Έκθεση Πισσαρίδη: Στόχος η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5% για την επόμενη δεκαετία
23/11/2020 20:27
23/11/2020 20:27
Να καταστεί η Ελλάδα ελκυστική στους επενδυτές και ανταγωνιστική ως προς τη φορολογία, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, τη λειτουργία του κράτους, τη διαφάνεια και την ανεξαρτησία των θεσμών και όχι ως προς το κόστος εργασίας. Αυτός είναι ο στόχος που έθεσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του τελικού κειμένου της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει να γίνει ένας επενδυτικός προορισμός χαμηλού κόστους.
«Η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της κατάστασης -όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε τέτοια κείμενα- δεν "μασάει", δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση. αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας δεκαετίας», ανέφερε στην τοποθέτησή του ο κ. Μητσοτάκης.
Ξεκαθάρισε δε ότι η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα και δεν είναι πολιτικό κείμενο. «Γι' αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική -μάλλον θα έλεγα την κομματική- αντιπαράθεση, γιατί προφανώς είναι μια έκθεση, η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά θέλω να τονίσω ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς, στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Στο ξεκίνημα της τοποθέτησής του, ο κ. Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι η Επιτροπή Πισσαρίδη είχε ξεκινήσει να δουλεύει το πόρισμά της πριν από την πανδημία, με στόχο μια στρατηγική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και ευημερίας των Ελλήνων πολιτών. Όπως τόνισε, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ίδιο ότι η έκθεση είναι εξωστρεφής και στηρίζει τις παραδοχές της συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking) στη βάση διεθνών έγκαιρων μελετών που αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας μας σε κάθε πεδίο πολιτικής που εξετάζει. «Και αφού έχει καταγράψει αναλυτικά τις αγκυλώσεις, τα εμπόδια, παραθέτει καλές πρακτικές, ιδέες, προτάσεις που έχουν δοκιμαστεί επιτυχημένα σε πολλές άλλες χώρες και θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και στην Ελλάδα», τόνισε ο πρωθυπουργός, συμπληρώνοντας ότι «πολλές από τις εισηγήσεις βλέπω να αντικατοπτρίζονται σε κυβερνητικές πολιτικές που, ήδη, υλοποιούνται ή έχουν δρομολογηθεί»
Στο σημείο αυτό, ανέφερε και συγκεκριμένα παραδείγματα: τη μείωση της φορολογίας στους εργαζόμενους, τις παραγωγικές επενδύσεις, την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, τη θέσπιση υπηρεσιακών επί θητεία Γενικών Γραμματέων στα Υπουργεία, την παροχή κινήτρων για περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, τη δημιουργία ενός ανταποδοτικού δεύτερου πυλώνα -επικουρικού πυλώνα- στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τη στήριξη της οικογένειας, της προσχολικής -ειδικά- εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Όπως επισήμανε ο πρωθυπουργός, η έκθεση επίσης θέτει ως κυρίαρχο στόχο πολιτικής την αύξηση των εισοδημάτων, αλλά όχι με δανεικά που οδήγησαν παρολίγον στην πτώχευση. «Αλλά μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων, εκεί που υστερούμε σημαντικά ως χώρα και για να συμβεί αυτό, πρέπει να αυξήσουμε κατά πολύ τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να τις διπλασιάσουμε, ώστε να καλύψουμε αυτό το μεγάλο κενό αποεπένδυσης που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της 10ετούς κρίσης», κατέληξε.
Κλείνοντας, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι η Έκθεση Πισσαρίδη είναι «ένας οδικός χάρτης που μας οδηγεί σε αυτήν την κατεύθυνση και ένας οδικός χάρτης, ο οποίος έχει στη διάθεσή του και τα πρόσθετα πολεμοφόδια του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για πρώτη φορά θέτει στη διάθεση του μετασχηματισμού της χώρας σημαντικότατα κεφάλαια από το 2021 και μετά, τα οποία και πρέπει να αξιοποιηθούν ακριβώς στην κατεύθυνση την οποία συνιστά το "Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία". Και νομίζω ότι αυτές είναι και οι προτεραιότητες που αποτυπώνονται στο προσχέδιο, το οποίο έχει στείλει η Ελληνική Κυβέρνηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς με τις προτάσεις της για το Ταμείο Ανάκαμψης».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Επιτροπής και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης, στην τοποθέτηση του τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «κεντρικός στόχος των εισηγήσεών μας είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ. Επιπλέον, βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κυρίως μέσω της κοινωνικής κινητικότητας και της αναβάθμισης των ευκαιριών για τα περισσότερο αδύναμα νοικοκυριά, και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων».
Ο κ. Πισσαρίδης πρόσθεσε ότι έχουν τεθεί νέες κατευθύνσεις σε σχέση με την ενδιάμεση έκθεση που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι και έδωσε έμφαση στην τεχνολογική αναβάθμιση της Ελλάδας, με ψηφιακές υποδομές και με μεγαλύτερες και πιο παραγωγικές εξωστρεφείς εταιρείες. «Θα προκαλέσει επίσης την αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι», υπογράμμισε
Ο αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας, μεταξύ άλλων, στη δική του τοποθέτηση επισήμανε πως «χωρίς τις απαραίτητες δομικές παρεμβάσεις, η ανάκαμψη της οικονομίας μετά τη λήξη της τρέχουσας πρωτοφανούς κρίσης δεν θα έχει την απαραίτητη διάρκεια και ένταση για πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρώπης. Επίσης, μέτρα που βελτιώνουν την αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα και των αγορών, ενισχύουν και την κοινωνική συνοχή και ιδίως τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Και τέλος, ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι κομβικός και θα επιτρέψει και την αύξηση του περιεχομένου της παραγωγής σε τεχνολογία».
Στην τηλεδιάσκεψη από την Επιτροπή Πισσαρίδη έλαβαν μέρος ο επικεφαλής της επιτροπής, καθηγητής του London School of Economics και του Πανεπιστήμιου Κύπρου, Χριστόφορος Πισσαρίδης, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών & Γεν. Δ/ντής ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, ο καθηγητής του London School of Economics, Δημήτρης Βαγιανός και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale, Κώστας Μεγήρ.
Συμμετείχαν ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 'Αδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του Κυβερνητικού έργου, 'Ακης Σκέρτσος, ο υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, Αλεξης Πατέλης και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού.
Ενημερωτικό Σημείωμα για την τελική Εκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Η Επιτροπή Πισσαρίδη παρέδωσε την τελική της Έκθεση στην κυβέρνηση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η Επιτροπή συγκροτήθηκε με απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προκειμένου να εκπονήσει μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή μελέτη της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη και οι προτάσεις της δεν αποτελούν κυβερνητικές αποφάσεις.Η τελική Έκθεση της Επιτροπής περιλαμβάνει ανάλυση σε περιοχές που δεν κάλυπτε η ενδιάμεση Έκθεση και εξειδικεύει την ανάλυση σε περιοχές που προηγουμένως καλύπτονταν, λαμβάνοντας υπόψιν προτάσεις και παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στον δημόσιο διάλογο.
Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης. Αναπληρωτής πρόεδρος είναι ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντήςτου ΙΟΒΕ & καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ τα υπόλοιπα μέλη είναι οι Δημήτρης Βαγιανός, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο LSE στο Ηνωμένο Βασίλειο, και Κώστας Μεγήρ, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Yale στις ΗΠΑ.
Στην Επιτροπή συμμετείχαν επίσης με συμβουλευτικό ρόλο οι Κυριάκος Ανδρέου (PwC), Κωσταντίνος Αρκολάκης (Yale), Μανόλης Γαλενιανός (LondonHolloway), Χρήστος Γκενάκος (ΟΠΑ και Cambridge), SvetoslavDanchev (IOBE), Αρίστος Δοξιάδης (BigPiVentures), Νίκος Καραμούζης (GrantThornton), Φοίβη Κουντούρη (ΟΠΑ), Αλέξανδρος Κρητικός (DIW), Δάφνη Νικολίτσα (Παν.Κρήτης), και Διομήδης Σπινέλλης (ΟΠΑ),ενώ συμμετείχε ο Πάνος Τσακλόγλου (ΟΠΑ) έως τον Ιούλιο του 2020.
Η Έκθεση παρουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία. Οι δράσεις που προτείνονται βασίζονται σε οικονομική ανάλυση και την εμπειρία εφαρμογής πολιτικών στην πράξη. Εξειδικεύονται με βάση τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, τις πρόσφατες εξελίξεις και τις διεθνείς τάσεις.
Στόχοι και προοπτικές για την ελληνική οικονομία
Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων.
Επισημαίνονται δύο βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη ουσιαστικής σύγκλισης του ελληνικού με το μέσο ευρωπαϊκό εισόδημα.
Πρώτον, η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι. Η αυξημένη απασχόληση, επιπλέον, θα συμβάλλει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποκλεισμών και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Δεύτερον, η ισχυρή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που θα διασφαλίσει την ευημερία των νοικοκυριών σε βάθος χρόνου. Η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου και επομένως νέες επενδύσεις, τόσο από τις εγχώριες επιχειρήσεις όσο και από ξένες. Απαιτεί επίσης την ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών. Καθώς οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και η εσωτερική αγορά σε χώρες μικρού μεγέθους, όπως η Ελλάδα, παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, η αύξηση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας είναι απαραίτητη.
Το σχέδιο δράσεων που παρουσιάζεται στην Έκθεση έχει ως στόχο την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά ποσοστό της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%. Εάν επιτευχθούν αυτά, τότε το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης αναμένεται να ανέλθει στο 81% της ΕΕ (από το 67% το 2019) ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 7% (από το 17,2% το 2019). Επιπλέον, θα ενισχυθεί η εξωστρέφεια: οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 90%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ θα ανέλθει στο 50,5%, από το 37,2% το 2019.
Αν δεν προωθηθεί το πρόγραμμα δράσεων που περιγράφεται στην Έκθεση και συνεχιστεί η πορεία των τελευταίων ετών, η αναπτυξιακή δυναμική θα είναι ασθενής. Θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη από τη βαθύτατη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας και την τρέχουσα λόγω της πανδημίας, αλλά χωρίς σημαντική αύξηση παραγωγικότητας, χωρίς αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και, τελικά, χωρίς σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα ανέλθει μόλις στο 68% της ΕΕ, καταγράφοντας αμελητέο βαθμό σύγκλισης σε σχέση με το σημερινό 67%.
Προτεινόμενες δράσεις
Η επίτευξη των βασικών στόχων μπορεί να γίνει σταδιακά στα επόμενα χρόνια με συνδυασμένες δράσεις σε όλο το εύρος της οικονομικής πολιτικής. Οι δράσεις αυτές αναλύονται και τεκμηριώνονται στα αντίστοιχα κεφάλαια της Έκθεσης.
Έναπρώτο σύνολο δράσεων αφορά αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της οικονομίας, ώστε να διευκολυνθεί η παραγωγική δραστηριότητα. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν τη μείωση του βάρους στην επίσημη εργασία από φόρους και εισφορές. Περιλαμβάνουν επίσης τη μείωση του ρυθμιστικού και διοικητικού βάρους, το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολυπλοκότητα και έλλειψη διαφάνειας του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου.
Ένα δεύτερο σύνολο δράσεων αφορά την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν την καλύτερη πρόσβαση για όλους σε μια δυναμική αγορά εργασίας, την καθολική πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, καθώς και ένα στοχευμένο σύστημα κοινωνικών παροχών προς τους περισσότερο αδύναμους.
Ένα τρίτο σύνολο δράσεων αφορά τη βελτίωση των υποδομών, μέσω δημόσιων επενδύσεων και κινητοποίησης ιδιωτικών.
Ένα τέταρτο σύνολο δράσεων αφορά επιμέρους τομείς και κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι δράσεις αυτές εξειδικεύουν κάποιες από αυτές που αναφέρονται παραπάνω, αναγνωρίζοντας όμως ότι οι προτεραιότητες σε διαφορετικούς τομείς διαφέρουν.
Δημοσιονομικό μείγμα
Η αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας προτείνεται να λάβει χώρα σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής αξιοπιστίας, άρα με πρωτογενή πλεονάσματα, όμως ήπια ώστε να μην αντιστρατεύονται την ανάπτυξη. Η δημοσιονομική ισορροπία προτείνεται να έχει διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά από ό,τι τα τελευταία χρόνια.. Το μείγμα των δημοσίων δαπανών και εσόδων θα πρέπει να είναι διαφορετικό, ώστε να στηρίξει το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να υπάρξει ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, σε αντιδιαστολή με τις γενικές λειτουργικές ή συνταξιοδοτικές δαπάνες. Στην πλευρά των εσόδων, θα πρέπει να υπάρξει διεύρυνση της φορολογικής βάσης έτσι ώστε να κατανεμηθούν δικαιότερα τα φορολογικά βάρη, με στοχευμένα κίνητρα για ηλεκτρονικές πληρωμές, και να μειωθεί η επιβάρυνση στη μισθωτή εργασία.
Άμεσες προτεραιότητες
Με δεδομένη την τρέχουσα κρίση, τις ευκαιρίες χρηματοδότησης από τα Ευρωπαϊκά ταμεία, και τη συμπληρωματικότητα μεταξύ διαφορετικών ειδών μεταρρυθμίσεων, οι πλέον επείγουσες προτεραιότητες από τις δράσεις που περιγράφονται παραπάνω είναι οι εξής:
Παραγωγή και επενδύσεις: Δραστική μείωση του κόστους στην επίσημη εργασία με μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους. Ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση αποσβέσεων για επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και καινοτομία. Ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων. Επενδύσεις σε υποδομές με προτεραιότητα σε μεταφορές εμπορευμάτων και σε μετακινήσεις σε επιβαρυμένους διαδρόμους για πολίτες και τον τουρισμό. Ενίσχυση εξαγωγικών κλάδων της μεταποίησης με μείωση κόστους ενέργειας και άμβλυνση διοικητικών εμποδίων. Διαχείριση απορριμμάτων και κυκλική οικονομία.
Ανθρώπινο κεφάλαιο: Νέα προγράμματα και δομές κατάρτισης εργαζόμενων και ανέργων. Οργανωτικές παρεμβάσεις σε σχολικές μονάδες. Διεύρυνση και αναβάθμιση της προσχολικής αγωγής. Διευκόλυνση της πληρέστερης ένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας. Προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου για ενίσχυση έρευνας αιχμής σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα που θα υποστηρίζουν συστάδες (clusters) σε συνδυασμό με την παραγωγή.
Δημόσιος τομέας και διοίκηση: Επιτάχυνση της ψηφιοποίησης υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Ενίσχυση πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και νοσοκομειακών μονάδων με ισχυρό ρόλο σε συστήματα παρακολούθησης. Επέκταση ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια για οικονομικές υποθέσεις και διεύρυνση των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Ενίσχυση του συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας στον τομέα της προστασίας των επενδυτών.
Να καταστεί η Ελλάδα ελκυστική στους επενδυτές και ανταγωνιστική ως προς τη φορολογία, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού, τη λειτουργία του κράτους, τη διαφάνεια και την ανεξαρτησία των θεσμών και όχι ως προς το κόστος εργασίας. Αυτός είναι ο στόχος που έθεσε ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του τελικού κειμένου της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, προσθέτοντας ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει να γίνει ένας επενδυτικός προορισμός χαμηλού κόστους.
«Η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της κατάστασης -όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε τέτοια κείμενα- δεν "μασάει", δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση. αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας δεκαετίας», ανέφερε στην τοποθέτησή του ο κ. Μητσοτάκης.
Ξεκαθάρισε δε ότι η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα και δεν είναι πολιτικό κείμενο. «Γι' αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική -μάλλον θα έλεγα την κομματική- αντιπαράθεση, γιατί προφανώς είναι μια έκθεση, η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά θέλω να τονίσω ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς, στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός.
Στο ξεκίνημα της τοποθέτησής του, ο κ. Μητσοτάκης υπενθύμισε ότι η Επιτροπή Πισσαρίδη είχε ξεκινήσει να δουλεύει το πόρισμά της πριν από την πανδημία, με στόχο μια στρατηγική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και ευημερίας των Ελλήνων πολιτών. Όπως τόνισε, είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ίδιο ότι η έκθεση είναι εξωστρεφής και στηρίζει τις παραδοχές της συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking) στη βάση διεθνών έγκαιρων μελετών που αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας μας σε κάθε πεδίο πολιτικής που εξετάζει. «Και αφού έχει καταγράψει αναλυτικά τις αγκυλώσεις, τα εμπόδια, παραθέτει καλές πρακτικές, ιδέες, προτάσεις που έχουν δοκιμαστεί επιτυχημένα σε πολλές άλλες χώρες και θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και στην Ελλάδα», τόνισε ο πρωθυπουργός, συμπληρώνοντας ότι «πολλές από τις εισηγήσεις βλέπω να αντικατοπτρίζονται σε κυβερνητικές πολιτικές που, ήδη, υλοποιούνται ή έχουν δρομολογηθεί»
Στο σημείο αυτό, ανέφερε και συγκεκριμένα παραδείγματα: τη μείωση της φορολογίας στους εργαζόμενους, τις παραγωγικές επενδύσεις, την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, τη θέσπιση υπηρεσιακών επί θητεία Γενικών Γραμματέων στα Υπουργεία, την παροχή κινήτρων για περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, τη δημιουργία ενός ανταποδοτικού δεύτερου πυλώνα -επικουρικού πυλώνα- στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τη στήριξη της οικογένειας, της προσχολικής -ειδικά- εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Όπως επισήμανε ο πρωθυπουργός, η έκθεση επίσης θέτει ως κυρίαρχο στόχο πολιτικής την αύξηση των εισοδημάτων, αλλά όχι με δανεικά που οδήγησαν παρολίγον στην πτώχευση. «Αλλά μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων, εκεί που υστερούμε σημαντικά ως χώρα και για να συμβεί αυτό, πρέπει να αυξήσουμε κατά πολύ τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα. Για την ακρίβεια, θα πρέπει να τις διπλασιάσουμε, ώστε να καλύψουμε αυτό το μεγάλο κενό αποεπένδυσης που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της 10ετούς κρίσης», κατέληξε.
Κλείνοντας, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι η Έκθεση Πισσαρίδη είναι «ένας οδικός χάρτης που μας οδηγεί σε αυτήν την κατεύθυνση και ένας οδικός χάρτης, ο οποίος έχει στη διάθεσή του και τα πρόσθετα πολεμοφόδια του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για πρώτη φορά θέτει στη διάθεση του μετασχηματισμού της χώρας σημαντικότατα κεφάλαια από το 2021 και μετά, τα οποία και πρέπει να αξιοποιηθούν ακριβώς στην κατεύθυνση την οποία συνιστά το "Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία". Και νομίζω ότι αυτές είναι και οι προτεραιότητες που αποτυπώνονται στο προσχέδιο, το οποίο έχει στείλει η Ελληνική Κυβέρνηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς με τις προτάσεις της για το Ταμείο Ανάκαμψης».
Από την πλευρά του, ο πρόεδρος της Επιτροπής και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης, στην τοποθέτηση του τόνισε, μεταξύ άλλων, πως «κεντρικός στόχος των εισηγήσεών μας είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ. Επιπλέον, βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κυρίως μέσω της κοινωνικής κινητικότητας και της αναβάθμισης των ευκαιριών για τα περισσότερο αδύναμα νοικοκυριά, και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων».
