ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Γ. Οικονομίδης: Βλέπω να έρχεται η νταλίκα της καταστροφής κατά πάνω μας

Mε αφορμή την ταινία του «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς», ο γνωστός σκηνοθέτης μιλά στη «ΜτΚ» για την πανδημία και την επόμενη μέρα

 09/06/2020 22:38

Γ. Οικονομίδης: Βλέπω να έρχεται η νταλίκα της καταστροφής κατά πάνω μας
Στιγμιότυπο από την ταινία.

Κυριακή Τσολάκη

Όταν βγήκε στις αίθουσες τον Μάρτιο, παρά τον φόβο του κορονοϊού, «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη έκοψε εντυπωσιακά πολλά εισιτήρια. Τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία όμως διέκοψαν τις προβολές κι έτσι ο δημιουργός δεν πρόλαβε να χαρεί τους καρπούς των κόπων του.

Έτσι τώρα, δυόμισι μήνες μετά, με το άνοιγμα των θερινών σινεμά, η ταινία είναι σαν να κάνει πρεμιέρα. Στη Θεσσαλονίκη άνοιξε την αυλαία δύο γνωστών κινηματογράφων της πόλης με τις διπλές προβολές να σημειώνουν sold out. Ο δημιουργός υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά την είδηση αυτή που του μετέφερε η «ΜτΚ». «Αυτό ήταν απίστευτο και συμβαίνει για πρώτη φορά. Είμαι ενθουσιασμένος και περίμενα πώς και πώς να στρέψει επιτέλους η πόλη το ενδιαφέρον της στο προσωπικό μου σύμπαν. Είχα πολύ τραυματική εμπειρία στο παρελθόν από εκεί», λέει.

Το φιλμ, που είναι μια γκανγκστερική μαύρη κωμωδία, γυρίστηκε στη Λαμία και στρέφεται γύρω από μια γοητευτική γυναίκα, η οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει τον επιχειρηματία σύζυγό της για έναν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου και πρώην λαϊκό τραγουδιστή. Δεν αρκείται όμως μόνο σε αυτό, αλλά φεύγοντας παίρνει μαζί της και ένα εκατομμύριο ευρώ. Τότε ο σύζυγος παρανοεί και ορκίζεται εκδίκηση… «Κάποια περιστατικά της ταινίας είναι πραγματικά, ενώ υπάρχει έμπνευση και από το αστυνομικό δελτίο, από την κοινωνία, την πραγματικότητα, τα μυθιστορήματα, τις ταινίες», τονίζει ο σκηνοθέτης.

Ωστόσο, ένα τον ενδιέφερε κυρίως. «Το πώς θα συνδυαστεί η φόρμα της μαύρης κωμωδίας με όσα ψάχνω στον κινηματογράφο σε σχέση με τον νεοέλληνα, με όλη την ελληνική κοινωνία, με το σύγχρονο πρόσωπο του Έλληνα, με τα κουσούρια του. Είναι όλη αυτή η έρευνα που κάνω από την πρώτη μου ταινία και μ’ ενδιέφερε το πώς θα συνυπάρξει όλο αυτό με πιο ‘ελαφριά’ στοιχεία για να παράξει χιούμορ, γέλιο και σκέψη μαζί. Αυτό ήταν το στοίχημα», επισημαίνει.

Αν, πάντως, κρίνει κανείς από τα πρώτα σχόλια φαίνεται ότι ο στόχος επετεύχθη, αφού όλοι μιλούν για μια απολαυστική ταινία, που προκαλεί αβίαστα το γέλιο, κάτι που έχουμε ανάγκη στην εποχή μετά τον εγκλεισμό. «Θεωρώ πως η ταινία έχει πολύ πλάκα, περνάς καλά και νιώθεις ευφορία. Βλέπεις ότι τελειώνει και παρόλο που έχει γεμίσει με πτώματα η ιστορία, έχουν χυθεί ποτάμια αίματος, ο θεατής νιώθει όμορφα, αισθάνεται μια ανάταση. Όλο αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και γι’ αυτό νιώθω ότι η ταινία πέτυχε. Πιστεύω ότι θα αγαπηθεί και θα μπει βαθιά μέσα στην κοινωνία, ενώ έχει σκηνές που θα γράψουν ιστορία», υπογραμμίζει ο Οικονομίδης.

«Μια νέα Ελλάδα που λατινοαμερικανοποιείται»

Ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στην κούφια καρδιά. «Μιλάμε για έναν κόσμο με τρύπια συναισθήματα, τρύπιες σχέσεις, τρύπιους έρωτες, τρύπιους χαρακτήρες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ξετυλίγεται η ιστορία. Όλοι λένε ψέματα όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον εαυτό τους», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης.

Όλα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. «Σ’ αυτήν υπάρχει σαφώς το κομμάτι της ευγένειας, του πολιτισμένου δυτικού ανθρώπου, υπάρχουν άνθρωποι που είναι σωστοί και αξιοπρεπείς, αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο κομμάτι το οποίο είναι αυτό που χαλάει την εικόνα. Αλλιώς ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος. Θα ζούσαμε σε άλλη κοινωνία, σε άλλη κατάσταση», τονίζει ο δημιουργός.

giannis-oikonomidis.jpg

Γεννημένος το 1967 στην Κύπρο ο Οικονομίδης (φωτ.) κοιτάει κατάματα την εποχή του και μιλάει γι’ αυτή. Η συναισθηματική και σωματική βία, η κατάρρευση της μικροαστικής κοινωνίας, οι παθογένειες της σημερινής οικογένειας, είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα με τα οποία έχει κατά καιρούς ασχοληθεί. «Κάθε εποχή έχει τα θέματά της. Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για άλλες δεκαετίες. Μιλάω γι’ αυτήν στην οποία μεγάλωσα και ανδρώθηκα, δηλαδή την πασοκική και μετά-πασοκική περίοδο. Για το πώς έχει διαμορφωθεί η ψυχή και το κεφάλι του νεοέλληνα μετά τη χούντα και τη μεταπολίτευση, παράλληλα με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη της ευμάρειας, της αποξένωσης, της έκπτωσης αξιών, της βίας. Κυρίαρχα στοιχεία είναι η κατανάλωση, η πνευματική ένδεια. Κυρίαρχη φιλοσοφία είναι ο σώζων εαυτόν σωθήτω και τα λεφτά για τα οποία πουλάμε και την ψυχή μας και τη μάνα μας», υποστηρίζει.

Προσθέτει πως τώρα ζούμε στη φάση της ύφεσης, σε «μια νέα Ελλάδα που λατινοαμερικανοποιείαι», όπως έχει ήδη πει από την εποχή της ταινίας του «Ψυχή στο στόμα». Πιστεύει πως αυτό θα το ζήσουμε σε όλο του το μεγαλείο τα επόμενα χρόνια. «Θα πέσει μεγάλη πείνα και θα βγει βία και ό,τι άλλο τερατώδες μπορείς να φανταστείς. Θα γίνουν όσα συμβαίνουν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής με τη φτώχια, με την απελπισία και όλο αυτόν τον χαμό που φέρνει η ανισότητα, η αδικία, η έλλειψη βασικών αγαθών που οδηγεί τον άνθρωπο στην αναξιοπρέπεια», λέει.

«Είμαι πολύ ανήσυχος και πολύ προβληματισμένος»

Όλα τα παραπάνω επιδεινώνονται ασφαλώς αν τα κοιτάξει κανείς και μέσα από το πρίσμα της πανδημίας. «Δεν μπορώ να ξέρω πώς ξεκίνησε όλο αυτό. Απλά αυτό που είναι απορίας άξιο είναι ότι αυτή τη στιγμή όλα κυλούν σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο ιός. Επίσης, θεωρώ ότι τα περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν μόνο για το θεαθήναι», σημειώνει.

Μέσα σε όλο αυτό βρίσκει περιττό να συζητήσει για τη δική του κακοτυχία να αναβληθεί η ταινία. «Υπάρχουν άνθρωποι που καταστράφηκαν από αυτή την ιστορία και κόσμος που θα την πληρώσει πολύ ακριβά. Οπότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για τη δική μου αναποδιά. Η ταινία σταμάτησε σε μια στιγμή που ήταν σε μια κορύφωση, αλλά τώρα συνεχίζεται», αναφέρει.

Δε είναι καθόλου αισιόδοξος για την επόμενη μέρα. «Είμαι πολύ ανήσυχος και πολύ προβληματισμένος. Φοβάμαι γιατί βλέπω να έρχεται η νταλίκα της καταστροφής κατά πάνω μας. Δεν θέλω να γίνω προπομπός ή μάντης κακών, αλλά στη χώρα έχει υποστεί μεγάλο κακό με όλο αυτό το lockdown. Ο τουρισμός είναι στο ναδίρ, κόσμος έχασε τις δουλειές του, έκλεισαν μαγαζιά που δεν θα επαναλειτουργήσουν. Και όλα αυτά με γνώμονα ότι ζούμε σε ένα κράτος που επί της ουσίας δεν δίνει δεκάρα, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά».

Παρά το σκοτεινό αυτό σκηνικό όμως ο ίδιος εξακολουθεί να δουλεύει ετοιμάζοντας ένα νέο σενάριο. «Αυτή τη στιγμή γράφω. Σκάρωσα απλά μια ιστορία για να μην τρελαθώ με τον εγκλεισμό. Δεν μπορώ να πω περισσότερα γιατί είναι νωρίς ακόμη. Κατά τα άλλα η αλήθεια είναι ότι παίρνω μεγάλη χαρά τώρα με την ταινία. Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να τη δει, να επικοινωνήσει, να την απολαύσει», καταλήγει ο Γιάννης Οικονομίδης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 06.07. Ιουνίου 2020

Όταν βγήκε στις αίθουσες τον Μάρτιο, παρά τον φόβο του κορονοϊού, «Η Μπαλάντα της Τρύπιας Καρδιάς» του Γιάννη Οικονομίδη έκοψε εντυπωσιακά πολλά εισιτήρια. Τα περιοριστικά μέτρα για την πανδημία όμως διέκοψαν τις προβολές κι έτσι ο δημιουργός δεν πρόλαβε να χαρεί τους καρπούς των κόπων του.

Έτσι τώρα, δυόμισι μήνες μετά, με το άνοιγμα των θερινών σινεμά, η ταινία είναι σαν να κάνει πρεμιέρα. Στη Θεσσαλονίκη άνοιξε την αυλαία δύο γνωστών κινηματογράφων της πόλης με τις διπλές προβολές να σημειώνουν sold out. Ο δημιουργός υποδέχτηκε με μεγάλη χαρά την είδηση αυτή που του μετέφερε η «ΜτΚ». «Αυτό ήταν απίστευτο και συμβαίνει για πρώτη φορά. Είμαι ενθουσιασμένος και περίμενα πώς και πώς να στρέψει επιτέλους η πόλη το ενδιαφέρον της στο προσωπικό μου σύμπαν. Είχα πολύ τραυματική εμπειρία στο παρελθόν από εκεί», λέει.

Το φιλμ, που είναι μια γκανγκστερική μαύρη κωμωδία, γυρίστηκε στη Λαμία και στρέφεται γύρω από μια γοητευτική γυναίκα, η οποία αποφασίζει να εγκαταλείψει τον επιχειρηματία σύζυγό της για έναν ιδιοκτήτη νυχτερινού κέντρου και πρώην λαϊκό τραγουδιστή. Δεν αρκείται όμως μόνο σε αυτό, αλλά φεύγοντας παίρνει μαζί της και ένα εκατομμύριο ευρώ. Τότε ο σύζυγος παρανοεί και ορκίζεται εκδίκηση… «Κάποια περιστατικά της ταινίας είναι πραγματικά, ενώ υπάρχει έμπνευση και από το αστυνομικό δελτίο, από την κοινωνία, την πραγματικότητα, τα μυθιστορήματα, τις ταινίες», τονίζει ο σκηνοθέτης.

Ωστόσο, ένα τον ενδιέφερε κυρίως. «Το πώς θα συνδυαστεί η φόρμα της μαύρης κωμωδίας με όσα ψάχνω στον κινηματογράφο σε σχέση με τον νεοέλληνα, με όλη την ελληνική κοινωνία, με το σύγχρονο πρόσωπο του Έλληνα, με τα κουσούρια του. Είναι όλη αυτή η έρευνα που κάνω από την πρώτη μου ταινία και μ’ ενδιέφερε το πώς θα συνυπάρξει όλο αυτό με πιο ‘ελαφριά’ στοιχεία για να παράξει χιούμορ, γέλιο και σκέψη μαζί. Αυτό ήταν το στοίχημα», επισημαίνει.

Αν, πάντως, κρίνει κανείς από τα πρώτα σχόλια φαίνεται ότι ο στόχος επετεύχθη, αφού όλοι μιλούν για μια απολαυστική ταινία, που προκαλεί αβίαστα το γέλιο, κάτι που έχουμε ανάγκη στην εποχή μετά τον εγκλεισμό. «Θεωρώ πως η ταινία έχει πολύ πλάκα, περνάς καλά και νιώθεις ευφορία. Βλέπεις ότι τελειώνει και παρόλο που έχει γεμίσει με πτώματα η ιστορία, έχουν χυθεί ποτάμια αίματος, ο θεατής νιώθει όμορφα, αισθάνεται μια ανάταση. Όλο αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον και γι’ αυτό νιώθω ότι η ταινία πέτυχε. Πιστεύω ότι θα αγαπηθεί και θα μπει βαθιά μέσα στην κοινωνία, ενώ έχει σκηνές που θα γράψουν ιστορία», υπογραμμίζει ο Οικονομίδης.

«Μια νέα Ελλάδα που λατινοαμερικανοποιείται»

Ο τίτλος της ταινίας παραπέμπει στην κούφια καρδιά. «Μιλάμε για έναν κόσμο με τρύπια συναισθήματα, τρύπιες σχέσεις, τρύπιους έρωτες, τρύπιους χαρακτήρες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ξετυλίγεται η ιστορία. Όλοι λένε ψέματα όχι μόνο στους άλλους αλλά και στον εαυτό τους», υπογραμμίζει ο σκηνοθέτης.

Όλα αυτά αποτελούν χαρακτηριστικά της σύγχρονης δυτικής κοινωνίας. «Σ’ αυτήν υπάρχει σαφώς το κομμάτι της ευγένειας, του πολιτισμένου δυτικού ανθρώπου, υπάρχουν άνθρωποι που είναι σωστοί και αξιοπρεπείς, αλλά υπάρχει και ένα μεγάλο κομμάτι το οποίο είναι αυτό που χαλάει την εικόνα. Αλλιώς ο κόσμος μας θα ήταν πολύ καλύτερος. Θα ζούσαμε σε άλλη κοινωνία, σε άλλη κατάσταση», τονίζει ο δημιουργός.

giannis-oikonomidis.jpg

Γεννημένος το 1967 στην Κύπρο ο Οικονομίδης (φωτ.) κοιτάει κατάματα την εποχή του και μιλάει γι’ αυτή. Η συναισθηματική και σωματική βία, η κατάρρευση της μικροαστικής κοινωνίας, οι παθογένειες της σημερινής οικογένειας, είναι μερικά μόνο από τα ζητήματα με τα οποία έχει κατά καιρούς ασχοληθεί. «Κάθε εποχή έχει τα θέματά της. Εγώ δεν μπορώ να μιλήσω για άλλες δεκαετίες. Μιλάω γι’ αυτήν στην οποία μεγάλωσα και ανδρώθηκα, δηλαδή την πασοκική και μετά-πασοκική περίοδο. Για το πώς έχει διαμορφωθεί η ψυχή και το κεφάλι του νεοέλληνα μετά τη χούντα και τη μεταπολίτευση, παράλληλα με όλο τον υπόλοιπο πλανήτη της ευμάρειας, της αποξένωσης, της έκπτωσης αξιών, της βίας. Κυρίαρχα στοιχεία είναι η κατανάλωση, η πνευματική ένδεια. Κυρίαρχη φιλοσοφία είναι ο σώζων εαυτόν σωθήτω και τα λεφτά για τα οποία πουλάμε και την ψυχή μας και τη μάνα μας», υποστηρίζει.

Προσθέτει πως τώρα ζούμε στη φάση της ύφεσης, σε «μια νέα Ελλάδα που λατινοαμερικανοποιείαι», όπως έχει ήδη πει από την εποχή της ταινίας του «Ψυχή στο στόμα». Πιστεύει πως αυτό θα το ζήσουμε σε όλο του το μεγαλείο τα επόμενα χρόνια. «Θα πέσει μεγάλη πείνα και θα βγει βία και ό,τι άλλο τερατώδες μπορείς να φανταστείς. Θα γίνουν όσα συμβαίνουν στις χώρες της Λατινικής Αμερικής με τη φτώχια, με την απελπισία και όλο αυτόν τον χαμό που φέρνει η ανισότητα, η αδικία, η έλλειψη βασικών αγαθών που οδηγεί τον άνθρωπο στην αναξιοπρέπεια», λέει.

«Είμαι πολύ ανήσυχος και πολύ προβληματισμένος»

Όλα τα παραπάνω επιδεινώνονται ασφαλώς αν τα κοιτάξει κανείς και μέσα από το πρίσμα της πανδημίας. «Δεν μπορώ να ξέρω πώς ξεκίνησε όλο αυτό. Απλά αυτό που είναι απορίας άξιο είναι ότι αυτή τη στιγμή όλα κυλούν σαν να μην έχει συμβεί τίποτε, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο ιός. Επίσης, θεωρώ ότι τα περιοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν μόνο για το θεαθήναι», σημειώνει.

Μέσα σε όλο αυτό βρίσκει περιττό να συζητήσει για τη δική του κακοτυχία να αναβληθεί η ταινία. «Υπάρχουν άνθρωποι που καταστράφηκαν από αυτή την ιστορία και κόσμος που θα την πληρώσει πολύ ακριβά. Οπότε δεν έχει νόημα να μιλάμε για τη δική μου αναποδιά. Η ταινία σταμάτησε σε μια στιγμή που ήταν σε μια κορύφωση, αλλά τώρα συνεχίζεται», αναφέρει.

Δε είναι καθόλου αισιόδοξος για την επόμενη μέρα. «Είμαι πολύ ανήσυχος και πολύ προβληματισμένος. Φοβάμαι γιατί βλέπω να έρχεται η νταλίκα της καταστροφής κατά πάνω μας. Δεν θέλω να γίνω προπομπός ή μάντης κακών, αλλά στη χώρα έχει υποστεί μεγάλο κακό με όλο αυτό το lockdown. Ο τουρισμός είναι στο ναδίρ, κόσμος έχασε τις δουλειές του, έκλεισαν μαγαζιά που δεν θα επαναλειτουργήσουν. Και όλα αυτά με γνώμονα ότι ζούμε σε ένα κράτος που επί της ουσίας δεν δίνει δεκάρα, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά».

Παρά το σκοτεινό αυτό σκηνικό όμως ο ίδιος εξακολουθεί να δουλεύει ετοιμάζοντας ένα νέο σενάριο. «Αυτή τη στιγμή γράφω. Σκάρωσα απλά μια ιστορία για να μην τρελαθώ με τον εγκλεισμό. Δεν μπορώ να πω περισσότερα γιατί είναι νωρίς ακόμη. Κατά τα άλλα η αλήθεια είναι ότι παίρνω μεγάλη χαρά τώρα με την ταινία. Υπάρχει πολύς κόσμος που θέλει να τη δει, να επικοινωνήσει, να την απολαύσει», καταλήγει ο Γιάννης Οικονομίδης.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 06.07. Ιουνίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία