ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Γιώργος Σιγάλας στη «ΜτΚ»: Ο κόσμος αναγνωρίζει ότι κάτι αλλάζει στον Άρη

Εφ' όλης της ύλης συνέντευξη: Η επιστροφή στο τεχνικό τιμ των κιτρινόμαυρων, οι μεγάλες στιγμές της καριέρας του, το ανεκπλήρωτο όνειρο του ΝΒΑ, η πολύ δύσκολη σχέση με τον Γιάννη Ιωαννίδη και η ενασχόληση με την πολιτική

 23/01/2023 13:40

Γιώργος Σιγάλας στη «ΜτΚ»: Ο κόσμος αναγνωρίζει ότι κάτι αλλάζει στον Άρη

Βασίλης Μόσχου

Ο Γιώργος Σιγάλας είναι αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ και κάθε συζήτηση μαζί του έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Σε μία εφ' όλης της ύλης συνέντευξη στη «ΜτΚ», ο στενός συνεργάτης του Γιάννη Καστρίτη στον πάγκο του Άρη μίλησε για την επιστροφή του στο τεχνικό τιμ των κιτρινόμαυρων, τις μεγάλες στιγμές της καριέρας του με τον Ολυμπιακό, το ανεκπλήρωτο όνειρο του ΝΒΑ, την πολύ δύσκολη σχέση με τον Γιάννη Ιωαννίδη, αλλά και την εμπειρία του από την ενασχόληση με την πολιτική.

Ο φετινός Άρης έχει εκπλήξει ευχάριστα ακόμη και τους πιο αισιόδοξους οπαδούς του. Η πορεία που διαγράφει, έως τώρα, η ομάδα αποτελεί έκπληξη και για σας, τα μέλη του τεχνικού τιμ;

«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ομάδα ήξερε τι ήθελε να κάνει και δημιούργησε ένα ρόστερ με βάση τις οικονομικές της δυνατότητες. Το ρόστερ αυτό είχε διαμορφωθεί εγκαίρως, πριν ξεκινήσει η προετοιμασία. Όταν αρχίσαμε λοιπόν να δουλεύουμε για τη νέα σεζόν, δεν υπήρχαν εκκρεμότητες ως προς τους παίκτες στους οποίους θα στηριζόμασταν. Υπήρχε εξαρχής ένα σαφές πλάνο. Ο κόουτς έχει συγκεκριμένη φιλοσοφία και την εξήγησε στα παιδιά.

Στην ομάδα δεν είχαμε ποτέ γκρίνιες τύπου «κάνουμε πολλή προπόνηση», ή «η προπόνηση είναι υπερβολικά σκληρή». Στις προπονήσεις μας γίνεται σκοτωμός, γιατί έτσι θέλουμε να δουλεύουμε. Η προπόνηση είναι προσομοίωση αγώνα. Με το πρόγραμμα που είχαμε στις πρώτες τέσσερις αγωνιστικές θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε και με ισάριθμες ήττες, αλλά εμείς σκεφτόμασταν το δικό μας πλάνο, τη δική μας φιλοσοφία και όχι το όνομα του αντιπάλου.

Μπορεί να μην έχουμε πια την ατομική ποιότητα που είχε η ομάδα την περσινή σεζόν. Μπορεί να μην υπάρχουν παίκτες όπως ο Χάνλαν και ο Κέλι, αλλά ο φετινός Άρης έχει άλλα χαρακτηριστικά. Η μαχητικότητα, το ομαδικό πνεύμα και η σκληρή δουλειά αντισταθμίζουν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την έλλειψη των πραγματικά χαρισματικών παικτών».

Η ανέλπιστα καλή, τουλάχιστον σε σχέση με τα προγνωστικά, πορεία της ομάδας θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με τις πραγματικές της δυνατότητες;

«Εννοείται πως οι μεγάλες νίκες και η θετική δημοσιότητα που αυτές συνεπάγονται επηρεάζουν ψυχολογικά τους παίκτες, ιδιαίτερα τους πιο νέους. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χάσεις τον προσανατολισμό σου και να πιστέψεις ότι είσαι κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είσαι. Η δουλειά του τεχνικού τιμ είναι να επαναφέρει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις».

