Εθνικό σχέδιο, τώρα

 09/09/2019 20:19

Με τα μέτρα δίκαιης φορολογικής ελάφρυνσης που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, όλοι, όσοι τουλάχιστον πληρώνουμε, αισθανόμαστε ανακούφιση και μία ελπίδα επιστροφής στην εθνική μας «κανονικότητα». Έννοια που ο καθένας μας την εκλαμβάνει με έναν τρόπο διαφορετικό. Κανονικότητα για τους μεσήλικες και υπερήλικες μπορεί να θεωρείται μία επανάληψη εποχής αναιτιολόγητης καταναλωτικής δραστηριότητας, για τους νέους των παραγωγικών ηλικιών που έμειναν στη χώρα μια αξιοπρεπής διαβίωση των ελάχιστων παρανομαστών (για δυτικό κράτος) και για τους νεότερους η δυνατότητα να φύγουν, αναζητώντας αλλού την τύχη τους. Κανονικότητα για τον καθένα μας είναι οι μνήμες της καλής του εποχής, η φυγή από την περιρρέουσα απελπισία των χρόνων της κρίσης ή οι εικόνες εξόδου σε άλλα μέρη, λιγότερο ευήλια, αλλά πάντως ικανά να δημιουργούν ένα περιβάλλον θερμής υποδοχής, αποδοχής και αναγνώρισης της ατομικής προσπάθειας. 

Παρακολουθούσα τα πρόσφατα ρεπορτάζ με τους πρωτεύσαντες των εισαγωγικών εξετάσεων στα πανεπιστήμια και εντυπωσιάστηκα από τα προσωπικά πλάνα δεκαετίας, σύμφωνα με τα οποία όλοι και όλες έβλεπαν το μέλλον τους, μετά το πτυχίο, σε μία άλλη χώρα. Όχι κατ’ ανάγκη για λόγους ακαδημαϊκής εξέλιξης. Αλλά γιατί η μετανάστευση έχει εμπεδωθεί ως πορεία κανονικότητας της νέας γενιάς. 

Τα οριζόντια μέτρα οικονομικής ανακούφισης είναι θετικά σε έναν τόπο όπου λιγότερο από το 20% των φυσικών προσώπων πληρώνει το 90% της φορολογίας εισοδήματος και το 4,5% των επιχειρήσεων περισσότερο από το 80% των φόρων νομικών προσώπων. Οι αποφάσεις είναι σωστές αλλά η έννοια των «εχόντων και κατεχόντων» τείνει να γίνει ανέκδοτο πικρό. Από την άλλη, έρχονται και τα στοιχεία των τελευταίων μηνών για να καταδείξουν, παρά τους επιμέρους βελτιωμένους δείκτες ότι η ανάπτυξη μένει στο 1,5% και απέχει πολύ από τις προσδοκίες για 2,3%. Με αυτούς τους ρυθμούς η Ελλάδα θα χρειαστεί άλλη μία δεκαετία για να καλύψει τις απώλειες της κρίσης και να επανέλθει στην «κανονικότητα», όπως και εάν την ορίζει ο καθένας μας. Κανένα θαύμα δεν θα συμβεί εάν ως χώρα δεν εκπονήσουμε το δικό μας εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Ούτε η μείωση των θρυλικών πρωτογενών πλεονασμάτων που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα ούτε οι αναπτυξιακοί νόμοι, ούτε οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις θα μας σώσουν εάν, ως χώρα, δεν ορίσουμε συγκεκριμένους στόχους και δεν αυτοαξιολογούμαστε συνεχώς για τους ρυθμούς επίτευξής τους. Το εθνικό μας σχέδιο, που έπρεπε προ πολλού να έχει εκπονηθεί, αφορά, πέρα από τα οριζόντια, και κάθετα μέτρα σε τομείς αιχμής και κλαδικές, αλλά και τοπικές πολιτικές στα ομολογημένα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, για τα οποία η φλυαρία μας χωρίς σχέδιο τείνει επίσης να τα καταντήσει άλλο ένα εθνικό ανέκδοτο.

