ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Γ. Φέστα: Μπορεί ο κορονοϊός να έγινε αφορμή να δούμε καταστάσεις ξανά με άλλο μάτι

Υποδύεται την Εκάβη στις «Τρωάδες» και μιλά για τον ρόλο της και όσα συμβαίνουν γύρω μας

 03/08/2020 23:30

Γ. Φέστα: Μπορεί ο κορονοϊός να έγινε αφορμή να δούμε καταστάσεις ξανά με άλλο μάτι

Κυριακή Τσολάκη

Υποδύεται μία από τις τραγικότερες ηρωίδες του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Η Εκάβη των «Τρωάδων» του Ευριπίδη, η γυναίκα που καθρεφτίζει όλες τις συνέπειες του τρωικού πολέμου μέσα από την σκοπιά των ηττημένων, βρίσκει την ενσάρκωσή της αυτό το καλοκαίρι στο πρόσωπο της Γιώτας Φέστα στο πλαίσιο της συμπαραγωγής του ΚΘΒΕ, του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και του Κέντρου Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου.

Είναι η πρώτη φορά που η καλή ηθοποιός συνεργάζεται με το ΚΘΒΕ. Σε ένα δύσκολο καλοκαίρι όπως το φετινό οι συνθήκες είναι περίεργες, όμως εκείνη δηλώνει ικανοποιημένη από τον τρόπο που εφαρμόζονται τα μέτρα στο πλαίσιο της παραγωγής. «Τηρούμε αυστηρά τους υγειονομικούς κανονισμούς. Είναι τρομερά οργανωμένοι όλοι εκεί στο θέατρο και είμαστε πολύ προστατευμένοι σε σχέση με αυτό», λέει στη «ΜτΚ» η Γιώτα Φέστα .

Μιλάει με ζωντάνια για τις δοκιμές, για την παράσταση, για τον σκηνοθέτη της. Αντιλαμβάνεσαι αμέσως από τον τόνο της φωνής της ότι είναι απόλυτα αφοσιωμένη σε όλο αυτό το εγχείρημα. Επισημαίνει από την πρώτη στιγμή στην κουβέντα μας ότι οι «Τρωάδες» όπως και όλες οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι επίκαιρες σε όλες τις εποχές. «Αυτό συμβαίνει γιατί μιλάνε για την ανθρώπινη μοίρα που είναι κοινή για όλους του λαούς σε όλες τις εποχές. Οι ‘Τρωάδες’ αναφέρονται στον πόλεμο, είναι ένα έργο αντιπολεμικό, μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά της αυθαιρεσίας των νικητών απέναντι στους ηττημένους. Το ότι το έργο είναι από την πλευρά των ηττημένων είναι πολύ ενδιαφέρον και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευριπίδης το ανέβασε όταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος χώριζε τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα», επισημαίνει η ηθοποιός.

Μια γυναίκα που ζει την απώλεια της πόλης της

Ένα από τα θέματα στα οποία εστιάζει η παράσταση είναι η ανάγκη του ανθρώπου και κυρίως των γυναικών αυτών να ανήκουν κάπου. «Τις βλέπουμε σε έναν χώρο ‘transit’, δεν ξέρουν προς τα πού να κατευθυνθούν», τονίζει η κ. Φέστα. Όσο για τη βασίλισσα που υποδύεται σημειώνει: «Είναι μία γυναίκα που ζει την απώλεια της πόλης της, του βασιλιά Πριάμου αλλά και των παιδιών της. Μιλάει συνέχεια για την πατρίδα της. Υπάρχει μία φράση του έργου που είναι πολύ καθοριστική για το πώς νιώθει η ίδια: Ποιος ο λόγος να μιλήσω, ποιος ο λόγος να μην μιλήσω… Αυτό νομίζω είναι το τελευταίο στάδιο που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη φύση, όταν δηλαδή κάποιος αισθάνεται ότι είναι το ίδιο να σιωπήσει ή όχι», υπογραμμίζει η ηθοποιός.

Ωστόσο, υπάρχει ένα στοιχείο της ηρωίδας που η ηθοποιός αναγνώρισε τελευταία. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Εκάβη επιβίωσε και μας τα διηγείται αυτά. Υπάρχει μια φράση της Ελένης Γλύκατζη - Αρβελέρ που λέει ‘είναι σαν να παίρνω ένα κουβάρι και να το ξετυλίγω και αυτό είναι η ιστορία του τόπου που νομίζω ότι ξέρω’. Είναι πολύ σημαντικό για την Εκάβη ότι μιλάει πολύ για την ευτυχία της. Υπάρχει η πτώση, αλλά έχει επιβιώσει κι αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο μέσα στο έργο για να το αναγνωρίσει κανείς και κάπως να το προβάλλει».

Παρομοιάζει την Εκάβη με έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου στη σημερινή πραγματικότητα. «Θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα η οποία έχει χάσει τα πάντα κι έχει φύγει από την πατρίδα της προσπαθώντας να βρει μια καινούργια πατρίδα και στον δρόμο χάνει τα παιδιά της, τον άντρα της και βρίσκεται σε έναν χώρο άτοπο», τονίζει.

Όταν κανείς ακουμπάει στα βλέμματα…

Συνοψίζει τη δυσκολία της προσέγγισης του ρόλου σε κάτι συγκεκριμένο. «Απαρχής σκεφτόμουν πώς κανείς μπορεί να παίξει ή να μην παίξει την Εκάβη, που είναι μία βασίλισσα η οποία έχει χάσει τα πάντα. Αυτή την ολοκληρωτική συντριβή, την πνευματική, ηθική, ψυχική, σωματική δεν είναι πολύ εύκολο να την πλησιάσεις. Πρέπει να βρεις έναν δρόμο. Επειδή είχα πολύ έντονα στην αρχή ένα μεγάλο αίσθημα φόβου του τι κάνω ακριβώς, αυτό που με βοήθησε πάρα πολύ είναι το να ακουμπάει κανείς στον συμπαίκτη του και στους άλλους, να ακουμπάει στα βλέμματά τους -γιατί πια δεν μπορούμε να έχουμε και καμία σωματική επαφή. Για μένα που θεωρώ ότι αυτή η δουλειά χρειάζεται συλλογικότητα, αυτός ήταν ένας δρόμος για να προσεγγίσω αυτή τη γυναίκα».

Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει καθοριστικά ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας Γιάννης Παρασκευόπουλος. «Έχουμε την τύχη να έχουμε αυτόν τον σκηνοθέτη και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτόν. Δουλεύει πάρα πολύ με τον ηθοποιό αφήνοντάς του ένα πολύ μεγάλο ελεύθερο πεδίο να δημιουργήσει. Παράλληλα σέβεται πάρα πολύ το προσωπικό υλικό του καθενός μας. Δημιουργεί σε κάθε χώρο ένα περιβάλλον απόλαυσης και ελευθερίας και επιτρέπει στον καθένα να καταθέσει το προσωπικό του στοιχείο σε αυτόν. Σε αφήνει ελεύθερο να δοκιμάσεις πράγματα και να δεις πώς εσύ, ένας σύγχρονος άνθρωπος, μπορείς να λες αυτά τα λόγια σήμερα και τι ακριβώς σημαίνουν για σένα. Πάντα με ενδιέφερε πολύ ο λόγος και από εκεί οδηγούμαι και στη συγκεκριμένη περίπτωση».

«Δεν είμαι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη»

Μέσα σε μία συνθήκη που χαρακτηρίζεται από τη ρευστότητα του κορονοϊού τα συναισθήματα ή οι προσδοκίες της για όλο αυτό που συμβαίνει τριγύρω μας είναι ανάμεικτα. «Δεν είμαι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι το πρώτο. Επειδή όμως αυτά τα πράγματα είναι αναπάντεχα, δηλαδή δεν φανταζόταν κανείς πριν μερικούς μήνες ότι θα κλείσουν τα θέατρα, προτιμώ να κρατώ μία τέτοια θέση. Ελπίζω ότι η κατάσταση θα καλυτερεύσει, ότι δεν θα έχουμε ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού και ότι θα μπορέσουν οι άνθρωποι σιγά - σιγά να μπουν στα θέατρα και να ξαναρχίσει η ζωή μας να είναι όπως ήταν».

Παρόλα αυτά θεωρεί ότι όλη αυτή η σιωπή των προηγούμενων μηνών ήταν ίσως και μια ευκαιρία για τους ανθρώπους του θεάτρου. «Μπορεί να έγινε η αφορμή να δούμε καταστάσεις ξανά με ένα άλλο μάτι, να ανακαλύψουμε και άλλα πράγματα, να δούμε τι γίνεται με τη δουλειά μας, ποιες είναι οι συνθήκες της, αν μπορούμε να τη βελτιώσουμε κ.ά. Ελπίζω και εύχομαι αυτό το διάστημα να ήταν ωφέλιμο ως προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω ότι οι κουβέντες που έγιναν ανάμεσά μας ήταν προς όφελος της δουλειάς μας. Ότι θα βελτιωθούν θέματα και ως προς τις συλλογικότητες και ως προς άλλα ζητήματα του κλάδου όπως τι σημαίνει να είναι κανείς ηθοποιός, πώς γίνεται κανείς ηθοποιός, αν πληρώνονται ή δεν πληρώνονται οι πρόβες κ.ά. Δεν μπορούσα να είμαι στην Αθήνα όταν έγιναν όλες αυτές οι διεργασίες με το ΣΕΗ γιατί κάναμε εντατικά πρόβες εδώ, στη Θεσσαλονίκη, αλλά νομίζω πως κάτι θετικό αρχίζει να γίνεται ως προς αυτό το κομμάτι της δουλειάς μας. Ήδη το μητρώο που έγινε ήταν μια πάρα πολύ θετική κίνηση».

Πρόγραμμα παραστάσεων:

Πέμπτη 20, Παρασκευή 21, Σάββατο 22 Αυγούστου -Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη

Τετάρτη 26 Αυγούστου –Θέατρο Άλσους «Μελίνα Μερκούρη», Βέροια

Πέμπτη 27 Αυγούστου -Αρχαίο Θέατρο Μίεζας, Νάουσα

Πέμπτη 17, Παρασκευή 18, Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου -Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 2 Αυγούστου 2020

Υποδύεται μία από τις τραγικότερες ηρωίδες του παγκόσμιου ρεπερτορίου. Η Εκάβη των «Τρωάδων» του Ευριπίδη, η γυναίκα που καθρεφτίζει όλες τις συνέπειες του τρωικού πολέμου μέσα από την σκοπιά των ηττημένων, βρίσκει την ενσάρκωσή της αυτό το καλοκαίρι στο πρόσωπο της Γιώτας Φέστα στο πλαίσιο της συμπαραγωγής του ΚΘΒΕ, του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας και του Κέντρου Πολιτισμού Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, η οποία ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Γιάννη Παρασκευόπουλου.

Είναι η πρώτη φορά που η καλή ηθοποιός συνεργάζεται με το ΚΘΒΕ. Σε ένα δύσκολο καλοκαίρι όπως το φετινό οι συνθήκες είναι περίεργες, όμως εκείνη δηλώνει ικανοποιημένη από τον τρόπο που εφαρμόζονται τα μέτρα στο πλαίσιο της παραγωγής. «Τηρούμε αυστηρά τους υγειονομικούς κανονισμούς. Είναι τρομερά οργανωμένοι όλοι εκεί στο θέατρο και είμαστε πολύ προστατευμένοι σε σχέση με αυτό», λέει στη «ΜτΚ» η Γιώτα Φέστα .

Μιλάει με ζωντάνια για τις δοκιμές, για την παράσταση, για τον σκηνοθέτη της. Αντιλαμβάνεσαι αμέσως από τον τόνο της φωνής της ότι είναι απόλυτα αφοσιωμένη σε όλο αυτό το εγχείρημα. Επισημαίνει από την πρώτη στιγμή στην κουβέντα μας ότι οι «Τρωάδες» όπως και όλες οι αρχαίες ελληνικές τραγωδίες είναι επίκαιρες σε όλες τις εποχές. «Αυτό συμβαίνει γιατί μιλάνε για την ανθρώπινη μοίρα που είναι κοινή για όλους του λαούς σε όλες τις εποχές. Οι ‘Τρωάδες’ αναφέρονται στον πόλεμο, είναι ένα έργο αντιπολεμικό, μια κραυγή διαμαρτυρίας κατά της αυθαιρεσίας των νικητών απέναντι στους ηττημένους. Το ότι το έργο είναι από την πλευρά των ηττημένων είναι πολύ ενδιαφέρον και βέβαια δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευριπίδης το ανέβασε όταν ο Πελοποννησιακός Πόλεμος χώριζε τον κόσμο σε δύο στρατόπεδα», επισημαίνει η ηθοποιός.

Μια γυναίκα που ζει την απώλεια της πόλης της

Ένα από τα θέματα στα οποία εστιάζει η παράσταση είναι η ανάγκη του ανθρώπου και κυρίως των γυναικών αυτών να ανήκουν κάπου. «Τις βλέπουμε σε έναν χώρο ‘transit’, δεν ξέρουν προς τα πού να κατευθυνθούν», τονίζει η κ. Φέστα. Όσο για τη βασίλισσα που υποδύεται σημειώνει: «Είναι μία γυναίκα που ζει την απώλεια της πόλης της, του βασιλιά Πριάμου αλλά και των παιδιών της. Μιλάει συνέχεια για την πατρίδα της. Υπάρχει μία φράση του έργου που είναι πολύ καθοριστική για το πώς νιώθει η ίδια: Ποιος ο λόγος να μιλήσω, ποιος ο λόγος να μην μιλήσω… Αυτό νομίζω είναι το τελευταίο στάδιο που μπορεί να φτάσει η ανθρώπινη φύση, όταν δηλαδή κάποιος αισθάνεται ότι είναι το ίδιο να σιωπήσει ή όχι», υπογραμμίζει η ηθοποιός.

Ωστόσο, υπάρχει ένα στοιχείο της ηρωίδας που η ηθοποιός αναγνώρισε τελευταία. «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Εκάβη επιβίωσε και μας τα διηγείται αυτά. Υπάρχει μια φράση της Ελένης Γλύκατζη - Αρβελέρ που λέει ‘είναι σαν να παίρνω ένα κουβάρι και να το ξετυλίγω και αυτό είναι η ιστορία του τόπου που νομίζω ότι ξέρω’. Είναι πολύ σημαντικό για την Εκάβη ότι μιλάει πολύ για την ευτυχία της. Υπάρχει η πτώση, αλλά έχει επιβιώσει κι αυτό είναι πολύ σημαντικό στοιχείο μέσα στο έργο για να το αναγνωρίσει κανείς και κάπως να το προβάλλει».

Παρομοιάζει την Εκάβη με έναν συγκεκριμένο τύπο ανθρώπου στη σημερινή πραγματικότητα. «Θα μπορούσε να είναι μια γυναίκα η οποία έχει χάσει τα πάντα κι έχει φύγει από την πατρίδα της προσπαθώντας να βρει μια καινούργια πατρίδα και στον δρόμο χάνει τα παιδιά της, τον άντρα της και βρίσκεται σε έναν χώρο άτοπο», τονίζει.

Όταν κανείς ακουμπάει στα βλέμματα…

Συνοψίζει τη δυσκολία της προσέγγισης του ρόλου σε κάτι συγκεκριμένο. «Απαρχής σκεφτόμουν πώς κανείς μπορεί να παίξει ή να μην παίξει την Εκάβη, που είναι μία βασίλισσα η οποία έχει χάσει τα πάντα. Αυτή την ολοκληρωτική συντριβή, την πνευματική, ηθική, ψυχική, σωματική δεν είναι πολύ εύκολο να την πλησιάσεις. Πρέπει να βρεις έναν δρόμο. Επειδή είχα πολύ έντονα στην αρχή ένα μεγάλο αίσθημα φόβου του τι κάνω ακριβώς, αυτό που με βοήθησε πάρα πολύ είναι το να ακουμπάει κανείς στον συμπαίκτη του και στους άλλους, να ακουμπάει στα βλέμματά τους -γιατί πια δεν μπορούμε να έχουμε και καμία σωματική επαφή. Για μένα που θεωρώ ότι αυτή η δουλειά χρειάζεται συλλογικότητα, αυτός ήταν ένας δρόμος για να προσεγγίσω αυτή τη γυναίκα».

Προς αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει καθοριστικά ο σκηνοθέτης της παράστασης και καλλιτεχνικός διευθυντής του ΔΗΠΕΘΕ Βέροιας Γιάννης Παρασκευόπουλος. «Έχουμε την τύχη να έχουμε αυτόν τον σκηνοθέτη και είμαστε πολύ περήφανοι γι’ αυτόν. Δουλεύει πάρα πολύ με τον ηθοποιό αφήνοντάς του ένα πολύ μεγάλο ελεύθερο πεδίο να δημιουργήσει. Παράλληλα σέβεται πάρα πολύ το προσωπικό υλικό του καθενός μας. Δημιουργεί σε κάθε χώρο ένα περιβάλλον απόλαυσης και ελευθερίας και επιτρέπει στον καθένα να καταθέσει το προσωπικό του στοιχείο σε αυτόν. Σε αφήνει ελεύθερο να δοκιμάσεις πράγματα και να δεις πώς εσύ, ένας σύγχρονος άνθρωπος, μπορείς να λες αυτά τα λόγια σήμερα και τι ακριβώς σημαίνουν για σένα. Πάντα με ενδιέφερε πολύ ο λόγος και από εκεί οδηγούμαι και στη συγκεκριμένη περίπτωση».

«Δεν είμαι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη»

Μέσα σε μία συνθήκη που χαρακτηρίζεται από τη ρευστότητα του κορονοϊού τα συναισθήματα ή οι προσδοκίες της για όλο αυτό που συμβαίνει τριγύρω μας είναι ανάμεικτα. «Δεν είμαι ούτε αισιόδοξη ούτε απαισιόδοξη. Θα ήθελα πάρα πολύ να είμαι το πρώτο. Επειδή όμως αυτά τα πράγματα είναι αναπάντεχα, δηλαδή δεν φανταζόταν κανείς πριν μερικούς μήνες ότι θα κλείσουν τα θέατρα, προτιμώ να κρατώ μία τέτοια θέση. Ελπίζω ότι η κατάσταση θα καλυτερεύσει, ότι δεν θα έχουμε ένα δεύτερο κύμα κορονοϊού και ότι θα μπορέσουν οι άνθρωποι σιγά - σιγά να μπουν στα θέατρα και να ξαναρχίσει η ζωή μας να είναι όπως ήταν».

Παρόλα αυτά θεωρεί ότι όλη αυτή η σιωπή των προηγούμενων μηνών ήταν ίσως και μια ευκαιρία για τους ανθρώπους του θεάτρου. «Μπορεί να έγινε η αφορμή να δούμε καταστάσεις ξανά με ένα άλλο μάτι, να ανακαλύψουμε και άλλα πράγματα, να δούμε τι γίνεται με τη δουλειά μας, ποιες είναι οι συνθήκες της, αν μπορούμε να τη βελτιώσουμε κ.ά. Ελπίζω και εύχομαι αυτό το διάστημα να ήταν ωφέλιμο ως προς αυτή την κατεύθυνση. Νομίζω ότι οι κουβέντες που έγιναν ανάμεσά μας ήταν προς όφελος της δουλειάς μας. Ότι θα βελτιωθούν θέματα και ως προς τις συλλογικότητες και ως προς άλλα ζητήματα του κλάδου όπως τι σημαίνει να είναι κανείς ηθοποιός, πώς γίνεται κανείς ηθοποιός, αν πληρώνονται ή δεν πληρώνονται οι πρόβες κ.ά. Δεν μπορούσα να είμαι στην Αθήνα όταν έγιναν όλες αυτές οι διεργασίες με το ΣΕΗ γιατί κάναμε εντατικά πρόβες εδώ, στη Θεσσαλονίκη, αλλά νομίζω πως κάτι θετικό αρχίζει να γίνεται ως προς αυτό το κομμάτι της δουλειάς μας. Ήδη το μητρώο που έγινε ήταν μια πάρα πολύ θετική κίνηση».

Πρόγραμμα παραστάσεων:

Πέμπτη 20, Παρασκευή 21, Σάββατο 22 Αυγούστου -Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη

Τετάρτη 26 Αυγούστου –Θέατρο Άλσους «Μελίνα Μερκούρη», Βέροια

Πέμπτη 27 Αυγούστου -Αρχαίο Θέατρο Μίεζας, Νάουσα

Πέμπτη 17, Παρασκευή 18, Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου -Θέατρο Δάσους, Θεσσαλονίκη

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 2 Αυγούστου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία