ΔΙΕΘΝΗ

Ένα βίντεο του 1992 διαψεύδει τον Ντ. Τραμπ για τη σχέση του με τον Τζ. Επστάιν

Το ντοκουμέντο είναι από το αρχείο του NBC και αποδεικνύει πως παρά τα λεγόμενα του προέδρου γνώριζε και μάλιστα καλά τον χρηματιστή που κατηγορείται για σεξουαλική εκμετάλλευση ανηλίκων κοριτσιών

 17/07/2019 20:01

Ένα βίντεο του 1992 διαψεύδει τον Ντ. Τραμπ για τη σχέση του με τον Τζ. Επστάιν

Ένα βίντεο που χρονολογείται από το 1992 δείχνει τον Ντόναλντ Τραμπ να διασκεδάζει μαζί με τον χρηματιστή Τζέφρι Επστάιν, ο οποίος κατηγορείται σήμερα για σεξουαλική εκμετάλλευση δεκάδων ανηλίκων κοριτσιών.

Το βίντεο αυτό προέρχεται από τα αρχεία του τηλεοπτικού δικτύου NBC και αποδυναμώνει τις προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου να πάρει αποστάσεις από τον πάμπλουτο επενδυτή κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Πρόκειται για μια γιορτή που οργάνωσε ο Τραμπ στην κατοικία του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντας, στην οποία συμμετείχαν πολλές νεαρές ξανθές γυναίκες – όλες τους μαζορέτες σε μεγάλες ομάδες του αμερικανικού ποδοσφαίρου, σύμφωνα πάντα με το κανάλι.

Κάποια στιγμή ο Τραμπ γέρνει προς έναν καλεσμένο του, τον Τζέφρι Επστάιν και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί, δείχνοντας με το δάχτυλο τις νεαρές κοπέλες που χορεύουν στην πίστα.

Σύμφωνα με το NBC, ο Τραμπ λέει αρχικά "she is hot" ("είναι σέξι") και μετά συνεχίζει με κάποιο αστείο που δεν ακούγεται καθαρά. Τα σχόλιά του προκαλούν την ιλαρότητα του Επστάιν.

Οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν ήδη γνωστές εδώ και χρόνια. Μάλιστα ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αναφερθεί σ' αυτόν σε μια συνέντευξή του σε ανύποπτο χρόνο, το 2002: "Γνωρίζω τον Τζεφ εδώ και 15 χρόνια. Ένας ιδιοφυής τύπος... Είναι χαρά μου να περνώ χρόνο μαζί του. Λένε μάλιστα ότι του αρέσουν οι ωραίες γυναίκες όσο και σε μένα", έλεγε τότε, προσθέτοντας ότι ο Επστάιν τις προτιμάει "σχετικά νέες".

Μετά τη σύλληψη του Επστάιν στις 6 Ιουλίου ο πρόεδρος άλλαξε γραμμή, διαβεβαιώνοντας ότι έχει διακόψει κάθε επαφή μαζί του εδώ και πολλά χρόνια. "Δεν ήμουν οπαδός του Τζέφρι Επστάιν. Δεν είναι κάποιος που σεβόμουν", δήλωσε την περασμένη Παρασκευή.

Το σκάνδαλο Επστάιν στοίχισε ήδη τη θέση του στον υπουργό Εργασίας Αλεξάντερ Ακόστα. Ο υπουργός παραιτήθηκε την Παρασκευή, επειδή κατηγορήθηκε ότι δεν χειρίστηκε σωστά την υπόθεση το 2008, όταν ήταν ομοσπονιακός εισαγγελέας στη Φλόριντα και ο Επστάιν κατηγορούμενος για κακοποίηση ανηλίκων και εξώθησή τους στην πορνεία. Την εποχή εκείνη, μετά από εξωδικαστική συμφωνία, ο κατηγορούμενος δήλωσε ένοχος για αδίκημα ήσσονος σημασίας και καταδικάστηκε σε φυλάκιση μόνο 13 μηνών, υπό πολύ ευνοϊκές συνθήκες.

Παρόμοιες κατηγορίες αντιμετωπίζει και τώρα, αυτή τη φορά στη Νέα Υόρκη όπου και συνελήφθη καθώς ο εισαγγελέας του Μανχάταν δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από εκείνη την παλιά συμφωνία και άνοιξε ξανά την υπόθεση. Ορισμένα από τα φερόμενα θύματά του ήταν ακόμη και 14 ετών. Αν κριθεί ένοχος, ο Επστάιν κινδυνεύει να καταδικαστεί σε κάθειρξη 45 ετών.

Εκτός από τον Τραμπ, ο Επστάιν διατηρούσε φιλικές σχέσεις με πολλούς πλούσιους και διάσημους, μεταξύ των οποίων ήταν ο πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και ο γιος της βασίλισσας Ελισάβετ Άντριου.

Ο ρατσιστής Τραμπ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθέτησε χθες Τρίτη ψήφισμα το οποίο καταδικάζει τα «ρατσιστικά σχόλια» του αμερικανού προέδρου εναντίον τεσσάρων νέων βουλευτριών των Δημοκρατικών, κατηγορία την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ απέρριψε νωρίτερα χθες, πριν ο Ρεπουμπλικάνος αρχηγός του Κράτους συνεχίσει τη σφοδρή επίθεσή του εναντίον τους.

Η κάτω Βουλή, στην οποία πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί, «καταδικάζει σθεναρά τα ρατσιστικά σχόλια του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που νομιμοποιούν και επιτείνουν τον φόβο και το μίσος έναντι των νέων Αμερικανών και έναντι των μελών εθνικών μειονοτήτων», τονίζει το κείμενο, το οποίο ψήφισαν και τέσσερις Ρεπουμπλικάνοι.

Σε σειρά αναρτήσεών του στο Twitter, ο θυελλώδης μεγιστάνας προέτρεψε την Κυριακή τις τέσσερις βουλεύτριες, τρεις από τις οποίες είναι γεννημένες στις ΗΠΑ, να «επιστρέψουν» στις χώρες καταγωγής τους, «αποτυχημένα» Κράτη όπου κυριαρχεί «η εγκληματικότητα», κατ’ αυτόν, ενώ την επομένη ανέβασε ακόμη περισσότερο τους τόνους κατηγορώντας τις πως «μισούν» την Αμερική.

Ο Τραμπ προέτρεψε χθες Τρίτη τους κοινοβουλευτικούς του κόμματός του να μην πέσουν στην «παγίδα» που τους έστησαν, κατά τον ίδιο, οι αντίπαλοί του.

Τα σχόλιά του «δεν ήταν ρατσιστικά», επέμεινε, αναφερόμενος στα πυρά του εναντίον των τεσσάρων νέων μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Πρόκειται για τις Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές (Νέα Υόρκη), Ιλάν Όμαρ (Μινεσότα), Αϊάνα Πρέσλι (Μασαχουσέτη) και Ρασίντα Τλάιμπ (Μίσιγκαν).

Πιστός στην πάγια πρακτική του να ρίχνει λάδι στις φωτιές που ανάβει ο ίδιος, ο δισεκατομμυριούχος Ρεπουμπλικάνος επανέλαβε κατόπιν το πιο επίμαχο σχόλιο του: «η χώρα μας είναι ελεύθερη, μεγαλειώδης και ευημερούσα. Αν απεχθάνεστε τη χώρα μας, ή αν δεν είστε ευτυχείς εδώ, μπορείτε να φύγετε!».

Ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2020, ο Τραμπ μοιάζει πιο αποφασισμένος παρά ποτέ να ηλεκτρίσει την εκλογική του βάση —λευκή στη συντριπτική της πλειοψηφία— και να κάνει τα πάντα για να τροφοδοτήσει τις διαιρέσεις στις τάξεις των πολιτικών του αντιπάλων.

Ο Τραμπ ξέρει πως μπορεί να λογαριάζει πλέον στην υποστήριξη των βαρόνων των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο. Καθώς μολονότι λιγοστά μέλη του Grand Old Party, ή GOP, κατήγγειλαν τις αναρτήσεις του, τα στελέχη της παράταξής του ήταν πολύ συγκρατημένα στις επικρίσεις τους προς αυτόν που θα είναι —εξαιρουμένου μόνο ενός συγκλονιστικού απροόπτου— ο υποψήφιός της το 2020.

Ο Μιτς Μακόνελ, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, προτίμησε να εκφράσει μια πολύ γενική θέση: «Έχουμε όλοι μια ευθύνη (...), τα λόγια μας έχουν σημασία», είπε απλά, πριν προσθέσει, ερωτηθείς σχετικά, πως όχι, ο πρόεδρος δεν είναι, στα δικά του μάτια, «ρατσιστής».

Για τον Κέβιν Μακάρθι, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η πόλη πολεμική δεν είναι παρά «πολιτική».

Οι τέσσερις βουλεύτριες που έγιναν στόχος του Τραμπ αντέδρασαν μαζί το βράδυ της Δευτέρας, δηλώνοντας αποφασισμένες να μην κάνουν πίσω παρά τις επιθέσεις του ενοίκου του Λευκού Οίκου. Ο Τραμπ «δεν ξέρει πλέον πώς να υπερασπιστεί την πολιτική του» κι έτσι αποφάσισε «να μας επιτεθεί επί προσωπικού», έκρινε η Ρασίντα Τλάιμπ, που είδε στα φραστικά πυρά του Ρεπουμπλικάνου τη «συνέχεια» των «ρατσιστικών και ξενοφοβικών» τοποθετήσεών του.

Για τον Τζεφ Μπεκ, πρώην γερουσιαστή των Ρεπουμπλικάνων στην Αριζόνα, που έχει εμπλακεί επανειλημμένα σε σφοδρές συγκρούσεις με τον αμερικανό πρόεδρο, η σιωπή των μελών του GOP δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

«Έχω πει επανειλημμένα ότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τους Ρεπουμπλικάνους αιρετούς να αντιδρούν σε όλες τις δηλώσεις του προέδρου. Αλλά όταν είναι τόσο ποταπές και προσβλητικές είναι υποχρεωμένοι να τις καταδικάζουν», ανέφερε ο Φλέικ μέσω Twitter.

Ο Τσακ Σούμερ, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, στάθηκε επίσης επιτιμητικά στη σιωπή στις τάξεις του κόμματος του προέδρου.

«Είναι τρομακτικό να διαπιστώνεται σε ποιο βαθμό, επανειλημμένα, πολλοί από τους Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους μου απλά αφήνουν να περάσει η καταιγίδα χωρίς να πουν κουβέντα», είπε ο Σούμερ και διερωτήθηκε ποιος να είναι ο λόγος, κάποια «συμφωνία» με τον ένοικο του Λευκού Οίκου ή μήπως η «αμηχανία» τους μπροστά στις δηλώσεις του.

Είτε ισχύει το ένα είτε το άλλο, η στάση τους είναι «ασυγχώρητη», πρόσθεσε.

Για τον Τζο Μπάιντεν, αντιπρόεδρο του Μπαράκ Ομπάμα που συμμετέχει στη διαδικασία για την ανάδειξη του υποψήφιου των Δημοκρατικών που θα αντιμετωπίσει τον Τραμπ το 2020, κανένας πρόεδρος στην αμερικανική ιστορία «δεν ήταν τόσο ανοιχτά ρατσιστής όσο αυτός ο άνθρωπος». Αλλά και ο Μπέρνι Σάντερς, επίσης διεκδικητής του χρίσματος των Δημοκρατικών για να αντιμετωπίσει τον Τραμπ το 2020, διερωτήθηκε «μπορείτε να φανταστείτε έναν συντηρητικό πρόεδρο όπως ο Τζορτζ Ου. Μπους να κάνει τέτοιες ρατσιστικές δηλώσεις;».

Το —συμβολικό απλώς και μόνο— ψήφισμα καταδίκης των δηλώσεων του Τραμπ υπερασπίστηκε σθεναρά επίσης η πρόεδρος της κάτω Βουλής, η Νάνσι Πελόσι, παρότι και η ίδια έχει φανεί να δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με πολλές από τις θέσεις των τεσσάρων νέων προοδευτικών βουλευτριών του κόμματός της. Τα σχόλια του προέδρου είναι «ντροπιαστικά», «αηδιαστικά», «ρατσιστικά», είπε η Πελόσι, προκαλώντας την έντονη αντίδραση των μελών του GOP για λόγους τάξεως, αφού θεώρησαν ότι το παράκανε και παραβίασε τους κανόνες της διαδικασίας του διαλόγου, που καθυστέρησε για δύο ώρες.

ΑΠΕ/ΜΠΕ

Ένα βίντεο που χρονολογείται από το 1992 δείχνει τον Ντόναλντ Τραμπ να διασκεδάζει μαζί με τον χρηματιστή Τζέφρι Επστάιν, ο οποίος κατηγορείται σήμερα για σεξουαλική εκμετάλλευση δεκάδων ανηλίκων κοριτσιών.

Το βίντεο αυτό προέρχεται από τα αρχεία του τηλεοπτικού δικτύου NBC και αποδυναμώνει τις προσπάθειες του Αμερικανού προέδρου να πάρει αποστάσεις από τον πάμπλουτο επενδυτή κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Πρόκειται για μια γιορτή που οργάνωσε ο Τραμπ στην κατοικία του στο Μαρ-α-Λάγκο της Φλόριντας, στην οποία συμμετείχαν πολλές νεαρές ξανθές γυναίκες – όλες τους μαζορέτες σε μεγάλες ομάδες του αμερικανικού ποδοσφαίρου, σύμφωνα πάντα με το κανάλι.

Κάποια στιγμή ο Τραμπ γέρνει προς έναν καλεσμένο του, τον Τζέφρι Επστάιν και του ψιθυρίζει κάτι στο αυτί, δείχνοντας με το δάχτυλο τις νεαρές κοπέλες που χορεύουν στην πίστα.

Σύμφωνα με το NBC, ο Τραμπ λέει αρχικά "she is hot" ("είναι σέξι") και μετά συνεχίζει με κάποιο αστείο που δεν ακούγεται καθαρά. Τα σχόλιά του προκαλούν την ιλαρότητα του Επστάιν.

Οι σχέσεις των δύο ανδρών ήταν ήδη γνωστές εδώ και χρόνια. Μάλιστα ο Ντόναλντ Τραμπ είχε αναφερθεί σ' αυτόν σε μια συνέντευξή του σε ανύποπτο χρόνο, το 2002: "Γνωρίζω τον Τζεφ εδώ και 15 χρόνια. Ένας ιδιοφυής τύπος... Είναι χαρά μου να περνώ χρόνο μαζί του. Λένε μάλιστα ότι του αρέσουν οι ωραίες γυναίκες όσο και σε μένα", έλεγε τότε, προσθέτοντας ότι ο Επστάιν τις προτιμάει "σχετικά νέες".

Μετά τη σύλληψη του Επστάιν στις 6 Ιουλίου ο πρόεδρος άλλαξε γραμμή, διαβεβαιώνοντας ότι έχει διακόψει κάθε επαφή μαζί του εδώ και πολλά χρόνια. "Δεν ήμουν οπαδός του Τζέφρι Επστάιν. Δεν είναι κάποιος που σεβόμουν", δήλωσε την περασμένη Παρασκευή.

Το σκάνδαλο Επστάιν στοίχισε ήδη τη θέση του στον υπουργό Εργασίας Αλεξάντερ Ακόστα. Ο υπουργός παραιτήθηκε την Παρασκευή, επειδή κατηγορήθηκε ότι δεν χειρίστηκε σωστά την υπόθεση το 2008, όταν ήταν ομοσπονιακός εισαγγελέας στη Φλόριντα και ο Επστάιν κατηγορούμενος για κακοποίηση ανηλίκων και εξώθησή τους στην πορνεία. Την εποχή εκείνη, μετά από εξωδικαστική συμφωνία, ο κατηγορούμενος δήλωσε ένοχος για αδίκημα ήσσονος σημασίας και καταδικάστηκε σε φυλάκιση μόνο 13 μηνών, υπό πολύ ευνοϊκές συνθήκες.

Παρόμοιες κατηγορίες αντιμετωπίζει και τώρα, αυτή τη φορά στη Νέα Υόρκη όπου και συνελήφθη καθώς ο εισαγγελέας του Μανχάταν δεν θεωρεί ότι δεσμεύεται από εκείνη την παλιά συμφωνία και άνοιξε ξανά την υπόθεση. Ορισμένα από τα φερόμενα θύματά του ήταν ακόμη και 14 ετών. Αν κριθεί ένοχος, ο Επστάιν κινδυνεύει να καταδικαστεί σε κάθειρξη 45 ετών.

Εκτός από τον Τραμπ, ο Επστάιν διατηρούσε φιλικές σχέσεις με πολλούς πλούσιους και διάσημους, μεταξύ των οποίων ήταν ο πρώην πρόεδρος Μπιλ Κλίντον και ο γιος της βασίλισσας Ελισάβετ Άντριου.

Ο ρατσιστής Τραμπ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθέτησε χθες Τρίτη ψήφισμα το οποίο καταδικάζει τα «ρατσιστικά σχόλια» του αμερικανού προέδρου εναντίον τεσσάρων νέων βουλευτριών των Δημοκρατικών, κατηγορία την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ απέρριψε νωρίτερα χθες, πριν ο Ρεπουμπλικάνος αρχηγός του Κράτους συνεχίσει τη σφοδρή επίθεσή του εναντίον τους.

Η κάτω Βουλή, στην οποία πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί, «καταδικάζει σθεναρά τα ρατσιστικά σχόλια του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ που νομιμοποιούν και επιτείνουν τον φόβο και το μίσος έναντι των νέων Αμερικανών και έναντι των μελών εθνικών μειονοτήτων», τονίζει το κείμενο, το οποίο ψήφισαν και τέσσερις Ρεπουμπλικάνοι.

Σε σειρά αναρτήσεών του στο Twitter, ο θυελλώδης μεγιστάνας προέτρεψε την Κυριακή τις τέσσερις βουλεύτριες, τρεις από τις οποίες είναι γεννημένες στις ΗΠΑ, να «επιστρέψουν» στις χώρες καταγωγής τους, «αποτυχημένα» Κράτη όπου κυριαρχεί «η εγκληματικότητα», κατ’ αυτόν, ενώ την επομένη ανέβασε ακόμη περισσότερο τους τόνους κατηγορώντας τις πως «μισούν» την Αμερική.

Ο Τραμπ προέτρεψε χθες Τρίτη τους κοινοβουλευτικούς του κόμματός του να μην πέσουν στην «παγίδα» που τους έστησαν, κατά τον ίδιο, οι αντίπαλοί του.

Τα σχόλιά του «δεν ήταν ρατσιστικά», επέμεινε, αναφερόμενος στα πυρά του εναντίον των τεσσάρων νέων μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων. Πρόκειται για τις Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές (Νέα Υόρκη), Ιλάν Όμαρ (Μινεσότα), Αϊάνα Πρέσλι (Μασαχουσέτη) και Ρασίντα Τλάιμπ (Μίσιγκαν).

Πιστός στην πάγια πρακτική του να ρίχνει λάδι στις φωτιές που ανάβει ο ίδιος, ο δισεκατομμυριούχος Ρεπουμπλικάνος επανέλαβε κατόπιν το πιο επίμαχο σχόλιο του: «η χώρα μας είναι ελεύθερη, μεγαλειώδης και ευημερούσα. Αν απεχθάνεστε τη χώρα μας, ή αν δεν είστε ευτυχείς εδώ, μπορείτε να φύγετε!».

Ενόψει των προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου του 2020, ο Τραμπ μοιάζει πιο αποφασισμένος παρά ποτέ να ηλεκτρίσει την εκλογική του βάση —λευκή στη συντριπτική της πλειοψηφία— και να κάνει τα πάντα για να τροφοδοτήσει τις διαιρέσεις στις τάξεις των πολιτικών του αντιπάλων.

Ο Τραμπ ξέρει πως μπορεί να λογαριάζει πλέον στην υποστήριξη των βαρόνων των Ρεπουμπλικάνων στο Κογκρέσο. Καθώς μολονότι λιγοστά μέλη του Grand Old Party, ή GOP, κατήγγειλαν τις αναρτήσεις του, τα στελέχη της παράταξής του ήταν πολύ συγκρατημένα στις επικρίσεις τους προς αυτόν που θα είναι —εξαιρουμένου μόνο ενός συγκλονιστικού απροόπτου— ο υποψήφιός της το 2020.

Ο Μιτς Μακόνελ, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής πλειοψηφίας στη Γερουσία, προτίμησε να εκφράσει μια πολύ γενική θέση: «Έχουμε όλοι μια ευθύνη (...), τα λόγια μας έχουν σημασία», είπε απλά, πριν προσθέσει, ερωτηθείς σχετικά, πως όχι, ο πρόεδρος δεν είναι, στα δικά του μάτια, «ρατσιστής».

Για τον Κέβιν Μακάρθι, επικεφαλής της ρεπουμπλικανικής μειοψηφίας στη Βουλή των Αντιπροσώπων, η πόλη πολεμική δεν είναι παρά «πολιτική».

Οι τέσσερις βουλεύτριες που έγιναν στόχος του Τραμπ αντέδρασαν μαζί το βράδυ της Δευτέρας, δηλώνοντας αποφασισμένες να μην κάνουν πίσω παρά τις επιθέσεις του ενοίκου του Λευκού Οίκου. Ο Τραμπ «δεν ξέρει πλέον πώς να υπερασπιστεί την πολιτική του» κι έτσι αποφάσισε «να μας επιτεθεί επί προσωπικού», έκρινε η Ρασίντα Τλάιμπ, που είδε στα φραστικά πυρά του Ρεπουμπλικάνου τη «συνέχεια» των «ρατσιστικών και ξενοφοβικών» τοποθετήσεών του.

Για τον Τζεφ Μπεκ, πρώην γερουσιαστή των Ρεπουμπλικάνων στην Αριζόνα, που έχει εμπλακεί επανειλημμένα σε σφοδρές συγκρούσεις με τον αμερικανό πρόεδρο, η σιωπή των μελών του GOP δεν μπορεί να δικαιολογηθεί.

«Έχω πει επανειλημμένα ότι δεν μπορεί κανείς να περιμένει από τους Ρεπουμπλικάνους αιρετούς να αντιδρούν σε όλες τις δηλώσεις του προέδρου. Αλλά όταν είναι τόσο ποταπές και προσβλητικές είναι υποχρεωμένοι να τις καταδικάζουν», ανέφερε ο Φλέικ μέσω Twitter.

Ο Τσακ Σούμερ, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Δημοκρατικών στη Γερουσία, στάθηκε επίσης επιτιμητικά στη σιωπή στις τάξεις του κόμματος του προέδρου.

«Είναι τρομακτικό να διαπιστώνεται σε ποιο βαθμό, επανειλημμένα, πολλοί από τους Ρεπουμπλικάνους συναδέλφους μου απλά αφήνουν να περάσει η καταιγίδα χωρίς να πουν κουβέντα», είπε ο Σούμερ και διερωτήθηκε ποιος να είναι ο λόγος, κάποια «συμφωνία» με τον ένοικο του Λευκού Οίκου ή μήπως η «αμηχανία» τους μπροστά στις δηλώσεις του.

Είτε ισχύει το ένα είτε το άλλο, η στάση τους είναι «ασυγχώρητη», πρόσθεσε.

Για τον Τζο Μπάιντεν, αντιπρόεδρο του Μπαράκ Ομπάμα που συμμετέχει στη διαδικασία για την ανάδειξη του υποψήφιου των Δημοκρατικών που θα αντιμετωπίσει τον Τραμπ το 2020, κανένας πρόεδρος στην αμερικανική ιστορία «δεν ήταν τόσο ανοιχτά ρατσιστής όσο αυτός ο άνθρωπος». Αλλά και ο Μπέρνι Σάντερς, επίσης διεκδικητής του χρίσματος των Δημοκρατικών για να αντιμετωπίσει τον Τραμπ το 2020, διερωτήθηκε «μπορείτε να φανταστείτε έναν συντηρητικό πρόεδρο όπως ο Τζορτζ Ου. Μπους να κάνει τέτοιες ρατσιστικές δηλώσεις;».

Το —συμβολικό απλώς και μόνο— ψήφισμα καταδίκης των δηλώσεων του Τραμπ υπερασπίστηκε σθεναρά επίσης η πρόεδρος της κάτω Βουλής, η Νάνσι Πελόσι, παρότι και η ίδια έχει φανεί να δυσκολεύεται να συμβιβαστεί με πολλές από τις θέσεις των τεσσάρων νέων προοδευτικών βουλευτριών του κόμματός της. Τα σχόλια του προέδρου είναι «ντροπιαστικά», «αηδιαστικά», «ρατσιστικά», είπε η Πελόσι, προκαλώντας την έντονη αντίδραση των μελών του GOP για λόγους τάξεως, αφού θεώρησαν ότι το παράκανε και παραβίασε τους κανόνες της διαδικασίας του διαλόγου, που καθυστέρησε για δύο ώρες.

ΑΠΕ/ΜΠΕ

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία