ΑΠΟΨΕΙΣ

Εσωκομματικές εκλογές: Εν τέλει, πόσο δημοκρατικό είναι τα κόμματα να εκλέγουν αρχηγό προσφεύγοντας στο λαό; Του Νίκου Ηλιάδη

Στην πράξη η “εκλογή από τη βάση” ισοδυναμεί με “λευκή επιταγή” η οποία οδηγεί σε καθαρά αρχηγικά κόμματα

 06/10/2024 08:00

Εσωκομματικές εκλογές: Εν τέλει, πόσο δημοκρατικό είναι τα κόμματα να εκλέγουν αρχηγό προσφεύγοντας στο λαό;  Του Νίκου Ηλιάδη

Νίκος Ηλιάδης

nikos-hliadis-Q3Ac6.jpg

Ημέρα εσωκομματικών εκλογών σήμερα στο ΠΑΣΟΚ, όπως και η επόμενη Κυριακή μιας και με έξι υποψήφιους αρχηγούς θεωρείται απίθανο να υπάρξει κάποιος/α ο/η οποίος/α θα συγκεντρώσει το απαιτούμενο 51% των ψήφων.

Και σε περίπου ενάμιση μήνα, στις 24 Νοεμβρίου και 1η Δεκεμβρίου ανάλογη διαδικασία πρόκειται να γίνει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογές αυτές αποκαλούνται κατά συνθήκη εσωκομματικές καθώς δικαίωμα ψήφου δεν έχουν μόνον τα μέλη του κόμματος, ούτε καν μόνον οι ψηφοφόροι τους.

Οποιοσδήποτε θέλει, μπορεί να προσέλθει, να καταβάλει τα δύο, τρία ευρώ που απαιτούνται και να ψηφίσει. Μάλιστα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε ακόμη και να βάλει υποψηφιότητα για αρχηγός και να εκλεγεί, όπως συνέβη πριν από έναν χρόνο με τον Στέφανο Κασσελάκη, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Η λεγόμενη “εκλογή από τη βάση” έχει στην Ελλάδα ιστορία είκοσι χρόνων. Την εισήγαγε πρώτο το ΠΑΣΟΚ τον Φεβρουάριο του 2004 όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, παρότι δεν είχε αντίπαλο, επέλεξε να πάει σε εσωκομματικές εκλογές στις οποίες προσήλθαν, σύμφωνα με τα τότε λεγόμενα της Χαριλάου Τρικούπη, κοντά ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι.

Ο Παπανδρέου κατέφυγε σε αυτήν την κίνηση προκειμένου να ενισχύσει την πολική του νομιμοποίηση, έναντι όσων τον επέκριναν ότι είχε γίνει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, παίρνοντας το δαχτυλίδι από τον Κώστα Σημίτη, ένα σούρουπο του Ιανουαρίου 2004, στην οδό Αναγνωστοπούλου. Έκτοτε, το ΠΑΣΟΚ απευθύνθηκε άλλες πέντε φορές ακόμη στη βάση για να εκλέξει αρχηγό.

Το 2007 με τη σκληρή αναμέτρηση Γιώργου Παπανδρέου-Ευάγγελου Βενιζέλου με νικητή τον πρώτο, το 2012 όταν εξελέγη ο Βενιζέλος όντας μοναδικός υποψήφιος, το 2015 όταν η Φώφη Γεννηματά επικράτησε του Ανδρέα Λοβέρδου, το 2019 όταν η Φώφη Γεννηματά επανεξελέγη επικρατώντας του Νίκου Ανδρουλάκη και το 2021 στην εκλογή του διαδόχου της, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης επικράτησε του Γιώργου Παπανδρέου.

Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν στη συνέχεια η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το νυν κυβερνών κόμμα έστησε δύο φορές εσωκομματικές κάλπες, το 2009, μετά την παραίτηση του Κώστα Καραμανλή όπου ο Αντώνης Σαμαράς επικράτησε της Ντόρας Μπακογιάννη και το 2016 όταν μετά την παραίτηση Σαμαρά ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικράτησε του Βαγγέλη Μεϊμαράκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγε δύο φορές σε αυτήν τη διαδικασία. Την πρώτη τον Μάιο του 2022 με μοναδικό υποψήφιο τον Αλέξη Τσίπρα και τη δεύτερη πέρυσι όταν ο Κασσελάκης επικράτησε της Έφης Αχτσιόγλου.

Η εκλογή του αρχηγού ενός κόμματος με καθολική ψηφοφορία από τη “βάση” προβάλλεται ως η πεμπτουσία της Δημοκρατίας. Είναι όμως έτσι; Μπορεί να υπάρξει Δημοκρατία χωρίς λογοδοσία; Σε ένα κόμμα το οποίο λειτουργεί δημοκρατικά κάθε κομματικό όργανο, ακόμη και όταν είναι μονοπρόσωπο, οφείλει να λογοδοτεί σε αυτούς που το εξέλεξαν.

Παλαιότερα η λογοδοσία γινόταν ενώπιον των μελών του συνεδρίου καθώς αυτοί ήταν που με την ψήφο τους αναδείκνυαν τον πρόεδρο και την Κεντρική Επιτροπή. Σήμερα σε ποιον λογοδοτεί ένας αρχηγός ο οποίος εκλέγεται από τη βάση; Ουσιαστικά σε κανέναν. Σε κάθε εσωκομματική φωνή αμφισβήτησης ο εκάστοτε αρχηγός κραδαίνει το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών για να κλείσει τα στόματα των επικριτών του.

Στην πράξη η “εκλογή από τη βάση” ισοδυναμεί με “λευκή επιταγή” η οποία οδηγεί σε καθαρά αρχηγικά κόμματα, χωρίς ουσιαστικές εσωτερικές λειτουργίες, εν τέλει χωρίς δημοκρατία.

Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ των εσωκομματικών εκλογών είναι ότι, μέσω αυτής της διαδικασίας “σπάνε” τα διάφορα “συστήματα” και ηττάται το κομματικό κατεστημένο. Ανατρέχοντας στις έως τώρα δέκα τέτοιου είδους αναμετρήσεις που έχουν γίνει στα τρία μεγαλύτερα κόμματα διαπιστώνεται ότι αυτό συνέβη μόνο δύο φορές. Το 2016 με την εκλογή του Μητσοτάκη έναντι του Μεϊμαράκη και πέρυσι με την επικράτηση του Κασσελάκη έναντι της Αχτσιόγλου. Μόνον τότε η “βάση” υπερίσχυσε των “συστημάτων”, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως αποδεικνύει η περίπτωση Κασσελάκη, ότι ήταν και σοφότερη.

Τρίτο επιχείρημα είναι ότι με την προσφυγή στη “βάση” επιτυγχάνεται μαζικοποίηση των κομματικών οργανώσεων.
Ουδέν αναληθέστερον. Οι δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες που εγγράφονται ως “μέλη” την ημέρα των εσωκομματικών εκλογών δεν διατηρούν καμία επαφή με το κόμμα. Τα γραφεία όλων των κομμάτων, όσα ακόμη υπάρχουν, αραχνιάζουν.

Στην πραγματικότητα η “εκλογή από τη βάση” συνετέλεσε στην αποδυνάμωση των κομματικών οργανώσεων, οι οποίες αρκετές φορές διχάστηκαν σε “μέλη”, “φίλους” και “μουσαφίρηδες”, ενώ και η απουσία λογοδοσίας αφαίρεσε κάθε ενδιαφέρον συμμετοχής σε κομματικές διαδικασίες.

nikos-hliadis-Q3Ac6.jpg

Ημέρα εσωκομματικών εκλογών σήμερα στο ΠΑΣΟΚ, όπως και η επόμενη Κυριακή μιας και με έξι υποψήφιους αρχηγούς θεωρείται απίθανο να υπάρξει κάποιος/α ο/η οποίος/α θα συγκεντρώσει το απαιτούμενο 51% των ψήφων.

Και σε περίπου ενάμιση μήνα, στις 24 Νοεμβρίου και 1η Δεκεμβρίου ανάλογη διαδικασία πρόκειται να γίνει και στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι εκλογές αυτές αποκαλούνται κατά συνθήκη εσωκομματικές καθώς δικαίωμα ψήφου δεν έχουν μόνον τα μέλη του κόμματος, ούτε καν μόνον οι ψηφοφόροι τους.

Οποιοσδήποτε θέλει, μπορεί να προσέλθει, να καταβάλει τα δύο, τρία ευρώ που απαιτούνται και να ψηφίσει. Μάλιστα, ειδικότερα σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποιοσδήποτε θα μπορούσε ακόμη και να βάλει υποψηφιότητα για αρχηγός και να εκλεγεί, όπως συνέβη πριν από έναν χρόνο με τον Στέφανο Κασσελάκη, όμως αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.

Η λεγόμενη “εκλογή από τη βάση” έχει στην Ελλάδα ιστορία είκοσι χρόνων. Την εισήγαγε πρώτο το ΠΑΣΟΚ τον Φεβρουάριο του 2004 όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, παρότι δεν είχε αντίπαλο, επέλεξε να πάει σε εσωκομματικές εκλογές στις οποίες προσήλθαν, σύμφωνα με τα τότε λεγόμενα της Χαριλάου Τρικούπη, κοντά ένα εκατομμύριο ψηφοφόροι.

Ο Παπανδρέου κατέφυγε σε αυτήν την κίνηση προκειμένου να ενισχύσει την πολική του νομιμοποίηση, έναντι όσων τον επέκριναν ότι είχε γίνει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, παίρνοντας το δαχτυλίδι από τον Κώστα Σημίτη, ένα σούρουπο του Ιανουαρίου 2004, στην οδό Αναγνωστοπούλου. Έκτοτε, το ΠΑΣΟΚ απευθύνθηκε άλλες πέντε φορές ακόμη στη βάση για να εκλέξει αρχηγό.

Το 2007 με τη σκληρή αναμέτρηση Γιώργου Παπανδρέου-Ευάγγελου Βενιζέλου με νικητή τον πρώτο, το 2012 όταν εξελέγη ο Βενιζέλος όντας μοναδικός υποψήφιος, το 2015 όταν η Φώφη Γεννηματά επικράτησε του Ανδρέα Λοβέρδου, το 2019 όταν η Φώφη Γεννηματά επανεξελέγη επικρατώντας του Νίκου Ανδρουλάκη και το 2021 στην εκλογή του διαδόχου της, όταν ο Νίκος Ανδρουλάκης επικράτησε του Γιώργου Παπανδρέου.

Το παράδειγμα του ΠΑΣΟΚ ακολούθησαν στη συνέχεια η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το νυν κυβερνών κόμμα έστησε δύο φορές εσωκομματικές κάλπες, το 2009, μετά την παραίτηση του Κώστα Καραμανλή όπου ο Αντώνης Σαμαράς επικράτησε της Ντόρας Μπακογιάννη και το 2016 όταν μετά την παραίτηση Σαμαρά ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικράτησε του Βαγγέλη Μεϊμαράκη.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέφυγε δύο φορές σε αυτήν τη διαδικασία. Την πρώτη τον Μάιο του 2022 με μοναδικό υποψήφιο τον Αλέξη Τσίπρα και τη δεύτερη πέρυσι όταν ο Κασσελάκης επικράτησε της Έφης Αχτσιόγλου.

Η εκλογή του αρχηγού ενός κόμματος με καθολική ψηφοφορία από τη “βάση” προβάλλεται ως η πεμπτουσία της Δημοκρατίας. Είναι όμως έτσι; Μπορεί να υπάρξει Δημοκρατία χωρίς λογοδοσία; Σε ένα κόμμα το οποίο λειτουργεί δημοκρατικά κάθε κομματικό όργανο, ακόμη και όταν είναι μονοπρόσωπο, οφείλει να λογοδοτεί σε αυτούς που το εξέλεξαν.

Παλαιότερα η λογοδοσία γινόταν ενώπιον των μελών του συνεδρίου καθώς αυτοί ήταν που με την ψήφο τους αναδείκνυαν τον πρόεδρο και την Κεντρική Επιτροπή. Σήμερα σε ποιον λογοδοτεί ένας αρχηγός ο οποίος εκλέγεται από τη βάση; Ουσιαστικά σε κανέναν. Σε κάθε εσωκομματική φωνή αμφισβήτησης ο εκάστοτε αρχηγός κραδαίνει το αποτέλεσμα των εσωκομματικών εκλογών για να κλείσει τα στόματα των επικριτών του.

Στην πράξη η “εκλογή από τη βάση” ισοδυναμεί με “λευκή επιταγή” η οποία οδηγεί σε καθαρά αρχηγικά κόμματα, χωρίς ουσιαστικές εσωτερικές λειτουργίες, εν τέλει χωρίς δημοκρατία.

Ένα άλλο επιχείρημα υπέρ των εσωκομματικών εκλογών είναι ότι, μέσω αυτής της διαδικασίας “σπάνε” τα διάφορα “συστήματα” και ηττάται το κομματικό κατεστημένο. Ανατρέχοντας στις έως τώρα δέκα τέτοιου είδους αναμετρήσεις που έχουν γίνει στα τρία μεγαλύτερα κόμματα διαπιστώνεται ότι αυτό συνέβη μόνο δύο φορές. Το 2016 με την εκλογή του Μητσοτάκη έναντι του Μεϊμαράκη και πέρυσι με την επικράτηση του Κασσελάκη έναντι της Αχτσιόγλου. Μόνον τότε η “βάση” υπερίσχυσε των “συστημάτων”, χωρίς αυτό να σημαίνει, όπως αποδεικνύει η περίπτωση Κασσελάκη, ότι ήταν και σοφότερη.

Τρίτο επιχείρημα είναι ότι με την προσφυγή στη “βάση” επιτυγχάνεται μαζικοποίηση των κομματικών οργανώσεων.
Ουδέν αναληθέστερον. Οι δεκάδες ή και εκατοντάδες χιλιάδες που εγγράφονται ως “μέλη” την ημέρα των εσωκομματικών εκλογών δεν διατηρούν καμία επαφή με το κόμμα. Τα γραφεία όλων των κομμάτων, όσα ακόμη υπάρχουν, αραχνιάζουν.

Στην πραγματικότητα η “εκλογή από τη βάση” συνετέλεσε στην αποδυνάμωση των κομματικών οργανώσεων, οι οποίες αρκετές φορές διχάστηκαν σε “μέλη”, “φίλους” και “μουσαφίρηδες”, ενώ και η απουσία λογοδοσίας αφαίρεσε κάθε ενδιαφέρον συμμετοχής σε κομματικές διαδικασίες.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία