Γλυπτά του Παρθενώνα: Με όποιο τρόπο και να επιστρέψουν, δεν πρόκειται να ξαναφύγουν. Του Νίκου Ηλιάδη
09/01/2023 07:00
09/01/2023 07:00
Οι δύο περιπτώσεις δεν είναι ακριβώς ίδιες, παρουσιάζουν όμως ομοιότητες και θα έπρεπε ως χώρα και ως πολιτικό σύστημα να έχουμε διδαχθεί πολλά από την πρώτη ώστε να αποφύγουμε τα ίδια λάθη στη διαχείριση ανάλογων καταστάσεων στο μέλλον.
Εντάξει, το εγχείρημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, δεν έχει την πολιτική βαρύτητα ούτε παράγει γεγονότα σαν κι αυτά που έζησε η χώρα την περίοδο της άτακτης χρεωκοπίας.
Όμως, τηρουμένων των αναλογιών, το πολιτικό σύστημα καλείται να φέρει σε αίσιο πέρας μία υπόθεση, η οποία μας πληγώνει ως έθνος εδώ και περισσότερα από διακόσια χρόνια.
Και αντί οι πολιτικές δυνάμεις να ομονοήσουν ώστε να επιτύχουν την εκπλήρωση αυτού του εθνικού στόχου με τους καλύτερους δυνατούς όρους, αίφνης, το ζήτημα των Γλυπτών μπήκε κι αυτό στις κομματικές μυλόπετρες, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τα μνημόνια.
Και όπως τότε, όσοι υπέγραφαν μνημόνια χαρακτηρίζονταν μειοδότες, ασχέτως εάν στο τέλος σχεδόν όλοι λέρωσαν τα χέρια τους, έτσι και τώρα, οποιαδήποτε λύση συζητείται για την επιστροφή των Γλυπτών, χαρακτηρίζεται εκ προοιμίου και αυτή ως μειοδοσία.
Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι διεξάγει εν κρυπτώ συζητήσεις με τη διεύθυνση του Βρετανικού Μουσείου αναζητώντας φόρμουλα για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών. Λες και θα μπορούσαν τέτοιου είδους συζητήσεις να γίνονται σε δημόσιο χώρο και σε απ' ευθείας μετάδοση μέσω live streaming.
Άλλωστε, με ανάλογο τρόπο δεν έγιναν όλες οι συζητήσεις, από όλες τις κυβερνήσεις πριν από την υπογραφή των τριών μνημονίων; Ή μήπως της συμφωνίας των Πρεσπών δεν προηγήθηκαν μακροχρόνιες μυστικές διαβουλεύσεις;
Ας είμαστε λοιπόν ειλικρινείς. Το πρόβλημα δεν είναι οι “κλειστές” συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και Βρετανικού Μουσείου, δεν είναι καν η φόρμουλα που αναζητείται προκειμένου να επιστρέψουν τα Γλυπτά στην πατρίδα τους. Εάν δηλαδή θα πρόκειται για “δανεικά και αγύριστα” ή για ανταλλαγή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά εξελίσσονται σε προεκλογικό χρόνο.
Η κυβέρνηση πολύ θα ήθελε η υπόθεση αυτή να ευοδωθεί πριν από τις εκλογές ώστε να πιστωθεί αυτό το σπουδαίο επίτευγμα, η δε αντιπολίτευση κάνει ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου να κάψει αυτό το κυβερνητικό χαρτί. Εξ ου και απορρίπτει εκ προοιμίου, ασυζητητί κάθε άλλη λύση, πλην της άνευ όρων επιστροφής των Γλυπτών.
Τοποθετεί τον πήχη όσο το δυνατόν ψηλότερα ώστε, ακόμη και εάν επαναπατριστούν τα Γλυπτά πριν να στηθούν οι κάλπες, το επιδιωκόμενο από την κυβέρνηση εκλογικό όφελος να εξουδετερωθεί από την υποτιθέμενη εθνική μειοδοσία.
Αλήθεια, υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως, εάν φτάσουν με το καλό τα Γλυπτά στην Αθήνα, θα επιστρέψουν ποτέ ξανά στη Βρετανία; Ότι θα υπάρξει κυβέρνηση, οποιαδήποτε κυβέρνηση στο μέλλον, που θα βάλει την υπογραφή της για την επιστροφή των Μαρμάρων στο Βρετανικό Μουσείο; Ή μήπως θεωρεί κανείς ότι υπάρχει περίπτωση οι Βρετανοί, με την ιδιοσυγκρασία που τους χαρακτηρίζει να προχωρήσουν σε μια σαφή και ρητή παραδοχή ότι τα Γλυπτά που βρέθηκαν στην κατοχή τους ήταν προϊόν υφαρπαγής;
Όσοι τα πιστεύουν αυτά είναι οι ίδιοι οι οποίοι διακήρυσσαν (δεν ξέρω εάν το πίστευαν κιόλας) ότι τα μνημόνια καταργούνται “με έναν νόμο και ένα άρθρο”, αλλά σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πλάνη τους. Και τώρα πάμε να επαναλάβουμε το ίδιο σφάλμα: “ή όλα ή τίποτε”.
Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι όλες οι τελευταίες διαρροές περί επικείμενης συμφωνίας για την επιστροφή των Γλυπτών, όλες προέρχονται από τη Βρετανία. Αποκλείεται, άραγε, οι Βρετανοί, μέσω αυτών των διαρροών να επιδιώκουν να πυροδοτηθεί πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα ώστε να οδηγηθεί η υπόθεση σε ναυάγιο το οποίο όμως, να το χρεωθεί η Αθήνα στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης;
Δεδομένης της κατάστασης, η καλύτερη λύση αυτή τη στιγμή είναι το θέμα αυτό να αποσυρθεί από την προεκλογική ατζέντα. Αυτό μπορεί να γίνει με μία ρητή δέσμευση από πλευράς κυβέρνησης ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε καμία συμφωνία με τη βρετανική πλευρά, πριν από τις εκλογές.
Και ας αποφασίσει η όποια επόμενη κυβέρνηση, η οποία θα έχει και νωπή λαϊκή εντολή, ποια θα είναι η καλύτερη φόρμουλα ώστε τα Γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέψουν δια παντός εκεί που ανήκουν.
Οι δύο περιπτώσεις δεν είναι ακριβώς ίδιες, παρουσιάζουν όμως ομοιότητες και θα έπρεπε ως χώρα και ως πολιτικό σύστημα να έχουμε διδαχθεί πολλά από την πρώτη ώστε να αποφύγουμε τα ίδια λάθη στη διαχείριση ανάλογων καταστάσεων στο μέλλον.
Εντάξει, το εγχείρημα του επαναπατρισμού των Γλυπτών του Παρθενώνα, δεν έχει την πολιτική βαρύτητα ούτε παράγει γεγονότα σαν κι αυτά που έζησε η χώρα την περίοδο της άτακτης χρεωκοπίας.
Όμως, τηρουμένων των αναλογιών, το πολιτικό σύστημα καλείται να φέρει σε αίσιο πέρας μία υπόθεση, η οποία μας πληγώνει ως έθνος εδώ και περισσότερα από διακόσια χρόνια.
Και αντί οι πολιτικές δυνάμεις να ομονοήσουν ώστε να επιτύχουν την εκπλήρωση αυτού του εθνικού στόχου με τους καλύτερους δυνατούς όρους, αίφνης, το ζήτημα των Γλυπτών μπήκε κι αυτό στις κομματικές μυλόπετρες, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τα μνημόνια.
Και όπως τότε, όσοι υπέγραφαν μνημόνια χαρακτηρίζονταν μειοδότες, ασχέτως εάν στο τέλος σχεδόν όλοι λέρωσαν τα χέρια τους, έτσι και τώρα, οποιαδήποτε λύση συζητείται για την επιστροφή των Γλυπτών, χαρακτηρίζεται εκ προοιμίου και αυτή ως μειοδοσία.
Η κυβέρνηση κατηγορείται ότι διεξάγει εν κρυπτώ συζητήσεις με τη διεύθυνση του Βρετανικού Μουσείου αναζητώντας φόρμουλα για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών. Λες και θα μπορούσαν τέτοιου είδους συζητήσεις να γίνονται σε δημόσιο χώρο και σε απ' ευθείας μετάδοση μέσω live streaming.
Άλλωστε, με ανάλογο τρόπο δεν έγιναν όλες οι συζητήσεις, από όλες τις κυβερνήσεις πριν από την υπογραφή των τριών μνημονίων; Ή μήπως της συμφωνίας των Πρεσπών δεν προηγήθηκαν μακροχρόνιες μυστικές διαβουλεύσεις;
Ας είμαστε λοιπόν ειλικρινείς. Το πρόβλημα δεν είναι οι “κλειστές” συζητήσεις μεταξύ κυβέρνησης και Βρετανικού Μουσείου, δεν είναι καν η φόρμουλα που αναζητείται προκειμένου να επιστρέψουν τα Γλυπτά στην πατρίδα τους. Εάν δηλαδή θα πρόκειται για “δανεικά και αγύριστα” ή για ανταλλαγή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Το πρόβλημα είναι ότι όλα αυτά εξελίσσονται σε προεκλογικό χρόνο.
Η κυβέρνηση πολύ θα ήθελε η υπόθεση αυτή να ευοδωθεί πριν από τις εκλογές ώστε να πιστωθεί αυτό το σπουδαίο επίτευγμα, η δε αντιπολίτευση κάνει ό,τι περνά από το χέρι της προκειμένου να κάψει αυτό το κυβερνητικό χαρτί. Εξ ου και απορρίπτει εκ προοιμίου, ασυζητητί κάθε άλλη λύση, πλην της άνευ όρων επιστροφής των Γλυπτών.
Τοποθετεί τον πήχη όσο το δυνατόν ψηλότερα ώστε, ακόμη και εάν επαναπατριστούν τα Γλυπτά πριν να στηθούν οι κάλπες, το επιδιωκόμενο από την κυβέρνηση εκλογικό όφελος να εξουδετερωθεί από την υποτιθέμενη εθνική μειοδοσία.
Αλήθεια, υπάρχει κανείς που να πιστεύει πως, εάν φτάσουν με το καλό τα Γλυπτά στην Αθήνα, θα επιστρέψουν ποτέ ξανά στη Βρετανία; Ότι θα υπάρξει κυβέρνηση, οποιαδήποτε κυβέρνηση στο μέλλον, που θα βάλει την υπογραφή της για την επιστροφή των Μαρμάρων στο Βρετανικό Μουσείο; Ή μήπως θεωρεί κανείς ότι υπάρχει περίπτωση οι Βρετανοί, με την ιδιοσυγκρασία που τους χαρακτηρίζει να προχωρήσουν σε μια σαφή και ρητή παραδοχή ότι τα Γλυπτά που βρέθηκαν στην κατοχή τους ήταν προϊόν υφαρπαγής;
Όσοι τα πιστεύουν αυτά είναι οι ίδιοι οι οποίοι διακήρυσσαν (δεν ξέρω εάν το πίστευαν κιόλας) ότι τα μνημόνια καταργούνται “με έναν νόμο και ένα άρθρο”, αλλά σύντομα βρέθηκαν αντιμέτωποι με την πλάνη τους. Και τώρα πάμε να επαναλάβουμε το ίδιο σφάλμα: “ή όλα ή τίποτε”.
Δεν θα πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι όλες οι τελευταίες διαρροές περί επικείμενης συμφωνίας για την επιστροφή των Γλυπτών, όλες προέρχονται από τη Βρετανία. Αποκλείεται, άραγε, οι Βρετανοί, μέσω αυτών των διαρροών να επιδιώκουν να πυροδοτηθεί πολιτική αντιπαράθεση στην Ελλάδα ώστε να οδηγηθεί η υπόθεση σε ναυάγιο το οποίο όμως, να το χρεωθεί η Αθήνα στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης;
Δεδομένης της κατάστασης, η καλύτερη λύση αυτή τη στιγμή είναι το θέμα αυτό να αποσυρθεί από την προεκλογική ατζέντα. Αυτό μπορεί να γίνει με μία ρητή δέσμευση από πλευράς κυβέρνησης ότι δεν πρόκειται να προχωρήσει σε καμία συμφωνία με τη βρετανική πλευρά, πριν από τις εκλογές.
Και ας αποφασίσει η όποια επόμενη κυβέρνηση, η οποία θα έχει και νωπή λαϊκή εντολή, ποια θα είναι η καλύτερη φόρμουλα ώστε τα Γλυπτά του Παρθενώνα να επιστρέψουν δια παντός εκεί που ανήκουν.
ΣΧΟΛΙΑ