάσεις;
Επίσης, έχουμε το ίδιο περίπου προσδόκιμο ζωής με χώρες, όπου η κατά κεφαλή δαπάνη για την Υγεία είναι τριπλάσια. Στις ΗΠΑ, με επτά φορές μεγαλύτερη κατά κεφαλή δαπάνη το προσδόκιμο ζωής είναι 4 χρόνια μικρότερο από το δικό μας. Πώς εξηγείται; Αυτή η καλή εικόνα είναι μια φωτογραφία του παρελθόντος. Τι αλλάζει που πρέπει να μας κάνει να αναθεωρήσουμε το Σύστημα Υγείας; Είναι σωστό ότι καθώς μεγαλώνουμε σε ηλικία και χρειαζόμαστε όλο και ακριβότερες θεραπείες, το δημόσιο δεν θα αντέξει τις δαπάνες του συστήματος;
«Στη χώρα μας η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η γήρανση του πληθυσμού από τις περιορισμένες γεννήσεις ιδιαίτερα μετά το 2010, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των ατόμων ηλικίας άνω των 65 από 17% το 2000 σε 23% το 2022 και προβλέπεται να αυξηθεί στο 34% έως το 2050. Ακόμη κι αν παγώσουν για δύο δεκαετίες τα σημερινά κόστη νοσηλείας και φαρμάκων, θα χρειαστούμε πολύ μεγαλύτερες δαπάνες για να αντιμετωπίσουμε τις ιατρικές ανάγκες των ηλικιωμένων μας. Από που θα τις αντλήσουμε; Αν περιμένουμε από την οικονομική μας ανάπτυξη θα έπρεπε να υπολογίζουμε σε ρυθμούς ανάπτυξης αδιανόητους ακόμη και για δημαγωγούς προηγούμενων εποχών! Ή ελπίζουμε στην Ευρωπαϊκή αρωγή; Δυστυχώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει ακριβώς τις ίδιες δημογραφικές πιέσεις και θα πρέπει να είμαστε ευτυχείς αν καταφέρνει να διαχειρίζεται τουλάχιστον μεγάλες ανθρωπιστικές κρίσεις, όπως η πανδημίες ή οι περιβαλλοντικές καταστροφές.», αναφέρεται στο βιβλίο.
Σε σχέση με την εξατομικευμένη ιατρική αναφέρεται ότι “με τη μεγιστοποίηση της ανταπόκρισης στην αγωγή θεραπευόμαστε γρηγορότερα και με μικρότερη δαπάνη και, έπειτα, γιατί με την ελαχιστοποίηση των παρενεργειών απαλλάσσουμε το σύστημα υγείας από τις συνεπακόλουθες ανάγκες νοσηλείας που κοστίζουν κι αυτές ακριβά—στο βρετανικό NHS, το ένα όγδοο του νοσοκομειακού κόστους ή αλλιώς 2,2 δισεκατομμύρια λίρες δαπανάται για την αντιμετώπιση των παρενεργειών των φαρμάκων!
Αν αυτά τα προφανή πλεονεκτήματα για την προσωπική μας υγεία και τη βιωσιμότητα του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας δε φτάνουν να σας πείσουν ότι είναι άμεση ανάγκη να υιοθετήσουμε την εξατομικευμένη ιατρική σε μαζική κλίμακα, αν ίσως αναρωτιέστε για το ποιος θα χρηματοδοτήσει τη μετάβαση και πώς θα αντέξει τις αρχικές δαπάνες των κλινικών μελετών ένα ήδη στερημένο οικονομικά δημόσιο ταμείο, σας έχω δύο ακόμα πληροφορίες.
Καταρχάς, η ιατρική ακριβείας είναι ήδη εδώ και εξελίσσεται χρηματοδοτούμενη κυρίως από τους ιδιώτες—γιατρούς, κλινικές, φαρμακευτικές εταιρίες και ασθενείς—που θέλουν και μπορούν να αναζητήσουν υψηλότερα επίπεδα θεραπείας. Ένας από τους λόγους που η Υγεία είναι εθνική και όχι κρατική υπόθεση είναι και αυτός: κανένα κράτος οσοδήποτε πλούσιο ή προηγμένο δεν είναι σε θέση να αναλάβει τα βάρη και τους κινδύνους μιας επένδυσης πριν αποδειχθεί πλήρως και στην πράξη η αξία της.”
Η εξατομικευμένη Ιατρική είναι το μέλλον και η λύση σε πολλά από τα σημερινά προβλήματα; Είναι υπόθεση δεκαετίας ή μήπως μιλάμε για τις επόμενες γενιές; Πώς θα χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη της ώστε να είναι διαθέσιμη σε όλους τους Έλληνες;
“Σε μια χώρα όπου τουλάχιστον οι μισές ιατρικές πράξεις πραγματοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα, γιατί το Εθνικό δε συμπεριλαμβάνει το ιδιωτικό; Και ποιος πραγματικά πιστεύει ότι ακόμα και ισχυρότερα οικονομικά κράτη από την Ελλάδα μπορούν να χρηματοδοτήσουν και να λειτουργήσουν αποκλειστικά δημόσια την εξαιρετικά εξειδικευμένη, πολυδάπανη, συνεχώς εξελισσόμενη Ιατρική του παρόντος και του μέλλοντος;” Αρκεί η εξοικονόμηση πόρων για να στηριχθεί το νέο ΕΣΥ, το ΕΣΥ 5.0, ή θα χρειαστεί εθνικό κεφάλαιο, σοβαρή επένδυση της πολιτείας;
Ο κ. Αναστασιάδης τελείωσε την ομιλία του στην εκδήλωση της βιβλιοπαρουσίασης ως εξής: «Για την Εκπαίδευση και την Υγεία έχουν γραφτεί πολλά –αν θέλετε τη γνώμη μου, τα περισσότερα είναι καλών προθέσεων. Αυτό εδώ το βιβλίο δεν έχει να προσθέσει τίποτε στις ευχές και τις καλές προθέσεις! Η δική μου στόχευση είναι ο σχεδιασμός και η πράξη. Όσα διαβάσετε μπορεί να φαίνονται δύσκολα ή καινοτόμα μπορούν όμως να εφαρμοστούν άμεσα.
Το βιβλίο αυτό έχει ήδη σταλεί στους Υπουργούς, στον Υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη και στον Υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη, που είμαι σίγουρος ότι θα το βρουν χρήσιμο ξέρω—άλλωστε, τη διάθεση τους για τομές, σοβαρές τομές. Και θα χρειαστούν αρκετές!
Γιατί πρέπει να περιμένουμε μια νέα πανδημία για να εφαρμόσουμε τα mRNA εμβόλια που υπήρχαν για μια δεκαετία και σήμερα μπορούν να μας δώσουν τη λύση για τον καρκίνο; Γιατί πρέπει να περιμένουμε μια νέα κρίση για να αξιοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση, στην υγεία και στην καθημερινότητά μας; Μήπως είναι τώρα η ώρα να βγούμε μπροστά και να ξεπεράσουμε άλλους που προχωρούσαν τις τελευταίες δεκαετίες όσο εμείς μείναμε πίσω; Μήπως είναι η ώρα να γίνουμε υπόδειγμα αντί ουραγοί; Μήπως πρέπει να αλλάξουμε τώρα;
Ελπίζω το βιβλίο θα φωτίσει όσα μένουν για καιρούς στις σκιές της ασάφειας και των πολιτικών συμβιβασμών. Το καταθέτω ως τεκμήριο της βιωματικής μου γνώσης και της διάθεσης μου για προσφορά».
Η παρουσίαση του βιβλίου του Κυριάκου Αναστασιάδη, Καθηγητή Καρδιοχειρουργικής ΑΠΘ, με τίτλο «Εθνικό, το χρήσιμο: τομές στα συστήματα εκπαίδευσης και υγείας», που πραγματοποιήθηκε τη Δευτέρα στο Τελλόγλειο, έδωσε την ευκαιρία για τοποθετήσεις επί των θεμάτων που θέτει και των λύσεων που προτείνει για την εκπαίδευση και την υγεία στη χώρα μας, από εξαιρετικούς συνομιλητές. Ο Περικλής Μήτκας, Πρόεδρος της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης, ο Ανδρέας Λοβέρδος, τέως Υπουργός Υγείας και Παιδείας, ο Ηλίας Μόσιαλος, Καθηγητής Πολιτικής Υγείας London School of Economics, η Άννα Ανδρεάδου, φοιτήτρια Ιατρικής ΑΠΘ και ο Νίκος Οικονόμου, δημοσιογράφος συνέβαλαν με τη συμμετοχή τους σε μια ζωηρή πολιτική συζήτηση. Διαλέγοντας κάποια αποσπάσματα από το βιβλίο προκύπτουν κάποια ερωτήματα που αναμένουν απάντηση.
Ως προς την εκπαίδευση στη χώρα μας, ως στόχος της καθορίζεται στο βιβλίο: «τα δεκαπεντάχρονα παιδιά να ξέρουν όχι μόνο να γράφουν, να διαβάζουν και να χειρίζονται με αυτοπεποίθηση αριθμητικούς λογαριασμούς, αλλά να καταλαβαίνουν τον πλανήτη και τους πολιτισμούς του, να απολαμβάνουν τις Τέχνες και την Άθληση και, κυρίως, να συνεργάζονται και να επιτυγχάνουν στόχους. Ακόμα κι αν σε αυτό το σημείο επιλέξουν να μη συνεχίσουν να προγυμνάζονται για Ανώτερες σπουδές, οι νέοι αυτοί άνθρωποι είναι σε θέση να ασκηθούν σε χρήσιμα επαγγέλματα και τέχνες, που μπορούν να επιλέξουν οι ίδιες και οι ίδιοι. Με δυο λέξεις, να είναι ανεξάρτητοι και χρήσιμοι».
Πόσο κοντά ή πόσο μακριά είμαστε από μια τέτοια εκπαίδευση; Μήπως η συζήτηση για τα Πανεπιστήμια έχει επισκιάσει τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής εκπαίδευσης; Είναι ή δεν είναι κρίσιμο για το μέλλον της χώρας να μειώσουμε τον λειτουργικό αναλφαβητισμό που, εκτός από τα υπόλοιπα, καθιστά αδύνατη και την επανεκπαίδευση των ανθρώπων σε νέες ειδικότητες στη θέση όσων οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι γεωπολιτικές μετατοπίσεις καθιστούν ασύμφορες;
Για τον επαγγελματικό προσανατολισμό καταγράφεται ότι «εκτός από τις νεφελώδεις εικόνες για τη δικηγορία, την ιατρική ή τις ειδικότητες των μηχανικών, τι λογής πληροφορίες προσφέραμε; Δυστυχώς, ασήμαντες!” … “Η επιλογή κατεύθυνσης σπουδών είναι τόσο κρίσιμη όσο ενδεχομένως ελάχιστα άλλα στην εκπαιδευτική διαδικασία, γι’ αυτό και τα λάθη εδώ κοστίζουν ακριβά: μάταιες προσπάθειες για ανικανοποίητες επιθυμίες, σπατάλες πόρων, καθυστερήσεις και απογοητεύσεις, δυσκαμψίες και χαμηλοί μέσοι όροι στην απόδοση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Με άλλα λόγια, αν θέλουμε καλύτερα αποτελέσματα χωρίς να πετάμε χρήματα και κόπους γονέων και παιδιών, ας βοηθήσουμε τους νέους ανθρώπους να αγαπήσουν το αντικείμενο τους, να ενθουσιαστούν με την προοπτική να γίνουν αυτό που θαύμασαν και ζήλεψαν. Με τον τρόπο που (δεν) τους προετοιμάζουμε σήμερα, καταλήγουν να βλέπουν τα σπουδαστικά τους καθήκοντα σαν αναγκαίο κακό ίσα-ίσα για να αποκτήσουν ένα αμφίβολης αξίας πτυχίο ως ελάχιστο προσόν για ένα μέλλον με ελάχιστες πιθανότητες ευτυχίας”. Δεν είναι η πρώτη φορά που ακούγεται αυτή η κριτική. Γιατί δεν αλλάζει κάτι; Είναι υπόθεση κυβερνητικής πολιτικής ή εκπαιδευτικών; Και πώς αυτή η υστέρηση επηρεάζει τα Πανεπιστήμια μας, την παραγωγικότητα τους, το επίπεδο των σπουδών τους;
Ως προς την εισαγωγή στο Πανεπιστήμιο στο βιβλίο περιγράφεται σαφώς ως προσωπική κατάκτηση και όχι κεκτημένο δικαίωμα. Μπορεί η άποψη αυτή να ξεπεραστεί εύκολα; Ή πρέπει να προβληματίσει με το σκεπτικό ότι αν αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε την Εκπαίδευση, δε θα μειωθούν όσοι τελικά αποφοιτούν από το Πανεπιστήμιο, αλλά θα βελτιωθούν τα υπόλοιπα.
Σχετικά με την αριστεία, η λέξη έχει προκαλέσει αναταραχή: “Ας δεχθούμε ότι η αριστεία είναι καταρχήν προκλητική. Προκλητική γιατί, κάθε τι που μοιάζει να αμφισβητεί την ισότητα, δημιουργεί αντιπάθειες στους μέτριους που επαγγέλλονται τους ηγέτες. Δικαιολογημένα, γιατί στη λέξη συνωστίζονται οι έννοιες του επιτεύγματος, της πρωτοπορίας και της διάκρισης που τους είναι ξένες. Πού θα είμασταν αλήθεια χωρίς τους ανθρώπους που με τις πρωτιές τους, τις ανακαλύψεις και τις ανατροπές τους συνέβαλαν στην εξέλιξη της κοινωνίας μας; Και ποιους θα είχαμε ως πρότυπα αν όχι τους κορυφαίους, τους τολμηρούς, τους ήρωες αυτών των επιτευγμάτων; Γιατί άραγε αναγνωρίζουμε την αριστεία μόνο των εξαιρετικών ανθρώπων του παρελθόντος, αλλά δυσκολευόμαστε να την υποθάλψουμε και να τη χαιρετίσουμε στις καθημερινές επιδόσεις μεταξύ των πολλών; Γιατί η διάκριση να μην είναι αναγνώριση και κίνητρο της προσπάθειας; Και γιατί ο έπαινος της αριστείας εκλαμβάνεται ως αποδοκιμασία των υπολοίπων;”… “Στην Ελλάδα σήμερα, η αριστεία έχει δυο εχθρούς, αυτούς που την αντιμάχονται ως δήθεν εκτροπή προς την αριστοκρατία και εκείνους που την ευτελίζουν με την επιβράβευση όσων απλώς διεκπεραιώνουν. Είναι και οι δύο δηλητηριώδεις για την ίδια την εκπαίδευση”!
Στρατηγικός στόχος του Εθνικού Συστήματος Εκπαίδευσης σύμφωνα με το βιβλίο είναι “να γίνουμε οι Έλληνες διεθνείς πρωταγωνιστές στην εκπαίδευση και σοβαροί συντελεστές της Κοινωνίας της Γνώσης, να βρεθούμε στην πεντάδα των Ευρωπαϊκών χωρών που προσελκύουν φοιτητές και ερευνητές από όλο τον κόσμο, να προσθέσουμε στο brand Greece τον ακαδημαϊκό προορισμό δίπλα στον τουριστικό και τον διατροφικό”. Πόσο εφικτό είναι; Εάν είναι εφικτό, γιατί δε γίνεται πολιτική προτεραιότητα; Πού θα βρούμε τους πόρους που χρειάζονται;
Επίσης, “για το πόσο αναγκαίοι είναι οι διεθνείς φοιτητές στην Ελλάδα, δε χρειάζεται να σας κουράσω άλλο. Να θυμίσω μόνο ότι οι Έλληνες φοιτητές λιγοστεύουν δημογραφικά, ότι χωρίς τα δίδακτρα των διεθνών φοιτητών δεν θα εκσυγχρονίσουμε ποτέ τα Πανεπιστήμια μας προς όφελος και των Ελλήνων και ότι η χώρα μας μπορεί και χρειάζεται να υποδέχεται καλά μυαλά και καινοτομικές ιδέες, και όχι μόνο τουρίστες και μετανάστες. Μπορούμε με την αναιμική κρατική στήριξη;
Οι λύσεις είναι ήδη στο τραπέζι: διεθνή, ανταγωνιστικά και προσοδοφόρα προπτυχιακά και μεταπτυχιακά προγράμματα, πνευματικά δικαιώματα και τεχνοβλαστοί (spin-off εταιρίες), διεθνώς χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα—είναι μόνο ορισμένα από όσα μπορεί να πετύχει ένα ελληνικό δημόσιο Πανεπιστήμιο, όπως το Αριστοτέλειο που όταν αποφάσισε να ξεκινήσει το διεθνές προπτυχιακό πρόγραμμα στην Ιατρική είδε για πρώτη φορά μετά από δύο σχεδόν δεκαετίες σύγχρονα αμφιθέατρα, εξετάσεις με tablets και προσλήψεις διδακτικού προσωπικού!”. Μήπως δεν πρέπει να περιμένουμε τα πάντα από το δημόσιο ταμείο; Έχουμε δημόσια Πανεπιστήμια που μπορούν να ανταποκριθούν στην πρόκληση;
Σχετικά με την Υγεία, ο προκλητικός τίτλος του βιβλίου “ετοιμαστείτε να αρρωστήσετε”, δηλώνει ότι δεν έχουμε σύστημα Υγείας αλλά Θεραπείας: “Το σημερινό μας μοντέλο περιγράφεται καλύτερα με τη φράση “πάθε και θα σε γιατρέψω!”, παρά με την πολύ ουσιαστικότερη και ασύγκριτα παραγωγικότερη “μείνε υγιής, έλα να σου πω πώς, γιατί όσο πιο αργά αρρωστήσεις, τόσο το καλύτερο”. Στο NHS διαπιστώνουν ανάλογες ελλείψεις ή λανθασμένους προσανατολισμούς. Σε τι οφείλονται; Είναι μόνο θέμα της στρατηγικής που οφείλει να προσαρμοστεί στους καιρούς ή οι πρόοδοι της ιατρικής επιστήμης επιτρέπουν τώρα πιο έγκαιρες παρεμβάσεις;
Επίσης, έχουμε το ίδιο περίπου προσδόκιμο ζωής με χώρες, όπου η κατά κεφαλή δαπάνη για την Υγεία είναι τριπλάσια. Στις ΗΠΑ, με επτά φορές μεγαλύτερη κατά κεφαλή δαπάνη το προσδόκιμο ζωής είναι 4 χρόνια μικρότερο από το δικό μας. Πώς εξηγείται; Αυτή η καλή εικόνα είναι μια φωτογραφία του παρελθόντος. Τι αλλάζει που πρέπει να μας κάνει να αναθεωρήσουμε το Σύστημα Υγείας; Είναι σωστό ότι καθώς μεγαλώνουμε σε ηλικία και χρειαζόμαστε όλο και ακριβότερες θεραπείες, το δημόσιο δεν θα αντέξει τις δαπάνες του συστήματος;
«Στη χώρα μας η αύξηση του προσδόκιμου ζωής και η γήρανση του πληθυσμού από τις περιορισμένες γεννήσεις ιδιαίτερα μετά το 2010, είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των ατόμων ηλικίας άνω των 65 από 17% το 2000 σε 23% το 2022 και προβλέπεται να αυξηθεί στο 34% έως το 2050. Ακόμη κι αν παγώσουν για δύο δεκαετίες τα σημερινά κόστη νοσηλείας και φαρμάκων, θα χρειαστούμε πολύ μεγαλύτερες δαπάνες για να αντιμετωπίσουμε τις ιατρικές ανάγκες των ηλικιωμένων μας. Από που θα τις αντλήσουμε; Αν περιμένουμε από την οικονομική μας ανάπτυξη θα έπρεπε να υπολογίζουμε σε ρυθμούς ανάπτυξης αδιανόητους ακόμη και για δημαγωγούς προηγούμενων εποχών! Ή ελπίζουμε στην Ευρωπαϊκή αρωγή; Δυστυχώς η Ευρώπη αντιμετωπίζει ακριβώς τις ίδιες δημογραφικές πιέσεις και θα πρέπει να είμαστε ευτυχείς αν καταφέρνει να διαχειρίζεται τουλάχιστον μεγάλες ανθρωπιστικές κρίσεις, όπως η πανδημίες ή οι περιβαλλοντικές καταστροφές.», αναφέρεται στο βιβλίο.
Σε σχέση με την εξατομικευμένη ιατρική αναφέρεται ότι “με τη μεγιστοποίηση της ανταπόκρισης στην αγωγή θεραπευόμαστε γρηγορότερα και με μικρότερη δαπάνη και, έπειτα, γιατί με την ελαχιστοποίηση των παρενεργειών απαλλάσσουμε το σύστημα υγείας από τις συνεπακόλουθες ανάγκες νοσηλείας που κοστίζουν κι αυτές ακριβά—στο βρετανικό NHS, το ένα όγδοο του νοσοκομειακού κόστους ή αλλιώς 2,2 δισεκατομμύρια λίρες δαπανάται για την αντιμετώπιση των παρενεργειών των φαρμάκων!
Αν αυτά τα προφανή πλεονεκτήματα για την προσωπική μας υγεία και τη βιωσιμότητα του Εθνικού μας Συστήματος Υγείας δε φτάνουν να σας πείσουν ότι είναι άμεση ανάγκη να υιοθετήσουμε την εξατομικευμένη ιατρική σε μαζική κλίμακα, αν ίσως αναρωτιέστε για το ποιος θα χρηματοδοτήσει τη μετάβαση και πώς θα αντέξει τις αρχικές δαπάνες των κλινικών μελετών ένα ήδη στερημένο οικονομικά δημόσιο ταμείο, σας έχω δύο ακόμα πληροφορίες.
Καταρχάς, η ιατρική ακριβείας είναι ήδη εδώ και εξελίσσεται χρηματοδοτούμενη κυρίως από τους ιδιώτες—γιατρούς, κλινικές, φαρμακευτικές εταιρίες και ασθενείς—που θέλουν και μπορούν να αναζητήσουν υψηλότερα επίπεδα θεραπείας. Ένας από τους λόγους που η Υγεία είναι εθνική και όχι κρατική υπόθεση είναι και αυτός: κανένα κράτος οσοδήποτε πλούσιο ή προηγμένο δεν είναι σε θέση να αναλάβει τα βάρη και τους κινδύνους μιας επένδυσης πριν αποδειχθεί πλήρως και στην πράξη η αξία της.”
Η εξατομικευμένη Ιατρική είναι το μέλλον και η λύση σε πολλά από τα σημερινά προβλήματα; Είναι υπόθεση δεκαετίας ή μήπως μιλάμε για τις επόμενες γενιές; Πώς θα χρηματοδοτήσουμε την ανάπτυξη της ώστε να είναι διαθέσιμη σε όλους τους Έλληνες;
“Σε μια χώρα όπου τουλάχιστον οι μισές ιατρικές πράξεις πραγματοποιούνται στον ιδιωτικό τομέα, γιατί το Εθνικό δε συμπεριλαμβάνει το ιδιωτικό; Και ποιος πραγματικά πιστεύει ότι ακόμα και ισχυρότερα οικονομικά κράτη από την Ελλάδα μπορούν να χρηματοδοτήσουν και να λειτουργήσουν αποκλειστικά δημόσια την εξαιρετικά εξειδικευμένη, πολυδάπανη, συνεχώς εξελισσόμενη Ιατρική του παρόντος και του μέλλοντος;” Αρκεί η εξοικονόμηση πόρων για να στηριχθεί το νέο ΕΣΥ, το ΕΣΥ 5.0, ή θα χρειαστεί εθνικό κεφάλαιο, σοβαρή επένδυση της πολιτείας;
Ο κ. Αναστασιάδης τελείωσε την ομιλία του στην εκδήλωση της βιβλιοπαρουσίασης ως εξής: «Για την Εκπαίδευση και την Υγεία έχουν γραφτεί πολλά –αν θέλετε τη γνώμη μου, τα περισσότερα είναι καλών προθέσεων. Αυτό εδώ το βιβλίο δεν έχει να προσθέσει τίποτε στις ευχές και τις καλές προθέσεις! Η δική μου στόχευση είναι ο σχεδιασμός και η πράξη. Όσα διαβάσετε μπορεί να φαίνονται δύσκολα ή καινοτόμα μπορούν όμως να εφαρμοστούν άμεσα.
Το βιβλίο αυτό έχει ήδη σταλεί στους Υπουργούς, στον Υπουργό Υγείας Άδωνι Γεωργιάδη και στον Υπουργό Παιδείας Κυριάκο Πιερρακάκη, που είμαι σίγουρος ότι θα το βρουν χρήσιμο ξέρω—άλλωστε, τη διάθεση τους για τομές, σοβαρές τομές. Και θα χρειαστούν αρκετές!
Γιατί πρέπει να περιμένουμε μια νέα πανδημία για να εφαρμόσουμε τα mRNA εμβόλια που υπήρχαν για μια δεκαετία και σήμερα μπορούν να μας δώσουν τη λύση για τον καρκίνο; Γιατί πρέπει να περιμένουμε μια νέα κρίση για να αξιοποιήσουμε την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες στην εκπαίδευση, στην υγεία και στην καθημερινότητά μας; Μήπως είναι τώρα η ώρα να βγούμε μπροστά και να ξεπεράσουμε άλλους που προχωρούσαν τις τελευταίες δεκαετίες όσο εμείς μείναμε πίσω; Μήπως είναι η ώρα να γίνουμε υπόδειγμα αντί ουραγοί; Μήπως πρέπει να αλλάξουμε τώρα;
Ελπίζω το βιβλίο θα φωτίσει όσα μένουν για καιρούς στις σκιές της ασάφειας και των πολιτικών συμβιβασμών. Το καταθέτω ως τεκμήριο της βιωματικής μου γνώσης και της διάθεσης μου για προσφορά».
ΣΧΟΛΙΑ