ΟΙ ΚΑΘΕΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Το σημείωμα αυτό δεν φιλοδοξεί να συνοψίσει με οικονομοτεχνικούς όρους αξιώσεων τους τομείς των εθνικών προτεραιοτήτων. Ωστόσο, αξίζει να εστιάσουμε, μέρες ΔΕΘ που είναι, σε ορισμένα από τα προφανή όσο και παραμελημένα στοιχεία του ελληνικού μας πλούτου. Αφήνοντας στην άκρη τα μείζονα, που αφορούν στην καθαρή ενέργεια και τις μεταφορές, αναφέρω ενδεικτικά τα ιαματικά νερά στις ελληνικές λουτροπόλεις, στις περισσότερες από τις οποίες ο χρόνος σταμάτησε εδώ και δεκαετίες και κανένας νόμος μέχρι σήμερα, την εποχή των spa, δεν έχει καταφέρει να τις αναβαθμίσει. Αναφέρω το ελληνικό τσάι, ένα από τα πολλά εξαιρετικά αγροτικά μας προϊόντα, όπου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των παραγωγών, τις εκατοντάδες των νέων επιχειρήσεων υψηλής τυποποίησης, δεν καταφέρνει να κερδίσει μερίδιο αγοράς στο εξωτερικό, καθώς η προβολή και η εμπορία χρειάζεται χρήματα, σχέδιο και επιχειρηματικά μεγέθη μεγάλης κλίμακας. Να αναφέρω τη Θράκη, μία από τις καταγεγραμμένες ως φτωχότερες περιφέρειες της Ευρώπης και στην οποία είναι πασιφανής η ανάγκη εκπόνησης ευφυούς τοπικού σχεδίου. Για όλα αυτά και για πολλά ακόμα δεν αρκούν οι καινούργιοι νόμοι που ετοιμάζονται ούτε οι προκηρύξεις των ΕΣΠΑ που ανακοινώνονται ως copy paste των προηγούμενων εδώ και δεκαετίες χωρίς αξιολογήσεις αποτελεσμάτων. Και για τον αγροδιατροφικό τομέα και για τις αναξιοποίητες μορφές θεματικού τουρισμού (μέγα παράδειγμα ο θρησκευτικός) και για τις νέες τεχνολογίες και για τις νεοφυείς επιχειρήσεις αλλά και για τις πόλεις (Θεσσαλονίκη μας!) χρειάζονται επιμέρους σχέδια. Δεκάδες υπουργοί και γραμματείς υπάρχουν. Αρκούν για την εκπόνηση και παρακολούθησή τους. Αυτή, η άλλη πολιτική θα είχε ενδιαφέρον, θα κέρδιζε την προσοχή όσων παρακολουθούν έξω από τα σύνορα της χώρας, θα κινητροδοτούσε τους νέους επιστήμονες να δουλέψουν εντός, θα όριζε με όρους προόδου την εθνική μας «κανονικότητα».

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ

Χιλιοειπωμένη αλλά πάντα επίκαιρη η περίπτωση της Φιλανδίας, που στη χειρότερη οικονομική της εποχή επένδυσε στην παιδεία, για να καταφέρει, εδώ και χρόνια, να πετύχει ένα υποδειγματικό, πρωτοπόρο εκπαιδευτικό σύστημα. Στην Ελλάδα πειραματιζόμαστε κατ’ έτος για τη διάρθρωση των πανεπιστημίων, τους τρόπους διοίκησης, τις εξετάσεις, με μιαν ευκολία εγκληματική, που προκαλεί κοινωνικές και ακαδημαϊκές συγχύσεις, και σπανίως αγγίζει την ουσία των εκπαιδευτικών θεμάτων. Στις εκατοντάδες των σχολών στα ελληνικά πανεπιστήμια, που σε πολλές από αυτές εισάγεσαι και με περίπου λευκή κόλλα, συγκαταλέγονται δεκάδες αντικείμενα κορεσμένων ειδικοτήτων και ελάχιστα που αφορούν στρατηγικούς τομείς της εθνικής μας ανάπτυξης. Τα προφανή κενά βεβαίως έρχονται να καλύψουν ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής και της αλλοδαπής καθώς δεν χρειάζεται πολλή επεξεργασία για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα έχουμε, για παράδειγμα, ανάγκη τουριστικής εκπαίδευσης και ναυτιλιακών σπουδών. Η Ελλάδα θα έπρεπε να εξάγει παιδεία και να διακρίνεται στην έρευνα στους τομείς του πολιτισμού, των κλασικών σπουδών, της αγροτικής παραγωγής, των επαγγελμάτων της θάλασσας, της γαστρονομίας. Να θέτει στόχους οικονομικής μεγέθυνσης από τη λειτουργία μεγάλου αριθμού θερινών σχολείων, όπως κάνουν εδώ και δεκαετίες πολλές άλλες χώρες. Όλα αυτά δεν μπορούν να ανθίσουν μόνο με την καλή διάθεση και μεμονωμένες πρωτοβουλίες ούτε να προκύψουν αυτόματα από την αλλαγή κάποιων νόμων. Απαιτούν ειδικά κάθετα σχέδια εθνικών προτεραιοτήτων και ευφυΐας διακυβέρνησης.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις  8/9/2019.

Με τα μέτρα δίκαιης φορολογικής ελάφρυνσης που εξαγγέλλει η κυβέρνηση, όλοι, όσοι τουλάχιστον πληρώνουμε, αισθανόμαστε ανακούφιση και μία ελπίδα επιστροφής στην εθνική μας «κανονικότητα». Έννοια που ο καθένας μας την εκλαμβάνει με έναν τρόπο διαφορετικό. Κανονικότητα για τους μεσήλικες και υπερήλικες μπορεί να θεωρείται μία επανάληψη εποχής αναιτιολόγητης καταναλωτικής δραστηριότητας, για τους νέους των παραγωγικών ηλικιών που έμειναν στη χώρα μια αξιοπρεπής διαβίωση των ελάχιστων παρανομαστών (για δυτικό κράτος) και για τους νεότερους η δυνατότητα να φύγουν, αναζητώντας αλλού την τύχη τους. Κανονικότητα για τον καθένα μας είναι οι μνήμες της καλής του εποχής, η φυγή από την περιρρέουσα απελπισία των χρόνων της κρίσης ή οι εικόνες εξόδου σε άλλα μέρη, λιγότερο ευήλια, αλλά πάντως ικανά να δημιουργούν ένα περιβάλλον θερμής υποδοχής, αποδοχής και αναγνώρισης της ατομικής προσπάθειας. 

Παρακολουθούσα τα πρόσφατα ρεπορτάζ με τους πρωτεύσαντες των εισαγωγικών εξετάσεων στα πανεπιστήμια και εντυπωσιάστηκα από τα προσωπικά πλάνα δεκαετίας, σύμφωνα με τα οποία όλοι και όλες έβλεπαν το μέλλον τους, μετά το πτυχίο, σε μία άλλη χώρα. Όχι κατ’ ανάγκη για λόγους ακαδημαϊκής εξέλιξης. Αλλά γιατί η μετανάστευση έχει εμπεδωθεί ως πορεία κανονικότητας της νέας γενιάς. 

Τα οριζόντια μέτρα οικονομικής ανακούφισης είναι θετικά σε έναν τόπο όπου λιγότερο από το 20% των φυσικών προσώπων πληρώνει το 90% της φορολογίας εισοδήματος και το 4,5% των επιχειρήσεων περισσότερο από το 80% των φόρων νομικών προσώπων. Οι αποφάσεις είναι σωστές αλλά η έννοια των «εχόντων και κατεχόντων» τείνει να γίνει ανέκδοτο πικρό. Από την άλλη, έρχονται και τα στοιχεία των τελευταίων μηνών για να καταδείξουν, παρά τους επιμέρους βελτιωμένους δείκτες ότι η ανάπτυξη μένει στο 1,5% και απέχει πολύ από τις προσδοκίες για 2,3%. Με αυτούς τους ρυθμούς η Ελλάδα θα χρειαστεί άλλη μία δεκαετία για να καλύψει τις απώλειες της κρίσης και να επανέλθει στην «κανονικότητα», όπως και εάν την ορίζει ο καθένας μας. Κανένα θαύμα δεν θα συμβεί εάν ως χώρα δεν εκπονήσουμε το δικό μας εθνικό σχέδιο ανάπτυξης. Ούτε η μείωση των θρυλικών πρωτογενών πλεονασμάτων που αχνοφαίνεται στον ορίζοντα ούτε οι αναπτυξιακοί νόμοι, ούτε οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις θα μας σώσουν εάν, ως χώρα, δεν ορίσουμε συγκεκριμένους στόχους και δεν αυτοαξιολογούμαστε συνεχώς για τους ρυθμούς επίτευξής τους. Το εθνικό μας σχέδιο, που έπρεπε προ πολλού να έχει εκπονηθεί, αφορά, πέρα από τα οριζόντια, και κάθετα μέτρα σε τομείς αιχμής και κλαδικές, αλλά και τοπικές πολιτικές στα ομολογημένα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, για τα οποία η φλυαρία μας χωρίς σχέδιο τείνει επίσης να τα καταντήσει άλλο ένα εθνικό ανέκδοτο.

ΟΙ ΚΑΘΕΤΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

Το σημείωμα αυτό δεν φιλοδοξεί να συνοψίσει με οικονομοτεχνικούς όρους αξιώσεων τους τομείς των εθνικών προτεραιοτήτων. Ωστόσο, αξίζει να εστιάσουμε, μέρες ΔΕΘ που είναι, σε ορισμένα από τα προφανή όσο και παραμελημένα στοιχεία του ελληνικού μας πλούτου. Αφήνοντας στην άκρη τα μείζονα, που αφορούν στην καθαρή ενέργεια και τις μεταφορές, αναφέρω ενδεικτικά τα ιαματικά νερά στις ελληνικές λουτροπόλεις, στις περισσότερες από τις οποίες ο χρόνος σταμάτησε εδώ και δεκαετίες και κανένας νόμος μέχρι σήμερα, την εποχή των spa, δεν έχει καταφέρει να τις αναβαθμίσει. Αναφέρω το ελληνικό τσάι, ένα από τα πολλά εξαιρετικά αγροτικά μας προϊόντα, όπου, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των παραγωγών, τις εκατοντάδες των νέων επιχειρήσεων υψηλής τυποποίησης, δεν καταφέρνει να κερδίσει μερίδιο αγοράς στο εξωτερικό, καθώς η προβολή και η εμπορία χρειάζεται χρήματα, σχέδιο και επιχειρηματικά μεγέθη μεγάλης κλίμακας. Να αναφέρω τη Θράκη, μία από τις καταγεγραμμένες ως φτωχότερες περιφέρειες της Ευρώπης και στην οποία είναι πασιφανής η ανάγκη εκπόνησης ευφυούς τοπικού σχεδίου. Για όλα αυτά και για πολλά ακόμα δεν αρκούν οι καινούργιοι νόμοι που ετοιμάζονται ούτε οι προκηρύξεις των ΕΣΠΑ που ανακοινώνονται ως copy paste των προηγούμενων εδώ και δεκαετίες χωρίς αξιολογήσεις αποτελεσμάτων. Και για τον αγροδιατροφικό τομέα και για τις αναξιοποίητες μορφές θεματικού τουρισμού (μέγα παράδειγμα ο θρησκευτικός) και για τις νέες τεχνολογίες και για τις νεοφυείς επιχειρήσεις αλλά και για τις πόλεις (Θεσσαλονίκη μας!) χρειάζονται επιμέρους σχέδια. Δεκάδες υπουργοί και γραμματείς υπάρχουν. Αρκούν για την εκπόνηση και παρακολούθησή τους. Αυτή, η άλλη πολιτική θα είχε ενδιαφέρον, θα κέρδιζε την προσοχή όσων παρακολουθούν έξω από τα σύνορα της χώρας, θα κινητροδοτούσε τους νέους επιστήμονες να δουλέψουν εντός, θα όριζε με όρους προόδου την εθνική μας «κανονικότητα».

ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΑ

Χιλιοειπωμένη αλλά πάντα επίκαιρη η περίπτωση της Φιλανδίας, που στη χειρότερη οικονομική της εποχή επένδυσε στην παιδεία, για να καταφέρει, εδώ και χρόνια, να πετύχει ένα υποδειγματικό, πρωτοπόρο εκπαιδευτικό σύστημα. Στην Ελλάδα πειραματιζόμαστε κατ’ έτος για τη διάρθρωση των πανεπιστημίων, τους τρόπους διοίκησης, τις εξετάσεις, με μιαν ευκολία εγκληματική, που προκαλεί κοινωνικές και ακαδημαϊκές συγχύσεις, και σπανίως αγγίζει την ουσία των εκπαιδευτικών θεμάτων. Στις εκατοντάδες των σχολών στα ελληνικά πανεπιστήμια, που σε πολλές από αυτές εισάγεσαι και με περίπου λευκή κόλλα, συγκαταλέγονται δεκάδες αντικείμενα κορεσμένων ειδικοτήτων και ελάχιστα που αφορούν στρατηγικούς τομείς της εθνικής μας ανάπτυξης. Τα προφανή κενά βεβαίως έρχονται να καλύψουν ιδιωτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα της ημεδαπής και της αλλοδαπής καθώς δεν χρειάζεται πολλή επεξεργασία για να καταλήξει κάποιος στο συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα έχουμε, για παράδειγμα, ανάγκη τουριστικής εκπαίδευσης και ναυτιλιακών σπουδών. Η Ελλάδα θα έπρεπε να εξάγει παιδεία και να διακρίνεται στην έρευνα στους τομείς του πολιτισμού, των κλασικών σπουδών, της αγροτικής παραγωγής, των επαγγελμάτων της θάλασσας, της γαστρονομίας. Να θέτει στόχους οικονομικής μεγέθυνσης από τη λειτουργία μεγάλου αριθμού θερινών σχολείων, όπως κάνουν εδώ και δεκαετίες πολλές άλλες χώρες. Όλα αυτά δεν μπορούν να ανθίσουν μόνο με την καλή διάθεση και μεμονωμένες πρωτοβουλίες ούτε να προκύψουν αυτόματα από την αλλαγή κάποιων νόμων. Απαιτούν ειδικά κάθετα σχέδια εθνικών προτεραιοτήτων και ευφυΐας διακυβέρνησης.

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις  8/9/2019.

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία