Για την Αγορά Μοδιάνο των παιδικών και νεανικών του χρόνων γράφει ο πρώην υπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος. Σε ένα συγκινητικό αυτοβιογραφικό κείμενό του, που περιλαμβάνεται στον τόμο «Αγορά Μοδιάνο Θεσσαλονίκη» των εκδόσεων Καπόν, αναφέρεται στις αναμνήσεις του από ένα χώρο τοπόσημο της πόλης και τα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούσε.
Ολόκληρο το κείμενό του που ο κ. Βενιζέλος ανέβασε στη σελίδα του στο fb έχει ως εξής:
«Παρακαλώ να μου συγχωρεθεί ο αυτοβιογραφικός τόνος, αλλά η σχέση με τις αγορές του κέντρου της Θεσσαλονίκης είναι βασικό κεφάλαιο της παιδικής μου ηλικίας και της λεγόμενης προσωπικής μυθολογίας. Με τους εξωραϊσμούς και τους συμβολισμούς της. Μου είναι, συνεπώς, δύσκολο να δω αυτούς τους τόπους στα κανονικά τους μεγέθη. Τους μεγεθύνει ο φακός των αναμνήσεών μου, χωρίς, πιστεύω, να τους αλλοιώνει. Αντιθέτως ίσως, με την άνεση μιας αναδρομικής παιδικότητας - που ελπίζω να μη γίνεται παλιμπαιδισμός - να μπορώ να κάνω πιο ουσιαστική αυτή τη μικρή άσκηση μνήμης και πατριδογνωσίας.
»Παρότι γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στους Αμπελοκήπους, στη Δυτική Θεσσαλονίκη, φοίτησα σε δημόσια σχολεία του Κέντρου, στο 41ο Δημοτικό και στο διπλανό Β´ Γυμνάσιο Αρρένων της οδού Ικτίνου, έχοντας ως σημείο αναφοράς το γραφείο του πατέρα μου στην οδό Αριστοτέλους. Βρισκόμουν καθημερινά μέσα στο μαγνητικό πεδίο των αγορών. Τις διέσχιζα, ζούσα τον ρυθμό τους, ήξερα τους θορύβους και τις μυρωδιές, με αναγνώριζαν οι πωλητές, κυκλοφορούσα ανάμεσα στους πάγκους. Έχω απασχοληθεί ως «βοηθός οπωροπώλης» της προσκολλήσεως.
»Αρχικά, το γραφείο ήταν στον αριθμό 25 της οδού Αριστοτέλους, δεξιά κατεβαίνοντας από την πλατεία Δικαστηρίων προς την πλατεία Αριστοτέλους. Στην είσοδο της Αγοράς Βλάλη. Το Καπάνι ήταν η μεγάλη αυλή μας. Λίγα χρόνια μετά, το γραφείο μεταφέρθηκε ακριβώς απέναντι, στον αριθμό 24 της οδού Αριστοτέλους, στη γωνία με την οδό Βατικιώτου, όταν υπήρχαν ακόμη πάγκοι και όχι μόνο καταστήματα. Το πέρασμα από την Πλατεία Άθωνος ήταν η πιο βολική διαδρομή για το σχολείο.
»Η Στοά Μοδιάνο ήταν ελάχιστα πιο μακριά δεν ήταν για εμένα διαδρομή, αλλά επίσκεψη σε έναν χώρο πιο απαιτητικό, με βάση τις δικές μου παιδικές ταξινομήσεις. Σε μια αγορά στεγασμένη, άρα πιο οργανωμένη, που εξέπεμπε την υπόσχεση της υψηλότερης ποιότητας και προειδοποιούσε ότι το αντάλλαγμα είναι η σχετικά υψηλότερη τιμή. Είχε τον δικό της αέρα η Στοά Μοδιάνο, μια ατμόσφαιρα που μου φαινόταν πιο «δυτική».
»Η κοινωνική διαίρεση του χώρου ήταν τότε στα παιδικά και καχύποπτα μάτια μου, μια απροσδιόριστη, αλλά υπαρκτή αίσθηση. Κατεβαίνοντας από την Άνω Πόλη προς την Παραλία, ένιωθες ότι κάθε παράλληλος δρόμος λειτουργεί ως σήμανση κοινωνικής αναβάθμισης. Η Εγνατία και η Τσιμισκή οριοθετούν τον ενδιάμεσο και ρευστό χώρο. Στο πεδίο αυτό, η Μοδιάνο βρίσκεται από την Ερμού και κάτω. Το Καπάνι, η Βατικιώτου και η Πλατεία Άθωνος από την Ερμού και πάνω. Την ίδια αίσθηση της μετάβασης σε άλλο κοινωνικό χώρο και σε άλλη εποχή, είχα πάντα όταν διαπερνούσα το μεγάλο δίδυμο κτήριο που στεγάζει στην οδό Αριστοτέλους το Επαγγελματικό και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο και η πίσω έξοδός του οδηγεί στην οδό Σπανδωνή. Έλεγα αργότερα ότι αυτή είναι η εικονογράφηση και η μεταχρονολόγηση της θεωρίας του Κωστή Μοσκώφ για την «τομή της μεταπρατικής πόλης».
»Η Στοά Μοδιάνο ήταν στις παιδικές μου αντιλήψεις ο τόπος της αφθονίας της ποικιλίας και της ποιότητας. Δεν είχα τότε ταυτίσει την έννοια των «εδώδιμων - αποικιακών» με το υπόγειο του «Harrods» ως γαστρονομική μικρογραφία και κατάλοιπο της άλλοτε Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
»Προφανώς δεν μας ξένιζε το όνομα της Στοάς Μοδιάνο. Ήταν δεδομένο και απολύτως φυσικό. Ζούσαμε σε μια πόλη με πολλά τοπόσημά της να παραπέμπουν στην παρουσία της εβραϊκής κοινότητας. Δεν χρειαζόμασταν τότε μαθήματα πολιτικής ορθότητας, για να μη θεωρούμε «διαφορετικούς» τους Εβραίους συμμαθητές μας. Βρισκόμασταν στην εύθραυστη εποχή της μετεμφυλιακής και προδικτατορικής Ελλάδας κατά την οποία το Ολοκαύτωμα και το αδιανόητα βαρύ τίμημα που πλήρωσε η Εβραϊκή Κοινότητα της Θεσσαλονίκη δεν ήταν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
»Όλες οι ενήλικες παραστάσεις μου για τη Στοά Μοδιάνο είναι κοινότοπες και δημόσιες. Τα μεσημέρια του Σαββάτου στα ταβερνεία της, η «Μυροβόλος Σμύρνη», τα «Βομβίδια», οι μουσικές και οι χοροί στο στεγασμένο αλλά ανοικτό δημόσιο χώρο, οι μεγάλες πάνδημες γιορτές την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, το σάμαλι, οι προσπάθειες να στηθούν και να λειτουργήσουν πιο «λόγιες» επιχειρήσεις εστίασης μέσα στη Στοά, η σταδιακή επιβολή αυστηρότερων κανόνων υγιεινής στη σφαγή ζώων και την εμπορία κρεάτων, οι πολιτικές / προεκλογικές επισκέψεις που είχαν το δικό τους πρωτόκολλο. Και η φθορά του χρόνου, η παρακμή, η ανάδειξη των ιδιοκτησιακών ζητημάτων, η αναζήτηση μιας νέας φυσιογνωμίας για ένα ζωντανό μνημείο της Θεσσαλονίκης, έναν χώρο αναφοράς.
»Τα έχω ζήσει όλα αυτά ως πολίτης, πελάτης και θαμώνας, αλλά και ως βουλευτής Θεσσαλονίκης και ως υπουργός, μεταξύ άλλων και Πολιτισμού. Καμία από τις εμπειρίες αυτές δεν σκέπασε τις παιδικές μου αναμνήσεις. Την οικειότητά μου με τον χώρο. Περιμένω με αγωνία τη νέα μορφή της Στοάς σε λειτουργία. Όλα προοιωνίζονται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Το εύχομαι. Η επένδυση, κατά κυριολεξία, προηγείται της μεταφορικής επένδυσης στη μνήμη. Η ελπίδα μου είναι ότι θα διαφυλαχθούν και οι αναμνήσεις μας. Αυτό όμως είναι ένα προσωπικό και αυθαίρετο στοιχείο. Άυλο. Η Στοά Μοδιάνο ανασταίνεται «εν έτερα μορφή» με τις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις της σημερινής εποχής. Θα ήταν λάθος να περιμένουμε μια απλή επανάληψη του παρελθόντος. Είμαι βέβαιος ότι οι συντελεστές του εγχειρήματος γνωρίζουν ότι αναμετριούνται με το βάρος της ιστορίας του χώρου όχι για να πιεστούν από αυτό αλλά ως θεμέλιο της δικής τους συνομιλίας με τη Θεσσαλονίκη». * Δημοσιεύεται στο βιβλίο: Αγορά Μοδιάνο Θεσσαλονίκη, εκδ. Καπόν 2023, σελ. 21
Για την Αγορά Μοδιάνο των παιδικών και νεανικών του χρόνων γράφει ο πρώην υπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος. Σε ένα συγκινητικό αυτοβιογραφικό κείμενό του, που περιλαμβάνεται στον τόμο «Αγορά Μοδιάνο Θεσσαλονίκη» των εκδόσεων Καπόν, αναφέρεται στις αναμνήσεις του από ένα χώρο τοπόσημο της πόλης και τα συναισθήματα και τις σκέψεις που γεννούσε.
Ολόκληρο το κείμενό του που ο κ. Βενιζέλος ανέβασε στη σελίδα του στο fb έχει ως εξής:
«Παρακαλώ να μου συγχωρεθεί ο αυτοβιογραφικός τόνος, αλλά η σχέση με τις αγορές του κέντρου της Θεσσαλονίκης είναι βασικό κεφάλαιο της παιδικής μου ηλικίας και της λεγόμενης προσωπικής μυθολογίας. Με τους εξωραϊσμούς και τους συμβολισμούς της. Μου είναι, συνεπώς, δύσκολο να δω αυτούς τους τόπους στα κανονικά τους μεγέθη. Τους μεγεθύνει ο φακός των αναμνήσεών μου, χωρίς, πιστεύω, να τους αλλοιώνει. Αντιθέτως ίσως, με την άνεση μιας αναδρομικής παιδικότητας - που ελπίζω να μη γίνεται παλιμπαιδισμός - να μπορώ να κάνω πιο ουσιαστική αυτή τη μικρή άσκηση μνήμης και πατριδογνωσίας.
»Παρότι γεννήθηκα και έζησα τα πρώτα παιδικά μου χρόνια στους Αμπελοκήπους, στη Δυτική Θεσσαλονίκη, φοίτησα σε δημόσια σχολεία του Κέντρου, στο 41ο Δημοτικό και στο διπλανό Β´ Γυμνάσιο Αρρένων της οδού Ικτίνου, έχοντας ως σημείο αναφοράς το γραφείο του πατέρα μου στην οδό Αριστοτέλους. Βρισκόμουν καθημερινά μέσα στο μαγνητικό πεδίο των αγορών. Τις διέσχιζα, ζούσα τον ρυθμό τους, ήξερα τους θορύβους και τις μυρωδιές, με αναγνώριζαν οι πωλητές, κυκλοφορούσα ανάμεσα στους πάγκους. Έχω απασχοληθεί ως «βοηθός οπωροπώλης» της προσκολλήσεως.
»Αρχικά, το γραφείο ήταν στον αριθμό 25 της οδού Αριστοτέλους, δεξιά κατεβαίνοντας από την πλατεία Δικαστηρίων προς την πλατεία Αριστοτέλους. Στην είσοδο της Αγοράς Βλάλη. Το Καπάνι ήταν η μεγάλη αυλή μας. Λίγα χρόνια μετά, το γραφείο μεταφέρθηκε ακριβώς απέναντι, στον αριθμό 24 της οδού Αριστοτέλους, στη γωνία με την οδό Βατικιώτου, όταν υπήρχαν ακόμη πάγκοι και όχι μόνο καταστήματα. Το πέρασμα από την Πλατεία Άθωνος ήταν η πιο βολική διαδρομή για το σχολείο.
»Η Στοά Μοδιάνο ήταν ελάχιστα πιο μακριά δεν ήταν για εμένα διαδρομή, αλλά επίσκεψη σε έναν χώρο πιο απαιτητικό, με βάση τις δικές μου παιδικές ταξινομήσεις. Σε μια αγορά στεγασμένη, άρα πιο οργανωμένη, που εξέπεμπε την υπόσχεση της υψηλότερης ποιότητας και προειδοποιούσε ότι το αντάλλαγμα είναι η σχετικά υψηλότερη τιμή. Είχε τον δικό της αέρα η Στοά Μοδιάνο, μια ατμόσφαιρα που μου φαινόταν πιο «δυτική».
»Η κοινωνική διαίρεση του χώρου ήταν τότε στα παιδικά και καχύποπτα μάτια μου, μια απροσδιόριστη, αλλά υπαρκτή αίσθηση. Κατεβαίνοντας από την Άνω Πόλη προς την Παραλία, ένιωθες ότι κάθε παράλληλος δρόμος λειτουργεί ως σήμανση κοινωνικής αναβάθμισης. Η Εγνατία και η Τσιμισκή οριοθετούν τον ενδιάμεσο και ρευστό χώρο. Στο πεδίο αυτό, η Μοδιάνο βρίσκεται από την Ερμού και κάτω. Το Καπάνι, η Βατικιώτου και η Πλατεία Άθωνος από την Ερμού και πάνω. Την ίδια αίσθηση της μετάβασης σε άλλο κοινωνικό χώρο και σε άλλη εποχή, είχα πάντα όταν διαπερνούσα το μεγάλο δίδυμο κτήριο που στεγάζει στην οδό Αριστοτέλους το Επαγγελματικό και το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο και η πίσω έξοδός του οδηγεί στην οδό Σπανδωνή. Έλεγα αργότερα ότι αυτή είναι η εικονογράφηση και η μεταχρονολόγηση της θεωρίας του Κωστή Μοσκώφ για την «τομή της μεταπρατικής πόλης».
»Η Στοά Μοδιάνο ήταν στις παιδικές μου αντιλήψεις ο τόπος της αφθονίας της ποικιλίας και της ποιότητας. Δεν είχα τότε ταυτίσει την έννοια των «εδώδιμων - αποικιακών» με το υπόγειο του «Harrods» ως γαστρονομική μικρογραφία και κατάλοιπο της άλλοτε Βρετανικής Αυτοκρατορίας.
»Προφανώς δεν μας ξένιζε το όνομα της Στοάς Μοδιάνο. Ήταν δεδομένο και απολύτως φυσικό. Ζούσαμε σε μια πόλη με πολλά τοπόσημά της να παραπέμπουν στην παρουσία της εβραϊκής κοινότητας. Δεν χρειαζόμασταν τότε μαθήματα πολιτικής ορθότητας, για να μη θεωρούμε «διαφορετικούς» τους Εβραίους συμμαθητές μας. Βρισκόμασταν στην εύθραυστη εποχή της μετεμφυλιακής και προδικτατορικής Ελλάδας κατά την οποία το Ολοκαύτωμα και το αδιανόητα βαρύ τίμημα που πλήρωσε η Εβραϊκή Κοινότητα της Θεσσαλονίκη δεν ήταν αντικείμενο δημόσιας συζήτησης.
»Όλες οι ενήλικες παραστάσεις μου για τη Στοά Μοδιάνο είναι κοινότοπες και δημόσιες. Τα μεσημέρια του Σαββάτου στα ταβερνεία της, η «Μυροβόλος Σμύρνη», τα «Βομβίδια», οι μουσικές και οι χοροί στο στεγασμένο αλλά ανοικτό δημόσιο χώρο, οι μεγάλες πάνδημες γιορτές την παραμονή των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς, το σάμαλι, οι προσπάθειες να στηθούν και να λειτουργήσουν πιο «λόγιες» επιχειρήσεις εστίασης μέσα στη Στοά, η σταδιακή επιβολή αυστηρότερων κανόνων υγιεινής στη σφαγή ζώων και την εμπορία κρεάτων, οι πολιτικές / προεκλογικές επισκέψεις που είχαν το δικό τους πρωτόκολλο. Και η φθορά του χρόνου, η παρακμή, η ανάδειξη των ιδιοκτησιακών ζητημάτων, η αναζήτηση μιας νέας φυσιογνωμίας για ένα ζωντανό μνημείο της Θεσσαλονίκης, έναν χώρο αναφοράς.
»Τα έχω ζήσει όλα αυτά ως πολίτης, πελάτης και θαμώνας, αλλά και ως βουλευτής Θεσσαλονίκης και ως υπουργός, μεταξύ άλλων και Πολιτισμού. Καμία από τις εμπειρίες αυτές δεν σκέπασε τις παιδικές μου αναμνήσεις. Την οικειότητά μου με τον χώρο. Περιμένω με αγωνία τη νέα μορφή της Στοάς σε λειτουργία. Όλα προοιωνίζονται το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Το εύχομαι. Η επένδυση, κατά κυριολεξία, προηγείται της μεταφορικής επένδυσης στη μνήμη. Η ελπίδα μου είναι ότι θα διαφυλαχθούν και οι αναμνήσεις μας. Αυτό όμως είναι ένα προσωπικό και αυθαίρετο στοιχείο. Άυλο. Η Στοά Μοδιάνο ανασταίνεται «εν έτερα μορφή» με τις προδιαγραφές και τις απαιτήσεις της σημερινής εποχής. Θα ήταν λάθος να περιμένουμε μια απλή επανάληψη του παρελθόντος. Είμαι βέβαιος ότι οι συντελεστές του εγχειρήματος γνωρίζουν ότι αναμετριούνται με το βάρος της ιστορίας του χώρου όχι για να πιεστούν από αυτό αλλά ως θεμέλιο της δικής τους συνομιλίας με τη Θεσσαλονίκη». * Δημοσιεύεται στο βιβλίο: Αγορά Μοδιάνο Θεσσαλονίκη, εκδ. Καπόν 2023, σελ. 21
ΣΧΟΛΙΑ