Ο κ. Πισσαρίδης πρόσθεσε ότι έχουν τεθεί νέες κατευθύνσεις σε σχέση με την ενδιάμεση έκθεση που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι και έδωσε έμφαση στην τεχνολογική αναβάθμιση της Ελλάδας, με ψηφιακές υποδομές και με μεγαλύτερες και πιο παραγωγικές εξωστρεφείς εταιρείες. «Θα προκαλέσει επίσης την αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι», υπογράμμισε
Ο αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Βέττας, μεταξύ άλλων, στη δική του τοποθέτηση επισήμανε πως «χωρίς τις απαραίτητες δομικές παρεμβάσεις, η ανάκαμψη της οικονομίας μετά τη λήξη της τρέχουσας πρωτοφανούς κρίσης δεν θα έχει την απαραίτητη διάρκεια και ένταση για πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρώπης. Επίσης, μέτρα που βελτιώνουν την αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα και των αγορών, ενισχύουν και την κοινωνική συνοχή και ιδίως τα πιο αδύναμα νοικοκυριά. Και τέλος, ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι κομβικός και θα επιτρέψει και την αύξηση του περιεχομένου της παραγωγής σε τεχνολογία».
Στην τηλεδιάσκεψη από την Επιτροπή Πισσαρίδη έλαβαν μέρος ο επικεφαλής της επιτροπής, καθηγητής του London School of Economics και του Πανεπιστήμιου Κύπρου, Χριστόφορος Πισσαρίδης, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών & Γεν. Δ/ντής ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, ο καθηγητής του London School of Economics, Δημήτρης Βαγιανός και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale, Κώστας Μεγήρ.
Συμμετείχαν ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων, 'Αδωνις Γεωργιάδης, ο υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του Κυβερνητικού έργου, 'Ακης Σκέρτσος, ο υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, ο γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του πρωθυπουργού, Αλεξης Πατέλης και ο πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού.
Ενημερωτικό Σημείωμα για την τελική Εκθεση της Επιτροπής Πισσαρίδη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Η Επιτροπή Πισσαρίδη παρέδωσε την τελική της Έκθεση στην κυβέρνηση για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Η Επιτροπή συγκροτήθηκε με απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη προκειμένου να εκπονήσει μια ολοκληρωμένη αναπτυξιακή μελέτη της ελληνικής οικονομίας για τα επόμενα χρόνια.Η Επιτροπή είναι ανεξάρτητη και οι προτάσεις της δεν αποτελούν κυβερνητικές αποφάσεις.Η τελική Έκθεση της Επιτροπής περιλαμβάνει ανάλυση σε περιοχές που δεν κάλυπτε η ενδιάμεση Έκθεση και εξειδικεύει την ανάλυση σε περιοχές που προηγουμένως καλύπτονταν, λαμβάνοντας υπόψιν προτάσεις και παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν στον δημόσιο διάλογο.
Πρόεδρος της Επιτροπής είναι ο κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης. Αναπληρωτής πρόεδρος είναι ο Νίκος Βέττας, γενικός διευθυντήςτου ΙΟΒΕ & καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ενώ τα υπόλοιπα μέλη είναι οι Δημήτρης Βαγιανός, καθηγητής χρηματοοικονομικών στο πανεπιστήμιο LSE στο Ηνωμένο Βασίλειο, και Κώστας Μεγήρ, καθηγητής οικονομικών στο πανεπιστήμιο Yale στις ΗΠΑ.
Στην Επιτροπή συμμετείχαν επίσης με συμβουλευτικό ρόλο οι Κυριάκος Ανδρέου (PwC), Κωσταντίνος Αρκολάκης (Yale), Μανόλης Γαλενιανός (LondonHolloway), Χρήστος Γκενάκος (ΟΠΑ και Cambridge), SvetoslavDanchev (IOBE), Αρίστος Δοξιάδης (BigPiVentures), Νίκος Καραμούζης (GrantThornton), Φοίβη Κουντούρη (ΟΠΑ), Αλέξανδρος Κρητικός (DIW), Δάφνη Νικολίτσα (Παν.Κρήτης), και Διομήδης Σπινέλλης (ΟΠΑ),ενώ συμμετείχε ο Πάνος Τσακλόγλου (ΟΠΑ) έως τον Ιούλιο του 2020.
Η Έκθεση παρουσιάζει ένα συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία. Οι δράσεις που προτείνονται βασίζονται σε οικονομική ανάλυση και την εμπειρία εφαρμογής πολιτικών στην πράξη. Εξειδικεύονται με βάση τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας, τις πρόσφατες εξελίξεις και τις διεθνείς τάσεις.
Στόχοι και προοπτικές για την ελληνική οικονομία
Κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Επιπλέον βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων.
Επισημαίνονται δύο βασικές προϋποθέσεις για την επίτευξη ουσιαστικής σύγκλισης του ελληνικού με το μέσο ευρωπαϊκό εισόδημα.
Πρώτον, η σημαντική αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι. Η αυξημένη απασχόληση, επιπλέον, θα συμβάλλει στην άμβλυνση των κοινωνικών αποκλεισμών και την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής.
Δεύτερον, η ισχυρή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που θα διασφαλίσει την ευημερία των νοικοκυριών σε βάθος χρόνου. Η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί αύξηση του παραγωγικού κεφαλαίου και επομένως νέες επενδύσεις, τόσο από τις εγχώριες επιχειρήσεις όσο και από ξένες. Απαιτεί επίσης την ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής και νέων τεχνολογιών. Καθώς οι δραστηριότητες αυτές απαιτούν υψηλό βαθμό εξειδίκευσης και η εσωτερική αγορά σε χώρες μικρού μεγέθους, όπως η Ελλάδα, παρέχει περιορισμένες ευκαιρίες, η αύξηση των εξαγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας είναι απαραίτητη.
Το σχέδιο δράσεων που παρουσιάζεται στην Έκθεση έχει ως στόχο την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά ποσοστό της τάξης του 3,5% για την επόμενη δεκαετία, κατά μέσο όρο. Ο στόχος αυτός μπορεί να επιτευχθεί μέσω της ετήσιας αύξησης της απασχόλησης κατά 1% και της ετήσιας αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%. Εάν επιτευχθούν αυτά, τότε το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης αναμένεται να ανέλθει στο 81% της ΕΕ (από το 67% το 2019) ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 7% (από το 17,2% το 2019). Επιπλέον, θα ενισχυθεί η εξωστρέφεια: οι εξαγωγές θα αυξηθούν κατά 90%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ θα ανέλθει στο 50,5%, από το 37,2% το 2019.
Αν δεν προωθηθεί το πρόγραμμα δράσεων που περιγράφεται στην Έκθεση και συνεχιστεί η πορεία των τελευταίων ετών, η αναπτυξιακή δυναμική θα είναι ασθενής. Θα υπάρξει σταδιακή ανάκαμψη από τη βαθύτατη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας και την τρέχουσα λόγω της πανδημίας, αλλά χωρίς σημαντική αύξηση παραγωγικότητας, χωρίς αύξηση της συμμετοχής στην αγορά εργασίας και, τελικά, χωρίς σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας θα ανέλθει μόλις στο 68% της ΕΕ, καταγράφοντας αμελητέο βαθμό σύγκλισης σε σχέση με το σημερινό 67%.
Προτεινόμενες δράσεις
Η επίτευξη των βασικών στόχων μπορεί να γίνει σταδιακά στα επόμενα χρόνια με συνδυασμένες δράσεις σε όλο το εύρος της οικονομικής πολιτικής. Οι δράσεις αυτές αναλύονται και τεκμηριώνονται στα αντίστοιχα κεφάλαια της Έκθεσης.
Έναπρώτο σύνολο δράσεων αφορά αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία της οικονομίας, ώστε να διευκολυνθεί η παραγωγική δραστηριότητα. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν τη μείωση του βάρους στην επίσημη εργασία από φόρους και εισφορές. Περιλαμβάνουν επίσης τη μείωση του ρυθμιστικού και διοικητικού βάρους, το οποίο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην πολυπλοκότητα και έλλειψη διαφάνειας του υφιστάμενου θεσμικού πλαισίου.
Ένα δεύτερο σύνολο δράσεων αφορά την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής. Οι δράσεις αυτές περιλαμβάνουν την καλύτερη πρόσβαση για όλους σε μια δυναμική αγορά εργασίας, την καθολική πρόσβαση σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες εκπαίδευσης και υγείας, καθώς και ένα στοχευμένο σύστημα κοινωνικών παροχών προς τους περισσότερο αδύναμους.
Ένα τρίτο σύνολο δράσεων αφορά τη βελτίωση των υποδομών, μέσω δημόσιων επενδύσεων και κινητοποίησης ιδιωτικών.
Ένα τέταρτο σύνολο δράσεων αφορά επιμέρους τομείς και κλάδους της ελληνικής οικονομίας. Οι δράσεις αυτές εξειδικεύουν κάποιες από αυτές που αναφέρονται παραπάνω, αναγνωρίζοντας όμως ότι οι προτεραιότητες σε διαφορετικούς τομείς διαφέρουν.
Δημοσιονομικό μείγμα
Η αναπτυξιακή στροφή της οικονομίας προτείνεται να λάβει χώρα σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής αξιοπιστίας, άρα με πρωτογενή πλεονάσματα, όμως ήπια ώστε να μην αντιστρατεύονται την ανάπτυξη. Η δημοσιονομική ισορροπία προτείνεται να έχει διαφοροποιημένα χαρακτηριστικά από ό,τι τα τελευταία χρόνια.. Το μείγμα των δημοσίων δαπανών και εσόδων θα πρέπει να είναι διαφορετικό, ώστε να στηρίξει το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Στην πλευρά των δαπανών θα πρέπει να υπάρξει ενίσχυση του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, σε αντιδιαστολή με τις γενικές λειτουργικές ή συνταξιοδοτικές δαπάνες. Στην πλευρά των εσόδων, θα πρέπει να υπάρξει διεύρυνση της φορολογικής βάσης έτσι ώστε να κατανεμηθούν δικαιότερα τα φορολογικά βάρη, με στοχευμένα κίνητρα για ηλεκτρονικές πληρωμές, και να μειωθεί η επιβάρυνση στη μισθωτή εργασία.
Άμεσες προτεραιότητες
Με δεδομένη την τρέχουσα κρίση, τις ευκαιρίες χρηματοδότησης από τα Ευρωπαϊκά ταμεία, και τη συμπληρωματικότητα μεταξύ διαφορετικών ειδών μεταρρυθμίσεων, οι πλέον επείγουσες προτεραιότητες από τις δράσεις που περιγράφονται παραπάνω είναι οι εξής:
Παραγωγή και επενδύσεις: Δραστική μείωση του κόστους στην επίσημη εργασία με μείωση του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους. Ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση αποσβέσεων για επενδύσεις σε μηχανολογικό εξοπλισμό και καινοτομία. Ενεργειακή αναβάθμιση κτηρίων. Επενδύσεις σε υποδομές με προτεραιότητα σε μεταφορές εμπορευμάτων και σε μετακινήσεις σε επιβαρυμένους διαδρόμους για πολίτες και τον τουρισμό. Ενίσχυση εξαγωγικών κλάδων της μεταποίησης με μείωση κόστους ενέργειας και άμβλυνση διοικητικών εμποδίων. Διαχείριση απορριμμάτων και κυκλική οικονομία.
Ανθρώπινο κεφάλαιο: Νέα προγράμματα και δομές κατάρτισης εργαζόμενων και ανέργων. Οργανωτικές παρεμβάσεις σε σχολικές μονάδες. Διεύρυνση και αναβάθμιση της προσχολικής αγωγής. Διευκόλυνση της πληρέστερης ένταξης των γυναικών στην αγορά εργασίας. Προσαρμογή του θεσμικού πλαισίου για ενίσχυση έρευνας αιχμής σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα που θα υποστηρίζουν συστάδες (clusters) σε συνδυασμό με την παραγωγή.
Δημόσιος τομέας και διοίκηση: Επιτάχυνση της ψηφιοποίησης υπηρεσιών του δημόσιου τομέα. Ενίσχυση πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και νοσοκομειακών μονάδων με ισχυρό ρόλο σε συστήματα παρακολούθησης. Επέκταση ειδικών τμημάτων στα δικαστήρια για οικονομικές υποθέσεις και διεύρυνση των μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών. Ενίσχυση του συστήματος χρηματοπιστωτικής εποπτείας στον τομέα της προστασίας των επενδυτών.
ΣΧΟΛΙΑ