Η σημαντικότερη οικονομική είδηση με την οποία κλείνει το 2024 δεν είναι άλλη από την παρέμβαση του πρωθυπουργού κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, με την οποία υποχρεώνει τις τράπεζες να μειώσουν τις χρεώσεις των υπηρεσιών τους προς τους πολίτες θέτοντας κάποιο όριο στην αυθαιρεσία και στην εναρμονισμένη πολιτική «αισχροκέρδειας» τους.
Οι συγκεκριμένες μειώσεις περιορίζουν σε πολύ μικρό βαθμό την κερδοφορία των τραπεζών, καθώς το οικονομικό τους αποτέλεσμα μετριέται κάπου στα 100 εκατομμύρια ευρώ, ποσό υπερβολικά λίγο σε σύγκριση με τα πλέον των τεσσάρων δισ. κερδών που προβλέπεται να εμφανίσουν τη φετινή χρονιά.
Πέρα από αυτήν κάθε αυτήν την επίπτωση της μείωσης των χρεώσεων στους πολίτες, το σημαντικότερο από όλη αυτήν την ιστορία είναι πως εγκαταλείφθηκε επιτέλους το επιχείρημα που ακούγαμε τα προηγούμενα χρόνια, πως δεν μπορεί να υπάρξει παρέμβαση στις τράπεζες από την κυβέρνηση επειδή κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και στους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικά τους τελευταίους μήνες όποιος τολμούσε και μιλούσε για την ανάγκη να μπει κάποιο φρένο στην ασυδοσία των τραπεζών, στην καλύτερη περίπτωση χαρακτηρίζονταν ως άσχετος, ανερμάτιστος και εμφορούμενος από μια αντικυβερνητική εμμονή και αφορίζονταν ως… ΣΥΡΙΖΑιος και μάλιστα της εποχής των κλειστών τραπεζών και των κάπιταλ κοντρόλ.
Δεν παριστάνω τον ειδικό ούτε τον γνώστη των κανόνων λειτουργίας της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, αλλά αφενός ως ενεργός πολίτης, αφετέρου ως δημοσιογράφος που εξ επαγγέλματος οφείλει τουλάχιστον να έχει ανοιχτά αυτιά, έχω συνειδητοποιήσει το πόσο παράλογο και άδικο είναι αυτό που ζούμε με τις τράπεζες.
Τις τράπεζες που βγήκαν αλώβητες από την οικονομική κρίση που σάρωσε τα πάντα, καθώς ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές με λεφτά του Δημοσίου δηλαδή όλων μας,
Τις τράπεζες που δεν ξόδεψαν 1 ευρώ για να προσελκύσουν πελατεία αλλά είδαν να εκτινάσσεται ο κύκλος εργασιών τους από τις υποχρεωτικές για τους πολίτες αποφάσεις του κράτους με τις οποίες όλες οι συναλλαγές υλοποιούνται μέσω αυτών.
Κι όμως, έχοντας εξασφαλισμένους τους πελάτες και δεδομένη τη χρηματοδότηση, οι τράπεζες δεν είχαν καν το φιλότιμο να «επιστρέψουν» κάτι στο κοινωνικό σύνολο είτε κρατώντας χαμηλά τις χρεώσεις των υπηρεσιών τους, είτε ελαφρύνοντας τους οφειλέτες τους που λόγω της κρίσης εγκλωβίστηκαν στα δάνεια τους -κυρίως τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά- είτε βοηθώντας τους μαχόμενους επαγγελματίες και μικρούς επιχειρηματίες να αντέξουν βρίσκοντας κάποια αναγκαία κεφάλαια κίνησης με λογικούς όρους και επιβαρύνσεις, είτε χρηματοδοτώντας τις πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις εκείνες δηλαδή που παράγουν πλούτο και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και συνεχές οικονομικό αντικείμενο.
Αντ' αυτών, οι τράπεζες επέλεξαν τον δρόμο της δικιάς τους κερδοφορίας αδιαφορώντας για την κοινωνία και αγνοώντας για το μακροπρόθεσμο όφελος της.
Αφού μοίρασαν κάρτες σ' όλον τον κόσμο και POS σε όλους τους επαγγελματίες και αφού εξασφάλισαν όλες οι συναλλαγές να πραγματοποιούνται σχεδόν αναγκαστικά μέσω των ταμείων τους, άρχισαν να ανεβάζουν τις χρεώσεις φτάνοντας τους σε επίπεδα που χαρακτηρίζονται ληστρικά. (Εννοείται πως σε επόμενη φάση όλες αυτές οι υπερβολικές χρεώσεις προς τους επαγγελματίες και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών μετακυλήθηκαν στους πολίτες κουμπώνοντας το κύμα της ακρίβειας)
Διοχέτευσαν τα κεφάλαιά τους στο να χρηματοδοτούν μόνο τις μεγάλες εταιρείες, και κυρίως προγράμματα και έργα εγγυημένα από το δημόσιο, ώστε να αποφύγουν κάθε ρίσκο. Με τον τρόπο αυτό οι ίδιες απέφυγαν τα πολλά πολλά στις δικές τους διαδικασίες και στην ανάληψη κάποιου κινδύνου, Όμως δημιούργησαν ασφυκτικό κλίμα ασφυξίας σε όλους τους μικρούς και κυρίως σε όλες τις νέες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη μια μικρή χρηματοδότηση για να ανοίξουν τα φτερά τους.
Αγνοώντας επιδεικτικά το τεράστιο πρόβλημα στέγης, προτίμησαν να κρατήσουν κλειστά τα χιλιάδες σπίτια που έμειναν στο χαρτοφυλάκιό τους από κατασχέσεις και από αδυναμίες χρεωμένων να ανταποκριθούν, αντί να βρουν τρόπο να τα φτιάξουν και να τα ρίξουν στην αγορά, ώστε να αυξηθεί η προσφορά σπιτιών και να πέσουν οι τιμές που επικρατούν για την αγορά ή την ενοικίαση
Όπως προανέφερα, οι τράπεζες δεν παθαίνουν κανένα μεγάλο κακό από την κυβερνητική παρέμβαση και την αναγκαστική για αυτές μείωση των χρεώσεων τους προς τους πελάτες τους πολίτες.
Για αυτό κι όχι μόνον δεν αντέδρασαν αλλά θα λέγε κανείς πως αποδέχτηκαν με ανακούφιση την εν λόγω εξαγγελία. Φτηνά την γλίτωσαν, δηλαδή.
Έτσι αυτό που μένει κυρίως από αυτή την ιστορία είναι πως αποδείχτηκε ότι η πολιτεία, το πολιτικό σύστημα, η κυβέρνηση, άμα θέλει μπορεί. Μπορεί να επιβάλει στο καρτέλ των τραπεζών να μειώσει τον τιμοκατάλογο τον χρεώσεών του όπως και κατ' αντιστοιχία θα μπορούσε να βρει τρόπο να επιβάλει στο ανάλογο καρτέλ των σουπερμάρκετ να ρίξουν τις τιμές στα ράφια τους, ή άλλους της ενάργειας, ανακόπτοντας το κύμα της ακρίβειας που μήνες τώρα βασανίζει τα νοικοκυριά.
Καλοδεχόμενοι την παρέμβαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την μείωση των χρεώσεων των τραπεζών, δεν θα πρέπει να πούμε πώς όλα πλέον είναι καλά. Απεναντίας, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα από αυτά που πρέπει να κάνουν τράπεζες στο πλαίσιο του εξορθολογισμού της σχέσης τους με την κοινωνία.
Το δεύτερο και σημαντικότερο που θα πρέπει να γίνει θα είναι να περιοριστεί σε απολύτως λογικά επίπεδα η διαφορά του επιτοκίου καταθέσεων από αυτό του δανεισμού. Είναι τελείως απαράδεκτο να καταθέτουν οι Έλληνες πολίτες τις αποταμιεύσεις τους με επιτόκιο κάτω από 1% και να δανείζονται όταν χρειαστούν είτε για αγορά σπιτιού είτε για ενίσχυση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας με 8, 10 και 16% συν οι πρόσθετες εγγυήσεις.
Όπως και θα πρέπει να υπάρξει ένα τρίτο βήμα που θα αφορά την υποχρέωση των τραπεζών να κατευθύνουν ένα σημαντικό τμήμα των χορηγήσεων τους δανείων στους λεγόμενους «μικρούς» επιχειρηματίες, καθώς και κυρίως σε τους νέους που χρειάζονται μια χρηματοδοτική ώθηση για να ανοίξουν τα φτερά τους.»
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 22.12.2024
Η σημαντικότερη οικονομική είδηση με την οποία κλείνει το 2024 δεν είναι άλλη από την παρέμβαση του πρωθυπουργού κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στη Βουλή, με την οποία υποχρεώνει τις τράπεζες να μειώσουν τις χρεώσεις των υπηρεσιών τους προς τους πολίτες θέτοντας κάποιο όριο στην αυθαιρεσία και στην εναρμονισμένη πολιτική «αισχροκέρδειας» τους.
Οι συγκεκριμένες μειώσεις περιορίζουν σε πολύ μικρό βαθμό την κερδοφορία των τραπεζών, καθώς το οικονομικό τους αποτέλεσμα μετριέται κάπου στα 100 εκατομμύρια ευρώ, ποσό υπερβολικά λίγο σε σύγκριση με τα πλέον των τεσσάρων δισ. κερδών που προβλέπεται να εμφανίσουν τη φετινή χρονιά.
Πέρα από αυτήν κάθε αυτήν την επίπτωση της μείωσης των χρεώσεων στους πολίτες, το σημαντικότερο από όλη αυτήν την ιστορία είναι πως εγκαταλείφθηκε επιτέλους το επιχείρημα που ακούγαμε τα προηγούμενα χρόνια, πως δεν μπορεί να υπάρξει παρέμβαση στις τράπεζες από την κυβέρνηση επειδή κάτι τέτοιο αντιβαίνει στην λειτουργία της ελεύθερης αγοράς και στους νόμους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ειδικά τους τελευταίους μήνες όποιος τολμούσε και μιλούσε για την ανάγκη να μπει κάποιο φρένο στην ασυδοσία των τραπεζών, στην καλύτερη περίπτωση χαρακτηρίζονταν ως άσχετος, ανερμάτιστος και εμφορούμενος από μια αντικυβερνητική εμμονή και αφορίζονταν ως… ΣΥΡΙΖΑιος και μάλιστα της εποχής των κλειστών τραπεζών και των κάπιταλ κοντρόλ.
Δεν παριστάνω τον ειδικό ούτε τον γνώστη των κανόνων λειτουργίας της οικονομίας και του τραπεζικού συστήματος, αλλά αφενός ως ενεργός πολίτης, αφετέρου ως δημοσιογράφος που εξ επαγγέλματος οφείλει τουλάχιστον να έχει ανοιχτά αυτιά, έχω συνειδητοποιήσει το πόσο παράλογο και άδικο είναι αυτό που ζούμε με τις τράπεζες.
Τις τράπεζες που βγήκαν αλώβητες από την οικονομική κρίση που σάρωσε τα πάντα, καθώς ανακεφαλαιοποιήθηκαν τρεις φορές με λεφτά του Δημοσίου δηλαδή όλων μας,
Τις τράπεζες που δεν ξόδεψαν 1 ευρώ για να προσελκύσουν πελατεία αλλά είδαν να εκτινάσσεται ο κύκλος εργασιών τους από τις υποχρεωτικές για τους πολίτες αποφάσεις του κράτους με τις οποίες όλες οι συναλλαγές υλοποιούνται μέσω αυτών.
Κι όμως, έχοντας εξασφαλισμένους τους πελάτες και δεδομένη τη χρηματοδότηση, οι τράπεζες δεν είχαν καν το φιλότιμο να «επιστρέψουν» κάτι στο κοινωνικό σύνολο είτε κρατώντας χαμηλά τις χρεώσεις των υπηρεσιών τους, είτε ελαφρύνοντας τους οφειλέτες τους που λόγω της κρίσης εγκλωβίστηκαν στα δάνεια τους -κυρίως τα στεγαστικά και τα καταναλωτικά- είτε βοηθώντας τους μαχόμενους επαγγελματίες και μικρούς επιχειρηματίες να αντέξουν βρίσκοντας κάποια αναγκαία κεφάλαια κίνησης με λογικούς όρους και επιβαρύνσεις, είτε χρηματοδοτώντας τις πραγματικά παραγωγικές επενδύσεις εκείνες δηλαδή που παράγουν πλούτο και δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και συνεχές οικονομικό αντικείμενο.
Αντ' αυτών, οι τράπεζες επέλεξαν τον δρόμο της δικιάς τους κερδοφορίας αδιαφορώντας για την κοινωνία και αγνοώντας για το μακροπρόθεσμο όφελος της.
Αφού μοίρασαν κάρτες σ' όλον τον κόσμο και POS σε όλους τους επαγγελματίες και αφού εξασφάλισαν όλες οι συναλλαγές να πραγματοποιούνται σχεδόν αναγκαστικά μέσω των ταμείων τους, άρχισαν να ανεβάζουν τις χρεώσεις φτάνοντας τους σε επίπεδα που χαρακτηρίζονται ληστρικά. (Εννοείται πως σε επόμενη φάση όλες αυτές οι υπερβολικές χρεώσεις προς τους επαγγελματίες και τις εταιρείες παροχής υπηρεσιών μετακυλήθηκαν στους πολίτες κουμπώνοντας το κύμα της ακρίβειας)
Διοχέτευσαν τα κεφάλαιά τους στο να χρηματοδοτούν μόνο τις μεγάλες εταιρείες, και κυρίως προγράμματα και έργα εγγυημένα από το δημόσιο, ώστε να αποφύγουν κάθε ρίσκο. Με τον τρόπο αυτό οι ίδιες απέφυγαν τα πολλά πολλά στις δικές τους διαδικασίες και στην ανάληψη κάποιου κινδύνου, Όμως δημιούργησαν ασφυκτικό κλίμα ασφυξίας σε όλους τους μικρούς και κυρίως σε όλες τις νέες επιχειρήσεις που έχουν ανάγκη μια μικρή χρηματοδότηση για να ανοίξουν τα φτερά τους.
Αγνοώντας επιδεικτικά το τεράστιο πρόβλημα στέγης, προτίμησαν να κρατήσουν κλειστά τα χιλιάδες σπίτια που έμειναν στο χαρτοφυλάκιό τους από κατασχέσεις και από αδυναμίες χρεωμένων να ανταποκριθούν, αντί να βρουν τρόπο να τα φτιάξουν και να τα ρίξουν στην αγορά, ώστε να αυξηθεί η προσφορά σπιτιών και να πέσουν οι τιμές που επικρατούν για την αγορά ή την ενοικίαση
Όπως προανέφερα, οι τράπεζες δεν παθαίνουν κανένα μεγάλο κακό από την κυβερνητική παρέμβαση και την αναγκαστική για αυτές μείωση των χρεώσεων τους προς τους πελάτες τους πολίτες.
Για αυτό κι όχι μόνον δεν αντέδρασαν αλλά θα λέγε κανείς πως αποδέχτηκαν με ανακούφιση την εν λόγω εξαγγελία. Φτηνά την γλίτωσαν, δηλαδή.
Έτσι αυτό που μένει κυρίως από αυτή την ιστορία είναι πως αποδείχτηκε ότι η πολιτεία, το πολιτικό σύστημα, η κυβέρνηση, άμα θέλει μπορεί. Μπορεί να επιβάλει στο καρτέλ των τραπεζών να μειώσει τον τιμοκατάλογο τον χρεώσεών του όπως και κατ' αντιστοιχία θα μπορούσε να βρει τρόπο να επιβάλει στο ανάλογο καρτέλ των σουπερμάρκετ να ρίξουν τις τιμές στα ράφια τους, ή άλλους της ενάργειας, ανακόπτοντας το κύμα της ακρίβειας που μήνες τώρα βασανίζει τα νοικοκυριά.
Καλοδεχόμενοι την παρέμβαση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη για την μείωση των χρεώσεων των τραπεζών, δεν θα πρέπει να πούμε πώς όλα πλέον είναι καλά. Απεναντίας, αυτό θα πρέπει να θεωρηθεί ως το πρώτο βήμα από αυτά που πρέπει να κάνουν τράπεζες στο πλαίσιο του εξορθολογισμού της σχέσης τους με την κοινωνία.
Το δεύτερο και σημαντικότερο που θα πρέπει να γίνει θα είναι να περιοριστεί σε απολύτως λογικά επίπεδα η διαφορά του επιτοκίου καταθέσεων από αυτό του δανεισμού. Είναι τελείως απαράδεκτο να καταθέτουν οι Έλληνες πολίτες τις αποταμιεύσεις τους με επιτόκιο κάτω από 1% και να δανείζονται όταν χρειαστούν είτε για αγορά σπιτιού είτε για ενίσχυση της επιχειρηματικής του δραστηριότητας με 8, 10 και 16% συν οι πρόσθετες εγγυήσεις.
Όπως και θα πρέπει να υπάρξει ένα τρίτο βήμα που θα αφορά την υποχρέωση των τραπεζών να κατευθύνουν ένα σημαντικό τμήμα των χορηγήσεων τους δανείων στους λεγόμενους «μικρούς» επιχειρηματίες, καθώς και κυρίως σε τους νέους που χρειάζονται μια χρηματοδοτική ώθηση για να ανοίξουν τα φτερά τους.»
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 22.12.2024
ΣΧΟΛΙΑ