Γιατί απλή αναλογική και κυβερνήσεις συνεργασίας δεν μπορούν να λειτουργήσουν στην Ελλάδα. Του Νίκου Ηλιάδη
03/06/2023 08:00
03/06/2023 08:00
Κατά τον Αλέξη Τσίπρα το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου «αποτέλεσε μια στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής και ταυτόχρονα ήττα της στρατηγικής μας για την απλή αναλογική». Κατά τον Γεώργιο Τσίπρα όμως, «η απλή αναλογική είναι το πιο δημοκρατικό σύστημα εκλογής και λόγω ισοτιμίας της ψήφου αλλά και γιατί “σπρώχνει” τα κόμματα σε μια συναίνεση και μια συνεννόηση», για το λόγο αυτό «θα την επαναφέρουμε».
Δεν θα σταθώ στη σύγχυση που διακατέχει τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μετά το ηχηρό χαστούκι της 21ης Μαΐου, άλλωστε το αλαλούμ που επικρατεί στην Κουμουνδούρου δεν αφορά μόνον το εκλογικό σύστημα. Είναι όμως μια αφορμή για να δούμε για ποιο λόγο η απλή αναλογική και κατ' επέκταση οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν ευδοκιμούν στην Ελλάδα.
Κατ' αρχάς ο τρόπος με τον οποίο επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση να καθιερώσει την απλή αναλογική, τόσο στις εκλογές της αυτοδιοίκησης όσο και στις εθνικές εκλογές ήταν καθαρά ιδεοληπτικός και οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε πλήρη αποτυχία. Για την ανάδειξη των περιφερειακών και δημοτικών διοικήσεων έκανε το εξής απίθανο: τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια εκλέγονταν με απλή αναλογική, αλλά οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι με ενισχυμένη.
Αυτό οδήγησε δεκάδες δήμους και ορισμένες περιφέρειες σε πολιτικό και λειτουργικό αδιέξοδο καθώς εκλεγμένοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες δεν διέθεταν πλειοψηφία στα συμβούλια και στις επιτροπές. Χρειάστηκαν διορθωτικές κινήσεις από την επόμενη κυβέρνηση, κάποιες εκ των οποίων και πέρα των συνταγματικών ορίων, προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα όργανα της αυτοδιοίκησης.
Όμως και στις εθνικές εκλογές τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. 'Εχει δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας όταν μιλά για “στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής και ταυτόχρονα ήττα της στρατηγικής μας για την απλή αναλογική”. Η λαϊκή ετυμηγορία της 21ης Μαΐου ακύρωσε στην πράξη την απλή αναλογική, δίνοντας ποσοστό σχεδόν αυτοδυναμίας στη Νέα Δημοκρατία καθώς οι ψηφοφόροι είχαν διαπιστώσει ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κυβερνήσεις συνεργασίας.
Και αυτό δεν οφείλεται μόνον στα λάθη τακτικής που έκανε κατά την προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις διάφορες παλινωδίες του για “προοδευτική κυβέρνηση”, “κυβέρνηση των ηττημένων”, “κυβέρνηση ανοχής” και “κυβέρνηση ειδικού σκοπού”. Τα αίτια που στην Ελλάδα δεν ευδοκιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας είναι βαθύτερα.
Τα σημαντικότερα εμπόδια είναι δύο. Το πρώτο αφορά το ίδιο το Σύνταγμα. Τα χρονικά περιθώρια των εννέα ημερών εντός των οποίων θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας είναι εξαιρετικά στενά. Στις ευρωπαϊκές χώρες όπου συγκροτούνται διακομματικές κυβερνήσεις, οι διαβουλεύσεις διαρκούν εβδομάδες ή και μήνες καμιά φορά.
Βεβαίως εκεί, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, το κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει κυβέρνηση ή όχι. Αυτό συμβαίνει επειδή το κράτος δεν είναι κομματικοποιημένο. Επειδή οι φορείς και οι υπηρεσίες, ακόμη και τα ίδια τα υπουργεία λειτουργούν υπό την ευθύνη στελεχών τα οποία έχουν επιλεγεί αξιοκρατικά, πέρα και έξω από κομματικές ταυτίσεις.
Κι αυτό ακριβώς είναι το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο όσον αφορά τη χώρα μας. Εδώ, με το που προκηρύσσονται οι εκλογές το κράτος κατεβάζει μολύβια και στη συνέχεια, περιμένει τη νέα κυβέρνηση να διορίσει τους “δικούς” της ώστε να ξαναπάρει μπρος.
Συνεπώς, εάν θέλουμε στο εγγύς μέλλον να δούμε και στην Ελλάδα κυβερνήσεις συνεργασίας θα πρέπει προηγουμένως να γίνουν αυτά τα δύο βήματα. Πρώτον, να προχωρήσει η άμεση αποκομματικοποίηση του κράτους και δεύτερον, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να δοθούν ευρύτερα χρονικά περιθώρια διαβούλευσης για την αναζήτηση διακομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές κυβερνήσεις συνεργασίας, παρά μόνον για κυβερνήσεις συναλλαγής σαν κι αυτές που είδαμε στο πρόσφατο παρελθόν.
Κατά τον Αλέξη Τσίπρα το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου «αποτέλεσε μια στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής και ταυτόχρονα ήττα της στρατηγικής μας για την απλή αναλογική». Κατά τον Γεώργιο Τσίπρα όμως, «η απλή αναλογική είναι το πιο δημοκρατικό σύστημα εκλογής και λόγω ισοτιμίας της ψήφου αλλά και γιατί “σπρώχνει” τα κόμματα σε μια συναίνεση και μια συνεννόηση», για το λόγο αυτό «θα την επαναφέρουμε».
Δεν θα σταθώ στη σύγχυση που διακατέχει τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ μετά το ηχηρό χαστούκι της 21ης Μαΐου, άλλωστε το αλαλούμ που επικρατεί στην Κουμουνδούρου δεν αφορά μόνον το εκλογικό σύστημα. Είναι όμως μια αφορμή για να δούμε για ποιο λόγο η απλή αναλογική και κατ' επέκταση οι κυβερνήσεις συνεργασίας δεν ευδοκιμούν στην Ελλάδα.
Κατ' αρχάς ο τρόπος με τον οποίο επιχείρησε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση να καθιερώσει την απλή αναλογική, τόσο στις εκλογές της αυτοδιοίκησης όσο και στις εθνικές εκλογές ήταν καθαρά ιδεοληπτικός και οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια σε πλήρη αποτυχία. Για την ανάδειξη των περιφερειακών και δημοτικών διοικήσεων έκανε το εξής απίθανο: τα περιφερειακά και δημοτικά συμβούλια εκλέγονταν με απλή αναλογική, αλλά οι περιφερειάρχες και οι δήμαρχοι με ενισχυμένη.
Αυτό οδήγησε δεκάδες δήμους και ορισμένες περιφέρειες σε πολιτικό και λειτουργικό αδιέξοδο καθώς εκλεγμένοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες δεν διέθεταν πλειοψηφία στα συμβούλια και στις επιτροπές. Χρειάστηκαν διορθωτικές κινήσεις από την επόμενη κυβέρνηση, κάποιες εκ των οποίων και πέρα των συνταγματικών ορίων, προκειμένου να μπορέσουν να λειτουργήσουν τα όργανα της αυτοδιοίκησης.
Όμως και στις εθνικές εκλογές τα πράγματα δεν πήγαν καλύτερα. 'Εχει δίκιο ο Αλέξης Τσίπρας όταν μιλά για “στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής και ταυτόχρονα ήττα της στρατηγικής μας για την απλή αναλογική”. Η λαϊκή ετυμηγορία της 21ης Μαΐου ακύρωσε στην πράξη την απλή αναλογική, δίνοντας ποσοστό σχεδόν αυτοδυναμίας στη Νέα Δημοκρατία καθώς οι ψηφοφόροι είχαν διαπιστώσει ότι δεν υπήρχαν οι προϋποθέσεις για κυβερνήσεις συνεργασίας.
Και αυτό δεν οφείλεται μόνον στα λάθη τακτικής που έκανε κατά την προεκλογική περίοδο ο ΣΥΡΙΖΑ, με τις διάφορες παλινωδίες του για “προοδευτική κυβέρνηση”, “κυβέρνηση των ηττημένων”, “κυβέρνηση ανοχής” και “κυβέρνηση ειδικού σκοπού”. Τα αίτια που στην Ελλάδα δεν ευδοκιμούν κυβερνήσεις συνεργασίας είναι βαθύτερα.
Τα σημαντικότερα εμπόδια είναι δύο. Το πρώτο αφορά το ίδιο το Σύνταγμα. Τα χρονικά περιθώρια των εννέα ημερών εντός των οποίων θα πρέπει να έχουν ολοκληρωθεί οι διαπραγματεύσεις για τη συγκρότηση κυβέρνησης συνεργασίας είναι εξαιρετικά στενά. Στις ευρωπαϊκές χώρες όπου συγκροτούνται διακομματικές κυβερνήσεις, οι διαβουλεύσεις διαρκούν εβδομάδες ή και μήνες καμιά φορά.
Βεβαίως εκεί, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα, το κράτος εξακολουθεί να λειτουργεί, ανεξαρτήτως εάν υπάρχει κυβέρνηση ή όχι. Αυτό συμβαίνει επειδή το κράτος δεν είναι κομματικοποιημένο. Επειδή οι φορείς και οι υπηρεσίες, ακόμη και τα ίδια τα υπουργεία λειτουργούν υπό την ευθύνη στελεχών τα οποία έχουν επιλεγεί αξιοκρατικά, πέρα και έξω από κομματικές ταυτίσεις.
Κι αυτό ακριβώς είναι το δεύτερο μεγάλο εμπόδιο όσον αφορά τη χώρα μας. Εδώ, με το που προκηρύσσονται οι εκλογές το κράτος κατεβάζει μολύβια και στη συνέχεια, περιμένει τη νέα κυβέρνηση να διορίσει τους “δικούς” της ώστε να ξαναπάρει μπρος.
Συνεπώς, εάν θέλουμε στο εγγύς μέλλον να δούμε και στην Ελλάδα κυβερνήσεις συνεργασίας θα πρέπει προηγουμένως να γίνουν αυτά τα δύο βήματα. Πρώτον, να προχωρήσει η άμεση αποκομματικοποίηση του κράτους και δεύτερον, στην επόμενη συνταγματική αναθεώρηση να δοθούν ευρύτερα χρονικά περιθώρια διαβούλευσης για την αναζήτηση διακομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.
Διαφορετικά δεν μπορεί να γίνει λόγος για πραγματικές κυβερνήσεις συνεργασίας, παρά μόνον για κυβερνήσεις συναλλαγής σαν κι αυτές που είδαμε στο πρόσφατο παρελθόν.
ΣΧΟΛΙΑ