ΚΟΙΝΩΝΙΑ

«Φωτιά» παίρνουν φέτος τζάκια και ξυλόσομπες

Καίνε οι τιμές σε καυσόξυλα και πέλετ - Λίστες αναμονής για την προμήθειά τους - Τα εναλλακτικά συστήματα θέρμανσης και οι «ψύχραιμες» λύσεις για εξοικονόμηση ενέργειας

 27/09/2022 09:00

«Φωτιά» παίρνουν φέτος τζάκια και ξυλόσομπες

Βιολέτα Φωτιάδη

Η εκτίναξη των τιμών στο φυσικό αέριο, στο πετρέλαιο θέρμανσης και στο ρεύμα «παγώνει το αίμα» των καταναλωτών ενόψει του φετινού χειμώνα. Ο φόβος των παραφουσκωμένων λογαριασμών που μπορεί να τινάξουν στον αέρα τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών ωθεί αρκετούς στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων θέρμανσης με τους πολίτες να επιστρατεύουν από ξεχασμένα τζάκια μέχρι… κουκούτσια για να καταπολεμήσουν τις χαμηλές θερμοκρασίες των χειμερινών μηνών.

Ανάρπαστα έχουν ήδη ξεκινήσει να γίνονται στη Βόρεια Ελλάδα τα καυσόξυλα με τις τιμές να καταγράφουν αύξηση τουλάχιστον 30% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρσι.

Οι πιο προνοητικοί έχουν πραγματοποιήσει τις πρώτες παραγγελίες από τον Ιούλιο ενώ η έλλειψη σε πρώτη ύλη ανησυχεί τους εμπόρους ξύλου οι οποίοι δεν γνωρίζουν αν το διαθέσιμο απόθεμα μπορεί να καλύψει τη ζήτηση. Γι’ αυτό το λόγο έχουν ήδη δημιουργηθεί οι πρώτες λίστες αναμονής με τους καταναλωτές να πρέπει να περιμένουν από 10-15 ημέρες για να παραλάβουν την παραγγελία τους.

«Ο λόγος της αναμονής είναι για να προμηθευτούμε και εμείς ξύλα. Προσπαθούμε και αγοράζουμε συνέχεια από όπου βρούμε και σε όποια τιμή μας δώσουν. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξουμε. Με όσους εμπόρους συνεργαζόμαστε έχουν πρόβλημα γιατί δεν έχουν ξύλα», αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Ιορδάνης Ποζατζίδης, έμπορος ξυλείας.

«Ένα κυβικό ξύλων να στοιχίζει περίπου 130 ευρώ συν ΦΠΑ» επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Φοιτάς, έμπορος καυσόξυλων στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος περιγράφει μία εικόνα αντίστοιχη με αυτή του συναδέλφου του: «Πολύ δύσκολα το απόθεμά μας να εξυπηρετήσει τη ζήτηση που υπάρχει. Έχω τακτική συνεργασία με Σέρρες αλλά φέτος έχουμε μεγάλο πρόβλημα.»

Τζάκι…. «αερόθερμο»

Στην πρώτη γραμμή μάχης του «σιβηρικού χειμώνα» βρίσκονται τα ενεργειακά τζάκια. Όλο και περισσότεροι μετατρέπουν το παραδοσιακό τζάκι σε ενεργειακό με το κόστος της εγκατάστασης αλλά και της απόδοσης ενέργειας να ποικίλει ανάλογα με τις ανάγκες των καταναλωτών και των ακινήτων.

«Αυτό που χρειάζεται ένα απλό τζάκι ώστε να γίνει ενεργειακό είναι η τοποθέτηση μίας ένθετης κασέτας στο εσωτερικό του», εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Σταύρος Λαζάρου, καπνοδοχοκαθαριστής που διατηρεί κατάστημα στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει την τοποθέτηση ενεργειακών τζακιών.

«Ένα τζάκι λέγεται ενεργειακό όταν έχει απόδοση πάνω από 76% ενώ ένα συμβατικό τζάκι αποδίδει μόνο ένα 20%. Επομένως, ενεργειακό δεν είναι μόνο το τζάκι που συνδέεται με τα σώματα αλλά και εκείνο που θα λειτουργήσει ως ‘αερόθερμο’. Είναι μία συμφέρουσα λύση καθώς η απόδοσή του είναι καλή και η ζέστη είναι πιο πραγματική», αποσαφηνίζει ο κ. Λαζάρου.

Ο ίδιος συμπληρώνει πως οι ενδιαφερόμενοι, πριν προβούν στη μετατροπή του τζακιού τους σε ενεργειακό και προκειμένου να επιλέξουν την κατάλληλη για εκείνους κασέτα θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τους όχι μόνο τις δικές τους ανάγκες θέρμανσης αλλά και τις «απαιτήσεις» του σπιτιού τους: «Υπάρχουν πολλές κασέτες με διαβαθμίσεις στα Kilowatt ανάλογα τις ανάγκες. Παίζουν όμως ρόλο και οι συνθήκες του σπιτιού γιατί άλλες ανάγκες έχει ένα σπίτι στο χωριό το οποίο είναι εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες και άλλες ένα διαμέρισμα στην πόλη».

Ζωή, έπειτα από 15-20 χρόνια αχρησίας, παίρνουν και τα συμβατικά τζάκια και οι ξυλόσομπες. Πολίτες που μπορεί ακόμα και να είχαν «ξεχάσει» ότι διαθέτουν τζάκι τώρα στρέφονται στον κ. Λαζάρου για να το καθαρίσουν και να το επαναλειτουργήσουν όσο πιο άμεσα γίνεται.

«Φλεγόμενα» κουκούτσια

Μία… διαφορετική μορφή θέρμανσης, που φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών είναι η βιομάζα, η φυτικής προέλευσης καύσιμη ύλη σε στέρεη μορφή η οποία μάλιστα συγκαταλέγεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς θα υπάρχει πάντα φυτική παραγωγή που θα παρέχει επαρκή ποσότητα βιομάζας (κουκούτσια, κελύφη ή τσόφλια κ.λπ.).

Η δημιουργία βιομάζας από τα υπολείμματα του ροδάκινου ή της ελιάς γίνεται με ειδική επεξεργασία καθαρισμού του κουκουτσιού από τη σάρκα του καρπού ή φρούτου, προκειμένου να ληφθεί η πιο καθαρή μορφή βιομάζας με τη μεγαλύτερη θερμογόνο δύναμη.

Σύμφωνα με την Δήμητρα Λυμπερίδου, σύμβουλο ενέργειας και ακίνητων, η μόνη επένδυση που απαιτείται από τους καταναλωτές είναι η εγκατάσταση ενός ξυλολέβητα βιομάζας μαζί με το αποθηκευτικό χώρο του στερεού καυσίμου και την κατάλληλη καπνοδόχο. Ο λέβητας βιομάζας συνδέεται με τα θερμαντικά σώματα και η απόδοσή του εξαρτάται κάθε φορά από τη σύσταση του υλικού που θα χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη. Αναφορικά με το κόστος, την στιγμή που ένας τόνος πέλετ μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 700 ευρώ, ο τόνος κουκούτσι από ροδάκινο κοστίζει 250 ευρώ και ο τόνος κουκούτσι ελιάς φτάνει τα 290 ευρώ.

Η ψυχραιμία… εξοικονομεί ενέργεια και χρήμα

Μπορούν οι καταναλωτές να εξοικονομήσουν ενέργεια και να περιορίσουν τις δαπάνες τους χωρίς να αλλάξουν σύστημα θέρμανσης και χωρίς… να το καταλάβουν; Η απάντηση είναι «ναι».

Το ράλι ανόδου τιμών στην ενέργεια πανικοβάλει τους πολίτες και ορισμένοι σκέφτονται να αντικαταστήσουν τα συστήματα θέρμανσης που διαθέτουν ελπίζοντας να κρατήσουν όσο το δυνατόν πιο γεμάτες τις τσέπες τους. Σύμφωνα με τον Άγι Παπαδόπουλο, καθηγητή στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, το κόστος μίας τέτοιας μετατροπής «δεν είναι πιθανό να αποσβεστεί άμεσα».

«Το κόστος που πληρώνουμε συνολικά για να θερμάνουμε το σπίτι μας αποτελείται από το κόστος αγοράς του συστήματος και το κόστος του καυσίμου που καταναλώνουμε.

Αν αντικαταστήσουμε το υφιστάμενο σύστημα θέρμανσης θα πρέπει η διαφορά στο κόστος αγοράς του καυσίμου να είναι αρκετά μεγάλη για να αποσβέσει το κόστος της αγοράς του καινούριου. Αυτή την περίοδο είναι τόσο ευμετάβλητες οι τιμές αερίου, πετρελαίου και ρεύματος στην αγορά και επιπροσθέτως δεν ξέρουμε πως θα διαμορφωθούν οι επιδοτήσεις. Επομένως αν κάποιος έχει έναν σχετικά καινούριο λέβητα πετρελαίου ή αερίου δεν είναι πιθανό να αποσβέσει άμεσα το κόστος αγοράς ενός νέου συστήματος. Δεν χρειάζονται σπασμωδικές κινήσεις. Όποιος έχει έναν λέβητα νεότερο από δέκα ετών ας φροντίσει για μία καλή συντήρηση και σωστή χρήση της θέρμανσης», τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος και περιγράφει πώς μπορεί κάποιος να μειώσει τουλάχιστον κατά 10% την ενέργεια για θέρμανση.

«Ένας ασυντήρητος λέβητας, που δεν έχει καθαριστεί ή ρυθμιστεί καίει 15-20 % παραπάνω καύσιμο. Η συντήρηση ενός λέβητα κοστίζει περίπου 50 ευρώ και κάνεις απόσβεση στον πρώτο κιόλας μήνα της λειτουργίας του. Επιμένω και στη σωστή χρήση των θερμοστατών. Υπάρχουν θερμοστάτες προγραμματιζόμενοι. Για όσους δηλαδή φεύγουν από το σπίτι και θέλουν να το κρατήσουν σε μία θερμοκρασία 14 βαθμών ώστε να μη χρειαστεί πολύ θέρμανση όταν επιστρέψουν, υπάρχουν θερμοστάτες που διαθέτουν χρονικό προγραμματισμό. Όποιο σύστημα διαθέτει τον συμβατικό θερμοστάτη μπορεί να τον αντικαταστήσει με έναν ρυθμιζόμενο», καταλήγει ο κ. Παπαδόπουλος.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25.09.2022

Η εκτίναξη των τιμών στο φυσικό αέριο, στο πετρέλαιο θέρμανσης και στο ρεύμα «παγώνει το αίμα» των καταναλωτών ενόψει του φετινού χειμώνα. Ο φόβος των παραφουσκωμένων λογαριασμών που μπορεί να τινάξουν στον αέρα τον προϋπολογισμό των νοικοκυριών ωθεί αρκετούς στην αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων θέρμανσης με τους πολίτες να επιστρατεύουν από ξεχασμένα τζάκια μέχρι… κουκούτσια για να καταπολεμήσουν τις χαμηλές θερμοκρασίες των χειμερινών μηνών.

Ανάρπαστα έχουν ήδη ξεκινήσει να γίνονται στη Βόρεια Ελλάδα τα καυσόξυλα με τις τιμές να καταγράφουν αύξηση τουλάχιστον 30% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο πέρσι.

Οι πιο προνοητικοί έχουν πραγματοποιήσει τις πρώτες παραγγελίες από τον Ιούλιο ενώ η έλλειψη σε πρώτη ύλη ανησυχεί τους εμπόρους ξύλου οι οποίοι δεν γνωρίζουν αν το διαθέσιμο απόθεμα μπορεί να καλύψει τη ζήτηση. Γι’ αυτό το λόγο έχουν ήδη δημιουργηθεί οι πρώτες λίστες αναμονής με τους καταναλωτές να πρέπει να περιμένουν από 10-15 ημέρες για να παραλάβουν την παραγγελία τους.

«Ο λόγος της αναμονής είναι για να προμηθευτούμε και εμείς ξύλα. Προσπαθούμε και αγοράζουμε συνέχεια από όπου βρούμε και σε όποια τιμή μας δώσουν. Δεν ξέρω πόσο θα αντέξουμε. Με όσους εμπόρους συνεργαζόμαστε έχουν πρόβλημα γιατί δεν έχουν ξύλα», αναφέρει στη «ΜτΚ» ο Ιορδάνης Ποζατζίδης, έμπορος ξυλείας.

«Ένα κυβικό ξύλων να στοιχίζει περίπου 130 ευρώ συν ΦΠΑ» επισημαίνει ο Κωνσταντίνος Φοιτάς, έμπορος καυσόξυλων στη Θεσσαλονίκη, ο οποίος περιγράφει μία εικόνα αντίστοιχη με αυτή του συναδέλφου του: «Πολύ δύσκολα το απόθεμά μας να εξυπηρετήσει τη ζήτηση που υπάρχει. Έχω τακτική συνεργασία με Σέρρες αλλά φέτος έχουμε μεγάλο πρόβλημα.»

Τζάκι…. «αερόθερμο»

Στην πρώτη γραμμή μάχης του «σιβηρικού χειμώνα» βρίσκονται τα ενεργειακά τζάκια. Όλο και περισσότεροι μετατρέπουν το παραδοσιακό τζάκι σε ενεργειακό με το κόστος της εγκατάστασης αλλά και της απόδοσης ενέργειας να ποικίλει ανάλογα με τις ανάγκες των καταναλωτών και των ακινήτων.

«Αυτό που χρειάζεται ένα απλό τζάκι ώστε να γίνει ενεργειακό είναι η τοποθέτηση μίας ένθετης κασέτας στο εσωτερικό του», εξηγεί στη «ΜτΚ» ο Σταύρος Λαζάρου, καπνοδοχοκαθαριστής που διατηρεί κατάστημα στη Θεσσαλονίκη και αναλαμβάνει την τοποθέτηση ενεργειακών τζακιών.

«Ένα τζάκι λέγεται ενεργειακό όταν έχει απόδοση πάνω από 76% ενώ ένα συμβατικό τζάκι αποδίδει μόνο ένα 20%. Επομένως, ενεργειακό δεν είναι μόνο το τζάκι που συνδέεται με τα σώματα αλλά και εκείνο που θα λειτουργήσει ως ‘αερόθερμο’. Είναι μία συμφέρουσα λύση καθώς η απόδοσή του είναι καλή και η ζέστη είναι πιο πραγματική», αποσαφηνίζει ο κ. Λαζάρου.

Ο ίδιος συμπληρώνει πως οι ενδιαφερόμενοι, πριν προβούν στη μετατροπή του τζακιού τους σε ενεργειακό και προκειμένου να επιλέξουν την κατάλληλη για εκείνους κασέτα θα πρέπει να λάβουν υπόψιν τους όχι μόνο τις δικές τους ανάγκες θέρμανσης αλλά και τις «απαιτήσεις» του σπιτιού τους: «Υπάρχουν πολλές κασέτες με διαβαθμίσεις στα Kilowatt ανάλογα τις ανάγκες. Παίζουν όμως ρόλο και οι συνθήκες του σπιτιού γιατί άλλες ανάγκες έχει ένα σπίτι στο χωριό το οποίο είναι εκτεθειμένο στις καιρικές συνθήκες και άλλες ένα διαμέρισμα στην πόλη».

Ζωή, έπειτα από 15-20 χρόνια αχρησίας, παίρνουν και τα συμβατικά τζάκια και οι ξυλόσομπες. Πολίτες που μπορεί ακόμα και να είχαν «ξεχάσει» ότι διαθέτουν τζάκι τώρα στρέφονται στον κ. Λαζάρου για να το καθαρίσουν και να το επαναλειτουργήσουν όσο πιο άμεσα γίνεται.

«Φλεγόμενα» κουκούτσια

Μία… διαφορετική μορφή θέρμανσης, που φαίνεται να κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος στις προτιμήσεις των καταναλωτών είναι η βιομάζα, η φυτικής προέλευσης καύσιμη ύλη σε στέρεη μορφή η οποία μάλιστα συγκαταλέγεται στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, καθώς θα υπάρχει πάντα φυτική παραγωγή που θα παρέχει επαρκή ποσότητα βιομάζας (κουκούτσια, κελύφη ή τσόφλια κ.λπ.).

Η δημιουργία βιομάζας από τα υπολείμματα του ροδάκινου ή της ελιάς γίνεται με ειδική επεξεργασία καθαρισμού του κουκουτσιού από τη σάρκα του καρπού ή φρούτου, προκειμένου να ληφθεί η πιο καθαρή μορφή βιομάζας με τη μεγαλύτερη θερμογόνο δύναμη.

Σύμφωνα με την Δήμητρα Λυμπερίδου, σύμβουλο ενέργειας και ακίνητων, η μόνη επένδυση που απαιτείται από τους καταναλωτές είναι η εγκατάσταση ενός ξυλολέβητα βιομάζας μαζί με το αποθηκευτικό χώρο του στερεού καυσίμου και την κατάλληλη καπνοδόχο. Ο λέβητας βιομάζας συνδέεται με τα θερμαντικά σώματα και η απόδοσή του εξαρτάται κάθε φορά από τη σύσταση του υλικού που θα χρησιμοποιηθεί ως καύσιμη ύλη. Αναφορικά με το κόστος, την στιγμή που ένας τόνος πέλετ μπορεί να αγγίξει ακόμα και τα 700 ευρώ, ο τόνος κουκούτσι από ροδάκινο κοστίζει 250 ευρώ και ο τόνος κουκούτσι ελιάς φτάνει τα 290 ευρώ.

Η ψυχραιμία… εξοικονομεί ενέργεια και χρήμα

Μπορούν οι καταναλωτές να εξοικονομήσουν ενέργεια και να περιορίσουν τις δαπάνες τους χωρίς να αλλάξουν σύστημα θέρμανσης και χωρίς… να το καταλάβουν; Η απάντηση είναι «ναι».

Το ράλι ανόδου τιμών στην ενέργεια πανικοβάλει τους πολίτες και ορισμένοι σκέφτονται να αντικαταστήσουν τα συστήματα θέρμανσης που διαθέτουν ελπίζοντας να κρατήσουν όσο το δυνατόν πιο γεμάτες τις τσέπες τους. Σύμφωνα με τον Άγι Παπαδόπουλο, καθηγητή στο Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών του ΑΠΘ, το κόστος μίας τέτοιας μετατροπής «δεν είναι πιθανό να αποσβεστεί άμεσα».

«Το κόστος που πληρώνουμε συνολικά για να θερμάνουμε το σπίτι μας αποτελείται από το κόστος αγοράς του συστήματος και το κόστος του καυσίμου που καταναλώνουμε.

Αν αντικαταστήσουμε το υφιστάμενο σύστημα θέρμανσης θα πρέπει η διαφορά στο κόστος αγοράς του καυσίμου να είναι αρκετά μεγάλη για να αποσβέσει το κόστος της αγοράς του καινούριου. Αυτή την περίοδο είναι τόσο ευμετάβλητες οι τιμές αερίου, πετρελαίου και ρεύματος στην αγορά και επιπροσθέτως δεν ξέρουμε πως θα διαμορφωθούν οι επιδοτήσεις. Επομένως αν κάποιος έχει έναν σχετικά καινούριο λέβητα πετρελαίου ή αερίου δεν είναι πιθανό να αποσβέσει άμεσα το κόστος αγοράς ενός νέου συστήματος. Δεν χρειάζονται σπασμωδικές κινήσεις. Όποιος έχει έναν λέβητα νεότερο από δέκα ετών ας φροντίσει για μία καλή συντήρηση και σωστή χρήση της θέρμανσης», τονίζει ο κ. Παπαδόπουλος και περιγράφει πώς μπορεί κάποιος να μειώσει τουλάχιστον κατά 10% την ενέργεια για θέρμανση.

«Ένας ασυντήρητος λέβητας, που δεν έχει καθαριστεί ή ρυθμιστεί καίει 15-20 % παραπάνω καύσιμο. Η συντήρηση ενός λέβητα κοστίζει περίπου 50 ευρώ και κάνεις απόσβεση στον πρώτο κιόλας μήνα της λειτουργίας του. Επιμένω και στη σωστή χρήση των θερμοστατών. Υπάρχουν θερμοστάτες προγραμματιζόμενοι. Για όσους δηλαδή φεύγουν από το σπίτι και θέλουν να το κρατήσουν σε μία θερμοκρασία 14 βαθμών ώστε να μη χρειαστεί πολύ θέρμανση όταν επιστρέψουν, υπάρχουν θερμοστάτες που διαθέτουν χρονικό προγραμματισμό. Όποιο σύστημα διαθέτει τον συμβατικό θερμοστάτη μπορεί να τον αντικαταστήσει με έναν ρυθμιζόμενο», καταλήγει ο κ. Παπαδόπουλος.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25.09.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία