Ελληνικές τράπεζες: «Εμβολιασμένες» στην χρηματοπιστωτική πανδημία
05/04/2023 10:00
05/04/2023 10:00
Ψύχραιμες και με ισχυρή ομπρέλα προστασίας απέναντι στον χρηματοπιστωτικό τυφώνα που ξεκίνησε στις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της μικρομεσαίας τράπεζες Silicon Valley Bank (SVB) αλλά εξαπλώθηκε ταχύτατα και στη Γηραιά Ήπειρο με τον κολοσσό UBS να διασώζει την καταρρέουσα Credit Suisse, εμφανίζονται οι ελληνικές τράπεζες με κορυφαία στελέχη τους να παρακολουθούν στενά τα νέα δεδομένα.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που επέστρεψε στην κερδοφορία το 2022 έχει θωρακιστεί κατάλληλα, αποκτώντας ισχυρά αντισώματα απέναντι σε εξωγενείς κρίσεις που του επιτρέπουν να τις αντιμετωπίζει από θέση ισχύος. Την τελευταία δεκαετία τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα έχουν «μεταρρυθμιστεί» σε πολλαπλά επίπεδα που διασφαλίζουν από τη μία ισχυρές αντοχές στους τριγμούς των αγορών και από την άλλη παρέχουν ώθηση για επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις από 110%-120%, που ήταν το 2008, σήμερα κινείται μεταξύ 60% και 70%, δημιουργώντας επαρκή ρευστότητα που μπορεί να διοχετευθεί στην αγορά. Με βάση τα στοιχεία του 2022, οι νέες εκταμιεύσεις ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ και η καθαρή πιστωτική επέκταση ανήλθε στα 8,5 δισ. ευρώ ενώ στην εξίσωση δεν έχει μπει ακόμα πλήρως το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στο πλαίσιο αυτό, διπλασιασμό σχεδόν των κεφαλαιακών τους δεικτών έχουν πετύχει οι συστημικές τράπεζες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Οι δείκτες κεφαλαίων διαμορφώνονται σήμερα στα επίπεδα του 15% (από 9% στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης), όπως επιβεβαιώθηκε στα ετήσια αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει τα «πυρομαχικά» και την αναγκαία ρευστότητα να ανταπεξέλθει σε δυσχερείς συνθήκες.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα αποτυπώνεται ανάγλυφα στη σταθερή -με εντυπωσιακούς ρυθμούς- αύξηση των καταθέσεων την τελευταία διετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2022, οι καταθέσεις έχουν εκτιναχθεί κατά 45,6 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τα τέλη του 2019 στον ιδιωτικό τομέα, ενώ μόνο εντός του 2022 καταγράφηκε άνοδος 9 δισ. ευρώ. Είναι ενδεικτικό πως η χαριστική βολή στην Silicon Valley Bank δόθηκε όταν υπήρξε μαζική εκροή καταθέσεων.
Παράγοντας-κλειδί που συνέβαλε καίρια στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών είναι η δραστική συρρίκνωση του βαριδίου των κόκκινων δανείων. Η εφαρμογή ενός εμπροσθοβαρούς προγράμματος πώλησης και τιτλοποίησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με κύριο όχημα το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» είχε σαν αποτέλεσμα ο δείκτης των προβληματικών δανείων να αγγίζει μονοψήφια ποσοστά, κάτω από 10%.
Τέλος, ο τραπεζικός κλάδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη έχει «οικοδομήσει» ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας που στην κρίση του 2008 έλειπε. Ο λόγος για τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) που συστάθηκε το 2014 από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με στόχο την εποπτεία των συστημικά σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης.
«Στην καλύτερη θέση των τελευταίων δεκαετιών το τραπεζικό σύστημα»
«Ο Μάρτιος ήταν ένας ταραχώδης για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μήνας, ο οποίος σημαδεύτηκε από την κατάρρευση τριών περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ. Η αναταραχή γρήγορα επεκτάθηκε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού με επίκεντρο την Credit Suisse, ενώ πιέσεις ασκήθηκαν και σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, δημιουργούνται ερωτήματα για τον αντίκτυπο αυτών των εξελίξεων στο δικό μας τραπεζικό σύστημα.
Καταρχάς, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ελάχιστη έως μηδενική έκθεση στα πληγέντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, τα προβλήματα στις προαναφερθείσες αμερικάνικες τράπεζες ξεκίνησαν λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, όπως η υψηλή έκθεσή τους στην αγορά κρυπτονομισμάτων και η έμφασή τους στις συναλλαγές με νεοφυείς εταιρίες νέων τεχνολογιών, κλάδο ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου. Η Credit Suisse βρισκόταν επί μακρόν σε περιδίνηση, αποτέλεσμα μίας σειράς πρακτικών και επενδυτικών επιλογών του παρελθόντος», σημειώνει ο Θοδωρής Ράπανος, ερευνητής οικονομολόγος της Εurobank.
«Αν και οι ελληνικές τράπεζες δε μοιράζονται κάποιο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, στη διεθνοποιημένη οικονομία στην οποία ζούμε έχουμε δει περιφερειακές αναταραχές να λαμβάνουν γρήγορα παγκόσμιες διαστάσεις. Είναι συνεπώς πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η συγκυρία αυτή βρίσκει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στην καλύτερη θέση των τελευταίων δεκαετιών για να ανταπεξέλθει σε μια τυχόν τέτοια κρίση.
Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες υπόκεινται σε ένα πολύ αυστηρό εποπτικό πλαίσιο από την ΕΚΤ, το οποίο περιλαμβάνει συνεχείς και ενδελεχείς ελέγχους, καθώς και ασκήσεις αντοχής σε τακτική βάση.
Δεύτερον, η κεφαλαιακή τους επάρκεια -δηλαδή η «ασπίδα προστασίας» που θα απορροφήσει τυχόν ζημίες- είναι υψηλή και πλέον συγκρίσιμη με αυτή των τραπεζών της Δυτικής Ευρώπης, με τα οργανικά τους κεφάλαια να ενισχύονται περαιτέρω από την υγιή κερδοφορία τους», επισημαίνει.
«Παράλληλα, η ρευστότητά τους -δηλαδή η αμεσότητα με την οποία δύνανται να προτάξουν αυτή την «ασπίδα» και ο βαθμός πληρότητας στον οποίο αυτό μπορεί να γίνει- είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Τρίτον, η μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με παράλληλη διατήρηση των προβλέψεων κάλυψης των επισφαλειών σε υψηλά επίπεδα έχει οδηγήσει σε εξυγίανση των ισολογισμών τους. Τέταρτον, οι καταθέσεις έως του ποσού των 100.000 ευρώ ανά καταθέτη ανά τράπεζα είναι εγγυημένες από το ΤΕΚΕ, το οποίο διαθέτει το υψηλότερο αναλογικά αποθεματικό στην ΕΕ.
Τέλος, ας μη ξεχνάμε ότι είμαστε μέρος του Ευρωσυστήματος και η ΕΚΤ έχει δείξει έμπρακτα ότι αν παραστεί ανάγκη, δεν θα διστάσει να παρέμβει άμεσα, είτε λεκτικά, είτε με την απεριόριστη δυνατότητα παροχής ρευστότητας που διαθέτει, και για όσο αυτό απαιτηθεί», υποστηρίζει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.04.2023
27/04/2023 12:50
Ψύχραιμες και με ισχυρή ομπρέλα προστασίας απέναντι στον χρηματοπιστωτικό τυφώνα που ξεκίνησε στις ΗΠΑ μετά την κατάρρευση της μικρομεσαίας τράπεζες Silicon Valley Bank (SVB) αλλά εξαπλώθηκε ταχύτατα και στη Γηραιά Ήπειρο με τον κολοσσό UBS να διασώζει την καταρρέουσα Credit Suisse, εμφανίζονται οι ελληνικές τράπεζες με κορυφαία στελέχη τους να παρακολουθούν στενά τα νέα δεδομένα.
Το ελληνικό τραπεζικό σύστημα που επέστρεψε στην κερδοφορία το 2022 έχει θωρακιστεί κατάλληλα, αποκτώντας ισχυρά αντισώματα απέναντι σε εξωγενείς κρίσεις που του επιτρέπουν να τις αντιμετωπίζει από θέση ισχύος. Την τελευταία δεκαετία τα εγχώρια τραπεζικά ιδρύματα έχουν «μεταρρυθμιστεί» σε πολλαπλά επίπεδα που διασφαλίζουν από τη μία ισχυρές αντοχές στους τριγμούς των αγορών και από την άλλη παρέχουν ώθηση για επιτάχυνση της ανάπτυξης.
Ο δείκτης δάνεια προς καταθέσεις από 110%-120%, που ήταν το 2008, σήμερα κινείται μεταξύ 60% και 70%, δημιουργώντας επαρκή ρευστότητα που μπορεί να διοχετευθεί στην αγορά. Με βάση τα στοιχεία του 2022, οι νέες εκταμιεύσεις ξεπέρασαν τα 30 δισ. ευρώ και η καθαρή πιστωτική επέκταση ανήλθε στα 8,5 δισ. ευρώ ενώ στην εξίσωση δεν έχει μπει ακόμα πλήρως το Ταμείο Ανάκαμψης.
Στο πλαίσιο αυτό, διπλασιασμό σχεδόν των κεφαλαιακών τους δεικτών έχουν πετύχει οι συστημικές τράπεζες στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Οι δείκτες κεφαλαίων διαμορφώνονται σήμερα στα επίπεδα του 15% (από 9% στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης), όπως επιβεβαιώθηκε στα ετήσια αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει πως το χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει τα «πυρομαχικά» και την αναγκαία ρευστότητα να ανταπεξέλθει σε δυσχερείς συνθήκες.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των πολιτών στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα αποτυπώνεται ανάγλυφα στη σταθερή -με εντυπωσιακούς ρυθμούς- αύξηση των καταθέσεων την τελευταία διετία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2022, οι καταθέσεις έχουν εκτιναχθεί κατά 45,6 δισ. ευρώ σε σύγκριση με τα τέλη του 2019 στον ιδιωτικό τομέα, ενώ μόνο εντός του 2022 καταγράφηκε άνοδος 9 δισ. ευρώ. Είναι ενδεικτικό πως η χαριστική βολή στην Silicon Valley Bank δόθηκε όταν υπήρξε μαζική εκροή καταθέσεων.
Παράγοντας-κλειδί που συνέβαλε καίρια στην εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών είναι η δραστική συρρίκνωση του βαριδίου των κόκκινων δανείων. Η εφαρμογή ενός εμπροσθοβαρούς προγράμματος πώλησης και τιτλοποίησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων με κύριο όχημα το πρόγραμμα κρατικών εγγυήσεων «Ηρακλής» είχε σαν αποτέλεσμα ο δείκτης των προβληματικών δανείων να αγγίζει μονοψήφια ποσοστά, κάτω από 10%.
Τέλος, ο τραπεζικός κλάδος τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρωζώνη έχει «οικοδομήσει» ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας που στην κρίση του 2008 έλειπε. Ο λόγος για τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) που συστάθηκε το 2014 από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με στόχο την εποπτεία των συστημικά σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων της Ευρώπης.
«Στην καλύτερη θέση των τελευταίων δεκαετιών το τραπεζικό σύστημα»
«Ο Μάρτιος ήταν ένας ταραχώδης για το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα μήνας, ο οποίος σημαδεύτηκε από την κατάρρευση τριών περιφερειακών τραπεζών στις ΗΠΑ. Η αναταραχή γρήγορα επεκτάθηκε στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού με επίκεντρο την Credit Suisse, ενώ πιέσεις ασκήθηκαν και σε άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αβεβαιότητας, δημιουργούνται ερωτήματα για τον αντίκτυπο αυτών των εξελίξεων στο δικό μας τραπεζικό σύστημα.
Καταρχάς, οι ελληνικές τράπεζες έχουν ελάχιστη έως μηδενική έκθεση στα πληγέντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Επιπλέον, τα προβλήματα στις προαναφερθείσες αμερικάνικες τράπεζες ξεκίνησαν λόγω ορισμένων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους, όπως η υψηλή έκθεσή τους στην αγορά κρυπτονομισμάτων και η έμφασή τους στις συναλλαγές με νεοφυείς εταιρίες νέων τεχνολογιών, κλάδο ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου. Η Credit Suisse βρισκόταν επί μακρόν σε περιδίνηση, αποτέλεσμα μίας σειράς πρακτικών και επενδυτικών επιλογών του παρελθόντος», σημειώνει ο Θοδωρής Ράπανος, ερευνητής οικονομολόγος της Εurobank.
«Αν και οι ελληνικές τράπεζες δε μοιράζονται κάποιο από τα παραπάνω χαρακτηριστικά, στη διεθνοποιημένη οικονομία στην οποία ζούμε έχουμε δει περιφερειακές αναταραχές να λαμβάνουν γρήγορα παγκόσμιες διαστάσεις. Είναι συνεπώς πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η συγκυρία αυτή βρίσκει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα στην καλύτερη θέση των τελευταίων δεκαετιών για να ανταπεξέλθει σε μια τυχόν τέτοια κρίση.
Πρώτον, οι ελληνικές τράπεζες υπόκεινται σε ένα πολύ αυστηρό εποπτικό πλαίσιο από την ΕΚΤ, το οποίο περιλαμβάνει συνεχείς και ενδελεχείς ελέγχους, καθώς και ασκήσεις αντοχής σε τακτική βάση.
Δεύτερον, η κεφαλαιακή τους επάρκεια -δηλαδή η «ασπίδα προστασίας» που θα απορροφήσει τυχόν ζημίες- είναι υψηλή και πλέον συγκρίσιμη με αυτή των τραπεζών της Δυτικής Ευρώπης, με τα οργανικά τους κεφάλαια να ενισχύονται περαιτέρω από την υγιή κερδοφορία τους», επισημαίνει.
«Παράλληλα, η ρευστότητά τους -δηλαδή η αμεσότητα με την οποία δύνανται να προτάξουν αυτή την «ασπίδα» και ο βαθμός πληρότητας στον οποίο αυτό μπορεί να γίνει- είναι, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΚΤ, από τις υψηλότερες στην ΕΕ. Τρίτον, η μεγάλη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με παράλληλη διατήρηση των προβλέψεων κάλυψης των επισφαλειών σε υψηλά επίπεδα έχει οδηγήσει σε εξυγίανση των ισολογισμών τους. Τέταρτον, οι καταθέσεις έως του ποσού των 100.000 ευρώ ανά καταθέτη ανά τράπεζα είναι εγγυημένες από το ΤΕΚΕ, το οποίο διαθέτει το υψηλότερο αναλογικά αποθεματικό στην ΕΕ.
Τέλος, ας μη ξεχνάμε ότι είμαστε μέρος του Ευρωσυστήματος και η ΕΚΤ έχει δείξει έμπρακτα ότι αν παραστεί ανάγκη, δεν θα διστάσει να παρέμβει άμεσα, είτε λεκτικά, είτε με την απεριόριστη δυνατότητα παροχής ρευστότητας που διαθέτει, και για όσο αυτό απαιτηθεί», υποστηρίζει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 02.04.2023
ΣΧΟΛΙΑ