Ελληνογερμανικές σχέσεις: Από την Κατοχή στον... Σόιμπλε και από την κρίση στη φιλία
15/12/2018 19:00
15/12/2018 19:00
«Πιθανότατα δεν υπάρχει κανένα κράτος με το οποίο οι άνθρωποι στην Ελλάδα να έχουν πιο στενούς δεσμούς απ’ ό,τι με τη Γερμανία. Αλλά και από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει πάντα μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των Γερμανών, ξεκινώντας με τους Φιλέλληνες του 19ου αιώνα μέχρι τα 4 εκατομμύρια τουρίστες φέτος».
Έτσι ξεκίνησε την εισήγησή του ο Πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα, Jens Plötner, με θέμα τις ελληνογερμανικές σχέσεις στο πέρασμα του χρόνου, στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού (Center for Modern Greece - CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Freie Universität Berlin).
Ο κ. Plötner, κοίταξε πίσω σε μια μακρά κοινή ιστορία μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας- με «ψηλές», αλλά «χαμηλές» στιγμές, ξεκινώντας από τους Φιλέλληνες και καταλήγοντας στο Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, δίνοντας εξηγήσεις και ερμηνείες. «Ο μεγαλύτερος θησαυρός και σίγουρα σταθερό θεμέλιο στις διμερείς μας σχέσεις είναι το στενό δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων που έχει δημιουργηθεί στο πέρασμα του χρόνου», τόνισε ο κ. Plötner. Οι Φιλέλληνες, η άφιξη του πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας στο Ναύπλιο, ο Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η διακρατική συμφωνία πρόσληψης εργαζομένων το 1960, που αποτέλεσε τη βάση μετανάστευσης πολλών νέων στη Γερμανία (Gastarbeiter), η δικτατορία, η είσοδος της Ελλάδας στην Ε.Ε. το 1981, η αρχή της οικονομικής κρίσης το 2008, η πρώτη κορύφωσή της το 2010 και η δεύτερη το 2015, αποτέλεσαν τους κύριους σταθμούς της εισήγησης.
Γερμανική κατοχή: η πιο σκοτεινή περίοδος στις διμερείς σχέσεις
«Η πιο σκοτεινή στιγμή στην ιστορία των διμερών μας σχέσεων είναι η γερμανική κατοχή της Ελλάδας κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο», ανέφερε ο κ.Plötner. «Στον τελευταίο 1,5 χρόνο που βρίσκομαι στην Ελλάδα με εξέπληξε το πόσο παρόν στη δημόσια σφαίρα είναι το θέμα της γερμανικής κατοχής», συνέχισε. Προσπαθώντας να εξηγήσει το γεγονός στάθηκε σε τρία σημεία: Πρώτον, στο ότι ο εμφύλιος πόλεμος και ο ψυχρός πόλεμος δεν άφησαν τα γερμανικά εγκλήματα να εξεταστούν και να αξιολογηθούν. Αντίθετα, πολύ νωρίς υπήρξαν διμερείς σχέσεις. Μόλις το 1950 ο τότε αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, Γεώργιος Παπανδρέου, ταξίδεψε στη Βόννη στο πλαίσιο οικονομικών επαφών. Δεύτερον, οι πολεμικές αποζημιώσεις έγιναν δημοφιλείς στην εποχή της κρίσης και τέθηκαν στην πολιτική ατζέντα. «Ένας τρίτος λόγος αφορά εμάς τους Γερμανούς. Γνωρίζουμε σήμερα αρκετά για τη μανία της Βέρμαχτ στην Ελλάδα; Για τον πόνο του άμαχου πληθυσμού; Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες από τη Γερμανία, αλλά στη συνείδηση της κοινής γνώμης φαίνεται αυτό το κεφάλαιο να απουσίαζε για υπερβολικά μεγάλο διάστημα. Γι’ αυτό χαίρομαι που τα τελευταία χρόνια αυτό ξεκίνησε να αλλάζει», σχολίασε.
Ο κ. Plötner δεν απέφυγε το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Όπως είναι γνωστό, οι δύο χώρες υποστηρίζουν διαφορετικές νομικές θέσεις. Από τη γερμανική σκοπιά, η τελική αποσαφήνιση αυτού του ζητήματος είναι ένα πολύ θεμελιώδες θέμα, το οποίο αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και, για παράδειγμα, την Πολωνία. «Για μένα είναι σημαντικό οι άνθρωποι στην Ελλάδα να γνωρίζουν ότι η Γερμανία ομολογεί την ηθική ευθύνη για τα εγκλήματα της κατοχής και ότι αυτό δεν είναι μια κούφια τοποθέτηση. Αυτή η ηθική ευθύνη περιλαμβάνει και συγκεκριμένη δράση, για παράδειγμα στο να συμβάλλουμε ενεργά να διατηρούμε την ανάμνηση των θυμάτων ζωντανή. Αλλά και ότι σήμερα λέμε το άδικο άδικο και το έγκλημα έγκλημα και ότι δεν θα προσπαθήσουμε με πολύπλοκη γλώσσα να το υποβαθμίσουμε».
«Η οικονομική κρίση δεν ήταν μια γερμανοελληνική κρίση»
«Η κορύφωση της οικονομικής κρίσης ήταν την ίδια στιγμή και μια χαμηλή στιγμή των γερμανοελληνικών σχέσεων. Η οικονομική κρίση δεν ήταν μια γερμανοελληνική κρίση. Πώς γίνεται μια αμερικανική κρίση που έγινε παγκόσμια, μετά ευρωπαϊκή και μετά ελληνική, να επιβαρύνει τόσο πολύ τις διμερείς μας σχέσεις;». Ως μεγαλύτερη εθνική οικονομία της ευρωζώνης η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων αλλά και υπό διαρκή επιτήρηση. «Στην Αθήνα έζησα πολλές φορές να μας θεωρούν ικανούς για υπερβολικά πολλά, ότι μια κίνηση του γερμανού υπουργού οικονομικών αρκούσε και αρκεί για να προσανατολίσει όλη την Ευρωομάδα», σχολίασε. Οι συμφωνίες και τα προγράμματα που υπογράφηκαν στις Βρυξέλλες αποδίδονταν στο Βερολίνο και όχι στο σύνολο των κρατών. Παράλληλα, ο κ. Plötner αναφέρθηκε στον ρόλο που έπαιξαν τα ΜΜΕ, επισημαίνοντας χαρακτηριστικούς επιθετικούς τίτλους γερμανικών έντυπων μέσων εκείνης της περιόδου, αλλά και την αντίδραση των ελληνικών, που παρουσίαζαν την καγκελάριο Μέρκελ ή τον υπουργό οικονομικών Σόιμπλε ντυμένους με στολή ναζί. «Στη Γαλλία υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι δεν πυροβολούμε ασθενοφόρα. Και εδώ δημοσιογραφικά, πυροβολήθηκαν μαζικά ασθενοφόρα», τόνισε. Ένας δεύτερος λόγος που η οικονομική κρίση έγινε διμερής αφορά τη σχέση των Ελλήνων με τη Γερμανία. «Η συνολικά πολύ θετικές σχέσεις των δύο χωρών, επέτρεψαν μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου οι Έλληνες να βάλουν στην άκρη την οδυνηρή περίοδο της κατοχής. Να μην ξεχάσουν τα εγκλήματα, αλλά να μην της δώσουν και τη δύναμη να διαμορφώσουν την εικόνα που έχουν για τη Γερμανία». Μαζί με την κρίση ξύπνησε όμως και η μνήμη.
Oι δύο πρέσβεις ποζάρουν στον φακό τoυ makthes.gr
Από τον Βόλφγκανγκ... στον Βόλφγκανγκ
Με μια αλληγορία ο Πρέσβης της Ελλάδας στη Γερμανία, Θεόδωρος Δαρκαρόλης, έδωσε το δικό του στίγμα. «Στις αρχές της δεκαετίες του ’60 όταν οι γονείς μου μετακόμισαν στη Βόννη, γνώρισα τον Βόλφγκανγκ, ένα γειτονικό παιδί με το οποίο γίναμε φίλοι. Μου έμαθε πολλές γερμανικές λέξεις, όπως παιχνίδι, μπάλα ποδοσφαίρου, τρένο, χριστουγεννιάτικο δέντρο, Χιονάτη, επτά νάνοι κ.ά.. Ενώ παίζαμε ένα απόγευμα κάτω από τις καστανιές της γειτονιάς μας φορώντας τα κοντά δερμάτινα παντελονάκια μας, ένας κύριος πλησίασε τον φίλο μου. Ήταν ο πατέρας του Βόλφγκανγκ που ήρθε να τον πάρει. Εγώ παρατήρησα πως του έλειπε ένα χέρι. Ο πατέρας του είχε χάσει το ένα χέρι. Λίγο αργότερα κατάλαβα από τις συζητήσεις των γονέων μου πως ο πατέρας του φίλου μου τραυμάτισε το χέρι του σε κάποιον πόλεμο στην Κρήτη. Τότε έμαθα και μια άλλη γερμανική λέξη: Άουσβιτς. Αυτή τη λέξη δεν μου την έμαθε ο Βόλφγκανγκ. Την άκουσα από τους γονείς μου. Αφορμή ήταν ο αδερφός της μητέρας μου που επιβίωσε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τότε φυσικά δεν γνώριζα ακόμη πως θα ερχόταν μια περίοδος στην οποία θα εναντιωνόμουν στην οικονομική πολιτική ενός άλλου παγκοσμίου γνωστού Βόλφγκανγκ». Ο κ. Δασκαρόλης αναφέρθηκε ακόμη στους στενούς δεσμούς που ενώνουν την Ελλάδα με τη Γερμανία και στη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης και των ΜΜΕ των δύο χωρών που εξαπέλυσαν επιθέσεις: «Επρόκειτο για μια σκόπιμη μεταπολεμική επίθεση στην αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού με εμφανή στοιχεία πολιτισμικού ρατσισμού», σχολίασε. «Ξαφνικά υπήρξαν άνθρωποι που φοβούνταν να δηλώσουν τις ελληνικές τους ρίζες και άλλοι που κοιτούσαν τους Έλληνες συναδέλφους τους με δυσπιστία λες και είναι τεμπέληδες, απατεώνες ή κλέφτες». «Αυτό που ίσως είναι χειρότερο, δηλαδή σχεδόν έγκλημα, είναι ότι χτύπησε την γερμανοελληνική φιλία στη ρίζα που αναπτύσσεται μεταξύ των κοινωνιών και των ανθρώπων», τόνισε.
Κοιτάζοντας μπροστά
«Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα την ιστορία;», αναρωτήθηκε στο τέλος ο κ. Plötner. «Δεν είμαστε ίδιοι και δεν θα πρέπει να γίνουμε. Αυτό ισχύει για Γερμανούς και Έλληνες. Αυτό ισχύει για όλους τους λαούς της Ε.Ε.. Αλλά πρέπει να ακούμε καλύτερα ο ένας τον άλλο», επισήμανε. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως εκφράστηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, παραμένει και σήμερα επίκαιρη και «απαιτεί από εμάς τους Γερμανούς σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. λίγη περισσότερη ενεργή συμβολή στην ευρωπαϊκή εξισορρόπηση και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». «Πρέπει, χωρίς να ξεχάσουμε το παρελθόν, να σχεδιάσουμε μαζί την πορεία προς τα εμπρός- ιδιαίτερα στην Ελλάδα- και να προσδιορίσουμε νέες θεματικές στη συνεργασία μας. Είμαι αισιόδοξος. Το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα νεολαίας προχωρά, στην έρευνα έχουμε προσδιορίσει νέα πεδία συνεργασίας, στην οικονομία είμαστε και θέλουμε να παραμείνουμε ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος εταίρος της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή επιθυμούμε να ανακαλύψουμε και νέους τομείς συνεργασιών, όπως η ενέργεια», κατέληξε.
Χαιρετισμούς απηύθυναν ο πρύτανης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, καθηγητής Δρ. Günter M. Ziegler, η Χριστίνα Λαμπροπούλου, Οικονομική Διευθύντρια του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο καθηγητής Δρ. Μίλτος Πεχλιβάνος, Διευθυντής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG).
Η εισήγηση αποτέλεσε την πέμπτη εκδήλωση της σειράς διαλέξεων CeMoG. Παράλληλα, το Κέντρο Νέου Ελληνισμού, το οποίο έχει στόχο να εμβαθύνει τις επιστημονικές και πολιτισμικές σχέσεις με την Ελλάδα στη Γερμανία, γιόρτασε τα πέντε χρόνια ύπαρξής του, ενώ την ίδια εβδομάδα και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου γιόρτασε τα εβδομηκοστά του γενέθλια.
«Πιθανότατα δεν υπάρχει κανένα κράτος με το οποίο οι άνθρωποι στην Ελλάδα να έχουν πιο στενούς δεσμούς απ’ ό,τι με τη Γερμανία. Αλλά και από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει πάντα μια πολύ ιδιαίτερη θέση στην καρδιά των Γερμανών, ξεκινώντας με τους Φιλέλληνες του 19ου αιώνα μέχρι τα 4 εκατομμύρια τουρίστες φέτος».
Έτσι ξεκίνησε την εισήγησή του ο Πρέσβης της Γερμανίας στην Ελλάδα, Jens Plötner, με θέμα τις ελληνογερμανικές σχέσεις στο πέρασμα του χρόνου, στο Κέντρο Νέου Ελληνισμού (Center for Modern Greece - CeMoG) του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου (Freie Universität Berlin).
Ο κ. Plötner, κοίταξε πίσω σε μια μακρά κοινή ιστορία μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας- με «ψηλές», αλλά «χαμηλές» στιγμές, ξεκινώντας από τους Φιλέλληνες και καταλήγοντας στο Ελληνογερμανικό Ίδρυμα Νεολαίας, δίνοντας εξηγήσεις και ερμηνείες. «Ο μεγαλύτερος θησαυρός και σίγουρα σταθερό θεμέλιο στις διμερείς μας σχέσεις είναι το στενό δίκτυο ανθρώπινων σχέσεων που έχει δημιουργηθεί στο πέρασμα του χρόνου», τόνισε ο κ. Plötner. Οι Φιλέλληνες, η άφιξη του πρίγκιπα Όθωνα της Βαυαρίας στο Ναύπλιο, ο Α’ και Β’ παγκόσμιος πόλεμος, η διακρατική συμφωνία πρόσληψης εργαζομένων το 1960, που αποτέλεσε τη βάση μετανάστευσης πολλών νέων στη Γερμανία (Gastarbeiter), η δικτατορία, η είσοδος της Ελλάδας στην Ε.Ε. το 1981, η αρχή της οικονομικής κρίσης το 2008, η πρώτη κορύφωσή της το 2010 και η δεύτερη το 2015, αποτέλεσαν τους κύριους σταθμούς της εισήγησης.
Γερμανική κατοχή: η πιο σκοτεινή περίοδος στις διμερείς σχέσεις
«Η πιο σκοτεινή στιγμή στην ιστορία των διμερών μας σχέσεων είναι η γερμανική κατοχή της Ελλάδας κατά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο», ανέφερε ο κ.Plötner. «Στον τελευταίο 1,5 χρόνο που βρίσκομαι στην Ελλάδα με εξέπληξε το πόσο παρόν στη δημόσια σφαίρα είναι το θέμα της γερμανικής κατοχής», συνέχισε. Προσπαθώντας να εξηγήσει το γεγονός στάθηκε σε τρία σημεία: Πρώτον, στο ότι ο εμφύλιος πόλεμος και ο ψυχρός πόλεμος δεν άφησαν τα γερμανικά εγκλήματα να εξεταστούν και να αξιολογηθούν. Αντίθετα, πολύ νωρίς υπήρξαν διμερείς σχέσεις. Μόλις το 1950 ο τότε αντιπρόεδρος της ελληνικής κυβέρνησης, Γεώργιος Παπανδρέου, ταξίδεψε στη Βόννη στο πλαίσιο οικονομικών επαφών. Δεύτερον, οι πολεμικές αποζημιώσεις έγιναν δημοφιλείς στην εποχή της κρίσης και τέθηκαν στην πολιτική ατζέντα. «Ένας τρίτος λόγος αφορά εμάς τους Γερμανούς. Γνωρίζουμε σήμερα αρκετά για τη μανία της Βέρμαχτ στην Ελλάδα; Για τον πόνο του άμαχου πληθυσμού; Τα τελευταία χρόνια υπήρξαν αξιόλογες προσπάθειες από τη Γερμανία, αλλά στη συνείδηση της κοινής γνώμης φαίνεται αυτό το κεφάλαιο να απουσίαζε για υπερβολικά μεγάλο διάστημα. Γι’ αυτό χαίρομαι που τα τελευταία χρόνια αυτό ξεκίνησε να αλλάζει», σχολίασε.
Ο κ. Plötner δεν απέφυγε το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Όπως είναι γνωστό, οι δύο χώρες υποστηρίζουν διαφορετικές νομικές θέσεις. Από τη γερμανική σκοπιά, η τελική αποσαφήνιση αυτού του ζητήματος είναι ένα πολύ θεμελιώδες θέμα, το οποίο αφορά όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και, για παράδειγμα, την Πολωνία. «Για μένα είναι σημαντικό οι άνθρωποι στην Ελλάδα να γνωρίζουν ότι η Γερμανία ομολογεί την ηθική ευθύνη για τα εγκλήματα της κατοχής και ότι αυτό δεν είναι μια κούφια τοποθέτηση. Αυτή η ηθική ευθύνη περιλαμβάνει και συγκεκριμένη δράση, για παράδειγμα στο να συμβάλλουμε ενεργά να διατηρούμε την ανάμνηση των θυμάτων ζωντανή. Αλλά και ότι σήμερα λέμε το άδικο άδικο και το έγκλημα έγκλημα και ότι δεν θα προσπαθήσουμε με πολύπλοκη γλώσσα να το υποβαθμίσουμε».
«Η οικονομική κρίση δεν ήταν μια γερμανοελληνική κρίση»
«Η κορύφωση της οικονομικής κρίσης ήταν την ίδια στιγμή και μια χαμηλή στιγμή των γερμανοελληνικών σχέσεων. Η οικονομική κρίση δεν ήταν μια γερμανοελληνική κρίση. Πώς γίνεται μια αμερικανική κρίση που έγινε παγκόσμια, μετά ευρωπαϊκή και μετά ελληνική, να επιβαρύνει τόσο πολύ τις διμερείς μας σχέσεις;». Ως μεγαλύτερη εθνική οικονομία της ευρωζώνης η Γερμανία βρίσκεται στο επίκεντρο των εξελίξεων αλλά και υπό διαρκή επιτήρηση. «Στην Αθήνα έζησα πολλές φορές να μας θεωρούν ικανούς για υπερβολικά πολλά, ότι μια κίνηση του γερμανού υπουργού οικονομικών αρκούσε και αρκεί για να προσανατολίσει όλη την Ευρωομάδα», σχολίασε. Οι συμφωνίες και τα προγράμματα που υπογράφηκαν στις Βρυξέλλες αποδίδονταν στο Βερολίνο και όχι στο σύνολο των κρατών. Παράλληλα, ο κ. Plötner αναφέρθηκε στον ρόλο που έπαιξαν τα ΜΜΕ, επισημαίνοντας χαρακτηριστικούς επιθετικούς τίτλους γερμανικών έντυπων μέσων εκείνης της περιόδου, αλλά και την αντίδραση των ελληνικών, που παρουσίαζαν την καγκελάριο Μέρκελ ή τον υπουργό οικονομικών Σόιμπλε ντυμένους με στολή ναζί. «Στη Γαλλία υπάρχει ένα γνωμικό που λέει ότι δεν πυροβολούμε ασθενοφόρα. Και εδώ δημοσιογραφικά, πυροβολήθηκαν μαζικά ασθενοφόρα», τόνισε. Ένας δεύτερος λόγος που η οικονομική κρίση έγινε διμερής αφορά τη σχέση των Ελλήνων με τη Γερμανία. «Η συνολικά πολύ θετικές σχέσεις των δύο χωρών, επέτρεψαν μετά το τέλος του Β’ παγκοσμίου πολέμου οι Έλληνες να βάλουν στην άκρη την οδυνηρή περίοδο της κατοχής. Να μην ξεχάσουν τα εγκλήματα, αλλά να μην της δώσουν και τη δύναμη να διαμορφώσουν την εικόνα που έχουν για τη Γερμανία». Μαζί με την κρίση ξύπνησε όμως και η μνήμη.
Oι δύο πρέσβεις ποζάρουν στον φακό τoυ makthes.gr
Από τον Βόλφγκανγκ... στον Βόλφγκανγκ
Με μια αλληγορία ο Πρέσβης της Ελλάδας στη Γερμανία, Θεόδωρος Δαρκαρόλης, έδωσε το δικό του στίγμα. «Στις αρχές της δεκαετίες του ’60 όταν οι γονείς μου μετακόμισαν στη Βόννη, γνώρισα τον Βόλφγκανγκ, ένα γειτονικό παιδί με το οποίο γίναμε φίλοι. Μου έμαθε πολλές γερμανικές λέξεις, όπως παιχνίδι, μπάλα ποδοσφαίρου, τρένο, χριστουγεννιάτικο δέντρο, Χιονάτη, επτά νάνοι κ.ά.. Ενώ παίζαμε ένα απόγευμα κάτω από τις καστανιές της γειτονιάς μας φορώντας τα κοντά δερμάτινα παντελονάκια μας, ένας κύριος πλησίασε τον φίλο μου. Ήταν ο πατέρας του Βόλφγκανγκ που ήρθε να τον πάρει. Εγώ παρατήρησα πως του έλειπε ένα χέρι. Ο πατέρας του είχε χάσει το ένα χέρι. Λίγο αργότερα κατάλαβα από τις συζητήσεις των γονέων μου πως ο πατέρας του φίλου μου τραυμάτισε το χέρι του σε κάποιον πόλεμο στην Κρήτη. Τότε έμαθα και μια άλλη γερμανική λέξη: Άουσβιτς. Αυτή τη λέξη δεν μου την έμαθε ο Βόλφγκανγκ. Την άκουσα από τους γονείς μου. Αφορμή ήταν ο αδερφός της μητέρας μου που επιβίωσε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Τότε φυσικά δεν γνώριζα ακόμη πως θα ερχόταν μια περίοδος στην οποία θα εναντιωνόμουν στην οικονομική πολιτική ενός άλλου παγκοσμίου γνωστού Βόλφγκανγκ». Ο κ. Δασκαρόλης αναφέρθηκε ακόμη στους στενούς δεσμούς που ενώνουν την Ελλάδα με τη Γερμανία και στη δοκιμασία στην οποία υποβλήθηκαν λόγω της οικονομικής κρίσης και των ΜΜΕ των δύο χωρών που εξαπέλυσαν επιθέσεις: «Επρόκειτο για μια σκόπιμη μεταπολεμική επίθεση στην αξιοπρέπεια ενός ολόκληρου λαού με εμφανή στοιχεία πολιτισμικού ρατσισμού», σχολίασε. «Ξαφνικά υπήρξαν άνθρωποι που φοβούνταν να δηλώσουν τις ελληνικές τους ρίζες και άλλοι που κοιτούσαν τους Έλληνες συναδέλφους τους με δυσπιστία λες και είναι τεμπέληδες, απατεώνες ή κλέφτες». «Αυτό που ίσως είναι χειρότερο, δηλαδή σχεδόν έγκλημα, είναι ότι χτύπησε την γερμανοελληνική φιλία στη ρίζα που αναπτύσσεται μεταξύ των κοινωνιών και των ανθρώπων», τόνισε.
Κοιτάζοντας μπροστά
«Πώς αντιμετωπίζουμε σήμερα την ιστορία;», αναρωτήθηκε στο τέλος ο κ. Plötner. «Δεν είμαστε ίδιοι και δεν θα πρέπει να γίνουμε. Αυτό ισχύει για Γερμανούς και Έλληνες. Αυτό ισχύει για όλους τους λαούς της Ε.Ε.. Αλλά πρέπει να ακούμε καλύτερα ο ένας τον άλλο», επισήμανε. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, όπως εκφράστηκε μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, παραμένει και σήμερα επίκαιρη και «απαιτεί από εμάς τους Γερμανούς σε σχέση με τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. λίγη περισσότερη ενεργή συμβολή στην ευρωπαϊκή εξισορρόπηση και ευρωπαϊκή ολοκλήρωση». «Πρέπει, χωρίς να ξεχάσουμε το παρελθόν, να σχεδιάσουμε μαζί την πορεία προς τα εμπρός- ιδιαίτερα στην Ελλάδα- και να προσδιορίσουμε νέες θεματικές στη συνεργασία μας. Είμαι αισιόδοξος. Το Ελληνογερμανικό Ίδρυμα νεολαίας προχωρά, στην έρευνα έχουμε προσδιορίσει νέα πεδία συνεργασίας, στην οικονομία είμαστε και θέλουμε να παραμείνουμε ο μεγαλύτερος και σημαντικότερος εταίρος της Ελλάδας. Την ίδια στιγμή επιθυμούμε να ανακαλύψουμε και νέους τομείς συνεργασιών, όπως η ενέργεια», κατέληξε.
Χαιρετισμούς απηύθυναν ο πρύτανης του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου, καθηγητής Δρ. Günter M. Ziegler, η Χριστίνα Λαμπροπούλου, Οικονομική Διευθύντρια του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος, ο καθηγητής Δρ. Μίλτος Πεχλιβάνος, Διευθυντής του Κέντρου Νέου Ελληνισμού (CeMoG).
Η εισήγηση αποτέλεσε την πέμπτη εκδήλωση της σειράς διαλέξεων CeMoG. Παράλληλα, το Κέντρο Νέου Ελληνισμού, το οποίο έχει στόχο να εμβαθύνει τις επιστημονικές και πολιτισμικές σχέσεις με την Ελλάδα στη Γερμανία, γιόρτασε τα πέντε χρόνια ύπαρξής του, ενώ την ίδια εβδομάδα και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου γιόρτασε τα εβδομηκοστά του γενέθλια.
ΣΧΟΛΙΑ