ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Γεμάτος αγκάθια ο δρόμος της... οικονομικής ελευθερίας

Γιατί παίρνουν φωτιά οι τιμές βασικών αγαθών

 19/08/2021 07:00

Γεμάτος αγκάθια ο δρόμος της... οικονομικής ελευθερίας

Στέφανος Μαχτσίρας

Mπορεί η ελληνική οικονομία σταδιακά να αφήνει πίσω της τα δύσκολα και να οραματίζεται την επόμενη μέρα που ελπίζει να φέρει μαζί της την πολυπόθητη ανάταξη από την πανδημική... καθήλωση, ωστόσο οι κίνδυνοι ελλοχεύουν.

Πέρα από το υπέρογκο αλλά διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος (υπολογίζεται να ξεπεράσει στο τέλος του έτους ακόμα και το 200% του ΑΕΠ), το ύψος των κόκκινων δανείων (που υπονομεύει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει ρευστότητα στο επιχειρείν) και τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας (μακροπρόθεσμα μπορεί να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό «εγκλωβίζοντας» την οικονομία σε στασιμότητα διαρκείας), τροχοπέδη στην επανεκκίνηση της χώρας βάζουν τρεις ακόμα παράγοντες. Η γήρανση του πληθυσμού (η αναλογία μεταξύ εργαζομένων - συνταξιούχων βαίνει προς το χειρότερο), η φυγή στο εξωτερικό εξειδικευμένων εργαζομένων (το γνωστό μας brain drain) και το ιλιγγιώδες επενδυτικό κενό (πάνω από 150 δισ. ευρώ μετά το 2010) υποσκάπτουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές μίας οικονομίας με πλήθος... υποκείμενων νοσημάτων, όπως είναι η ελληνική.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, που αναδεικνύει τα «αγκάθια» στην δύσκολη πορεία που θα οδηγήσει στο ξέφωτο «οι ελληνικές Αρχές συνέχισαν τη μεταρρυθμιστική τους ατζέντα παρά τις δύσκολες συνθήκες που έθεσε η COVID-19, αλλά οι συσσωρευμένες ανισορροπίες θα απαιτήσουν περαιτέρω προσπάθειες τα επόμενα έτη». Η έκθεση επικαλείται προβλήματα και χρόνιες ελληνικές παθογένειες που δεν αντιμετωπίστηκαν, όπως οι δυσκολίες στις επενδύσεις, μεταξύ άλλων λόγω της μη επικοινωνίας των φορέων του Δημοσίου μεταξύ τους, τονίζει ότι η στρατηγική του fast track δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ότι η νέα στρατηγική για τη διευκόλυνση του εμπορίου και των ξένων άμεσων επενδύσεων δεν υιοθετήθηκε ακόμη και το προσχέδιό της δείχνει έλλειψη στρατηγικού οράματος για την ανάπτυξη τομέων υψηλής παραγωγικότητας και την παροχή κινήτρων για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, την καινοτομία και την εξωστρέφειά τους.

Το πιο ανησυχητικό από τα παραπάνω είναι πως αναστέλλουν την μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας καθώς ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας διαμορφώνεται σε χαμηλά επίπεδα. Η Κομισιόν προβλέπει υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης μετά την έντονη ανάκαμψη του 2022 (6%), στο 2,4% το 2023 και 1,7% το 2024. Ο μέσος ρυθμός έως το 2029 διαμορφώνεται στο 2% και στη συνέχεια πέφτει στο 1,5%. Αυτό το ποσοστό είναι κοντά στην πρόβλεψη του ΔΝΤ για ρυθμό 1,4% μακροπρόθεσμα. Με τη σειρά τους, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης φέρνουν αρνητικές συνέπειες στο χρέος και στην ικανότητα εξυπηρέτησής του. Το βασικό σενάριο της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους της Κομισιόν προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% έως το 2060 για να εξυπηρετείται το χρέος και να είναι βιώσιμο.

Τα στοιχεία αυτά βέβαια για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι προβλέψεις της Κομισιόν (που μπορεί και να πέσουν έξω) και όχι υποδείξεις ή συμφωνία με την κυβέρνηση, όπως ήταν ο... εκτός οικονομικής λογικής μεταμνημονιακός στόχος του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.

Δημοσιονομική χαλάρωση αλλά... ο Σόιμπλε καραδοκεί

Η διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας θα ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο φέτος, αλλά δεν θα ολοκληρωθεί πριν ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στον άτυπο «αρχηγό» της Ευρώπης, την Γερμανία, μετά τις εκλογές στη χώρα τον Σεπτέμβριο. Στο οικονομικό επιτελείο προσβλέπουν σε μία έντιμη συμφωνία δημοσιονομικών στόχων που δεν θα πνίγει την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας παράλληλα την δημοσιονομική σταθερότητα. Κανένας δεν περιμένει άφρονες πολιτικές δημοσιονομικού εκτροχιασμού από μία αργοκίνητη και φοβική Ευρώπη αλλά τουλάχιστον ελπίζει να έχουν πάρει οι ιθύνοντες τα μαθήματα της πανδημίας.

Η «τρελή» μεταμνημονιακή δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%(!) του ΑΕΠ έως το 2022 έχει πλέον παρέλθει εκ των πραγμάτων, αλλά δεν είναι σαφές ποιοι κανόνες θα ισχύσουν στο μέλλον. Η πρόσφατη παρέμβαση του πρώην Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος... περιμένει στη γωνία, για κίνδυνο πανδημίας χρέους χτύπησε καμπανάκια για την ένταση της επικείμενης διαπραγμάτευσης, αν και αναλυτές υποστήριζαν ότι ο κ. Σόιμπλε είναι πλέον παρελθόν και δεν θα καθορίσει την ατζέντα της Ευρώπης. Το παρελθόν βέβαια μας διδάσκει να είμαστε επιφυλακτικοί.

Ανησυχία από την άνοδο των τιμών

Εκτός από τα τρία «παλιά» και γνωστά προβλήματα, του δημογραφικού, του brain drain και του επενδυτικού κενού, που άφησαν πίσω τους τα μνημονιακά χρόνια, η αύξηση των τιμών σε βασικά είδη διατροφής (από τις πρωτοφανείς διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία σε προσφορά και ζήτηση διεθνώς) και οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό προβληματίζουν ιδιαίτερα.

Η αύξηση των διεθνών τιμών, που φάνηκε και στην ελληνική αγορά, αν και οι επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό απορρόφησαν προς ώρας τις αυξήσεις, αντιμετωπίζεται ως πιθανό συγκυριακό πρόβλημα. Αν βέβαια συνεχιστεί η τάση ανόδου των τιμών, θα αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο που θα «μπλοκάρει» την ταχεία ανάκαμψη.

Οι ελλείψεις σε προσωπικό διαπιστώθηκαν πρόσφατα στον κλάδο της εστίασης, με το άνοιγμα των εστιατορίων, αλλά δεν περιορίζονται εκεί. Σε μια πιο σοβαρή διάσταση, επεκτείνονται στο εξειδικευμένο προσωπικό που χρειάζονται οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας για να στελεχωθούν.

Οι ελπίδες για την επίλυση παλιών και νέων προβλημάτων, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, εναποτίθενται στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης του οποίου τα πρώτα 4 δισ. ευρώ διοχετεύτηκαν στην χώρα μας. Η επιτροπή στην έκθεσή της χαρακτηρίζει το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης ως φιλόδοξο βήμα και υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί για να εναρμονιστούν η εκπαίδευση και η κατάρτιση με τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14-15 Αυγούστου 2021

Mπορεί η ελληνική οικονομία σταδιακά να αφήνει πίσω της τα δύσκολα και να οραματίζεται την επόμενη μέρα που ελπίζει να φέρει μαζί της την πολυπόθητη ανάταξη από την πανδημική... καθήλωση, ωστόσο οι κίνδυνοι ελλοχεύουν.

Πέρα από το υπέρογκο αλλά διαχειρίσιμο δημόσιο χρέος (υπολογίζεται να ξεπεράσει στο τέλος του έτους ακόμα και το 200% του ΑΕΠ), το ύψος των κόκκινων δανείων (που υπονομεύει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να παρέχει ρευστότητα στο επιχειρείν) και τα υψηλά επίπεδα της ανεργίας (μακροπρόθεσμα μπορεί να διαρρήξει τον κοινωνικό ιστό «εγκλωβίζοντας» την οικονομία σε στασιμότητα διαρκείας), τροχοπέδη στην επανεκκίνηση της χώρας βάζουν τρεις ακόμα παράγοντες. Η γήρανση του πληθυσμού (η αναλογία μεταξύ εργαζομένων - συνταξιούχων βαίνει προς το χειρότερο), η φυγή στο εξωτερικό εξειδικευμένων εργαζομένων (το γνωστό μας brain drain) και το ιλιγγιώδες επενδυτικό κενό (πάνω από 150 δισ. ευρώ μετά το 2010) υποσκάπτουν τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές μίας οικονομίας με πλήθος... υποκείμενων νοσημάτων, όπως είναι η ελληνική.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν, που αναδεικνύει τα «αγκάθια» στην δύσκολη πορεία που θα οδηγήσει στο ξέφωτο «οι ελληνικές Αρχές συνέχισαν τη μεταρρυθμιστική τους ατζέντα παρά τις δύσκολες συνθήκες που έθεσε η COVID-19, αλλά οι συσσωρευμένες ανισορροπίες θα απαιτήσουν περαιτέρω προσπάθειες τα επόμενα έτη». Η έκθεση επικαλείται προβλήματα και χρόνιες ελληνικές παθογένειες που δεν αντιμετωπίστηκαν, όπως οι δυσκολίες στις επενδύσεις, μεταξύ άλλων λόγω της μη επικοινωνίας των φορέων του Δημοσίου μεταξύ τους, τονίζει ότι η στρατηγική του fast track δεν απέδωσε τα αναμενόμενα αποτελέσματα, ότι η νέα στρατηγική για τη διευκόλυνση του εμπορίου και των ξένων άμεσων επενδύσεων δεν υιοθετήθηκε ακόμη και το προσχέδιό της δείχνει έλλειψη στρατηγικού οράματος για την ανάπτυξη τομέων υψηλής παραγωγικότητας και την παροχή κινήτρων για τη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, την καινοτομία και την εξωστρέφειά τους.

Το πιο ανησυχητικό από τα παραπάνω είναι πως αναστέλλουν την μακροπρόθεσμη ευημερία της χώρας καθώς ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης της Ελλάδας διαμορφώνεται σε χαμηλά επίπεδα. Η Κομισιόν προβλέπει υποχώρηση του ρυθμού ανάπτυξης μετά την έντονη ανάκαμψη του 2022 (6%), στο 2,4% το 2023 και 1,7% το 2024. Ο μέσος ρυθμός έως το 2029 διαμορφώνεται στο 2% και στη συνέχεια πέφτει στο 1,5%. Αυτό το ποσοστό είναι κοντά στην πρόβλεψη του ΔΝΤ για ρυθμό 1,4% μακροπρόθεσμα. Με τη σειρά τους, οι χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης φέρνουν αρνητικές συνέπειες στο χρέος και στην ικανότητα εξυπηρέτησής του. Το βασικό σενάριο της ανάλυσης βιωσιμότητας χρέους της Κομισιόν προβλέπει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% έως το 2060 για να εξυπηρετείται το χρέος και να είναι βιώσιμο.

Τα στοιχεία αυτά βέβαια για τα πρωτογενή πλεονάσματα είναι προβλέψεις της Κομισιόν (που μπορεί και να πέσουν έξω) και όχι υποδείξεις ή συμφωνία με την κυβέρνηση, όπως ήταν ο... εκτός οικονομικής λογικής μεταμνημονιακός στόχος του 3,5% του ΑΕΠ έως το 2022.

Δημοσιονομική χαλάρωση αλλά... ο Σόιμπλε καραδοκεί

Η διαπραγμάτευση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας θα ξεκινήσει το δεύτερο εξάμηνο φέτος, αλλά δεν θα ολοκληρωθεί πριν ξεκαθαρίσει το πολιτικό τοπίο στον άτυπο «αρχηγό» της Ευρώπης, την Γερμανία, μετά τις εκλογές στη χώρα τον Σεπτέμβριο. Στο οικονομικό επιτελείο προσβλέπουν σε μία έντιμη συμφωνία δημοσιονομικών στόχων που δεν θα πνίγει την ανάπτυξη, διασφαλίζοντας παράλληλα την δημοσιονομική σταθερότητα. Κανένας δεν περιμένει άφρονες πολιτικές δημοσιονομικού εκτροχιασμού από μία αργοκίνητη και φοβική Ευρώπη αλλά τουλάχιστον ελπίζει να έχουν πάρει οι ιθύνοντες τα μαθήματα της πανδημίας.

Η «τρελή» μεταμνημονιακή δέσμευση για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5%(!) του ΑΕΠ έως το 2022 έχει πλέον παρέλθει εκ των πραγμάτων, αλλά δεν είναι σαφές ποιοι κανόνες θα ισχύσουν στο μέλλον. Η πρόσφατη παρέμβαση του πρώην Γερμανού υπουργού Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ο οποίος... περιμένει στη γωνία, για κίνδυνο πανδημίας χρέους χτύπησε καμπανάκια για την ένταση της επικείμενης διαπραγμάτευσης, αν και αναλυτές υποστήριζαν ότι ο κ. Σόιμπλε είναι πλέον παρελθόν και δεν θα καθορίσει την ατζέντα της Ευρώπης. Το παρελθόν βέβαια μας διδάσκει να είμαστε επιφυλακτικοί.

Ανησυχία από την άνοδο των τιμών

Εκτός από τα τρία «παλιά» και γνωστά προβλήματα, του δημογραφικού, του brain drain και του επενδυτικού κενού, που άφησαν πίσω τους τα μνημονιακά χρόνια, η αύξηση των τιμών σε βασικά είδη διατροφής (από τις πρωτοφανείς διαταραχές που προκάλεσε η πανδημία σε προσφορά και ζήτηση διεθνώς) και οι ελλείψεις σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό προβληματίζουν ιδιαίτερα.

Η αύξηση των διεθνών τιμών, που φάνηκε και στην ελληνική αγορά, αν και οι επιχειρήσεις σε μεγάλο βαθμό απορρόφησαν προς ώρας τις αυξήσεις, αντιμετωπίζεται ως πιθανό συγκυριακό πρόβλημα. Αν βέβαια συνεχιστεί η τάση ανόδου των τιμών, θα αποτελέσει ανυπέρβλητο εμπόδιο που θα «μπλοκάρει» την ταχεία ανάκαμψη.

Οι ελλείψεις σε προσωπικό διαπιστώθηκαν πρόσφατα στον κλάδο της εστίασης, με το άνοιγμα των εστιατορίων, αλλά δεν περιορίζονται εκεί. Σε μια πιο σοβαρή διάσταση, επεκτείνονται στο εξειδικευμένο προσωπικό που χρειάζονται οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας για να στελεχωθούν.

Οι ελπίδες για την επίλυση παλιών και νέων προβλημάτων, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, εναποτίθενται στις επενδύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης του οποίου τα πρώτα 4 δισ. ευρώ διοχετεύτηκαν στην χώρα μας. Η επιτροπή στην έκθεσή της χαρακτηρίζει το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης ως φιλόδοξο βήμα και υπογραμμίζει, μεταξύ άλλων, την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί για να εναρμονιστούν η εκπαίδευση και η κατάρτιση με τις ανάγκες της ελληνικής αγοράς.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14-15 Αυγούστου 2021

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία