Γιάννης Ρήγας: Περνάμε μια περίοδο απίστευτης διχόνοιας και αλληλοσπαραγμού
28/07/2020 20:00
28/07/2020 20:00
Θυμάται ένα περιστατικό το καλοκαίρι της δεκαετίας του ’80 στην Επίδαυρο, όταν παρουσιαζόταν εκεί οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, η θρυλική παράσταση που άφησε έντονο το στίγμα της στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Τότε, πολύ νέος, ως ηθοποιός της, έμενε φιλοξενούμενος στο σπίτι του επίσης θρυλικού Λεωνίδα, ιδιοκτήτη του γνωστού εμβληματικού εστιατορίου. «Ξενυχτούσαμε τα βράδια στις πρόβες. Εκείνο το ξημέρωμα μας βρήκε δίπλα - δίπλα με τον Διονύση Φωτόπουλο κι εμένα να κοιμάμαι στην καρέκλα. Κάποια στιγμή με σκουντάει, ξαφνιάζομαι, και μου λέει: σήκω, ντύσου ο μπάρμπα Γιάννης ο Τσαρούχης θέλει να σε ζωγραφίσει. Τότε ο Τσαρούχης είχε ήδη πάρκινσον και το πρωί που έπαιρνε τα φάρμακά του μπορούσε να δουλέψει…», λέει ο Γιάννης Ρήγας στη «ΜτΚ».
Είναι πολλές οι αναμνήσεις που ο γνωστός σκηνοθέτης ξεδιπλώνει όση ώρα μιλάμε για τη μοναδική εμπειρία που απέκτησε δουλεύοντας για τον σημαντικό θεατρικό οργανισμό, μέσα από τον οποίο ξεπήδησαν οι σπουδαιότεροι ηθοποιοί και θεατρικοί συντελεστές της εποχής του. «Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ο Χατζιδάκις προς το τέλος της ζωής του μου ζήτησε να του συγκεντρώσω όλες τις παρτιτούρες από τους Όρνιθες γιατί ήθελε να κάνει μια ανθολογία. Μέσα από το Θέατρο Τέχνης ήρθα σε επαφή με πάρα πολύ σημαντικούς ανθρώπους της ελληνικής τέχνης, και σε ανθρώπινο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ήμουν ένα παιδί. Αισθανόμουν, δεν μπορούσα να καταλάβω με το μυαλό. Ζούσα μια μαγεία που την κοιτούσα και τη ρουφούσα. Όλο αυτό μπήκε μέσα μου, μετεξελίχθηκε, μου δημιούργησε σταθερές. Δεν είναι λίγο να μεγαλώνεις με μια αισθητική συγκεκριμένη», είναι κάποιες από τις μνήμες που ανασύρει.
«Κλείνω το μάτι στην παράσταση του Κουν»
Τώρα, πολλές δεκαετίες μετά την «εμπλοκή» του με την παράσταση που συζητήθηκε ίσως όσο καμία άλλη, ο Γιάννης Ρήγας καταπιάνεται με την ίδια αριστοφανική κωμωδία, αυτή τη φορά για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και από άλλο μετερίζι, ως σκηνοθέτης. Στη διάρκεια των δοκιμών κοιμόταν «στις πέντε, έξι, επτά» το πρωί, όπως λέει, είχε άγχος. «Είναι άλλο να το βιώνεις ως ηθοποιός, άλλο, βεβαίως, απ’ έξω και άλλο ως σκηνοθέτης. Είναι ένα έργο τόσο μεγάλο, τόσο περίπλοκο και την ίδια ώρα τόσο καθαρό… Έχει 22 ρόλους. Παράλληλα έχεις να κάνεις με έναν θίασο 27 ανθρώπων, που πλην δύο ηθοποιών, συμμετέχουν όλοι και στον χορό», τονίζει.
Πόσο εύκολο είναι μετά από αυτά τα βιώματα να αποφύγει κανείς τις επαναλήψεις; «Έχω κλείσει το κεφάλαιο μέσα μου και όλο αυτό είναι κάτι πολύ τρυφερό. Το αντιμετωπίζω ως ένα από τα ωραιότερα πράγματα που μου συνέβησαν στη ζωή μου και βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου», τονίζει.
Από εκεί και πέρα προσθέτει πως κάνει μία παράσταση από την αρχή. «Στην έναρξή της κλείνω το μάτι στην παράσταση του Κουν. Δηλώνω δηλαδή ευθαρσώς ότι τη σέβομαι, την αγαπώ και, για μένα, αποτελεί οδηγό για το ελληνικό θέατρο. Είναι μια βαθιά ανάγκη μου με αυτόν τον τρόπο να τιμήσω τους δασκάλους μου. Δεν με ενδιαφέρει όμως να κάνω το ίδιο πράγμα, ούτε και είναι αυτοσκοπός μου να διαφέρω. Αν δείτε το εικαστικό μέρος του Τσαρούχη, θα καταλάβετε ότι δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας, παρόλα αυτά έχει γεννηθεί από εκεί. Απλώς, η παράσταση είναι διαφορετική γιατί γίνεται τώρα. Επίσης, αυτοί οι δάσκαλοι με έμαθαν να σέβομαι πάρα πολύ τα κείμενα, όπως τα καταλαβαίνω σήμερα και τα οποία πολύ εύκολα διαστρεβλώνονται στην εποχή μας. Αυτή είναι η δική μου παιδεία και κουλτούρα», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
«Δεν υπάρχει εγώ αλλά εμείς»
Για εκείνον η Νεφελοκοκκυγία μπορεί να ταυτιστεί με το όνειρο κάθε γενιάς να φτιάξει τον επόμενο κόσμο. «Απλά, ο Αριστοφάνης είναι μια ‘σατανική’ φυσιογνωμία… Είναι σαν να λέει ‘ωραία μάγκες. θεμιτό το όνειρό σας! Φτιάξτε τη Νεφελοκοκκυγία, αλλά προσέξτε να μην κάνετε τα λάθη που έκαναν οι προηγούμενοι’. Γιατί το έργο τελειώνει με τον Πεισθέταιρο παντοκράτορα, πλανητάρχη στην κυριολεξία, που τον συνοδεύουν για άλλη μια φορά οι Θεοί του Ολύμπου, οι ιερείς… Κοιτάξτε την πρόσφατη ελληνική ιστορία για να δείτε πόσο απογοητευτική είναι αυτή η διαδοχή των πραγμάτων», υπογραμμίζει.
Δάσκαλος υποκριτικής επί χρόνια, διευθυντής της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ ο Γιάννης Ρήγας συγχρωτίζεται εκ των πραγμάτων με πολύ νέους ανθρώπους. Μέσα από την εμπειρία του δίπλα τους διακρίνει σ’ αυτούς όνειρα για έναν αλλιώτικο κόσμο. «Το βλέπω πολύ έντονα αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι και μέσα στη σχολή τούς δίνουμε το περιεχόμενο ώστε να έχουν τέτοιες επιθυμίες και να προσπαθούν να κάνουν όσα λιγότερα λάθη γίνεται», σημειώνει.
Και τον σημερινό κόσμο πώς τον βλέπει; «Περνάμε μια περίοδο απίστευτης διχόνοιας και αλληλοσπαραγμού. Αν καταφέρναμε να το σταματήσουμε αυτό θεωρώ ότι θα φτάναμε στην ιδανική πολιτεία. Αδυνατούμε να αφήσουμε στην άκρη τα προσωπικά μας ζητήματα. Δεν υπάρχει εγώ αλλά εμείς. Πρέπει να πάμε πάλι στο εμείς. Μέσα από τη συνεννόηση, την υποχώρηση, τη συνδιαλλαγή έχουμε απίστευτες δυνατότητες και όλα μπορούν να συμβούν».
Είχε μια ελπίδα ότι όλο αυτό μπορεί και να συνέβαινε μετά την καραντίνα, αλλά τελικά διαψεύστηκε. «Με τρόμαξε όλη αυτή η ιστορία με τον κορονοϊό, με έβαλε σε πολύ μεγάλη περίσκεψη. Ονειρεύτηκα ότι θα συναντηθούμε εξαιτίας αυτού του γεγονότος και μετά άνοιξαν οι πόρτες και ξαναγίναμε το ίδιο. Είναι χειρότερα τώρα τα πράγματα με την έννοια ότι όσο ήμασταν έγκλειστοι κάπου, όλα αυτά καταλάγιασαν, δυσκολεύτηκαν οι άνθρωποι να μιλούν γιατί πάντοτε συναντούσαν μπροστά τους τον φόβο του θανάτου. Και αυτό τους έκανε να είναι πιο επιεικείς με τους άλλους κατά κάποιον τρόπο. Ύστερα, σιγά - σιγά όσο η χώρα δεν έπεφτε στα βαθιά με τους πολλούς θανάτους, με τα πολλά κρούσματα, ξαφνικά δημιουργήθηκε μια πλασματική εντύπωση ότι δεν κινδυνεύουμε. Θέλω να πιστεύω, γιατί είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, ότι δεν έχει γίνει η τελική επεξεργασία μέσα μας για να συναντηθούμε», υποστηρίζει.
Αυτά όμως που βλέπει γύρω του συνεχίζουν να τον τρομάζουν σε όλα τα επίπεδα, σε θέματα πολιτικής, κοινωνικής συνεννόησης. «Με όλα αυτά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργήθηκε στον καθένα μας η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε και ότι όλο αυτό είναι εξαιρετικά σπουδαίο. Έτσι άρχισε ο τόπος και έβγαλε κάτι δύσοσμο. Τώρα, ακόμη και στο Facebook που στην αρχή είχε μια χαρά μέσα, ανοίγεις να μπεις κι αν αντέξεις να διαβάσεις βλέπεις ότι η πλειονότητα των αναρτήσεων είναι εναντίον κάποιου», ολοκληρώνει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Ιουλίου 2020
Θυμάται ένα περιστατικό το καλοκαίρι της δεκαετίας του ’80 στην Επίδαυρο, όταν παρουσιαζόταν εκεί οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, η θρυλική παράσταση που άφησε έντονο το στίγμα της στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Τότε, πολύ νέος, ως ηθοποιός της, έμενε φιλοξενούμενος στο σπίτι του επίσης θρυλικού Λεωνίδα, ιδιοκτήτη του γνωστού εμβληματικού εστιατορίου. «Ξενυχτούσαμε τα βράδια στις πρόβες. Εκείνο το ξημέρωμα μας βρήκε δίπλα - δίπλα με τον Διονύση Φωτόπουλο κι εμένα να κοιμάμαι στην καρέκλα. Κάποια στιγμή με σκουντάει, ξαφνιάζομαι, και μου λέει: σήκω, ντύσου ο μπάρμπα Γιάννης ο Τσαρούχης θέλει να σε ζωγραφίσει. Τότε ο Τσαρούχης είχε ήδη πάρκινσον και το πρωί που έπαιρνε τα φάρμακά του μπορούσε να δουλέψει…», λέει ο Γιάννης Ρήγας στη «ΜτΚ».
Είναι πολλές οι αναμνήσεις που ο γνωστός σκηνοθέτης ξεδιπλώνει όση ώρα μιλάμε για τη μοναδική εμπειρία που απέκτησε δουλεύοντας για τον σημαντικό θεατρικό οργανισμό, μέσα από τον οποίο ξεπήδησαν οι σπουδαιότεροι ηθοποιοί και θεατρικοί συντελεστές της εποχής του. «Θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ο Χατζιδάκις προς το τέλος της ζωής του μου ζήτησε να του συγκεντρώσω όλες τις παρτιτούρες από τους Όρνιθες γιατί ήθελε να κάνει μια ανθολογία. Μέσα από το Θέατρο Τέχνης ήρθα σε επαφή με πάρα πολύ σημαντικούς ανθρώπους της ελληνικής τέχνης, και σε ανθρώπινο και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Ήμουν ένα παιδί. Αισθανόμουν, δεν μπορούσα να καταλάβω με το μυαλό. Ζούσα μια μαγεία που την κοιτούσα και τη ρουφούσα. Όλο αυτό μπήκε μέσα μου, μετεξελίχθηκε, μου δημιούργησε σταθερές. Δεν είναι λίγο να μεγαλώνεις με μια αισθητική συγκεκριμένη», είναι κάποιες από τις μνήμες που ανασύρει.
«Κλείνω το μάτι στην παράσταση του Κουν»
Τώρα, πολλές δεκαετίες μετά την «εμπλοκή» του με την παράσταση που συζητήθηκε ίσως όσο καμία άλλη, ο Γιάννης Ρήγας καταπιάνεται με την ίδια αριστοφανική κωμωδία, αυτή τη φορά για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και από άλλο μετερίζι, ως σκηνοθέτης. Στη διάρκεια των δοκιμών κοιμόταν «στις πέντε, έξι, επτά» το πρωί, όπως λέει, είχε άγχος. «Είναι άλλο να το βιώνεις ως ηθοποιός, άλλο, βεβαίως, απ’ έξω και άλλο ως σκηνοθέτης. Είναι ένα έργο τόσο μεγάλο, τόσο περίπλοκο και την ίδια ώρα τόσο καθαρό… Έχει 22 ρόλους. Παράλληλα έχεις να κάνεις με έναν θίασο 27 ανθρώπων, που πλην δύο ηθοποιών, συμμετέχουν όλοι και στον χορό», τονίζει.
Πόσο εύκολο είναι μετά από αυτά τα βιώματα να αποφύγει κανείς τις επαναλήψεις; «Έχω κλείσει το κεφάλαιο μέσα μου και όλο αυτό είναι κάτι πολύ τρυφερό. Το αντιμετωπίζω ως ένα από τα ωραιότερα πράγματα που μου συνέβησαν στη ζωή μου και βρίσκεται πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου», τονίζει.
Από εκεί και πέρα προσθέτει πως κάνει μία παράσταση από την αρχή. «Στην έναρξή της κλείνω το μάτι στην παράσταση του Κουν. Δηλώνω δηλαδή ευθαρσώς ότι τη σέβομαι, την αγαπώ και, για μένα, αποτελεί οδηγό για το ελληνικό θέατρο. Είναι μια βαθιά ανάγκη μου με αυτόν τον τρόπο να τιμήσω τους δασκάλους μου. Δεν με ενδιαφέρει όμως να κάνω το ίδιο πράγμα, ούτε και είναι αυτοσκοπός μου να διαφέρω. Αν δείτε το εικαστικό μέρος του Τσαρούχη, θα καταλάβετε ότι δεν έχει καμία σχέση με το δικό μας, παρόλα αυτά έχει γεννηθεί από εκεί. Απλώς, η παράσταση είναι διαφορετική γιατί γίνεται τώρα. Επίσης, αυτοί οι δάσκαλοι με έμαθαν να σέβομαι πάρα πολύ τα κείμενα, όπως τα καταλαβαίνω σήμερα και τα οποία πολύ εύκολα διαστρεβλώνονται στην εποχή μας. Αυτή είναι η δική μου παιδεία και κουλτούρα», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
«Δεν υπάρχει εγώ αλλά εμείς»
Για εκείνον η Νεφελοκοκκυγία μπορεί να ταυτιστεί με το όνειρο κάθε γενιάς να φτιάξει τον επόμενο κόσμο. «Απλά, ο Αριστοφάνης είναι μια ‘σατανική’ φυσιογνωμία… Είναι σαν να λέει ‘ωραία μάγκες. θεμιτό το όνειρό σας! Φτιάξτε τη Νεφελοκοκκυγία, αλλά προσέξτε να μην κάνετε τα λάθη που έκαναν οι προηγούμενοι’. Γιατί το έργο τελειώνει με τον Πεισθέταιρο παντοκράτορα, πλανητάρχη στην κυριολεξία, που τον συνοδεύουν για άλλη μια φορά οι Θεοί του Ολύμπου, οι ιερείς… Κοιτάξτε την πρόσφατη ελληνική ιστορία για να δείτε πόσο απογοητευτική είναι αυτή η διαδοχή των πραγμάτων», υπογραμμίζει.
Δάσκαλος υποκριτικής επί χρόνια, διευθυντής της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ ο Γιάννης Ρήγας συγχρωτίζεται εκ των πραγμάτων με πολύ νέους ανθρώπους. Μέσα από την εμπειρία του δίπλα τους διακρίνει σ’ αυτούς όνειρα για έναν αλλιώτικο κόσμο. «Το βλέπω πολύ έντονα αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι και μέσα στη σχολή τούς δίνουμε το περιεχόμενο ώστε να έχουν τέτοιες επιθυμίες και να προσπαθούν να κάνουν όσα λιγότερα λάθη γίνεται», σημειώνει.
Και τον σημερινό κόσμο πώς τον βλέπει; «Περνάμε μια περίοδο απίστευτης διχόνοιας και αλληλοσπαραγμού. Αν καταφέρναμε να το σταματήσουμε αυτό θεωρώ ότι θα φτάναμε στην ιδανική πολιτεία. Αδυνατούμε να αφήσουμε στην άκρη τα προσωπικά μας ζητήματα. Δεν υπάρχει εγώ αλλά εμείς. Πρέπει να πάμε πάλι στο εμείς. Μέσα από τη συνεννόηση, την υποχώρηση, τη συνδιαλλαγή έχουμε απίστευτες δυνατότητες και όλα μπορούν να συμβούν».
Είχε μια ελπίδα ότι όλο αυτό μπορεί και να συνέβαινε μετά την καραντίνα, αλλά τελικά διαψεύστηκε. «Με τρόμαξε όλη αυτή η ιστορία με τον κορονοϊό, με έβαλε σε πολύ μεγάλη περίσκεψη. Ονειρεύτηκα ότι θα συναντηθούμε εξαιτίας αυτού του γεγονότος και μετά άνοιξαν οι πόρτες και ξαναγίναμε το ίδιο. Είναι χειρότερα τώρα τα πράγματα με την έννοια ότι όσο ήμασταν έγκλειστοι κάπου, όλα αυτά καταλάγιασαν, δυσκολεύτηκαν οι άνθρωποι να μιλούν γιατί πάντοτε συναντούσαν μπροστά τους τον φόβο του θανάτου. Και αυτό τους έκανε να είναι πιο επιεικείς με τους άλλους κατά κάποιον τρόπο. Ύστερα, σιγά - σιγά όσο η χώρα δεν έπεφτε στα βαθιά με τους πολλούς θανάτους, με τα πολλά κρούσματα, ξαφνικά δημιουργήθηκε μια πλασματική εντύπωση ότι δεν κινδυνεύουμε. Θέλω να πιστεύω, γιατί είμαι αισιόδοξος άνθρωπος, ότι δεν έχει γίνει η τελική επεξεργασία μέσα μας για να συναντηθούμε», υποστηρίζει.
Αυτά όμως που βλέπει γύρω του συνεχίζουν να τον τρομάζουν σε όλα τα επίπεδα, σε θέματα πολιτικής, κοινωνικής συνεννόησης. «Με όλα αυτά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δημιουργήθηκε στον καθένα μας η ψευδαίσθηση ότι μπορούμε να λέμε ό,τι θέλουμε και ότι όλο αυτό είναι εξαιρετικά σπουδαίο. Έτσι άρχισε ο τόπος και έβγαλε κάτι δύσοσμο. Τώρα, ακόμη και στο Facebook που στην αρχή είχε μια χαρά μέσα, ανοίγεις να μπεις κι αν αντέξεις να διαβάσεις βλέπεις ότι η πλειονότητα των αναρτήσεων είναι εναντίον κάποιου», ολοκληρώνει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Ιουλίου 2020
ΣΧΟΛΙΑ