Η στήριξη που προσφέρει ο κόσμος στην ομάδα είναι πραγματικά συγκινητική. Την περιμένατε;

«Ο κόσμος του Άρη αγαπά το μπάσκετ και ήταν πάντα υποστηρικτικός. Αυτό που κυρίως εκτιμούν οι φίλαθλοι είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται φέτος η ομάδα, ανεξάρτητα από το αν κερδίζει ή χάνει. Βλέπει το πάθος της στο γήπεδο, την αγωνιστικότητά της και φυσικά αντιλαμβάνεται τη μεγάλη προσπάθεια της διοίκησης να φτιάξει κάτι υγιές, αντιμετωπίζοντας παθογένειες του παρελθόντος».

Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την απαρχή ενός μακροπρόθεσμου αγωνιστικού πρότζεκτ;

«Όχι, σαφώς όχι. Τα πρότζετκ δεν σχεδιάζονται έτσι. Αν θέλεις να χτίσεις κάτι στιβαρό, ξεκινάς από τα θεμέλια. Το ότι η διοίκηση έχει αρχίσει να νοικοκυρεύει την ομάδα, με αποτέλεσμα αυτή να αποδίδει καλύτερα και στο γήπεδο, δεν μας επιτρέπει να προκαλούμε σύγχυση στον κόσμο μιλώντας για μακρόπνοα αγωνιστικά πρότζεκτ. Για να μιλήσεις για πρότζεκτ πρέπει κάποιος να καθήσει να το σχεδιάσει. Να καταρτίσει ένα πλάνο 5-6 ετών με σαφείς, όχι μόνον αγωνιστικούς στόχους και να πει καθαρά στον κόσμο ότι εμείς για τα επόμενα χρόνια σχεδιάζουμε αυτό και θέλουμε τη στήριξη του κόσμου και όλων όσοι αγαπούν τον σύλλογο, ανεξαρτήτως βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων.

Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει κανένα πρότζεκτ. Υπάρχει μία πολύ σοβαρή προσπάθεια νοικοκυρέματος που έχει βελτιώσει τον Άρη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά μέχρις εκεί. Στην τελική, για αληθινά πρότζεκτ μπορούν να μιλήσουν μόνο μεγάλα κλαμπ του εξωτερικού».

Πώς μπήκε στη ζωή σου το μπάσκετ;

«Στις αρχές της δεκαετίας του '80 ήμασταν, μαζί με τους φίλους μου, έτοιμοι να πάμε στα τσικό του Εθνικού, στο ποδόσφαιρο. Κάποια στιγμή όμως εμφανίστηκε ο Αλέκος Σπανουδάκης, στο πλαίσιο επισκέψεων στα σχολεία του Πειραιά και μας ρώτησε αν θέλουμε να γραφτούμε στις ακαδημίες μπάσκετ του Ολυμπιακού. Δεν είχαμε ιδέα τι είναι το μπάσκετ, αλλά είπαμε, γιατί όχι;

Πότε κατάλαβες ότι έχεις ταλέντο και προοπτικές να κάνεις σπουδαία καριέρα;

«Ποτέ. Καταρχάς δεν είχα κανέναν να με συμβουλεύει. Ήμουν ενός έτους όταν έχασα τον πατέρα μου και μεγάλωσα με τη μητέρα μου που φυσικά δεν ήξερε τίποτα για το άθλημα. Ήθελα όμως σαν τρελός να παίζω μπάσκετ και ήμουν με τις ώρες στο γήπεδο. Δεν ήμουν ο καλύτερος, αλλά ήμουν αρκετά καλός.

Κάπως έτσι πήγα από τα παιδικά στα εφηβικά και κάποια στιγμή, στα 16 μου, ο Στιβ Γιατζόγλου με κάλεσε για προετοιμασία στην αντρική ομάδα. Στην τελευταία χρονιά του εφηβικού ήμουν με την αντρική ομάδα για προετοιμασία στο Σαράγεβο. Προπονητής ήταν ο Μάκης Δενδρινός και στο τέλος της προετοιμασίας μού μίλησε για την προοπτική να παίξω στην Α2, ώστε να έχω περισσότερο χρόνο συμμετοχής.

Ευτυχώς, βρέθηκα στην ομάδα του Παπάγου, με προπονητή τον Περικλή Ταυρόπουλο, με την οποία ανεβήκαμε στην Α1. Λεφτά, φυσικά, δεν υπήρχαν. Θυμάμαι ότι ξεκινούσα από τον Πειραιά για να πάω στην προπόνηση με ένα δίχρονο μηχανάκι, λίγο μεγαλύτερο από παπάκι, με χιόνια, με βροχές και με τη διάπλαση που είχα. Μπορείς να φανταστείς την εικόνα; Αμέσως μετά επέστρεψα στον Ολυμπιακό, μετά από επιθυμία του Μιχάλη Κυρίτση».

Η άφιξη του Γιάννη Ιωαννίδη ήταν το σημείο καμπής στην καριέρα σου;

«Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο «Ξανθός» είναι ο καλύτερος Έλληνας προπονητής ever και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος που ασκούσε καταλυτική επιρροή σε πρόσωπα και καταστάσεις. Επηρέαζε τους παίκτες του, την εξέλιξη ενός αγώνα, ενός ολόκληρου πρωταθλήματος. Είναι ένας φοβερά επιδραστικός άνθρωπος. Εμένα δεν με άλλαξε ως χαρακτήρα, αλλά ως μπασκετμπολίστα. Πριν τον Ιωαννίδη ήμουν σκόρερ, αλλά εκείνος με μετέτρεψε σε αμυντικό, γιατί αυτό χρειαζόταν η ομάδα.

Πάντως η σχέση μας δεν ήταν εύκολη. Ήταν αμέτρητες οι στιγμές που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω. Μπορώ να σου πω ότι μετά από κάθε προπόνηση ήθελα να τα μαζέψω και να φύγω. Αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Γιαννάκης να μου μιλά και να με ηρεμεί, μάλλον θα το είχα κάνει. Είχα όμως στόχο να παίξω μπάσκετ και κατάφερα να αντέξω αυτόν τον χείμαρρο που λέγεται Ιωαννίδης και να κρατήσω μόνον τα θετικά. Τις βρισιές και την αυταρχική συμπεριφορά δεν τις συνηθίζεις ποτέ αλλά, κάποια στιγμή, μαθαίνεις να κρατάς την ουσία».

Η σκηνή με το μπουκάλι έχει μείνει στην ιστορία. Υπήρξαν κι άλλες τέτοιες, φαντάζομαι.

«Η ιστορία με το μπουκάλι δεν είναι τίποτα. Υπάρχουν δεκάδες άλλα περισταστικά στις προπονήσεις, πολύ χειρότερα, περιστατικά που, πίστεψέ με, δεν φαντάζεσαι. Μιλάμε για τραγικές καταστάσεις που δεν πρόκειται να σας διηγηθώ, αφού δεν πρέπει να πιστέψει κανείς ότι αυτά τα πράγματα είναι φυσιολογικό να συμβαίνουν. Αυτός, όμως, ήταν ο Ιωαννίδης στο γήπεδο. Εκτός γηπέδου ήταν ένας άλλος άνθρωπος, ο καλύτερος στην παρέα. Ειδικά όταν καταλάβαινε ότι το είχε παρακάνει και τον... τριγύριζαν οι τύψεις, γινόταν χαλί να τον πατήσεις».

Ο χαμένος τελικός στο Τελ Αβίβ είναι μία πληγή που δεν κλείνει;

«Επί δέκα χρόνια δεν μπορούσα καν να δω τον τελικό σε βίντεο. Μου ήταν αδύνατον. Ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία καθώς είχαμε απίστευτη ομάδα με τον Ζάρκο, τον Φασούλα, τον Τάρπλεϊ. Δεν έχω πάντως απωθημένα. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, κατάλαβα πώς στη ζωή και στον αθλητισμό, εκτός από τη νίκη υπάρχει και η ήττα και καλό είναι να εξοικειωθούμε κάποια στιγμή και με την ιδέα της ήττας».

Μετά τον Ιωαννίδη έρχεται ο Ίβκοβιτς και η κατάκτηση της Ευρωλίγκας στη Ρώμη. Ήταν εντελώς άλλο το στιλ του «Ντούντα»;

«Κάθε προπονητής έχει το στιλ του, αλλά ούτε ο Ντούντα ήταν της... δημοκρατικής σχολής. Η άποψή του ήταν νόμος. Ήταν πάντως ένας σπουδαίος προπονητής, από τους καλύτερους Ευρωπαίους όλων των εποχών και συνέβαλε καθοριστικά στο να κερδίσουμε τα πάντα εκείνη τη σεζόν. Το 1997 ήταν μία από τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας μου, αλλά εξίσου σημαντική θεωρώ και την πορεία με τον Άρη, το 2006, έως τον τελικό του ULEB Cup, παρά την ήττα από την Ντιναμό Μόσχας στο Σαρλερουά».

Η καριέρα στο NBA ήταν ένα όνειρο για σένα; Ποιο ήταν το είδωλό σου;

«Μετά τη χρονιά του Τελ Αβίβ είχα πρόταση από τους Νιου Γιορκ Νικς και ήμουν έτοιμος να πάω να υπογράψω, αλλά έπεσα πάνω στο λοκ άουτ των παικτών που κράτησε μήνες και έχασα την ευκαιρία. Είχα φτάσει μία ανάσα από το να παίξω στο ΝΒΑ. Στη συνέχεια, για διάφορους λόγους, δεν υπήρξαν οι συνθήκες που θα μου έδιναν μία δεύτερη ευκαιρία. Το λάθος μου ήταν που δεν πήρα μέρος στα ντραφτ.

Τότε δεν μπορούσαμε να δούμε τα ματς στην τηλεόραση και έπρεπε να παραγγείλουμε κασέτες από το εξωτερικό για να δούμε δύο παιχνίδια κάθε φορά. Εγώ λάτρευα τον Μπάρκλεϊ, όπως παλιότερα ήμουν τρελαμένος με τον Τζούλιους Έρβινγκ. Αλλά αν μιλάμε για τον... έναν, μιλάμε για τον Τζόρνταν, δεν υπάρχει συζήτηση. Όπως στην Ελλάδα GOAT είναι ο Γκάλης, έτσι και στο ΝΒΑ είναι ο MJ. Τελεία και παύλα».

Ποια είναι η σχέση σου με την πολιτική; Θα σκεφτόσουν να ασχοληθείς ενεργά;

«Το έχω ήδη κάνει σε επίπεδο αυτοδιοίκησης. Ήμουν πρόεδρος του οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του δήμου Πειραιά, επί δημαρχίας Βασίλη Μιχαλολιάκου. Ήταν η εποχή που ανοίξαμε το δημοτικό θέατρο και το πρότζεκτ αυτό με είχε αγχώσει πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε ευρωπαϊκό τελικό.

Δεν σκοπεύω όμως να ασχοληθώ ξανά, σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Είχα προτάσεις, αλλά δεν θα μπορούσα να είμαι βουλευτής και να ψηφίζω πράγματα που δεν πιστεύω για να μη με διαγράψουν. Είμαι πολιτικοποιημένος αλλά δεν μπορώ να κάνω το στρατιωτάκι κανενός κόμματος. Αυτό που λείπει από την Ελλάδα και απ' όλον τον κόσμο, εκτός από τους ηγέτες, είναι η Δικαιοσύνη.

Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους το σύνολο, σχεδόν, του παγκόσμιου πλούτου. Ακόμη και οι υπέρογκες αμοιβές στον αθλητισμό, που συχνά υπερβαίνουν τους προϋπολογισμούς ολόκληρων χωρών, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Πρέπει να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας ώστε να εξαλειφθούν ή έστω να περιοριστούν οι ανισότητες».

* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 22/1/2023

Ο Γιώργος Σιγάλας είναι αναμφίβολα μία από τις σημαντικότερες μορφές στην ιστορία του ελληνικού μπάσκετ και κάθε συζήτηση μαζί του έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον.

Σε μία εφ' όλης της ύλης συνέντευξη στη «ΜτΚ», ο στενός συνεργάτης του Γιάννη Καστρίτη στον πάγκο του Άρη μίλησε για την επιστροφή του στο τεχνικό τιμ των κιτρινόμαυρων, τις μεγάλες στιγμές της καριέρας του με τον Ολυμπιακό, το ανεκπλήρωτο όνειρο του ΝΒΑ, την πολύ δύσκολη σχέση με τον Γιάννη Ιωαννίδη, αλλά και την εμπειρία του από την ενασχόληση με την πολιτική.

Ο φετινός Άρης έχει εκπλήξει ευχάριστα ακόμη και τους πιο αισιόδοξους οπαδούς του. Η πορεία που διαγράφει, έως τώρα, η ομάδα αποτελεί έκπληξη και για σας, τα μέλη του τεχνικού τιμ;

«Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η ομάδα ήξερε τι ήθελε να κάνει και δημιούργησε ένα ρόστερ με βάση τις οικονομικές της δυνατότητες. Το ρόστερ αυτό είχε διαμορφωθεί εγκαίρως, πριν ξεκινήσει η προετοιμασία. Όταν αρχίσαμε λοιπόν να δουλεύουμε για τη νέα σεζόν, δεν υπήρχαν εκκρεμότητες ως προς τους παίκτες στους οποίους θα στηριζόμασταν. Υπήρχε εξαρχής ένα σαφές πλάνο. Ο κόουτς έχει συγκεκριμένη φιλοσοφία και την εξήγησε στα παιδιά.

Στην ομάδα δεν είχαμε ποτέ γκρίνιες τύπου «κάνουμε πολλή προπόνηση», ή «η προπόνηση είναι υπερβολικά σκληρή». Στις προπονήσεις μας γίνεται σκοτωμός, γιατί έτσι θέλουμε να δουλεύουμε. Η προπόνηση είναι προσομοίωση αγώνα. Με το πρόγραμμα που είχαμε στις πρώτες τέσσερις αγωνιστικές θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε και με ισάριθμες ήττες, αλλά εμείς σκεφτόμασταν το δικό μας πλάνο, τη δική μας φιλοσοφία και όχι το όνομα του αντιπάλου.

Μπορεί να μην έχουμε πια την ατομική ποιότητα που είχε η ομάδα την περσινή σεζόν. Μπορεί να μην υπάρχουν παίκτες όπως ο Χάνλαν και ο Κέλι, αλλά ο φετινός Άρης έχει άλλα χαρακτηριστικά. Η μαχητικότητα, το ομαδικό πνεύμα και η σκληρή δουλειά αντισταθμίζουν, ως έναν βαθμό τουλάχιστον, την έλλειψη των πραγματικά χαρισματικών παικτών».

Η ανέλπιστα καλή, τουλάχιστον σε σχέση με τα προγνωστικά, πορεία της ομάδας θα μπορούσε να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα σχετικά με τις πραγματικές της δυνατότητες;

«Εννοείται πως οι μεγάλες νίκες και η θετική δημοσιότητα που αυτές συνεπάγονται επηρεάζουν ψυχολογικά τους παίκτες, ιδιαίτερα τους πιο νέους. Υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να χάσεις τον προσανατολισμό σου και να πιστέψεις ότι είσαι κάτι διαφορετικό από αυτό που πραγματικά είσαι. Η δουλειά του τεχνικού τιμ είναι να επαναφέρει τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις».

Η στήριξη που προσφέρει ο κόσμος στην ομάδα είναι πραγματικά συγκινητική. Την περιμένατε;

«Ο κόσμος του Άρη αγαπά το μπάσκετ και ήταν πάντα υποστηρικτικός. Αυτό που κυρίως εκτιμούν οι φίλαθλοι είναι ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται φέτος η ομάδα, ανεξάρτητα από το αν κερδίζει ή χάνει. Βλέπει το πάθος της στο γήπεδο, την αγωνιστικότητά της και φυσικά αντιλαμβάνεται τη μεγάλη προσπάθεια της διοίκησης να φτιάξει κάτι υγιές, αντιμετωπίζοντας παθογένειες του παρελθόντος».

Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την απαρχή ενός μακροπρόθεσμου αγωνιστικού πρότζεκτ;

«Όχι, σαφώς όχι. Τα πρότζετκ δεν σχεδιάζονται έτσι. Αν θέλεις να χτίσεις κάτι στιβαρό, ξεκινάς από τα θεμέλια. Το ότι η διοίκηση έχει αρχίσει να νοικοκυρεύει την ομάδα, με αποτέλεσμα αυτή να αποδίδει καλύτερα και στο γήπεδο, δεν μας επιτρέπει να προκαλούμε σύγχυση στον κόσμο μιλώντας για μακρόπνοα αγωνιστικά πρότζεκτ. Για να μιλήσεις για πρότζεκτ πρέπει κάποιος να καθήσει να το σχεδιάσει. Να καταρτίσει ένα πλάνο 5-6 ετών με σαφείς, όχι μόνον αγωνιστικούς στόχους και να πει καθαρά στον κόσμο ότι εμείς για τα επόμενα χρόνια σχεδιάζουμε αυτό και θέλουμε τη στήριξη του κόσμου και όλων όσοι αγαπούν τον σύλλογο, ανεξαρτήτως βραχυπρόθεσμων αποτελεσμάτων.

Αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει κανένα πρότζεκτ. Υπάρχει μία πολύ σοβαρή προσπάθεια νοικοκυρέματος που έχει βελτιώσει τον Άρη σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, αλλά μέχρις εκεί. Στην τελική, για αληθινά πρότζεκτ μπορούν να μιλήσουν μόνο μεγάλα κλαμπ του εξωτερικού».

Πώς μπήκε στη ζωή σου το μπάσκετ;

«Στις αρχές της δεκαετίας του '80 ήμασταν, μαζί με τους φίλους μου, έτοιμοι να πάμε στα τσικό του Εθνικού, στο ποδόσφαιρο. Κάποια στιγμή όμως εμφανίστηκε ο Αλέκος Σπανουδάκης, στο πλαίσιο επισκέψεων στα σχολεία του Πειραιά και μας ρώτησε αν θέλουμε να γραφτούμε στις ακαδημίες μπάσκετ του Ολυμπιακού. Δεν είχαμε ιδέα τι είναι το μπάσκετ, αλλά είπαμε, γιατί όχι;

Πότε κατάλαβες ότι έχεις ταλέντο και προοπτικές να κάνεις σπουδαία καριέρα;

«Ποτέ. Καταρχάς δεν είχα κανέναν να με συμβουλεύει. Ήμουν ενός έτους όταν έχασα τον πατέρα μου και μεγάλωσα με τη μητέρα μου που φυσικά δεν ήξερε τίποτα για το άθλημα. Ήθελα όμως σαν τρελός να παίζω μπάσκετ και ήμουν με τις ώρες στο γήπεδο. Δεν ήμουν ο καλύτερος, αλλά ήμουν αρκετά καλός.

Κάπως έτσι πήγα από τα παιδικά στα εφηβικά και κάποια στιγμή, στα 16 μου, ο Στιβ Γιατζόγλου με κάλεσε για προετοιμασία στην αντρική ομάδα. Στην τελευταία χρονιά του εφηβικού ήμουν με την αντρική ομάδα για προετοιμασία στο Σαράγεβο. Προπονητής ήταν ο Μάκης Δενδρινός και στο τέλος της προετοιμασίας μού μίλησε για την προοπτική να παίξω στην Α2, ώστε να έχω περισσότερο χρόνο συμμετοχής.

Ευτυχώς, βρέθηκα στην ομάδα του Παπάγου, με προπονητή τον Περικλή Ταυρόπουλο, με την οποία ανεβήκαμε στην Α1. Λεφτά, φυσικά, δεν υπήρχαν. Θυμάμαι ότι ξεκινούσα από τον Πειραιά για να πάω στην προπόνηση με ένα δίχρονο μηχανάκι, λίγο μεγαλύτερο από παπάκι, με χιόνια, με βροχές και με τη διάπλαση που είχα. Μπορείς να φανταστείς την εικόνα; Αμέσως μετά επέστρεψα στον Ολυμπιακό, μετά από επιθυμία του Μιχάλη Κυρίτση».

Η άφιξη του Γιάννη Ιωαννίδη ήταν το σημείο καμπής στην καριέρα σου;

«Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά. Ο «Ξανθός» είναι ο καλύτερος Έλληνας προπονητής ever και ταυτόχρονα ένας άνθρωπος που ασκούσε καταλυτική επιρροή σε πρόσωπα και καταστάσεις. Επηρέαζε τους παίκτες του, την εξέλιξη ενός αγώνα, ενός ολόκληρου πρωταθλήματος. Είναι ένας φοβερά επιδραστικός άνθρωπος. Εμένα δεν με άλλαξε ως χαρακτήρα, αλλά ως μπασκετμπολίστα. Πριν τον Ιωαννίδη ήμουν σκόρερ, αλλά εκείνος με μετέτρεψε σε αμυντικό, γιατί αυτό χρειαζόταν η ομάδα.

Πάντως η σχέση μας δεν ήταν εύκολη. Ήταν αμέτρητες οι στιγμές που ήμουν έτοιμος να τα παρατήσω. Μπορώ να σου πω ότι μετά από κάθε προπόνηση ήθελα να τα μαζέψω και να φύγω. Αν δεν υπήρχε ο Γιάννης Γιαννάκης να μου μιλά και να με ηρεμεί, μάλλον θα το είχα κάνει. Είχα όμως στόχο να παίξω μπάσκετ και κατάφερα να αντέξω αυτόν τον χείμαρρο που λέγεται Ιωαννίδης και να κρατήσω μόνον τα θετικά. Τις βρισιές και την αυταρχική συμπεριφορά δεν τις συνηθίζεις ποτέ αλλά, κάποια στιγμή, μαθαίνεις να κρατάς την ουσία».

Η σκηνή με το μπουκάλι έχει μείνει στην ιστορία. Υπήρξαν κι άλλες τέτοιες, φαντάζομαι.

«Η ιστορία με το μπουκάλι δεν είναι τίποτα. Υπάρχουν δεκάδες άλλα περισταστικά στις προπονήσεις, πολύ χειρότερα, περιστατικά που, πίστεψέ με, δεν φαντάζεσαι. Μιλάμε για τραγικές καταστάσεις που δεν πρόκειται να σας διηγηθώ, αφού δεν πρέπει να πιστέψει κανείς ότι αυτά τα πράγματα είναι φυσιολογικό να συμβαίνουν. Αυτός, όμως, ήταν ο Ιωαννίδης στο γήπεδο. Εκτός γηπέδου ήταν ένας άλλος άνθρωπος, ο καλύτερος στην παρέα. Ειδικά όταν καταλάβαινε ότι το είχε παρακάνει και τον... τριγύριζαν οι τύψεις, γινόταν χαλί να τον πατήσεις».

Ο χαμένος τελικός στο Τελ Αβίβ είναι μία πληγή που δεν κλείνει;

«Επί δέκα χρόνια δεν μπορούσα καν να δω τον τελικό σε βίντεο. Μου ήταν αδύνατον. Ήταν μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία καθώς είχαμε απίστευτη ομάδα με τον Ζάρκο, τον Φασούλα, τον Τάρπλεϊ. Δεν έχω πάντως απωθημένα. Μεγαλώνοντας και ωριμάζοντας, κατάλαβα πώς στη ζωή και στον αθλητισμό, εκτός από τη νίκη υπάρχει και η ήττα και καλό είναι να εξοικειωθούμε κάποια στιγμή και με την ιδέα της ήττας».

Μετά τον Ιωαννίδη έρχεται ο Ίβκοβιτς και η κατάκτηση της Ευρωλίγκας στη Ρώμη. Ήταν εντελώς άλλο το στιλ του «Ντούντα»;

«Κάθε προπονητής έχει το στιλ του, αλλά ούτε ο Ντούντα ήταν της... δημοκρατικής σχολής. Η άποψή του ήταν νόμος. Ήταν πάντως ένας σπουδαίος προπονητής, από τους καλύτερους Ευρωπαίους όλων των εποχών και συνέβαλε καθοριστικά στο να κερδίσουμε τα πάντα εκείνη τη σεζόν. Το 1997 ήταν μία από τις μεγαλύτερες στιγμές της καριέρας μου, αλλά εξίσου σημαντική θεωρώ και την πορεία με τον Άρη, το 2006, έως τον τελικό του ULEB Cup, παρά την ήττα από την Ντιναμό Μόσχας στο Σαρλερουά».

Η καριέρα στο NBA ήταν ένα όνειρο για σένα; Ποιο ήταν το είδωλό σου;

«Μετά τη χρονιά του Τελ Αβίβ είχα πρόταση από τους Νιου Γιορκ Νικς και ήμουν έτοιμος να πάω να υπογράψω, αλλά έπεσα πάνω στο λοκ άουτ των παικτών που κράτησε μήνες και έχασα την ευκαιρία. Είχα φτάσει μία ανάσα από το να παίξω στο ΝΒΑ. Στη συνέχεια, για διάφορους λόγους, δεν υπήρξαν οι συνθήκες που θα μου έδιναν μία δεύτερη ευκαιρία. Το λάθος μου ήταν που δεν πήρα μέρος στα ντραφτ.

Τότε δεν μπορούσαμε να δούμε τα ματς στην τηλεόραση και έπρεπε να παραγγείλουμε κασέτες από το εξωτερικό για να δούμε δύο παιχνίδια κάθε φορά. Εγώ λάτρευα τον Μπάρκλεϊ, όπως παλιότερα ήμουν τρελαμένος με τον Τζούλιους Έρβινγκ. Αλλά αν μιλάμε για τον... έναν, μιλάμε για τον Τζόρνταν, δεν υπάρχει συζήτηση. Όπως στην Ελλάδα GOAT είναι ο Γκάλης, έτσι και στο ΝΒΑ είναι ο MJ. Τελεία και παύλα».

Ποια είναι η σχέση σου με την πολιτική; Θα σκεφτόσουν να ασχοληθείς ενεργά;

«Το έχω ήδη κάνει σε επίπεδο αυτοδιοίκησης. Ήμουν πρόεδρος του οργανισμού Πολιτισμού, Αθλητισμού και Νεολαίας του δήμου Πειραιά, επί δημαρχίας Βασίλη Μιχαλολιάκου. Ήταν η εποχή που ανοίξαμε το δημοτικό θέατρο και το πρότζεκτ αυτό με είχε αγχώσει πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε ευρωπαϊκό τελικό.

Δεν σκοπεύω όμως να ασχοληθώ ξανά, σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο. Είχα προτάσεις, αλλά δεν θα μπορούσα να είμαι βουλευτής και να ψηφίζω πράγματα που δεν πιστεύω για να μη με διαγράψουν. Είμαι πολιτικοποιημένος αλλά δεν μπορώ να κάνω το στρατιωτάκι κανενός κόμματος. Αυτό που λείπει από την Ελλάδα και απ' όλον τον κόσμο, εκτός από τους ηγέτες, είναι η Δικαιοσύνη.

Ελάχιστοι άνθρωποι έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους το σύνολο, σχεδόν, του παγκόσμιου πλούτου. Ακόμη και οι υπέρογκες αμοιβές στον αθλητισμό, που συχνά υπερβαίνουν τους προϋπολογισμούς ολόκληρων χωρών, είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Πρέπει να βρεθεί ένα σημείο ισορροπίας ώστε να εξαλειφθούν ή έστω να περιοριστούν οι ανισότητες».

* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 22/1/2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία