Εθνικές πολιτικές ενέργειας
01/07/2019 20:19
01/07/2019 20:19
ι εκφοβισμοί σχετικά με πιθανή αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και από την άλλη οι φόβοι για κρυφή ατζέντα που θα πλήξει τα «κεκτημένα» ορίζουν έναν φτωχό και συχνά ανούσιο πολιτικό λόγο, την εποχή που η χώρα, περισσότερο από ποτέ, έχει ανάγκη από αλήθειες, απολογισμούς και οραματικούς σχεδιασμούς.
Ζητήματα όπως η ενεργειακή πολιτική, που συναρτώνται με τις αναγκαίες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα για τους περιορισμούς ρύπων και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας περνούν στο περιθώριο των αντιπαραθέσεων και κανείς δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν, αν αναλαμβάνουν, όσοι πιστεύουν ότι θα κυβερνήσουν.
Το θέμα τέθηκε επιφανειακά, και αυτό εξαιτίας της είδησης περί της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία φαίνεται πως έχει περιέλθει η ΔΕΗ, με προφανή αδυναμία ρευστότητας και συνακόλουθη δυσκολία να ανταποκριθεί στις δανειακές και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της προς προμηθευτές και εργολάβους. Ποιος ωστόσο θα μας πει με στοιχεία και ευθύνη λόγου τι ακριβώς συμβαίνει με τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, αλλά και ποιους κινδύνους διατρέχουμε σε ό,τι αφορά την καλοκαιρινή -και όχι μόνο- τροφοδοσία; Με γνωστά πλέον τα δυσμενή αποτελέσματα χρήσης του προηγούμενου έτους αλλά και του πρώτου φετινού τριμήνου, η ΔΕΗ προσφέρεται ως μία από τις φλεγόμενες μπάλες στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης.
Και ενώ τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτονται κυρίως από δημοσιογραφική έρευνα, η διοίκησή της καθησυχάζει και ισχυρίζεται ότι προχωρούν κινήσεις επί τη βάσει επιχειρηματικού σχεδίου που μπορούν, «υπό προϋποθέσεις», να οδηγήσουν σε μεγάλη κερδοφορία και αλματώδη ανάπτυξη.
Τα προβλήματα δε που παρατηρούνται, αποδίδονται σε «εξωγενείς παράγοντες» (μεταφέρω αυτολεξεί αποσπάσματα από συνέντευξη του διευθύνοντος συμβούλου).
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες στους οποίους αναφέρεται ο επικεφαλής της πλέον εμβληματικής ελληνικής εταιρείας; Όπως ο ίδιος τονίζει, μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή και οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ποιος λοιπόν και πότε θα εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει ή τι πιθανολογείται ότι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια στα χρηματιστήρια των ρύπων και σε τι ύψη μπορεί να εκτοξευθούν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από μονάδες ορυκτών καυσίμων;
Πόσο επιταχύνεται λόγω της κερδοσκοπικής χρηματιστηριακής επίθεσης η ανάγκη «απανθρακοποίησης» της ενέργειας στην Ελλάδα; Ποιο είναι το φάσμα κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα τόσο σε ό,τι αφορά την επάρκεια ενέργειας αλλά και τις τιμές διακύμανσης;
Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στα μείζονα θέματα πολιτικής συζήτησης, που θα έπρεπε προ πολλού να μας απασχολούν. Και μαζί με αυτά οι εθνικές μας υποχρεώσεις για δράση εναντίον της κλιματικής αλλαγής, της οποίας οι επιπτώσεις θα πλήξουν επώδυνα την Ελλάδα και τις επόμενες γενιές.
ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΡΥΠΩΝ
Όποιος πιστεύει ότι τα έχουμε δει όλα με το κραχ του 2008, που προέκυψε από τον τζόγο των δομημένων επενδυτικών προϊόντων στα στεγαστικά δάνεια των φτωχών Αμερικανών, διαδόθηκε στην Ευρώπη και προκάλεσε στην Ελλάδα την κρίση, από την οποία δεν έχουμε σηκώσει κεφάλι, μάλλον κάνει λάθος.
Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο ζει και βασιλεύει, και κίνδυνοι παραμονεύουν εκεί που δεν τους φανταζόμαστε. Τώρα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου τοποθετούνται στην αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα για τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη. Είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ύψος των τιμών των ρύπων εφόσον το παιχνίδι αποκτά επενδυτικό και κερδοσκοπικό ενδιαφέρον.
Όποια χώρα επιμένει στα συμβατικά καύσιμα, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για πιθανές αυξήσεις στην τελική τιμή παραγωγής ενέργειας, που θα δυσκολευτεί πολύ να αντιμετωπίσει. Και για την Ελλάδα της άμεσης εξάρτησης από τη ΔΕΗ και το λιγνίτη, οι αυξομειώσεις στις τιμές συμπαρασύρουν το σύνολο της παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, τις εξαγωγές, την κατανάλωση, το βιοτικό επίπεδο όλων μας.
ΕΙΔΕΣ Η ΔΕΗ;
Δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια από τότε που η ΔΕΗ επανέφερε το γνωστό παλαιό σποτ για να προβάλει το κοινωνικό της πρόσωπο με τους διακανονισμούς ληξιπρόθεσμων οφειλών και τις διευκολύνσεις στους καταναλωτές. Είχαν παρέλθει τέσσερις δεκαετίες από τη διαφήμιση των παιδικών μας χρόνων με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Γκιωνάκη, όταν το 2016 επανήλθε με την Ελένη Ράντου, για να διαβεβαιώσει τον ελληνικό λαό ότι και επάρκεια πόρων διαθέτει και δυνατότητες ελάφρυνσης των ταλαιπωρημένων από την κρίση πελατών της.
Σήμερα προχωρά σε μία καταιγίδα εξωδίκων κατά των εκατοντάδων χιλιάδων οφειλετών, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, πολλές από τις οποίες οφείλονται στις πρόσθετες επιβαρύνσεις των τιμών των ρύπων. Εδώ ωστόσο βρίσκεται και το κλειδί της εθνικής διαχείρισης επί τη βάσει στοιχείων αληθείας. Αντί να προετοιμάζεται για το μέλλον της απεξάρτησης από τον άνθρακα και να ενημερώνει τους πολίτες για τους κινδύνους που διατρέχουμε, η κυβέρνηση επέλεξε το δρόμο του εφησυχασμού και των παροχών αλλά και της καθυστέρησης σχεδιασμού για τη μετάβαση σε πολιτικές καθαρής ενέργειας.
ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Σε ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη από το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, εξετάστηκαν πολλά και ενδιαφέροντα για σύγχρονες πρακτικές ενεργειακής επάρκειας νησιωτικών και ηπειρωτικών περιοχών μέσω των ανανεώσιμων πηγών και της αποθήκευσης ενέργειας. Στις εργασίες αποτυπώθηκε το ενδιαφέρον εταιρειών του εξωτερικού για τη χώρα του ήλιου και των ανέμων, η οποία ωστόσο επιμένει να επιδοτεί ενεργειακές πολιτικές ισχυρού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Η επιστημονική κοινότητα των ανανεώσιμων πηγών επιμένει στη γρήγορη και όχι στην ήπια μετάβαση που επιλέγει η κυβέρνηση για την καθαρή ενέργεια. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι εφικτό να βρεθούν και ως επιχείρημα προβάλλεται το γεγονός ότι στα χρόνια της κρίσης, και παρά τις αμφιθυμίες εθνικής στρατηγικής, επενδύθηκαν σημαντικά κεφάλαια σε φωτοβολταϊκά και αιολικά. Οι εθνικές μας επιλογές σήμερα θα καθορίσουν την ισχύ και την ανεξαρτησία μας τις επόμενες δεκαετίες. Παρά τη σημασία του και αυτό το θέμα έλαμψε διά της απουσίας του από τις προεκλογικές μονομαχίες.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30 Ιουνίου 2019
ι εκφοβισμοί σχετικά με πιθανή αδυναμία σχηματισμού κυβέρνησης και από την άλλη οι φόβοι για κρυφή ατζέντα που θα πλήξει τα «κεκτημένα» ορίζουν έναν φτωχό και συχνά ανούσιο πολιτικό λόγο, την εποχή που η χώρα, περισσότερο από ποτέ, έχει ανάγκη από αλήθειες, απολογισμούς και οραματικούς σχεδιασμούς.
Ζητήματα όπως η ενεργειακή πολιτική, που συναρτώνται με τις αναγκαίες δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει η Ελλάδα για τους περιορισμούς ρύπων και την προώθηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας περνούν στο περιθώριο των αντιπαραθέσεων και κανείς δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τις δεσμεύσεις που αναλαμβάνουν, αν αναλαμβάνουν, όσοι πιστεύουν ότι θα κυβερνήσουν.
Το θέμα τέθηκε επιφανειακά, και αυτό εξαιτίας της είδησης περί της κατάστασης έκτακτης ανάγκης στην οποία φαίνεται πως έχει περιέλθει η ΔΕΗ, με προφανή αδυναμία ρευστότητας και συνακόλουθη δυσκολία να ανταποκριθεί στις δανειακές και τις υπόλοιπες υποχρεώσεις της προς προμηθευτές και εργολάβους. Ποιος ωστόσο θα μας πει με στοιχεία και ευθύνη λόγου τι ακριβώς συμβαίνει με τη μεγαλύτερη επιχείρηση της χώρας, αλλά και ποιους κινδύνους διατρέχουμε σε ό,τι αφορά την καλοκαιρινή -και όχι μόνο- τροφοδοσία; Με γνωστά πλέον τα δυσμενή αποτελέσματα χρήσης του προηγούμενου έτους αλλά και του πρώτου φετινού τριμήνου, η ΔΕΗ προσφέρεται ως μία από τις φλεγόμενες μπάλες στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης.
Και ενώ τα στοιχεία αυτά αποκαλύπτονται κυρίως από δημοσιογραφική έρευνα, η διοίκησή της καθησυχάζει και ισχυρίζεται ότι προχωρούν κινήσεις επί τη βάσει επιχειρηματικού σχεδίου που μπορούν, «υπό προϋποθέσεις», να οδηγήσουν σε μεγάλη κερδοφορία και αλματώδη ανάπτυξη.
Τα προβλήματα δε που παρατηρούνται, αποδίδονται σε «εξωγενείς παράγοντες» (μεταφέρω αυτολεξεί αποσπάσματα από συνέντευξη του διευθύνοντος συμβούλου).
Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι εξωγενείς παράγοντες στους οποίους αναφέρεται ο επικεφαλής της πλέον εμβληματικής ελληνικής εταιρείας; Όπως ο ίδιος τονίζει, μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και οι πολιτικές για την κλιματική αλλαγή και οι τιμές δικαιωμάτων εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Ποιος λοιπόν και πότε θα εξηγήσει τι ακριβώς συμβαίνει ή τι πιθανολογείται ότι θα συμβεί τα επόμενα χρόνια στα χρηματιστήρια των ρύπων και σε τι ύψη μπορεί να εκτοξευθούν οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από μονάδες ορυκτών καυσίμων;
Πόσο επιταχύνεται λόγω της κερδοσκοπικής χρηματιστηριακής επίθεσης η ανάγκη «απανθρακοποίησης» της ενέργειας στην Ελλάδα; Ποιο είναι το φάσμα κινδύνων που μπορεί να αντιμετωπίσει η χώρα τόσο σε ό,τι αφορά την επάρκεια ενέργειας αλλά και τις τιμές διακύμανσης;
Όλα αυτά συμπεριλαμβάνονται στα μείζονα θέματα πολιτικής συζήτησης, που θα έπρεπε προ πολλού να μας απασχολούν. Και μαζί με αυτά οι εθνικές μας υποχρεώσεις για δράση εναντίον της κλιματικής αλλαγής, της οποίας οι επιπτώσεις θα πλήξουν επώδυνα την Ελλάδα και τις επόμενες γενιές.
ΤΟ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΟ ΤΩΝ ΡΥΠΩΝ
Όποιος πιστεύει ότι τα έχουμε δει όλα με το κραχ του 2008, που προέκυψε από τον τζόγο των δομημένων επενδυτικών προϊόντων στα στεγαστικά δάνεια των φτωχών Αμερικανών, διαδόθηκε στην Ευρώπη και προκάλεσε στην Ελλάδα την κρίση, από την οποία δεν έχουμε σηκώσει κεφάλι, μάλλον κάνει λάθος.
Το χρηματιστηριακό κεφάλαιο ζει και βασιλεύει, και κίνδυνοι παραμονεύουν εκεί που δεν τους φανταζόμαστε. Τώρα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου τοποθετούνται στην αύξηση της τιμής των δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα για τα επόμενα χρόνια στην Ευρώπη. Είναι προφανές ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το ύψος των τιμών των ρύπων εφόσον το παιχνίδι αποκτά επενδυτικό και κερδοσκοπικό ενδιαφέρον.
Όποια χώρα επιμένει στα συμβατικά καύσιμα, θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη για πιθανές αυξήσεις στην τελική τιμή παραγωγής ενέργειας, που θα δυσκολευτεί πολύ να αντιμετωπίσει. Και για την Ελλάδα της άμεσης εξάρτησης από τη ΔΕΗ και το λιγνίτη, οι αυξομειώσεις στις τιμές συμπαρασύρουν το σύνολο της παραγωγής, της ανταγωνιστικότητας των προϊόντων, τις εξαγωγές, την κατανάλωση, το βιοτικό επίπεδο όλων μας.
ΕΙΔΕΣ Η ΔΕΗ;
Δεν έχουν περάσει ούτε τρία χρόνια από τότε που η ΔΕΗ επανέφερε το γνωστό παλαιό σποτ για να προβάλει το κοινωνικό της πρόσωπο με τους διακανονισμούς ληξιπρόθεσμων οφειλών και τις διευκολύνσεις στους καταναλωτές. Είχαν παρέλθει τέσσερις δεκαετίες από τη διαφήμιση των παιδικών μας χρόνων με πρωταγωνιστή τον Γιάννη Γκιωνάκη, όταν το 2016 επανήλθε με την Ελένη Ράντου, για να διαβεβαιώσει τον ελληνικό λαό ότι και επάρκεια πόρων διαθέτει και δυνατότητες ελάφρυνσης των ταλαιπωρημένων από την κρίση πελατών της.
Σήμερα προχωρά σε μία καταιγίδα εξωδίκων κατά των εκατοντάδων χιλιάδων οφειλετών, προκειμένου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της, πολλές από τις οποίες οφείλονται στις πρόσθετες επιβαρύνσεις των τιμών των ρύπων. Εδώ ωστόσο βρίσκεται και το κλειδί της εθνικής διαχείρισης επί τη βάσει στοιχείων αληθείας. Αντί να προετοιμάζεται για το μέλλον της απεξάρτησης από τον άνθρακα και να ενημερώνει τους πολίτες για τους κινδύνους που διατρέχουμε, η κυβέρνηση επέλεξε το δρόμο του εφησυχασμού και των παροχών αλλά και της καθυστέρησης σχεδιασμού για τη μετάβαση σε πολιτικές καθαρής ενέργειας.
ΕΠΕΝΔΥΣΗ ΣΤΟΝ ΗΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ
Σε ημερίδα, που πραγματοποιήθηκε πριν από λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη από το Ελληνογερμανικό Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο, εξετάστηκαν πολλά και ενδιαφέροντα για σύγχρονες πρακτικές ενεργειακής επάρκειας νησιωτικών και ηπειρωτικών περιοχών μέσω των ανανεώσιμων πηγών και της αποθήκευσης ενέργειας. Στις εργασίες αποτυπώθηκε το ενδιαφέρον εταιρειών του εξωτερικού για τη χώρα του ήλιου και των ανέμων, η οποία ωστόσο επιμένει να επιδοτεί ενεργειακές πολιτικές ισχυρού περιβαλλοντικού αποτυπώματος.
Η επιστημονική κοινότητα των ανανεώσιμων πηγών επιμένει στη γρήγορη και όχι στην ήπια μετάβαση που επιλέγει η κυβέρνηση για την καθαρή ενέργεια. Οι επενδύσεις που απαιτούνται είναι εφικτό να βρεθούν και ως επιχείρημα προβάλλεται το γεγονός ότι στα χρόνια της κρίσης, και παρά τις αμφιθυμίες εθνικής στρατηγικής, επενδύθηκαν σημαντικά κεφάλαια σε φωτοβολταϊκά και αιολικά. Οι εθνικές μας επιλογές σήμερα θα καθορίσουν την ισχύ και την ανεξαρτησία μας τις επόμενες δεκαετίες. Παρά τη σημασία του και αυτό το θέμα έλαμψε διά της απουσίας του από τις προεκλογικές μονομαχίες.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30 Ιουνίου 2019
18/11/2024 10:59
18/11/2024 17:00
18/11/2024 21:15
22/11/2024 23:50
22/11/2024 23:36
22/11/2024 22:50
22/11/2024 22:40
22/11/2024 22:20
22/11/2024 22:10
22/11/2024 21:40
ΣΧΟΛΙΑ